Κίνδυνο εγκλωβισμού της κυβέρνησης στη, διπλωματική και νομική, παγίδα που στήνει η Τουρκία για διαχωρισμό της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου διαπιστώνουν πεπειραμένα υπηρεσιακά στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών.
Το σήμα συναγερμού της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας διατυπώνεται ενόψει της προσέγγισης που εξετάζουν οι πρωθυπουργοί κ.κ. Γ. Παπανδρέου και Τ. Ερντογάν με την υπογραφή, αρχικά, ενός «κειμένου αρχών», στη συνέχεια με τη διαπραγμάτευση επί του αυξομειούμενου εύρους των ελληνικών χωρικών υδάτων και, τελικά, με την παραπομπή ασαφούς αριθμού εκκρεμοτήτων στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Οι επαφές Αθήνας-Άγκυρας για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στην ευρύτερη περιοχή βρίσκονται σε πολύ πιο προχωρημένο σημείο απ’ ότι παραδέχεται η κυβέρνηση,
όπως αποκαλύφθηκε και στις 27 Νοεμβρίου 2010 στον «Κόσμο του Επενδυτή» από το σύμβουλο έκδοσης της «Α&Δ» Στ. Λυγερό και από τον κ. Δημ. Κωνσταντακόπουλο με τη δημοσιοποίηση τμημάτων απορρήτου εγγράφου του υπουργείου Εξωτερικών.
όπως αποκαλύφθηκε και στις 27 Νοεμβρίου 2010 στον «Κόσμο του Επενδυτή» από το σύμβουλο έκδοσης της «Α&Δ» Στ. Λυγερό και από τον κ. Δημ. Κωνσταντακόπουλο με τη δημοσιοποίηση τμημάτων απορρήτου εγγράφου του υπουργείου Εξωτερικών.
Με βάση το ίδιο απόρρητο έγγραφο και πρόσθετα στοιχεία διπλωματικών πηγών, το κύριο συμπέρασμα είναι ότι ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, ο υπουργός Εξωτερικών Δ. Δρούτσας και ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευ. Βενιζέλος (που δεν έχει μεν άμεση ανάμιξη στις επαφές με την Άγκυρα, αλλά ως εκ της θέσεώς του οφείλει να συναινέσει ή να διαφωνήσει) βρίσκονται ενώπιον δύο ιστορικών αποφάσεων: πρώτον, ισχύει η πάγια ελληνική πολιτική, από το 1974 ως σήμερα, ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία, που μπορεί να παραπεμφθεί στη Χάγη, είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ή θα συνταχθεί συνυποσχετικό και για μια σειρά άλλων θεμάτων, όπως ο καθορισμός του εύρους των χωρικών υδάτων; Και, δεύτερον, η Ελλάδα θα συναινέσει στη «διάσπαση» του εθνικού χώρου της, διαχωρίζοντας το Αιγαίο από το Καστελόριζο;
- Νομική και πολιτική πραγματικότητα
Σύμφωνα με τις έγγραφες αναλύσεις της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας, θα ήταν θανάσιμο λάθος της κυβέρνησης να δεχθεί ότι δεν υπάρχει πλήρης, αδιατάρακτη ενότητα των θαλασσίων συνόρων Ελλάδας-Τουρκίας από τον Έβρο μέχρι και το Καστελόριζο.
Πέραν του ότι πρόκειται για μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα, και η νομική επιχειρηματολογία είναι υπέρ των ελληνικών θέσεων. Συγκεκριμένα, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι το Καστελόριζο και όλο το νησιωτικό του σύμπλεγμα (συνολικά 13 νησιά) δεν βρίσκονται στο Αιγαίο, αλλά στη Θάλασσα της Λεβαντίνης επικαλούμενη, υπέρ αυτής, σχετικούς χάρτες του Διεθνούς Υδρογραφικού Οργανισμού.
