Ο Σουλτάνος για να εξάψει και φανατίσει το φρόνημα του στρατού είχε υποσχεθεί τριήμερη διαρπαγή της πόλεως κι’ ιδιοποίηση όλων των κινητών πραγμάτων, εφόσον η Κωνσταντινούπολη θα περιερχόταν στους Τούρκους ύστερα από αγώνα.
Ο Μωάμεθ είχε πει την προηγούμενη μέρα στους στρατιώτες: «Ήθελα μόνον να θυμίσω σε σας τις έκτακτες αμοιβές, που θα τύχετε, έκτος από την τιμή και τη δόξα, κατόπιν από τη νικηφόρα έφοδο. Και πρώτα μέσα στην Πόλη υπάρχει πλούτος πολύς και παντοδαπός, ο μεν στα βασίλεια, ο δε στους οίκους, ο δε καλλίτερος και περισσότερος στα ιερά, βρισκόμενος από αναθήματα από χρυσό κι’ άργυρο κατασκευασμένα κι’ από λίθους πολύτιμους. Αυτά όλα σεις θα τα πάρετε.
Έπειτα θα βρείτε ευγενείς και επίσημους άντρες, που οι περισσότεροι θα γίνουν δούλοι σας, οι άλλοι θα πουληθούν από σας και γυναίκες πλείστες κι’ ωραιότατες, νέες ευπρόσωπες και παρθένες στην ώρα γάμου, ευγενείς από ευγενείς. Από αυτές μερικές θα γίνουν γυναίκες σας και τις άλλες θα πουλήσετε· θα κερδίσετε πολλά σε απόλαυση και σε πλούτο, θα είναι δε στη διάθεσή σας τα παιδιά και πλείστοι και ωραιότατοι των καθώς πρέπει.
Προσφέρω σε σας τώρα τη διαρπαγή πόλεως μεγάλης και πολυάνθρωπης, βασίλισσας των πάλαι Ρωμαίων και σε ύψος ευδαιμονίας και τύχης υπάρξασα, κεφαλήν συμπάσης της οικουμένης, θα έχετε ως λεία πλούτον άπειρον, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πάντα τον άλλον αυτής κόσμον και την καταστασιν» (Κριτόβαυλος σελ. 89-90, Δούκας, σελ. 288).
Το τουρκικό έθνος, λέει ο Μόρτμαν, είναι φιλοχρήματο και φιλάργυρο και η φυσική αυτή ιδιότητα ενήργησε πολύ ισχυρότερα παρά κάθε διαταγή του Σουλτάνου. Τα ίδια αναφέρει κι’ ο Δούκας: «Φιλοχρήματον γαρ το γένος τούτο, ει και φονεύς πατρικός εμπέσει εν ταις χερσίν αυτών, διά χρυσού απολύουσι».
Τίποτε άλλο δεν σκέπτονταν οι στρατιώτες του Μωάμεθ παρά με τι τρόπο ν’ αρπάξουν αιχμαλώτους και λάφυρα. Εκείνοι που μπήκαν πρώτοι από την Ξυλόκερνη πύλη και κατόπιν οι άλλοι, αφού ο Κωνσταντίνος έπεσε, ρίχτηκαν ακάθεκτοι και φωνάζοντας. Στιγμές απογνώσεως και φρίκης για τους κατοίκους. Και στην αρχή σκότωναν, όσους εύρισκαν στους δρόμους αδιάκριτα γυναίκες, γέροντες, παιδιά. Κατόπιν επιδόθηκαν στη λεηλασία τα πληρώματα του στόλου. Μόλις είδαν τις τούρκικες σημαίες στα τείχη, άφηναν τα πλοία, έριχναν τα όπλα και έβγαιναν στη ξηρά, για να κουρσέψουν. Αυτοί που έβοσκαν τα ζώα τα άφηναν για να τρέξουν για κούρσος. Άλλοι έμπαιναν κι’ άλλοι έβγαιναν.
Οι τελευταίοι ήσαν Έλληνες, που έτρεχαν προς το Γαλατά για να σωθούν. Όσοι πολεμούσαν ακόμη στους πύργους υποχρεώθηκαν να βγουν και να καταφύγουν στα πλοία τους, όπως οι Κρητικοί, που πολεμούσαν στον πύργο Βασιλείου και Κωνσταντίνου, κατά ανώτερη διαταγή του Σουλτάνου. Άλλοι έσπευδαν στις πλούσιες μονές της Χώρας και του Αγίου Ιωάννου στις Βλαχέρνες. Οι αδελφοί Μποκιάρδοι, κλεισμένοι σ’ ένα πύργο, τους απώθησαν προς στιγμή, μα κατόπιν αναγκάστηκαν να καταπαύσουν τον αγώνα και παραδόθηκαν. Ύστερα προχώρησαν στα ενδότερα.
