Ή δόξα των αγίων λειψάνων αποτελεί προεικόνιση αυτής της νέας, της δοξασμένης κατάστασης του σώματος.
Ή τιμή πού αποδίδεται σ’ αυτά στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί ακόμη μαρτυρία της πίστης μας στην καθολική δόξα του ανθρώπου (Α’ Θεσ. ε’ 23-24).
Ή αγιαστική χάρη εκφράζεται στα ιερά λείψανα με ευωδία, για την όποία κάνει λόγο η αγία Γραφή (Β’ Κορ. β’ 15. Πρβλ Ήσ. ξστ’ 14) και επιτελεί θαύματα (Δ/Β’ Βασιλ ιγ’ 20-21).
Ή ίδια χάρη μεταδίδεται στα αντικείμενα, τα όποια έρχονται σε επαφή με το σώμα των αγίων, με αποτέλεσμα τη θαυματουργία (Δ/Β’ Βασιλ β’ 8-14. Μαθ. θ’ 20-22. Μάρκ. στ’ 13. Πράξ. ιθ’ 12).
Ένα από τα πολλά ιδιαίτερα «ιδιώματα» των αγίων ανδρών και γυναικών της ορθοδόξου Εκκλησίας μας είναι: α) Η «ακεραιότητα» και «αφθαρσία» του ιερού σκηνώματός του, το οποίο παρά την φυσική ταφή δεν αποσυντίθεται, ουδέ φθείρεται από το πέρασμα του χρόνου. Η άκτιστη και αχειροποίητη ενέργεια του Τριαδικού Θεού «ενοικεί» και «σκηνώνει» στο ανθρώπινο σαρκικό σώμα και το διατηρεί αλώβητο και άφθαρτο ως «σημείο» (ένδειξη, απόδειξη) της θείας παρεμβολής που αίρει και υπερνικά τους φυσικούς νόμους.
Είναι το «σημείο» της «ευδοκίας» και «ευαρέσκειας» του Τριαδικού Θεού προς τον συγκεκριμένο άνθρωπο, ο οποίος έζησε την επίγεια ζωή του «εν Χριστώ» και κατέστη με την άκτιστη ενέργεια της Τριαδικής Θεότητος άφθαρτος, ακέραιος, αλώβητος, «χριστοφόρος», «θεοφόρος» και «πνευματοφόρος», και ταύτα πάντα προς ενίσχυση της χλιαρής και ασθενικής πίστεως των ανθρώπων.
Τα κριτήρια της επιλογής του συγκεκριμένου κάθε φορά αγίου ή της αγίας, των οποίων το ιερό λείψανο παραμένει «υπέρ φύσιν» άφθαρτο, ακέραιο και αλώβητο, παρά την δύναμη του πανδαμάτορα χρόνου, είναι του Θεού και όχι των ανθρώπων, που κρίνουν τα πάντα με το υποδεκάμετρο της λογικής και του ορθολογισμού, αφού προηγουμένως έχουν εξορίσει από την ζωή τους και την σκέψη τους τον Θεό δημιουργό τους και την πίστη τους προς Αυτόν ως προσωπική, εσωτερική, βιωματική εμπειρία και σχέση ελεύθερη και αβίαστη, ως έκφραση αληθούς αγάπης υιού και θυγατέρας προς τον πατέρα Θεό.
Και το ότι τα κριτήρια για την αφθαρσία και την ακεραιότητα κάποιου ιερού λειψάνου είναι αποκλειστικώς του Θεού και όχι ημών των ανθρώπων, αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι δεν παραμένουν άφθαρτα και ακέραια τα λείψανα όλων των αγίων της Εκκλησίας μας, αλλά μόνον ορισμένων έξ αυτών.
Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι οι αγίοι των οποίων το σώμα δεν σώζεται άφθαρτο και ακέραιο είναι δευτέρας κατηγορίας, αλλά ότι ο παντοδύναμος Θεός είναι εκείνος και μόνον εκείνος, ο οποίος επιλέγει πότε και σε ποιον άγιο ή αγία θα εμφανιστεί το «σημείο» της αφθαρσίας και ακεραιότητος του λειψάνου τους.
Ένα άλλο «υπέρ φύσιν» ιδιαίτερο «ιδίωμα» (β) των ιερών λειψάνων των αγίων της Εκκλησίας μας είναι και αυτό της «μυροβλυσίας» (έκβλυση μύρου), αλλά και της «ευωδίας» τους. Και πάλι η επιλογή του αγίου προσώπου στο οποίο εμφανίζεται τούτο το «θεϊκό σημείο», που είναι «υπέρ φύσιν» φαινόμενο, ανήκει αποκλειστικώς και μόνον στον Τριαδικό Θεό.
Αίρονται και πάλι οι φυσικοί νόμοι κατά τρόπο ανεξήγητο και θαυμαστό, οπότε έχουμε το «σημείο» της «μυροβλυσίας» και της «ευωδίας», είτε από άφθαρτα και ακέραια λείψανα, είτε από τα οστά (άνευ σάρκας) των αγίων, όπως συμβαίνει με το μυρόβλυτο λείψανο (εκ των οστών) του μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου. Το αξιοθαύμαστο είναι ότι έχουμε το «σημείο» της «μυροβλυσίας» ακόμη και από τον τάφο, στον οποίο είχε ταφεί ο Άγιος και μάρτυρας της Εκκλησίας Δημήτριος.
Όλοι οι άγιοι, άνδρες και γυναίκες, που μυροβλύζουν, ονομάζονται «μυροβλύτες» και οι πλέον γνωστοί είναι οι Άγιοι: Δημήτριος, Νείλος, Συμεών Νεμάνια, Νεομάρτυρας Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης, όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ κ.ά. Οι δε Άγιοι που μέχρι και σήμερα έχουν άφθαρτο και ακέραιο το λείψανό τους είναι: Ο Άγιος Σπυρίδων, ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, ο Άγιος Διονύσιος, ο Άγιος Γεράσιμος κ.ά.
Όσον αφορά την θεολογική προσέγγιση του «σημείου» της «μυροβλοσίας» και της «ευωδίας» των ιερών λειψάνων των Αγίων της Εκκλησίας μας, πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι η πίστη των χριστιανών για την «μυροβλυσία» και την «ευωδία» των ιερών λειψάνων των αγίων είναι φαινόμενο της παλαιοχριστιανικής εποχής.
Στην αρχαία εκκλησία των πρώτων χριστιανικών αιώνων οι χριστιανοί πίστευαν ότι τα σώματα των ομολογητών και των μαρτύρων ανέδιδαν ευχάριστη και ιδιαίτερα χαρακτηριστική ευωδία. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι όσοι ήταν παρόντες την ώρα του μαρτυρίου του Αγίου Πολυκάρπου αντελήφθησαν αμέσως μετά την ρίψη του μάρτυρος στη φωτιά μια ευωδιά, ωσάν να επρόκειτο για λιβανωτό άνεμο τιμίων αρωμάτων.
Η ευωδία των αγίων χαρακτηρίζεται ως «ευωδία Χριστού», αφού ο Χριστός είναι η «τελεία ευωδία», αλλά και η ευωδία του Αγίου Πνεύματος. Από τον Ιησού Χριστό και το Πανάγιο Πνεύμα αναδίδεται «οσμή αφθαρσίας».
