Βορειοδυτικά της Τρίπολης, επί Τουρκοκρατίας, υψωνόταν το περιβόητο Σεράγι του Γεν. Διοικητή Πελοποννήσου. Ήταν το μεγαλύτερο, λαμπρότερο και επισημότερο οικοδόμημα… Μεγάλο, ξύλινο, τετράγωνο οικοδόμημα
και απέραντο με τους διάφορους περιβόλους του, δέσποζε της πόλεως.
Πολλές στήλες του είχαν μεταφερθεί από τα ερείπια της αρχαίας Τεγέας. Ευρύτατος προθάλαμος οδηγούσε σε όλες τις αίθουσές του και τ’ απειροπληθή δωμάτια. Πλείστοι όσοι από του σατράπη, της ακολουθίας του, των ουκ ολίγων χαρεμιών του (64 γυναίκες είχε ο Χουρσίτ), των θεραπαινών κ.λ.π. είχαν σ’ αυτό ιδιαίτερα δωμάτια.
Οι αποτελούντες την ιδιαίτερη φρουρά του πασά, Αλβανοί, ξάπλωναν χειμώνα και θέρος κάτω από τη στέγη του. Είχε, μάλιστα, και στρατώνα Δελήδων (ιππέων). Επί πλέον περιείχε κήπο λαμπρό, τζαμί μετά μεγαλοπρεπούς μιναρέ, βρύσες, φυλακές, λουτρά, σταύλους, κλιβάνους, σφαγεία και αγχόνη. Και φαινόταν ως να αποτελεί κώμη ολόκληρη, στην οποία, συν τοις άλλοις, συγκεντρώνονταν φύρδην μίγδην ιμάμηδες (ιερείς) μουλάδες (λόγιοι), χόντζες, διδάσκαλοι, παιδαγωγοί, θεολόγοι, δερβίσες, κυνικοί μουσικοί, γελωτοποιοί, θαυματοποιοί, σχοινοβάτες, ανηλάτες, δεσμοφύλακες, δήμιοι, ραβδούχοι και σκύλοι άφθονοι, τους οποίους οι Τούρκοι εξαιρετικά αγαπούσαν. Όλος ο κόσμος αυτός αποτελούσε φοβερό και απαίσιο πανδαιμόνιο, εμπνέον απέχθεια και φρίκη!
Εξαιρετική ανατολική πολυτέλεια και λαμπρότητα κοσμούσε τις αίθουσες του σεραγίου, ιδίως τις προοριζόμενες για τον Σατράπη και τα χαρέμια του οι οποίες σχεδόν ήσαν επίχρυσες. Εκατομμύρια δαπανήθηκαν αφειδώς για την πολυτέλεια και ευμάρεια τους.
Κάτωθεν του Σεραγίου ήταν η φοβερή ειρκτή των καταδίκων, υπόγειο ανήλιαγο και δυσώδες, έχοντας εμβαδόν 150 τ.μ. στο οποίο εισερχόταν φως και αέρας διαμέσου ενός μικρού παραθύρου. Στην ειρκτή αυτή ήσαν συνδεδεμένοι στο αποτρόπαιο κούτσουρο, με μεγάλη βαριά αλυσίδα, στην οποία ήσαν προσαρμοσμένοι σιδερένιοι ογκώδεις κρίκοι, για το βασανισμό των καταδίκων. Εγκλείσθηκαν τον Απρίλιο του 1821, ταλαιπωρήθηκαν, βασανίστηκαν επί πέντε ολόκληρους μήνες, πείνασαν και σκελετοποιήθηκαν οι Αρχιερείς και προύχοντες Πελοποννήσου, οι ευμαρώς ανατεθραμένοι άγιοι εκείνοι μάρτυρες της πίστεως και της Πατρίδας, οι τετιμημένοι πρωτεργάτες της Εκκλησίας και του Έθνους, οι οποίοι είδαν να τουφεκίζονται εκεί οι υπηρέτες και σωματοφύλακές τους.
Από το διαβόητο τούτο και φοβερό Σεράγιο κυβερνιόταν, όχι μόνο η Τρίπολη, αλλά και η Πελοπόννησος. Αμέτρητα και σωρηδόν εισέρρεαν σε αυτό τα δημευόμενα πλούτη των ραγιάδων και σχεδόν αδιάκοπα οι δήμιοι έκοβαν κεφάλια προσώπων ύποπτων ή τους στραγγάλιζαν στα δωμάτια του Σεραγίου, όπου φιλοξενούνταν, όπως στραγγαλίσθηκε, κατά το 1792, ο γενικός Προεστός της Πελοποννήσου, Ανδρούτσος. Και κατάντησε το Ανάκτορο φόβος και τρόμος και μεγάλος Γολγοθάς των Πατριωτών.
