Ιστορία με τα λόγια μιας φίλης, η οποία ζήτησε να μην αναφερθεί το όνομά της.
Το Διαδίκτυο μου έκλεψε 5 χρόνια από τη ζωή μου.
Ναι, αυτή είναι μία από τις εκατοντάδες χιλιάδες ιστορίες που μιλούν για το γεγονός ότι ο εθισμός στο διαδίκτυο «αφαίρεσε» πολλά χρόνια από τη ζωή κάποιου. Η δική μου περίπτωση ήταν ακριβώς έτσι.
Δεν είναι ότι η κατάσταση ήταν απελπιστική. Δεν είναι ότι βυθίστηκα παντελώς στην «πισίνα» του παγκόσμιου δικτύου. Όχι. Εγώ βασικά έτρωγα φυσιολογικά (αν και στο πόδι), κοιμόμουν σχεδόν κανονικά, σπούδαζα (αλήθεια, ήδη με έναν τρόπο), έβγαινα και για κανένα περίπατο, όμως για ένα διάστημα πέντε ετών όλα μου τα ενδιαφέροντα επικεντρώνονταν στο Διαδίκτυο, σε ό,τι συνέβαινε εκεί, στις συνομιλίες μου, στις διαμάχες στα διάφορα φόρουμ, στις αναμετρήσεις, στις επισημάνσεις «Μου αρέσει». Πέταξα από τη χαρά μου έχοντας πάρει 3 like το ένα μετά το άλλο μέσα σε μία ώρα, που δεν πρόσεξα ότι η μαμά μου έπαθε υπερτασικό επεισόδιο. Έκλαιγα όταν στο παιχνίδι του φόρουμ έδωσαν το βασικό ρόλο στον συντονιστή, και έπειτα, τυχαία έμαθα ότι χειρούργησαν τη γάτα μας. Ντρεπόμουν. Έσπευσα να στύψω χυμό στη μαμά μου και πήρα αγκαλιά τη γάτα μου. Μα, έπειτα θυμήθηκα ότι δεν πρόλαβα να απαντήσω σε σχόλιο στο βιντεοκλιπ, και έτσι το πορτοκάλι ξεράθηκε και η γάτα αφού έτριψε τη μύτη στο πληκτρολόγιο, πήγε στο παράθυρο να πάρει έναν υπνάκο.
Πέταξα από τη χαρά μου, έχοντας πάρει 3 like μέσα σε μία ώρα, που δεν πρόσεξα ότι η μαμά μου έπαθε υπερτασικό επεισόδιο
Και ο χρόνος περνούσε. Και πάντα μου φαινόταν ότι αυτή η κατάσταση, είναι ένας αθώος ενθουσιασμός και ότι θα περάσει σύντομα, όμως όχι τώρα, όχι τώρα. Κι ύστερα, εξακολουθώ να σπουδάζω. Χειρότερα; Κι όμως, μαθαίνω να γράφω (ιστορίες), να μοντάρω (βιντεοκλιπ) και εν τέλει βελτιώνω τις δεξιότητές μου (στις μάχες του φόρουμ).
Οι δικοί μου άρχισαν να χτυπούν το σήμα κινδύνου. Στην αρχή, πολύ διακριτικά υπαινίχτηκαν ότι αρχίζω να εθίζομαι. Προσπάθησαν τότε, να με απομακρύνουν από τον υπολογιστή. Εγώ πονηρεύτηκα. Κάθισα στο τραπέζι μαζί τους, επαινούσα τα πιροσκί, πήγαινα για περίπατο, πήγαινα να θαυμάσω τη λίμνη του Πατριάρχη στη Μόσχα, πήγαινα στο εξοχικό, μύριζα τις αγριοκερασιές. Μάζευα μήλα, γελούσα, αλλά έτρεμα στη σκέψη ότι θα είμαι εδώ για ακόμη μισή ή μία ώρα αλλά μετά θα είμαι ελεύθερη από όλα αυτά. Ορμάω στον υπολογιστή! Πραγματικά έτρεξα αμέσως, περνώντας πάνω από τα σκαλοπάτια στο γραφείο μου, στην οθόνη που τρεμόπαιζε, πατούσα τα πλήκτρα και όλα όσα υπήρχαν σε αυτή την πλευρά της οθόνης. Έχανα τα χρώματα, τους ήχους και την πραγματικότητα.
