«Ερώτημα 1ον»: Το να ακούουν οι Ελληνόφωνοι τη Θ. Λειτουργία στη γλώσσα τους αρχαϊστί είναι η δεν είναι μια ιδιαίτερη
θ. «ευλογία» (= καλλιλογία, ευπρεπής γλώσσα, έπαινος, εγκώμιον, ευφημία, δώρον). Εάν ναί, τότε δεν είναι η μεταγλώττιση στη δημοτική έκπτωσις αυτής της ευλογίας ;
«Ερώτημα 2ον»: Είναι η δεν είναι ανυπακοή στη θ. εντολή, που λέει «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις»2; Είναι η δεν είναι «τιμή Αγίου η μίμησις Αγίου»; Αλλά ποίος Άγιος ετόλμησε ποτέ τέτοια μεταγλώττιση; Είναι η δεν είναι «ιερά γράμματα», τα της Θ. Λειτουργίας, «δυνάμενα σοφίσαι…εις σωτηρίαν δια πίστεως…»3; Είναι η δεν είναι τα «γράμματα» αυτά λόγος τελετουργικός τέλειος, απόσταγμα σοφίας, ενσταλαχθέν άνωθεν από το Άγιον Πνεύμα, προς τελείωσιν ψυχών εν μυστηρίω ;
«Ερώτημα 3ον»:Είναι η δεν είναι τα «ιερά γράμματα» της Θ. Λειτουργίας εισαγωγικά, αλλά και συντελεστικά του ως άνω βιώματος και μυστηρίου, δηλαδή είναι η δεν είναι «στερεά τροφή» για τους «τελείους», αλλά και «γάλα» συνάμα για τους «νηπίους»6; Πόσοι και πόσοι «νήπιοι», τελείως αγράμματοι, και μάλιστα στα 400 χρόνια της σκλαβιάς και της παχυλής αγραμματοσύνης δεν άρχισαν με το «γάλα», πέρασαν τις πνευματικές «μεθηλικιώσεις» και κατέληξαν στην «στερεά τροφή»; Ουδείς τότε διενοήθη να θίξη τα «ιερά γράμματα» με τη σαθρά δικαιολογία, που χρησιμοποιούμε σήμερα, ότι, δηλαδή, η «τροφή» δεν τρώγεται η ότι είναι δύσπεπτη.
Είναι η δεν είναι απαράδεκτη νοθεία της «τροφής» κάθε αλλαγή, και μάλιστα σήμερα, όπου δεν υπάρχει αγραμματοσύνη και όπου υπάρχει βιβλιοπλημμύρα θεολογικών ερμηνευτικών βιβλίων; Θα προσελκύση η μεταγλώττισις τους «αλιβάνιστους», όπως ισχυρίζονται μερικοί; Όταν όμως «η γη» δεν είναι «αγαθή», αλλά είναι «οδοποιημένη», «πετρώδης» η «ακανθώδης»7 θα την αγαθοποιήση η δημοτι κή; Αλλά αυτοί απεχθάνονται, όπως ο διάβολος, τόσον το φυσικόν, όσον και το νοητό λιβάνι. Η «γη η αγαθή», οι «κατʼ επίγνωσιν χριστιανοί», γεμίζουν τις εκκλησίες. Αυτοί ουδεμίαν μεταγλώττισιν χρειάζονται και θεωρούν βέβηλον νοθείαν πάσαν προσθήκην η αφαίρεσιν εις την θ. λατρείαν. Να γιατί τα «ωσαννά» και «αλληλούια» μένουν αμετάφραστα.
«Ερώτημα 4ον»: Γιατί σʼ αυτή την αρχαία γλώσσα διετυπώθησαν κατʼ επίνευσιν του Αγίου Πνεύματος τα «ιερά γράμματα» της θ. λειτουργίας και γιατί ουδείς διενοήθη από τους πατέρες της Εκκλησίας μας να κάνη μεταγλώττιση στη δημοτική ; Ο κράτιστος των Ελλήνων γλωσσολόγων Γ. Ν. Χατζιδάκις, δίδει, νομίζω, απάντηση γράφοντας ότι μεταξύ των τελείων «Ιαπετικών γλωσσών» η αρχαία Ελληνική είναι η «τελειωτάτη». Επίσης, ότι «επί Ιουστινιανού η γλώσσα (η καθομιλουμένη) είχεν αλλοιωθή σφόδρα και ίσως ην πολύ ομοιοτέρα τη νεωτέρα η τη αρχαία…». Εν τούτοις, όπως ο ίδιος σημειώνει, «από της γεννήσεως του Σωτήρος κεξ., οι γράφοντες απέφευγον την χρήσιν της συγχρόνου αυτοίς γλώσσης, εφιλοτιμούντο δε να μιμώνται κατά το μάλλον η ήτον ακριβώς τους δοκίμους Αττικούς συγγραφείς»8. Πράγματι, ο Άγ. Βασίλειος, π.χ. αττικίζει, όταν ομιλήται η «κοινή», και ο Άγ. Γρηγόριος, ο Θεολόγος, έγραψε τα θαυμάσια ποιήματά του εις την Ομηρικήν, όταν ολίγοι την καταλάβαι ναν.
