Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Οι ίδιοι πρωταγωνιστές και εχθροί της Ελλάδος τότε και τώρα!

Στα δύσκολα χρόνια της δουλείας που ακολούθησαν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, την πορεία του Ελληνισμού σημάδεψαν όχι ένας μα δύο κατακτητές: ο Τούρκος βέβαια, μα κι ο Εβραίος. Τον ίδιο καιρό, κατακτητές μέρους του Ελλαδικού χώρου ήσαν και Ευρωπαίοι. Τόσο όμως στην Τουρκοκρατούμενη όσο και στη Λατινοκρατούμενη Ελλάδα, ο οικονομικός κυρίαρχος ήταν ο ίδιος. Και στη Δύση η τοκογλυφία και τα λοιπά παρασιτικά επαγγέλματα ενεργούνταν από την ίδια φυλετική ομάδα, με βασική κινητήριο δύναμη τα κεφάλαια του Βατικανού.
Για τον Ελληνισμό όμως, η στυγνή εκμετάλλευση που θα εκθέσουμε στη συνέχεια, σε συνδυασμό με τη βάρβαρη τουρκική εξουσία και την αδυναμία των υπόδουλων να υποστηρίξουν εναλλακτικές οικονομικές δομές και να εκδιώξουν τους οικονομικούς δυνάστες τους όπως έκαναν οι Ισπανοί και οι Άγγλοι, έκαναν τους τέσσερις αιώνες της δουλείας μαρτυρικούς για το Γένος μας.
Η εύνοια της Οθωμανικής διοίκησης για το εβραϊκό στοιχείο έγινε φανερή από την επόμενη κιόλας μέρα της Αλώσεως.
Ενώ η Βασιλίδα των πόλεων είχε ερημωθεί από τα βαρβαρικά στίφη, ενώ οι τελευταίοι Έλληνες υπερασπιστές της είχαν είτε σκοτωθεί είτε συρθεί στην αιχμαλωσία, μέσα στη φρικτά κουρσεμένη Πόλη, μόνον οι Εβραίοι, που κατοικούσαν κυρίως στη συνοικία Μπαλτά, έμειναν άθικτοι οι ίδιοι και οι περιουσίες τους, σαν οι Τούρκοι να τηρούσαν μαζί τους μια συμφωνία υπογραμμένη με το αίμα των Ελλήνων, σαν να τους ξεπλήρωναν κάποιο χρέος. Το ίδιο χρέος που εξακολούθησαν να ξεπληρώνουν όλα τα χρόνια της κυριαρχίας τους, όταν ενώ τα νεαρά βλαστάρια του Ελληνισμού υφίσταντο το απάνθρωπο παιδομάζωμα και μετατρέπονταν σε Γενίτσαρους, οι Εβραίοι εξαιρούνταν από την υποχρεωτική στρατολόγηση.

Ήσαν δε τέτοια και τόσο μεγάλα τα συμφέροντά τους και τόση η προστασία τους από την τουρκική εξουσία που ούτε φυσέκι δεν έριξαν του Τούρκου στους τέσσερις αιώνες της σκλαβιάς, ούτε ποτέ Εβραίος βγήκε αρματολός. Αντίθετα κυνήγησαν και τσάκισαν το ελληνικό στοιχείο όπου το βρήκαν του χεριού τους. Μέσα την Πόλη ο αρχιραββίνος είχε το προβάδισμα από τον Πατριάρχη στις τελετές. Οι ομόφυλοί του, συνέταιροι στη διοίκηση του κράτους, εκμεταλλεύονταν στο όνομα του Σουλτάνου όλο τον πλούτο της Ανατολής. Σαράφηδες (αργυραμοιβοί), τοκογλύφοι, παλαιοπώλες, μεσίτες, δουλέμποροι, εκμισθωτές τελωνειακών φόρων, αυτές ήσαν οι ασχολίες των « αξιότιμων » αυτών υπηκόων του Σουλτάνου, με τις οποίες ρουφούσαν το αίμα των υπόδουλων.