Και έτσι ο χρόνος περνούσε ο ένας μετά τον άλλο, το φθινόπωρο ερχόταν πολύ γρήγορα μετά την άνοιξη, ενώ το χιόνι έπεφτε – για κάποιο λόγο – (φαινόταν) τον Ιούλιο. Γράφτηκα στο Διδακτορικό, αλλά δεν υπήρχε, φυσικά, κανένας λόγος να γράψω τη διατριβή μου. Οι δικοί μου τρία χρόνια πίστευαν ότι τη γράφω. Και περίμεναν ακόμη δύο χρόνια, πότε επιτέλους θα «υποστηρίξω» τη διπλωματική μου.
Με έσωσε η Θεία Κοινωνία. Όλα αυτά τα χρόνια που ασχολιόμουν με το Διαδίκτυο, δεν κοινωνούσα, δεν μπορούσα, με κυρίευε βαθειά αυτό το πάθος. Καταλάβαινα, δεν μπορούσα παρά να καταλάβω ότι αυτό, μια «αθώα» ασχολία, ονομάζεται ακριβώς έτσι: «πάθος» το οποίο σε αποκόπτει σιγά σιγά από τη ζωή, πλημμυρίζοντας – χωρίς ίχνος διαύγειας – την καρδιά και την ψυχή. Και φοβόμουν να κοινωνήσω όντας σε αυτή την κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα φοβόμουν και να αποδιώξω από πάνω μου το πάθος (τότε φαινόταν ότι τίποτα δεν υπήρχε να το αντικαταστήσει).
Ταυτόχρονα μού δημιουργήθηκε ένας φόβος, φοβόμουν πολύ μήπως αρρωστήσω, γιατί αν αρρωστήσω δε θα υπάρχει ποτέ περίπτωση να υποχωρήσω, θα αρχίσω να τρέχω στην Εξομολόγηση και στη συνέχεια θα πρέπει να υποσχεθώ ότι θα ξεμπλέξω από αυτόν τον εθισμό. Έτσι έφτιαξα μια αλυσίδα, σαν τη νεαρή ηρωίδα από ένα αγγλικό μυθιστόρημα όταν ρωτήθηκε τι πρέπει να κάνει προκειμένου να αποφύγει την κόλαση, απάντησε: «Να μην αρρωστήσει».
Μία φορά τον χρόνο συνερχόμουν. Αυτό συνέβαινε τη Μεγάλη Βδομάδα. Ξέθαβα τον εαυτό μου από το Διαδίκτυο, ξεκολλούσα από το γραφείο μου και πήγαινα στο ναό. Άκουγα τους ψαλμούς της Μεγάλης Βδομάδας και αναγνώριζα τον εαυτό μου στις εικόνες της. Η άγονη συκιά. Το κρυμμένο στη γη τάλαντο του δούλου. Η παρθένα με το σβησμένο λυχνάρι. Όλα τα παράτησα, μονίμως κοιμισμένη, αργοπορημένη παντού. Στεκόμουν στη γωνία και έκλαιγα, αλλά δεν έφευγα. Συνειδητοποίησα ότι το να φύγω από την εκκλησία τη Βδομάδα των Παθών, σήμαινε ότι εγκαταλείπω τον ίδιο τον Χριστό. Ωστόσο εξακολουθούσα να πιστεύω ότι σύντομα, την επόμενη κιόλας βδομάδα θα ξεκόψω από αυτή την «αθώα» ασχολία και τότε θα υπάρχει χρόνος, καρδιά και ψυχή για τα πάντα.
Τα λόγια του αγίου Ιννοκέντιου της Χερσώνας, από το βιβλιαράκι «Πώς να συναντήσεις το Πάσχα» εμψυχώνουν και παρηγορούν:
«Και πότε, αδερφοί, είναι καταλληλότερο να τηρούμε τη νηστεία, αν όχι αυτές τις μέρες, όταν μας παίρνουν τον Νυμφίο της ψυχής μας (Μτ 9,15), όταν ο ίδιος πεινάει στην άγονη συκιά, όταν διψάει στον Σταυρό! Πού είναι πιο φυσικό να αποθέσουμε το βάρος των αμαρτιών μας, αν όχι στους πρόποδες του Σταυρού! Ποια στιγμή είναι καλύτερη να μεταλάβουμε από το Ποτήρι της ζωής, αν όχι τις ερχόμενες μέρες, όταν μας προσφέρεται – μπορούμε να πούμε – από τα χέρια του ίδιου του Χριστού!»