Η πόλη πλέον τους άνηκε. Στις 8 το πρωί ξεχύθηκαν σε όλες τις συνοικίες, αρπάζοντας, σκοτώνοντας, αιχμαλωτίζοντας. Ιδίως επέμειναν στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει οι περισσότεροι, νομίζοντας πως θα τις σεβαστούν, ως άσυλα. Αλλά είχαν διαψευσθεί. Οι Τούρκοι συστηματικά λήστευαν τα πάντα κι’ αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους μη λογαριάζοντας, αν ήσαν εκκλησιές ή κοινά σπίτια. Η αιχμαλωσία γενικώς ήταν ο κανόνας. Στο ναό της Αγίας Θεοδοσίας, η οποία γιόρταζε εκείνη την ήμερα κι’ οπού είχαν προσέλθει πολλοί και μάλιστα πολλές, αιχμαλωτίστηκαν όλοι.
Στους ναούς, ιδίως σ’ εκείνον της Αγίας Σοφίας, είχαν καταφύγει οι περισσότεροι κάτοικοι. Παράδοση παλαιά υπήρχε πως η Πόλη θα κυριευθεί, αλλά μόλις οι εχθροί θα έφθαναν στον κίονα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κάποιος Άγγελος θα κατέβαινε από τα ουράνια και θάδινε στον πρώτο τυχόντα μια ρομφαία και θάλεγε : «Λάβε την ρομφαία ταύτη και εκδικήσου τον λαόν του Κυρίου». Τότε οι Τούρκοι θα έφευγαν μέχρι των ορίων της Περσίας και η Πόλη θα σωζόταν.
Τέτοιες ελπίδες τρέφοντας οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Αγία Σοφία πολλές χιλιάδες. Σε μια στιγμή ο ναός γέμισε από πιστούς. Οι Τούρκοι αφού πλησίασαν στην Αγία Σοφία κι’ ακούγοντας πως μέσα εκεί δεν είχαν μόνο καταφύγει πολλές χιλιάδες χριστιανών, αλλ’ είχαν κρυφτεί από χρόνια οι θησαυροί της πόλεως, όρμησαν και με τα τσεκούρια έριξαν κάτω τις πόρτες. Μπήκαν μέσα κι’ επιδόθηκαν στη λεηλασία και προ πάντων στην αιχμαλωσία. Οι θρήνοι και κοπετοί, οι παρακλήσεις και ικεσίες δεν έφθαναν για να μετριάσουν τη λύσσα και τη μανία των Τούρκων στρατιωτών.
Νήπια, παιδιά μικρά και μεγάλα δεν γλύτωσαν από τη σφαγή, οι δε παρθένες, οι γυναίκες κι’ οι άντρες όλοι έγιναν έρμαια της θηριωδίας ή της αιχμαλωσίας των Τούρκων.
Κι’ οι θηριωδίες αυτές κι’ οι αιχμαλωτισμοί μέσα στην Αγία Σοφία βάσταξαν ως το μεσημέρι και πλέον. Εικόνες, ιερά σκεύη, αφιερώματα, δισκοπότηρα, όλα, όλα αρπάχτηκαν. Ο πορθητής, αφού πείστηκε πως η Κωνσταντινούπολη είχε οριστικά πια πέσει στα χέρια των Τούρκων, μπήκε μέσα στην Πόλη, ακολουθούμενος από πασάδες, μπέηδες, δερβίσηδες κι’ άλλους και περικυκλωμένος από σημαίες κι’ άλλα σήματα των Τούρκων, επί τέλους έφθασε θριαμβευτής στην εκκλησιά γύρω στις 12.
Αφού ξεπέζεψε, μπήκε στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε. Μετέβαλε δε το ναό σε τζαμί. Αυτός ήταν ο θρίαμβος του Μωάμεθ. Η ψυχή του είχε μαλαχτεί κάπως και φέρθηκε μ’ επιείκεια. Στην είσοδο του ναού είδε κάποιο μουσουλμάνο να σπάει ένα μάρμαρο.