Η δε ευωδία που ανέδιδαν οι μάρτυρες και οι άγιοι, όπως και η θαυματουργική δύναμη των λειψάνων τους, δεν είναι ιδιότητα δική τους, αλλά ιδιότητα της θείας δυνάμεως που «ενοικεί» σε αυτούς. Είναι η ευωδία του Αναστάντος Χριστού, η οσμή του Παναγίου Πνεύματος, το άρωμα της αθανασίας, που επισφράγιζε «τον άθλον των μαρτύρων». Τα λείψανα των μαρτύρων είναι άσπιλα, αμόλυντα, ακηλίδωτα, άχραντα όργανα της πνευματοφόρου ψυχής του κάθε μάρτυρος ή αγίου.
Στο σημείο τούτο πρέπει με έμφαση να υπογραμμίσουμε ότι, όπως τις εικόνες των αγίων, έτσι και τα ιερά λείψανα δεν τα λατρεύουμε, αφού η λατρεία ανήκει αποκλειστικά στον Τριαδικό Θεό, αλλά τα τιμούμε και τα προσκυνούμε. Η δε τιμή και προσκύνηση, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «διαβαίνει επί το πρωτότυπον», που είναι αυτός καθ’ εαυτός ο συγκεκριμένος κάθε φορά άγιος ή μάρτυρας, το ιερό πρόσωπο του Αγίου.
Τέλος, επειδή κατά την ορθόδοξη θεολογική διδασκαλία η «θέωση» των αγίων δεν αναφέρεται μόνο στην ψυχή, αλλά σ’ όλο τον άνθρωπο, στον οποίο «ενοικεί» η άκτιστη ενέργεια (χάρη) του Θεού και επεκτείνεται και στα ιερά λείψανά του, ας δούμε τι λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος: «Η ψυχή που καταξιώθηκε να γίνει μέτοχος της θείας χάριτος, επειδή αγιάστηκε, εξ’ ανάγκης ακολουθεί να αγιάζει όλον της το κορμί, διότι αυτή είναι που συγκρατεί όλον της το κορμί με το να ευρίσκεται σε όλα τα μέρη.
Δια τούτο και η χάρις του Αγίου Πνεύματος, καθώς οικειοποιείται την ψυχή, έτσι οικειοποιείται και το κορμί της. Όμως έως ότου η ψυχή ευρίσκεται μαζί με το κορμί, το Πανάγιο Πνεύμα δεν μεταφέρει στην δική του δόξα καθολικά όλον το κορμί τους, διότι είναι ανάγκη να δείξει το θέλημά της η ψυχή έως του τέλους της ζωής αυτής, εάν δηλαδή ακολουθεί η ψυχή καθώς πρέπει την χάρη αυτή του αγίου Πνεύματος.
Αλλά όταν έλθει το τέλος και χωρίσει η ψυχή από το κορμί, τότε πλέον με την παύση του αγώνος, την νίκη της ψυχής και την αναχώρησή της από το κορμί με τον στέφανο της αφθαρσίας, η χάρις του αγίου Πνεύματος οικειοποιείται και αγιάζει καθολικά όλον το κορμί της ψυχής αυτής και για τον λόγο αυτό τότε τα γυμνά οστά και λείψανα των αγίων εκβλύζουν ιάματα και θεραπεύουν κάθε ασθένεια.
Όταν η ψυχή χωρίσει από το κορμί με τον θάνατο, τότε αυτό απομένει μοναχό χωρίς ψυχή και η θεότητα φανερώνει στους ανθρώπους την θεία ενέργεια με τα θαύματα… Επειδή και τα δύο, η ψυχή και το κορμί, ελύθησαν από κάθε ανάγκη και πειρασμό… και γι’ αυτό ενεργείται και στο ένα και στο άλλο η θεία χάρις χωρίς κανένα εμπόδιο… και τα δύο οικειοποιήθηκε η θεότητα λόγω της θεοπρεπούς πολιτείας που εφάρμοσαν στον κόσμο τούτο, όταν ήταν μαζί και τα δύο. Στον δε καιρό της κοινής Αναστάσεως παίρνει και το κορμί την αφθαρσία, την οποία εχάρισε ο θεός στην ψυχή, που αγιάστηκε».