Κι ύστερα ήρθε η Θ.Κοινωνία. Περπατούσα προς το σπίτι το ανοιξιάτικο πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης. Περπατούσα, γνωρίζοντας απλώς ότι είμαι και πάλι μέλος της Εκκλησίας. Ξαναζώ. «Η ζωή πολιτεύεται». Το ένιωσα με όλες μου τις αισθήσεις. Χαμογέλασα ελαφρώς, σκεπτόμενη τη χαρά των δικών μου και έδωσα μια υπόσχεση νοερά: «Κύριε, δε θα Σε αφήσω ξανά, δε Σε αλλάζω με τίποτα» (και ακόμη ψιθύρισα: «ούτε καν με το Διαδίκτυο»). Και στα 12 Ευαγγέλια επαναλάμβανα: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη Βασιλεία Σου!» Και διαβεβαίωσα τον Χριστό ξανά και ξανά ότι θα μείνω μαζί Του για πάντα.
Και ύστερα ήρθε το Πάσχα και η Διακαινίσιμος εβδομάδα. Και έπειτα, την Κυριακή του Θωμά – μερικές φορές μία μέρα πριν, μερικές δυο μέρες μετά – καθόμουν στον υπολογιστή, πάντοτε με ένα ζωηρό χαμόγελο, σίγουρη πλέον πως θα μείνω στο Διαδίκτυο μόλις δέκα λεπτά, θα πάρω το προσευχητάρι, θα διαβάσω τις προσευχές του Εσπερινού, αύριο θα πάμε στο εξοχικό, μεθαύριο μού ζήτησε η μαμά να τη βοηθήσω στο καθάρισμα και ακόμη με κάλεσαν σε μία έκθεση…
Ένα χρόνο αργότερα, στεκόμουν στη σειρά για την Εξομολόγηση. Ενώ στην πλάτη μου είχε προστεθεί ακόμη ένα κενό, ενός ακόμη άσκοπου χρόνου. Ακόμη ένας χρόνος.
Έτσι συνέβαινε επί πέντε χρόνια. Συνέχιζα να πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή, δεν παρέλειπα, παρά το γεγονός ότι κάθε Κυριακή αισθανόμουν πεινασμένη και κενή, την ίδια στιγμή που οι άλλοι μακάριοι προχωρούσαν προς το Ποτήρι, ενώ εγώ στεκόμουν κάποιες φορές δύο – τρία βήματα μακριά από αυτό, θα άπλωνα το χέρι μου, θα μπορούσα να το αγγίξω, αλλά μας χώριζε η άβυσσος που είχα δημιουργήσει στην ψυχή μου. Και υπέφερα από την αδυναμία μου να την ξεπεράσω, και την έκανα όλο και βαθύτερη.
Όμως στο τέλος, ακριβώς αυτή η πείνα ήταν που με έσωσε. Αυτή, καθώς και η τεράστια επιθυμία να αισθανθώ πάλι αυτό που αισθάνεσαι όταν πηγαίνεις απλώς στο σπίτι μετά τη Λειτουργία το ανοιξιάτικο πρωινό πριν το Πάσχα, και τίποτα δε συμβαίνει, αισθάνεσαι μια γλυκεία κούραση και πείνα, και ακόμα αισθάνεσαι απλώς ότι…ξαναζείς.