Το Σεράγιο διατήρησε την ισχύ και τη λάμψη του μέχρι της 23 Σεπτεμβρίου 1821, όταν αλώθηκε η Τρίπολη από τους Έλληνες και επί τρεις ημέρες πυρπολήθηκε, σφάγηκε και λεηλατήθηκε. Ο τελευταίος σατράπης της Πελοποννήσου απουσίαζε στα Ιωάννινα. Ο Δελήμπασης (Αρχηγός ιππικού) αυτός πρώτος έθεσε το πυρ στο Σεράγι, για να κάψει, μαζί μ’ αυτό, τα χαρέμια του, για να μην περιπέσουν στα χέρια των Ελλήνων. Αλλ’ οι Έλληνες πρόλαβαν και έσβησαν το πυρ. Περί το μεσονύκτιο, όμως, της ίδιας μέρας, αφού τα χαρέμια και οι επιφανείς Τούρκοι μετήχθησαν αλλού ως αιχμάλωτοι, το Ταμείο του Σατράπη διαρπάγηκε από τους Αλβανούς και το Ανάκτορο κατά πολύ λεηλατήθηκε· το πυρ επαναλήφθηκε και το λαμπρό Σεράγιο πυρπολήθηκε λυσσωδώς με όλα τα παραρτήματά του, ολόκληρο, από τους Έλληνες, οι οποίοι παραδίνοντας αυτό με αλαλαγμούς στις φλόγες, πίστευαν και διεσάλπιζαν ότι «καίουσι και αποτεφρούσιν αυτήν ταύτην την Τουρκικήν Τυραννίαν».
Τα πάντα εξαφάνισε το πυρ, τα πάντα μέχρι και αυτής της ειρκτής και της αγχόνης. Και ουδέν άλλο απέμεινε ει μη μόνο τα Τουρκικά νεκροταφεία, κατά τον φιλέλληνα Ιταλό Πέκιο.
Έτσι, εξέλιπε από του προσώπου της γης το διαβόητο Σεράγιο. Τα ερείπια αυτού σώζονταν μέχρι το 1870 και τα ίχνη τους, πλέον, δεν διακρίνονται… Μάλιστα, έφερε το όνομά του μέχρι του 1880, καλούμενη Πλατεία του Σεραγίου· έκτοτε, οριστικά, μετονομάσθηκε σε Πλατεία του Άρεως, εκεί που άλλοτε ανυψωνόταν αγέρωχο.
(Εφημερίδα «Μορέας» έτος 1911)
και απέραντο με τους διάφορους περιβόλους του, δέσποζε της πόλεως.
Κτίσθηκε στο υγιεινότερο μέρος της. Εξευρέθηκε, μάλιστα, τούτο, μετά από έκθεση κρέατος στον αέρα, σε διάφορα υπαίθρια μέρη της, και απ’ όλα παρατηρήθηκε ότι το, στο μέρος αυτό, εκτεθέν, άντεξε επί 24 ώρες -προς σάπισμα- περισσότερο όλων των άλλων. Το τεράστιο τούτο οικοδόμημα είχε στο κέντρο ευρύτατο προαύλιο ή μάλλον μεσαύλιο, διαιρεμένο σε δύο τοιαύτα και στους υπεράνω των 4ων αυτού πλευρών.
Πολλές στήλες του είχαν μεταφερθεί από τα ερείπια της αρχαίας Τεγέας. Ευρύτατος προθάλαμος οδηγούσε σε όλες τις αίθουσές του και τ’ απειροπληθή δωμάτια. Πλείστοι όσοι από του σατράπη, της ακολουθίας του, των ουκ ολίγων χαρεμιών του (64 γυναίκες είχε ο Χουρσίτ), των θεραπαινών κ.λ.π. είχαν σ’ αυτό ιδιαίτερα δωμάτια.
Οι αποτελούντες την ιδιαίτερη φρουρά του πασά, Αλβανοί, ξάπλωναν χειμώνα και θέρος κάτω από τη στέγη του. Είχε, μάλιστα, και στρατώνα Δελήδων (ιππέων). Επί πλέον περιείχε κήπο λαμπρό, τζαμί μετά μεγαλοπρεπούς μιναρέ, βρύσες, φυλακές, λουτρά, σταύλους, κλιβάνους, σφαγεία και αγχόνη. Και φαινόταν ως να αποτελεί κώμη ολόκληρη, στην οποία, συν τοις άλλοις, συγκεντρώνονταν φύρδην μίγδην ιμάμηδες (ιερείς) μουλάδες (λόγιοι), χόντζες, διδάσκαλοι, παιδαγωγοί, θεολόγοι, δερβίσες, κυνικοί μουσικοί, γελωτοποιοί, θαυματοποιοί, σχοινοβάτες, ανηλάτες, δεσμοφύλακες, δήμιοι, ραβδούχοι και σκύλοι άφθονοι, τους οποίους οι Τούρκοι εξαιρετικά αγαπούσαν. Όλος ο κόσμος αυτός αποτελούσε φοβερό και απαίσιο πανδαιμόνιο, εμπνέον απέχθεια και φρίκη!