Ωστόσο είναι σαφές ότι ο διαχωρισμός μεταξύ Αιγαίου Πελάγους και Θάλασσας της Λεβαντίνης είναι τεχνητός, όπως έχει αποφανθεί παρεμπιπτόντως γι’ άλλη υπόθεση, μόλις προ τετραετίας, το Διαιτητικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο είχε ρητά προσθέσει ότι παρόμοιοι απλοί γεωγραφικοί προσδιορισμοί ούτε δικαιώματα μπορούν να αναγνωρίσουν ούτε και να αποτελέσουν βάση για νομική οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων.
Τα αρμόδια στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών υπογραμμίζουν προς την πολιτική ηγεσία του ότι η εμμονή της Άγκυρας στην εξαίρεση-διαχωρισμό του συμπλέγματος του Καστελόριζου (και ιδιαίτερα της νήσου Στρογγύλης) από τη συνέχεια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου οφείλεται στο ότι επηρεάζει τρία κράτη: την Τουρκία, την Κύπρο και την Αίγυπτο.
Αντίθετα, σε περίπτωση αναγνώρισης της ελληνικής «εθνικής συνέχειας» και πλήρους επήρειας της Στρογγύλης στο οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τότε η Ελλάδα και η Κύπρος θα έχουν κοινή υφαλοκρηπίδα, η οποία θα καταλήγει, νοτιότερα, σε κάποιο τριεθνές σημείο με την Αίγυπτο.
Αντίθετα, αν δεν αναγνωριστεί πλήρης επήρεια της Στρογγύλης, τότε η τουρκική υφαλοκρηπίδα θα διακόπτει την ελληνική και την κυπριακή.
Η στάση της Άγκυρας θυμίζει έντονα το γενικότερο πνεύμα και κλίμα της κρίσης των Ιμίων, όταν είχαν αμφισβητηθεί, για πρώτη φορά, οι ιταλοτουρκικές διευθετήσεις του 1932 για τα Δωδεκάνησα (συμφωνία του Ιανουαρίου και συμπληρωματικό πρακτικό του Δεκεμβρίου του ιδίου έτους) που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα το 1948.
Σε αντίθεση με τα σημερινά όψιμα τουρκικά επιχειρήματα, τα νομικώς πανίσχυρα κείμενα του 1932 αναγνωρίζουν ότι τα 13 νησιά του Καστελόριζου ανήκουν διοικητικά και έκτοτε είναι πλήρως ενσωματωμένα στα Δωδεκάνησα, οπότε δεν μπορεί να τεθεί καν ερώτημα «απομόνωσής» τους και μειωμένης επήρειας στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
- Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και η επήρεια των νησιών
Η ανησυχία των στελεχών της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας είναι, μήπως, στο πλαίσιο της διμερούς προσέγγισης, η κυβέρνηση υπονομεύσει (ασφαλώς άθελά της) βασικά ελληνικά επιχειρήματα ως προς το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.
Γιατί κι αν ακόμα δεν υπάρξει τελικά ούτε «κείμενο αρχών» ούτε παραπομπή διαφορών στην υφαλοκρηπίδα, το βέβαιο είναι ότι οι θέσεις των δύο χωρών, όπως τώρα διαμορφώνονται και διατυπώνονται, θα επηρεάσουν το πολιτικό και νομικό πλαίσιο και των πολλών επόμενων ετών.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπενθυμίζεται πως βασική ελληνική αρχή παραμένει ότι η υφαλοκρηπίδα οριοθετείται με την αρχή της ίσης απόστασης-μέσης γραμμής νησιωτικών και ηπειρωτικών σημείων.
Επίσης, βάσει της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, όλα τα νησιά έχουν και αιγιαλίτιδα ζώνη και συνορεύουσα ζώνη και αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα. Το συγκεκριμένο άρθρο της σύμβασης, το 121 παρ. 2, δεσμεύει, εθιμικά και τα κράτη πουν δεν έχουν προσχωρήσει σε αυτήν.