Ο πορθητής τον πλησίασε και τον επίπληξε, τείνοντας το χέρι στο σπαθί του. «Μας αρκεί ο θησαυρός και η αιχμαλωσία· αι δε οικοδομαί της πόλεως εμοί τυγχάνουσι». Οι ακόλουθοί του τον έπιασαν και τον έριξαν έξω. Κατόπιν ο Σουλτάνος ανέβηκε στην Αγία Τράπεζα κι’ έκανε την προσευχή του. Αλλ’ αν ο Μωάμεθ είχε δειχθεί επιεικής, οι Τούρκοι συνέχισαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία. Ο Σουλτάνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Είχε υποσχεθεί την τριήμερη λεηλασία , το περίφημο «κούρσος».
Οι Τούρκοι συστηματοποίησαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία απ’ αυτή την ημέρα της αλώσεως : έμπαιναν σε ένα σπίτι και σήκωναν αμέσως σημαία, δείγμα του πως το σπίτι εκείνο είχε κουρσευτεί και καταληφθεί, και δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν άλλοι. Εκεί συγκέντρωναν τα κούρσα και συγχρόνως οργίαζαν μέχρις ότου περάσει το τριήμερο. Συνήθως καταλάμβαναν και το σπίτι κι’ έμεναν διαρκώς εκεί, αν και τα σπίτια χωρίς εξαίρεση, άνηκαν στο Σουλτάνο.
Πολλές φορές, επειδή δεν είχαν προφθάσει να το καταλάβουν έρχονταν στα χέρια με τους κατέχοντες και πολλοί φόνοι σημειώθηκαν από την αφορμή αυτή. Η αιχμαλωσία ήταν καθολική και κανείς δεν τη διέφυγε είτε επίσημος είτε ανεπίσημος. Είχε οργανωθεί κι’ ο στρατός αποτελούσε συμμορία, που λήστευε τα πάντα και αιχμαλώτιζε. Δεν διέκρινε κανείς τάξη. Ο Καρδινάλιος Ισίδωρος πιάστηκε αιχμάλωτος, πουλήθηκε και κατόρθωσε να φύγει. Ο ιστοριογράφος Φραντζής αιχμαλωτίσθηκε με όλη του την οικογένεια, αλλ’ αγοράστηκε από τον αρχιιπποκόμο του Σουλτάνου. Τα παιδιά του παρέμειναν στο γυναικωνίτη του Μωάμεθ. Ήσαν νέα κι’ ωραία.
Ο Λιμενάρχης Α. Διέγος κατέφυγε στο Γαλατά, καθώς κι’ ο Βάρβαρος, ο συγγραφέας ενδιαφέροντος ημερολογίου για την άλωση. Ο Ιερώνυμος Μινώτος κι’ ο Πέτρος Γουλιανός, ο ένας πρέσβης της Ισπανίας, ο άλλος δε πρόξενος της Βενετίας αιχμαλωτίστηκαν. Ο Οχράν ο ξάδελφος του Μωάμεθ σκοτώθηκε. Άλλοι έφυγαν με πλοία από το Γαλατά, γιατί οι Τούρκοι ναύτες είχαν επιδοθεί στη λεηλασία και αιχμαλωσία και τους άφησαν κι’ αναχώρησαν. Επίσης ο Νοταράς που ευχόταν την είσοδο των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, συνελήφθηκε αιχμάλωτος, αλλ’ αφέθηκε ελεύθερος κατά προσταγή του Σουλτάνου.
Ο Σουλτάνος, αφού προσκύνησε στην Αγιά Σοφιά, βγήκε από την πόλη και γύρισε στη σκηνή του. Αλλά την άλλη μέρα, στις 30 Μαΐου, ίππευσε κι’ ήρθε να επισκεφθεί και πάλι την Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να τη δει λεπτομερέστερα: «Ο δε Σουλτάνος εισελθών εις την πόλη, έβλεπε το πλήθος των απολυμένων και την ερήμωση των οικιών και την παντελή φθορά αυτής και τον όλεθρο. Και οίκτος κατέλαβε αυτόν ευθύς και …δάκρυο αφήκε των οφθαλμών και, εκβαλών μέγα και περιπαθή στεναγμόν, είπε : «Οποίαν πόλιν παρεδώκαμεν εις διαρπαγήν και ερήμωσιν !» (Κριτοβούλου σελ. 98). Τότε ζήτησε πληροφορίες για τους άρχοντες της πόλεως και τότε είπε να ελευθερωθεί και παρουσιασθεί μπροστά του ο Νοταράς. Αφού τον ήλεγξε, γιατί κράτησε τόσα χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα, ζήτησε πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο και που βρισκόταν τώρα. Ερευνούσε από το πρωί. Όταν εμφανίστηκε η κεφαλή του κομμένη, τον ρώτησε αν είναι αυτή του Βασιλέως και στην καταφατική του απάντηση, έσκυψε και τη φίλησε.