Ιδιαίτερα μετά την αποπομπή τους από τις Ευρωπαϊκές χώρες στα 1498, οι Εβραίοι διάλεξαν να εγκατασταθούν στα πλέον νευραλγικά σημεία της Αυτοκρατορίας: Κωνσταντινούπολη. Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννενα, Αγρίνιο, μεγάλα εμποροβιομηχανικά και διαμετακομιστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κεφαλαιούχου εμποροτραπεζίτη της εποχής είναι ο Ιωσήφ Nasi (Νάζης). Κύριες δραστηριότητές του ήσαν οι προμήθειες της Σουλτανικής Αυλής σε τρόφιμα και η διαμετακόμιση των κρασιών της Κρήτης, του Αιγαίου και του Ιονίου, μονοπωλιακά. Ο Nasi ήταν ακόμα φεουδάρχης της Νάξου, της Άνδρου, της Μήλου, της Πάρου, της Θήρας, της Κέας, της Σίφνου, της Αμοργού και άλλων νησιών, απόλυτος δηλαδή οικονομικός κυρίαρχός τους. Όσο για τα έσοδά του, από την εκμίσθωση και μόνο της δεκάτης των κρασιών Αιγαίου και Ιονίου, ας σκεφθεί κανείς ότι ενώ εισέπραττε 15 000 σκούδα, πλήρωνε στο σουλτανικό ταμείο μόλις 2000 σκούδα.

Εκεί όμως που οι Εβραίοι πραγματικά μεγαλούργησαν, ήταν στο δουλεμπόριο. Αυτό απετέλεσε και τη βάση του εμποροτοκογλυφικού τους κεφαλαίου. Κοπάδια σκλάβων πωλούνταν σαν οποιαδήποτε πραμάτεια. Και με ποιο τρόπο… Ιδιαίτερα προσεχτικοί ήσαν με τις γυναίκες. Τις έβαφαν προκλητικά, γράφει ο Βακαλόπουλος, και τις περιποιούνταν ανάλογα για να επιτυγχάνουν υψηλότερη τιμή. «Μόλις ξημερώνει οι δούλοι σαν κοπάδια προβάτων οδηγούνται στην αγορά. Μαζεύονται οι αγοραστές και ορίζεται η τιμή. Αν αρέσουν στον αγοραστή, τους αφαιρούν τα ενδύματα και τους εκθέτουν στα μάτια του μέλλοντος κυρίου. Επιθεωρούνται όλα τα μέλη, δοκιμάζονται, γίνεται έρευνα μήπως κανένα ελάττωμα υπάρχει στις κλειδώσεις και αρθρώσεις. Αν δεν αρέσει, επιστρέφεται στο δουλέμπορο. Και τόσες φορές θα το πάθει αυτό, όσες φορές βρεθεί κάποιος αγοραστής».

Όσο για τις άλλες οικονομικές δραστηριότητες των Εβραίων, ξεχωριστή ήταν αυτή της «μεσιτείας». Αγόραζαν δηλαδή τις πρώτες ύλες σε εξευτελιστικές τιμές από τους αγρότες, μαλλί, βαμβάκι, δέρματα, καπνό, σταφίδα, σιτάρι, και τα μεταπωλούσαν σε Γάλλους, Βενετσιάνους και λοιπούς, εισπράττοντας υπέρογκα ποσά γι’ αυτήν τους τη «μεσιτεία». Ύστερα, τα εμπορεύματα γύριζαν ξανά στην αγορά, στα πανηγύρια που γίνονταν κυρίως την Κυριακή, ημέρα αργίας χριστιανικής, όχι όμως και εβραϊκής και μουσουλμανικής.
Τα εμποροπανηγύρια αυτά ήσαν οι μοναδικοί τόποι συναλλαγής για το λαό κι εκεί κυριαρχούσαν οι Εβραίοι. Γι’ αυτό και το κατόρθωμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού να διαδώσει και να καθιερώσει την Κυριακή ως αργία, έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει για το εβραϊκό στοιχείο που μεθόδευσε και το μαρτυρικό του θάνατο. Διέπρεψαν και σ’ ένα ακόμα τομέα : την τοκογλυφία. Το επιτόκιο του δανεισμού έφθανε το 20% (όποια ομοιότητα με το σημερινό σύστημα δεν είναι διόλου τυχαία…) Μα δεν τους έφτανε αυτό.