Κατά τη διεξαγωγή των διερευνητικών επαφών, η Άγκυρα έχει επικαλεστεί την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου της σύμβασης για τους «βράχους», οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν οικονομική δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, δεν δικαιούνται οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα.
Στην παρούσα χρονική συγκυρία και με δεδομένη την, παραδοσιακά, «αργή» εξέλιξη του διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να διευκρινιστεί με ασφάλεια πώς ορίζεται η ανθρώπινη οικονομική δραστηριότητα σε βραχώδεις νησίδες.
Άλλωστε έχουν συμπληρωθεί μόλις 16 χρόνια από τη θέση σε ισχύ της νέας Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Επίσης, δεν μπορεί να γίνει εθιμική εφαρμογή ισχύος της παραγράφου 3, οπότε εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας ότι κάθε μορφής νησιωτικός συσχετισμός διαθέτει όλες τις θαλάσσιες ζώνες.
Ως προς τη μέθοδο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, είναι γνωστό ότι υπάρχουν αντίθετες τάσεις εντός του επιστημονικού κλάδου του διεθνούς δικαίου, καθώς άλλοι προκρίνουν την αρχή της μέσης απόστασης-μέσης γραμμής κι άλλοι εμμένουν στην αρχή της ευθυδικίας με ανάλυση όλων των συνδεόμενων στοιχείων.
Παρά τις αντικρουόμενες απόψεις, οι περισσότερες σχετικές διμερείς συμφωνίες, διεθνώς, έχουν υιοθετήσει, όπως και η Ελλάδα, την αρχή της ίσης απόστασης-μέσης γραμμής που κατοχυρώνεται πλέον και από τη νομολογία. Η ίδια, και «ντε φάκτο», επικράτηση της αρχής της ίσης απόστασης παρατηρείται και ως προς την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης.
Προς αντιμετώπιση αυτής της πραγματικότητας, το υπουργείο Εξωτερικών διαπιστώνει πως είναι αναμενόμενο η Τουρκία να καταφεύγει στη θεωρία της «μειωμένης επήρειας», ώστε να υποστηρίξει ότι στο σύμπλεγμα του Καστελόριζου δεν έχουν όλα τα νησιά υφαλοκρηπίδα ή ότι πρέπει να εφαρμοστεί η –σχετικά, νέα από πλευράς διεθνούς δικαίου- αρχή της αναλογικότητας.
Σύμφωνα με αυτή την αρχή, θα πρέπει να υφίσταται αναλογία μεταξύ του μήκους των ακτών και της περιοχής της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης που θα οριστεί υπέρ κάθε κράτους.
Με δεδομένα όλα αυτά τα στοιχεία, είναι εμφανές ότι, για πολιτικούς και νομικούς λόγους, η Ελλάδα μόνον να κερδίσει έχει από την εμμονή στη «συνέχεια και συνοχή» της επικράτειάς της και των θαλασσίων συνόρων της από τον Έβρο ως το Καστελόριζο.
Στην περίπτωση παραπομπής και κρίσης του ζητήματος στη Χάγη, το Δικαστήριο θα προχωρήσει βέβαια σε «διαίρεση» της επίδικης περιοχής, αλλά μόνον στο πλαίσιο μιας εσωτερικής διαδικαστικής λειτουργίας του.
Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να πράξει το ίδιο πρώτη, διαιρώντας την περιοχή του Καστελόριζου με δική της πρωτοβουλία. Μια τέτοια απευκταία κίνηση της κυβέρνησης Παπανδρέου θα προκαλούσε δυσμενείς νομικές και πολιτικές επιπτώσεις ως προς την οριοθέτηση, συνολικά, της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ως προς το εύρος των χωρικών υδάτων και, γενικότερα, ως προς όλα τα ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο.
(Από το τεύχος Ιανουαρίου του περιοδικού «Άμυνα και Διπλωματία»