Κατόπιν πρόσταξε οι χριστιανοί να τον κηδέψουν με βασιλικές τιμές. Και πραγματικά οι χριστιανοί πήραν το ακέφαλο πτώμα και το έθαψαν, όπως άλλοτε τους Αυτοκράτορες τιμητικά, αφού έτσι είχε προστάξει ο Σουλτάνος. Τον έθαψαν κατ’ αρχάς στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου ήταν η βασιλική εκκλησία, με τους τάφους των Αποστόλων και άλλων Αυτοκρατόρων.
Όταν όμως κατόπιν ο ναός γκρεμίστηκε, το 1456 μ. Χ. και χτίστηκε το περίφημο τέμενος του Σουλτάνου Φετιχέ Τζαμί, τότε ο αρχιτέκτονας Χριστοδούλου, που ήταν χριστιανός, μετακόμισε και τα οστά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην εκκλησιά της Αγίας Θεοδοσίας και τ’ απόθεσε στην κρύπτη κάτω από τον δεξιό πενσό. Αυτή είναι η μόνη, πιθανώς η μόνη, αλήθεια για τον τάφο του τελευταίου Κωνσταντίνου, για τον οποίο γράφτηκαν πάρα πολλά.
Ο Σουλτάνος εξέθεσε κατόπιν το κεφάλι του αυτοκράτορα κάτω από τη στήλη του Αυγουσταίου, για να το δουν οι χριστιανοί και να πεισθούν πως αυτός είναι πλέον ο διάδοχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είχε στιγμές επιείκειας, γενναιοδωρίας και μεγαλείου και αφού απόλυσε τον Νοταρά, που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, ύστερα, έφθασε στα Ανάκτορα των Βλαχερνών, τα οποία ήσαν κενά.
Την τρίτη μέρα πάλι περιηγήθηκε το Γαλατά, όπου έδωσε τα γνωστά προνόμια στην Πόλη, γιατί οι Γενουάτες τον είχαν βοηθήσει κατά την πολιορκία. Το έγγραφο των προνομίων δόθηκε την 31 Μαΐου. Τους υποχρέωνε όμως να γκρεμίσουν τα τείχη κι’ εκείνοι που αναχώρησαν να γυρίσουν πίσω, αλλιώς θα έχαναν τις περιουσίες τους. Το βράδυ κάλεσε σε μεγάλο γεύμα όλους τους αξιωματούχους κι’ όσους είχαν διαπρέψει κατά την άλωση. Κατά το γεύμα μέθυσε και λέγεται πως ζήτησε το γιο του Νοταρά, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Ο Σουλτάνος, θανατώνοντας τον Νοταρά και τους γιους του εφάρμοζε την νέα πολιτική του, που ήταν η πολιτική της δημιουργίας νέας τάξεως διά της εξοντώσεως όλων των παλαιών αρχόντων. Το τριήμερο κούρσος είχε τελειώσει πια και το τρομερό κι’ αιματόβρεκτο δράμα της αλώσεως, ένα από τα δραματικότερα που γνώρισε ο κόσμος, είχε πάρει τέλος.