 Γράφει ο γραμματολόγος Σπυρίδων Βιάζης στο τεύχος 14 του «Παρνασσού» : «Η ζακυνθία κοινωνία κατεφέρετο κατά των Εβραίων, οίτινες κατά τους χρόνους εκείνους εξήσκουν τοκογλυφίαν εις βαθμόν τοιούτον, ώστε υπεχρεώθη να ζητήση παρά της κυβερνήσεως τον περιορισμόν του κακού. Οι τοκογλύφοι εθριάμβευον και οι πτωχοί, οι έχοντες ανάγκην επιέζοντο. Οι Εβραίοι επίεζον περισσότερο τους χωρικούς, εις ους δάνειζον χρήματα και εν καιρώ εσοδείας ελάμβανον ως αντάλλαγμα οίνον, έλαιον, σταφίδα, βάμβακα, τυρόν, σίτον, τα οποία ακολούθως εμπορεύοντο. Πολλάκις συνέβαινεν ώστε ένεκα των υπερόγκων δανείων, άπασα η εσοδεία να περιέλθη εις χείρας των τοκογλύφων. Εδάνειζον επί ενεχύρω και αντί ευτελούς ποσού χρημάτων ελάμβανον είδη μεγάλης αξίας. Αφήρουν τους πολυτίμους λίθους και αντικαθίστων αυτούς δια κοινών. Οι Εβραίοι εκτός της τοκογλυφίας, προσεπάθουν, οσάκις ηδύναντο, να κατακρατώσι τα ομόλογα, και είτα εκ νέου παρά των πτωχών να ζητώσι τα χρήματα – τούτο δε εγένετο ότε το δάνειον δεν ήτο επί ενεχείρω».

Κι αφού χάρις στις εναρέτους αυτές ενέργειες του «περιούσιου λαού» γίνονταν σκλάβοι (για δεύτεροι φορά) οι Έλληνες χωρικοί, για να μπορέσουν, όπως νόμιζαν, να ξεχρεώσουν, κατέληγαν στα πλοκάμια του Ταμείου Εξαγοράς Σκλάβων που λειτουργούσε επισήμως στη Ζάκυνθο από το 1560 ως το 1789. Οι δυστυχείς δε οικογένειες για να ελευθερώσουν τους ανθρώπους τους, άλλο δεν μπορούσαν να κάνουν από το να δανειστούν χρήματα από τους τοκογλύφους, βάζοντας ενέχυρο ό,τι τους είχε απομείνει. Κι όταν δεν έφτανε κι αυτό, ακόμα και τα ίδια τα παιδιά τους. Κυρίαρχοι στο ανίερο αυτό παιχνίδι της βρωμερής συναλλαγής ήσαν βεβαίως οι Εβραίοι κεφαλαιούχοι πλουτοκράτες, το δεξί χέρι των Τούρκων κατακτητών και των Λατίνων αποικιοκρατών.

Μόνο στην Κέρκυρα, για να δούμε έναν ακόμη τόπο, υπήρχαν στα μέσα του 17ου αιώνα πεντακόσιοι πλουσιότατοι εμπορικοί οίκοι Εβραίων που δραστηριοποιούνταν σε κάθε διαμεσολαβητικό τομέα. Για τον οίκο του μεγαλοτραπεζίτη Εβραίου Βιβάντε, γράφει ο Ι.Α.Ρωμανός στην πραγματεία του «Η εβραϊκής κοινότης της Κερκύρας» ότι «Ηύξενον δε οσημέραι κατά τε τα πλούτη και την δύναμιν». Σ’ αυτά τα άπιαστα για το λαό πλούτη και την τρομακτική δύναμη του εβραϊκού στοιχείου ο Ελληνισμός είχε το θάρρος να αντισταθεί, όπως το μαρτυρούν το ξέσπασμα των ποπολάρων στη Ζάκυνθο εναντίον των Εβραίων στα 1712, οι συγκρούσεις στην Πάτρα, τη Ναύπακτο, την Κέρκυρα κι αλλού.