Εξαιρετική ανατολική πολυτέλεια και λαμπρότητα κοσμούσε τις αίθουσες του σεραγίου, ιδίως τις προοριζόμενες για τον Σατράπη και τα χαρέμια του οι οποίες σχεδόν ήσαν επίχρυσες. Εκατομμύρια δαπανήθηκαν αφειδώς για την πολυτέλεια και ευμάρεια τους.
Κάτωθεν του Σεραγίου ήταν η φοβερή ειρκτή των καταδίκων, υπόγειο ανήλιαγο και δυσώδες, έχοντας εμβαδόν 150 τ.μ. στο οποίο εισερχόταν φως και αέρας διαμέσου ενός μικρού παραθύρου. Στην ειρκτή αυτή ήσαν συνδεδεμένοι στο αποτρόπαιο κούτσουρο, με μεγάλη βαριά αλυσίδα, στην οποία ήσαν προσαρμοσμένοι σιδερένιοι ογκώδεις κρίκοι, για το βασανισμό των καταδίκων. Εγκλείσθηκαν τον Απρίλιο του 1821, ταλαιπωρήθηκαν, βασανίστηκαν επί πέντε ολόκληρους μήνες, πείνασαν και σκελετοποιήθηκαν οι Αρχιερείς και προύχοντες Πελοποννήσου, οι ευμαρώς ανατεθραμένοι άγιοι εκείνοι μάρτυρες της πίστεως και της Πατρίδας, οι τετιμημένοι πρωτεργάτες της Εκκλησίας και του Έθνους, οι οποίοι είδαν να τουφεκίζονται εκεί οι υπηρέτες και σωματοφύλακές τους.
Από το διαβόητο τούτο και φοβερό Σεράγιο κυβερνιόταν, όχι μόνο η Τρίπολη, αλλά και η Πελοπόννησος. Αμέτρητα και σωρηδόν εισέρρεαν σε αυτό τα δημευόμενα πλούτη των ραγιάδων και σχεδόν αδιάκοπα οι δήμιοι έκοβαν κεφάλια προσώπων ύποπτων ή τους στραγγάλιζαν στα δωμάτια του Σεραγίου, όπου φιλοξενούνταν, όπως στραγγαλίσθηκε, κατά το 1792, ο γενικός Προεστός της Πελοποννήσου, Ανδρούτσος. Και κατάντησε το Ανάκτορο φόβος και τρόμος και μεγάλος Γολγοθάς των Πατριωτών.
Το Σεράγιο διατήρησε την ισχύ και τη λάμψη του μέχρι της 23 Σεπτεμβρίου 1821, όταν αλώθηκε η Τρίπολη από τους Έλληνες και επί τρεις ημέρες πυρπολήθηκε, σφάγηκε και λεηλατήθηκε. Ο τελευταίος σατράπης της Πελοποννήσου απουσίαζε στα Ιωάννινα. Ο Δελήμπασης (Αρχηγός ιππικού) αυτός πρώτος έθεσε το πυρ στο Σεράγι, για να κάψει, μαζί μ’ αυτό, τα χαρέμια του, για να μην περιπέσουν στα χέρια των Ελλήνων. Αλλ’ οι Έλληνες πρόλαβαν και έσβησαν το πυρ. Περί το μεσονύκτιο, όμως, της ίδιας μέρας, αφού τα χαρέμια και οι επιφανείς Τούρκοι μετήχθησαν αλλού ως αιχμάλωτοι, το Ταμείο του Σατράπη διαρπάγηκε από τους Αλβανούς και το Ανάκτορο κατά πολύ λεηλατήθηκε· το πυρ επαναλήφθηκε και το λαμπρό Σεράγιο πυρπολήθηκε λυσσωδώς με όλα τα παραρτήματά του, ολόκληρο, από τους Έλληνες, οι οποίοι παραδίνοντας αυτό με αλαλαγμούς στις φλόγες, πίστευαν και διεσάλπιζαν ότι «καίουσι και αποτεφρούσιν αυτήν ταύτην την Τουρκικήν Τυραννίαν».
Τα πάντα εξαφάνισε το πυρ, τα πάντα μέχρι και αυτής της ειρκτής και της αγχόνης. Και ουδέν άλλο απέμεινε ει μη μόνο τα Τουρκικά νεκροταφεία, κατά τον φιλέλληνα Ιταλό Πέκιο.
Έτσι, εξέλιπε από του προσώπου της γης το διαβόητο Σεράγιο. Τα ερείπια αυτού σώζονταν μέχρι το 1870 και τα ίχνη τους, πλέον, δεν διακρίνονται… Μάλιστα, έφερε το όνομά του μέχρι του 1880, καλούμενη Πλατεία του Σεραγίου· έκτοτε, οριστικά, μετονομάσθηκε σε Πλατεία του Άρεως, εκεί που άλλοτε ανυψωνόταν αγέρωχο.
(Εφημερίδα «Μορέας» έτος 1911)