Ο Άγ. Ιωάννης, ο Δαμασκηνός, 400 περίπου χρόνια αργότερα γράφει τις ιαμβικές καταβασίες, που μόνο πεπαιδευμένοι τις καταλαβαίνουν. Τον 14ον αιώνα, όταν πλέον παντού ομιλήται η δημοτική, ο Άγ. Γρηγόριος, ο Παλαμάς, αττικίζει, και τον 17ον αιώνα, μέσα στο σκοτάδι της αγραμματοσύνης, ο Άγ. Νικόδημος, ο Αγιορείτης γράφει όχι μόνο στην δημοτική, αλλά και στην Ομηρική. Γιατί το κάνουν αυτό οι Άγιοι Πατέρες ; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το κάνουν για παιδαγωγικούς λόγους. Βάλλουν ψηλά τον πήχυν για να υψώσουν πνευματικώς το ποίμνιόν τους με την γλώσσαν της φιλοσοφίας, γενόμενοι έτσι διδάσκαλοι των ιερών νοημάτων και γραμμάτων συνάμα. Η θ. εντολή είναι να γίνουμε «τέλειοι», οικοδομούμενοι «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον…»9.
Η τελείωσις όμως πραγματοποιείται εν μυστηρίω με τέλεια διδάγματα, τέλεια νοήματα και τέλεια γλώσσα. Οι Πατέρες, λοιπόν, με τα γραπτά τους κηρύγματα διδάσκουν συνάμα και τη γλώσσα της φιλοσοφίας. Διότι, κατά τον Κλήμη, τον Αλεξανδρέα, η φιλοσοφία είναι θεϊκό δώρον προς τους Έλληνες, σαν διαθήκη «υποβάθρα ούσα της κατά Χριστόν φιλοσοφίας», «τας ακοάς εθίζουσα προς το κήρυγμα», ούσα «προπαιδεία της αληθείας», αλλά και «φραγμός του αμπελώνος, διακρουομένη τας δολεράς κατά της αληθείας επιβουλάς»10, δεδομένου ότι από την «φιλοσοφίαν και κενήν απάτην»11, δηλαδή την σοφιστική, προέρχονται και όλες οι αιρέσεις. Και αν η Δύση έπεσε στις αιρέσεις, ίσως οφείλεται και στην απομάκρυνσή της από την Ελληνική γλώσσα, η οποία, κατά τα ως άνω λεχθέντα είναι όχημα του πιστού προς τελείωσιν, αλλά και όπλον συνάμα.
«Ερώτημα 5ον»: Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης γιατί απαγόρευσε στους Χριστιανούς την διδασκαλία των αρχαίων κλασσικών ; Και οι σημερινοί οπαδοί του γιατί έχουν λυσσάξει εναντίον των αρχαίων Ελληνικών ; Ευνόητον. Θέλουν να αχρηστεύσουν το όχημα και το όπλον, που προείπαμε. Ανέκαθεν τα «άθεα γράμματα», έχοντας ως πολεμικό τους όχημα την δημοτική, προσπαθούν να αχρηστεύσουν το θείον όχημα των «ιερών γραμμάτων», για να πλήξουν την Χριστιανική πίστη. Ο σοφός και άγιος Ποιμενάρχης πρώην Ύδρας μακαριστός Ιερόθεος εδημοσίευσε το 2000 μίαν περισπούδαστον και θαυμασίως εμπεριστατωμένην πραγματείαν Του υπό τον τίτλον «Η ανεκτίμητος διαχρονική προσφορά της Ελληνικής γλώσσης προς το Γένος».
Εκεί, αφού κατακρίνει τας γενομένας αλλαγάς εις την γλώσσαν μας, μεταξύ πολλών άλλων γράφει:
«Παρήγορον είναι ότι η Αγιωτάτη Εκκλησία παραμένει η εσχάτη έπαλξις, εις την οποίαν ζη, αναπνέει και κινείται η Ελληνική γλώσσα. Και αποτελεί χρέος ιερόν να εξακολουθήση παραμένουσα ως έπαλξις, αφ ης θα κηρύσσεται, θα γράφεται, θα ψάλλεται και θα διδάσκεται η μία και ενιαία Ελληνική γλώσσα….Και, ως ελέχθη, ούτε τα χριστιανικά γράμματα είναι δυνατόν να κατανοηθούν και να εκτιμηθούν ορθώς άνευ των Ελληνικών, ούτε τα Ελληνικά άνευ των Χριστιανικών» 12.
«Ερώτημα 6ον»: Είναι η δεν είναι αμφίεση του λειτουργικού λόγου, αυθεντική και ιερά, η απόδοσίς του στα αρχαία Ελληνικά, κατʼ αντιστοιχίαν προς τα υποκρύπτοντα σπουδαίους συμβολισμούς αρχαία ιερά άμφια των λειτουργών του Κυρίου ; Πως θα μας φανή αν τα αντικαταστήσουμε και αυτά με σύγχρονο κουστούμι ;
«Ερώτημα 7ον»: Μήπως καλοπροαιρέτως μεν, αλλʼ ανεπιγνώστως του διαφαινομένου μελλοντικού κινδύνου η Πρέβεζα έχει ανοίξει την «κερκόπορτα» της τελευταίας «επάλξεως»; Δεν είμαι θεολόγος και γιʼ αυτό έχω τέτοια ερωτήματα, που ενδέχεται να τα έχουν και πολλοί άλλοι. Η Πρέβεζα καλόν είναι να μας δώση απαντήσεις.
Του κ. Θεοδώρου Ν. Κορμπίλα
egolpio.wordpress.com