Αλλά και η συλλογική συνείδηση του λαού μας κατέγραψε το «οβραίικο παζάρι» και την «οβραίικη σκληράδα» και χαρακτήρισε μαζί ακόμη και με τον τουρκικό όχλο αυτήν τη λαομίσητη ομάδα καιροσκόπων με το βαρύ και περιφρονητικό χαρακτηρισμό «τσιφούτ» : φιλάργυρος και ποταπός. Αυτό και μόνον για όσους αναμασούν το νεόκοπο εβραίικο παραμύθι περί πατροπαράδοτης φιλίας Ελλήνων και εβραίων και περί της προσφοράς των τελευταίων στον Ελληνισμό.

Αλλά όχι μόνον ο λαός αλλά και συγγραφείς και λόγιοι μαρτυρούν για το εβραϊκό μίσος κατά του Ελληνισμού, όπως καταλήγουν να αιτιολογήσουν την ειδεχθή συμπεριφορά αυτής της ράτσας απέναντι στη Φυλή μας. Ανάμεσά τους ο Ανώνυμος Έλληνας, συγγραφέας της περιφήμου «Ελληνικής Νομαρχίας» και ο Αδαμάντιος Κοραής που γράφει ανάμεσα στ’ άλλα πως : «Των Ιουδαίων το προς ημάς μίσος, υπερβαίνει και αυτό το τουρκικό μίσος». Αρκεί και μόνον να θυμηθούμε το μαρτύριο του Γρηγορίου Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίον οι Τούρκοι παρέδωσαν στους Εβραίους για να διαπομπευθεί, ξέροντας το ζήλο με τον οποίο θα εκτελούσαν το έργο τους.

Η διπλή αυτή δουλεία, η εθνική και η κοινωνικοοικονομική, απονεύρωνε για χρόνια τον απλό λαό από κάθε δυνατότητα αντιστάσεως. Ξεκομμένοι στα τσιφλίκια όπου δούλευαν σκληρά και ασταμάτητα χωρίς να βλέπουν αποτέλεσμα στους κόπους τους, βουτηγμένοι ως το λαιμό όπως ήσαν στα δάνεια και τα ομόλογα των Εβραίων, οι δυστυχείς ραγιάδες δεν είχαν ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση να συνδεθούν με το σύνολο του υπόδουλου Ελληνισμού. Μα και στην εκκλησία ακόμη τους ήταν δύσκολο να πάνε, εκεί όπου θα άκουγαν τη γλώσσα των αρχαίων τους προγόνων και θα ζούσαν στη σκιά της αίγλης της χιλιόχρονης μεσαιωνικής τους Αυτοκρατορίας, αφού τη μέρα της θρησκευτικής αργίας τους, την Κυριακή, μόνο, μπορούσαν και έπρεπε να πάνε στο εμποροπανηγύρι κατά πώς όριζαν οι Εβραίοι.

Για όλα τούτα, σχόλιο έχουμε αυτό ενός κατ’ εξοχήν πολέμιου της εβραϊκής καπιταλιστικής κυριαρχίας, αυτής που διέλυε τη συνοχή και αποδυνάμωνε τη θέληση των υποδούλων, του Πατροκοσμά του Αιτωλού. Απευθυνόμενος κάποτε ο Άγιος σε φίλους του στην Πρέβεζα που του ανέφεραν τις δυσκολίες που προέβαλλαν οι δυνάστες τους Βενετσιάνοι και Εβραίοι για τη διατήρηση του Σχολείου που είχε ιδρύσει εκεί, τους λέει ετούτο το απλό όσο και θαρραλέο : «Και αν σας τύχει κανένα εμπόδιον από τους εξουσιαστάς της αυτής χώρας, να τον εβγάνετε έξω από το σύνορο».

ΠΗΓΗ