Ο Σουλτάνος την άλλη μέρα απέλυσε το στρατό, ο οποίος είχε καταντήσει ορδή μέσα στην Κωνσταντινούπολη παρά στρατός πειθαρχημένος κι’ ακούγοντας τον αρχηγό του. Ο στρατιωτικός όχλος είχε καταντήσει ανυπόφορος και ο Σουλτάνος πολλές φορές εξοργίστηκε για τα όργια, τα οποία έκανε. Λύσσαξε κυριολεκτικώς, βλέποντας τα τόσα έκτροπα, τις τόσες ακολασίες, τους τόσους αιχμαλωτισμούς. Αλλ’ ήρθε ο καιρός της αναχωρήσεως. Έβλεπες τότε τους στρατιώτες ντυμένους περίεργα, με ιερατικά ενδύματα και πετραχήλια, άλλους με πολυτελή γυναικεία φορέματα, άλλους φορώντας χρυσά κι’ ασημένια κοσμήματα, άλλους μεταφέροντας πολύτιμα αντικείμενα των εκκλησιών, μέσα στα πλοία, με άπειρες γυναίκες και παιδιά, που οδηγούσαν στην αιχμαλωσία και την ατίμωση. Δεν έμεινε σχεδόν τίποτε στην Κωνσταντινούπολη, και καθένας μπορούσε να πάρει οτιδήποτε. Ο στόλος μετέφερε στα λιμάνια της Ανατολής, όλο εκείνο το φορτίο, πραγμάτων και προσώπων για να πουληθεί ή κρατηθεί από τους κατόχους. Πόσοι ήσαν οι αιχμάλωτοι δεν είναι δυνατό να καθαρισθεί ακριβώς.
Ο Βάρβαρος, σημειώνει στο Ημερολόγιο του πως οι αιχμάλωτοι, επίσημοι κι’ ανεπίσημοι ανέβηκαν συνολικά σε 60.000 ίσοι σχεδόν ήσαν οι κάτοικοι της πόλεως, έξω από κείνους που σκοτώθηκαν ή δραπέτευσαν. Τα δε λάφυρα ανήλθαν σε 300.000 δουκάτα, εξόν από κείνα που χάθηκαν ή κρύφτηκαν στη γη ώστε, αν πιστέψουμε στο Βάρβαρο, όλοι οι κάτοικοι σχεδόν αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στις αγορές των δούλων της Ανατολής. Η ιδέα αυτή φαίνεται πως είναι αληθινή. Είναι γνωστό πως μετά την άλωση, η Κωνσταντινούπολη έμεινε για καιρό έρημη. Εξαιρούμε εκείνους που αγοράστηκαν από το Σουλτάνο, οι οποίοι σχετικά ήσαν λίγοι. Ο αστικός και εργατικός πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως σχεδόν εξαφανίστηκε, όσος ήταν αδύνατο να εξαγορασθεί.
Από τους άλλους τα μεν κορίτσια και τα παιδιά πουλήθηκαν στην Ανατολή και γέμισαν τα χαρέμια των Τούρκων, οι δε άνδρες εξοντώθηκαν από τις κακουχίες ή πέθαναν στα χωράφια των Τούρκων, ως δουλοπάροικοι. Αυτός υπήρξε ο απολογισμός της αλώσεως από απόψεως αιχμαλωτισμού.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν πια τουρκική. Η αρχαία λαμπρή πρωτεύουσα του Μεγάλου Κωνσταντίνου άνηκε στο Μωάμεθ το Β’, το μεγαλοφυή και δαιμόνιο, αλλά βάρβαρο κατακτητή, που κατόρθωσε να πάρει την πρωτεύουσα και να κλείσει ιστορικό βίο ένδεκα αιώνων. Το Οθωμανικό κράτος με την άλωση, εδραιώθηκε πια οριστικά στην Ευρώπη και μέχρι σήμερα κατέχει τα εδάφη της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν έχασε την Αίγυπτο, τα Νησιά, και τη Βαλκανική, όμως παραμένει στην Μικρά Ασία και σε άλλα μέρη. Η δε πολιτική, την οποία εφάρμοσε ο Μωάμεθ ο Β’ στους λαούς που κατέκτησε, η κάπως ανεξίθρησκη κι’ ανεκτική από άποψη συμφέροντος, επέτρεψε σε αυτούς την μελλοντική αναγέννηση. Με τα προνόμια, που χορήγησε σε αυτούς κι’ ιδίως στον Πατριάρχη των Ελλήνων, είχε ενεργήσει σχεδόν σαν φιλέλληνας, χωρίς να το εννοήσει. Κράτος θρησκευτικό, το Οθωμανικό, που μέσα στη Θρησκεία ενυπάρχει κι’ η πολιτική, είχε δώσει στους Έλληνες μαζί με την εκκλησιαστική ανεξαρτησία και τη δύναμη της πολιτικής αναγεννήσεως, να δημιουργήσουν και πάλι νέο ιστορικό βίο. Ο Πατριάρχης έγινε, καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, ο εθνάρχης του ελληνικού Γένους. Το Βυζαντινό κράτος συντρίβεται. Ο λαός μένει όρθιος διά της εκκλησίας.