Ο εθισμός στο Διαδίκτυο πέρασε, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια μελαγχολία για τα τελευταία άκαρπα χρόνια
Ένα βράδυ άνοιξα απλώς τον υπολογιστή, στάθηκα μπροστά στην εικόνα και κυριολεκτικά κραύγασα: «Δεν αντέχω άλλο χωρίς Εσένα!» (μάλλον βρήκα αργότερα αυτή τη φράση του αρχιερέα Αντώνιου ή τη διάβαζα πριν κάνω την προσευχή μου, δε θυμάμαι καλά). Μετάλαβα – εκτός από το Πάσχα και τη νηστεία. Ύστερα από μια βδομάδα ξανά. Πήγα στο εξοχικό χωρίς υπολογιστή και τηλέφωνο. Φύτεψα χρυσάνθεμα. Μπορώ να συνεχίσω για μεγάλο χρονικό διάστημα, εφόσον το αντιμετώπισα πια, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα τώρα. Η αρχή έγινε. Ο εθισμός στο Διαδίκτυο πέρασε. Πέρασε, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια μελαγχολία για τα τελευταία άκαρπα χρόνια. Τα χρόνια αυτά θα μπορούσαν να είναι τελείως διαφορετικά. Θα μπορούσαν να είναι αυτά που ήθελαν οι δικοί μου. Θα μπορούσαν να είναι αυτά που ήθελε ο Θεός. Καλύτερα χρόνια, νιάτα, με τεράστια αποθέματα δύναμης και ανοιχτοσύνη της ψυχής. Όλα αυτά τα χρόνια έχω ζήσει αληθινά μόνο δέκα βδομάδες, τη Μεγάλη Βδομάδα και τη Διακαινίσιμο κάθε χρόνου.
Όμως ακόμα μου έχει μείνει θυμός για τους δικούς μου, οι οποίοι επέλεξαν τον ευαίσθητο δρόμο της προσμονής, το δρόμο της σιωπηλής θλίψης πίσω από την πλάτη μου. Δεν ήθελαν να με πιέσουν, να με αναγκάσουν. Τότε τους ήμουν ευγνώμων. Όχι, μερικές φορές προσπάθησαν να «κατασχέσουν» τον υπολογιστή, αλλά εγώ θίχτηκα τρομερά, έκλαιγα: μα γιατί δεν το καταλαβαίνουν, είναι απλώς μια αθώα ασχολία, θα τα καταφέρω, αλλά μόνη μου, μόνη μου…Και τότε υποχώρησαν, και εγώ πράγματι τα κατάφερα μόνη, μόνο που μου πήρε πέντε χρόνια.
Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να είναι καλύτερα. Αν δεν τα παρατούσαν, θα μπορούσαν να «σώσουν» αυτά τα χρόνια για μένα; Ή θα είχα φρικάρει εντελώς και θα απομακρυνόμουν από εκείνους ακόμη περισσότερο; Δεν έχω απάντηση.
Όμως μερικές φορές, μεταφέρομαι νοερά σε εκείνη την πρώτη χρονιά. Η μαμά παίρνει τον υπολογιστή, εγώ γκρινιάζω τρεις μέρες και έπειτα πηγαίνω με τον αδερφό μου για μπάνιο στην Ίστρα. Επιστρέφω και σιωπηλή (ακόμα θυμωμένη) τρώω τη λαχανόπιτα της μαμάς μου. Είμαι θυμωμένη με τον μπαμπά, ενώ χτενίζουμε μαζί τη γάτα. Το φθινόπωρο, είμαι στη διάλεξη για τους υποψήφιους διδάκτορες. Ανησυχώ για την «Εισαγωγή» της διατριβής, την οποία δεν μπορώ να φτιάξω με τίποτα. Και δεν ξέρω, καθόλου δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό – συνειδητά αφήνω τον Χριστό για 51 βδομάδες τον χρόνο.
Θα μπορούσε να είναι έτσι; Δεν ξέρω και δε θα το μάθω. Ποτέ.
Ωστόσο, υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι πράγματι επέστρεψα στη ζωή, πράγματι ξαναέζησα, πράγματι με δέχτηκε και με δέχεται ο Θεός. Ξύπνησα εγκαίρως. Ναι, οι συνομίληκοί μου έχουν ήδη οικογένεια, πολλοί έχουν παιδιά. Αλλά και εγώ μπορώ ακόμα να δημιουργήσω οικογένεια, έχω πολλές πιθανότητες να πετύχω στη ζωή μου.
Έτσι παρηγορώ τον εαυτό μου. Και τα καταφέρνω.
Όμως μετά θυμάμαι ότι όταν ήμουν δώδεκα χρονών, είπα γεμάτη ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση ότι δεν μπορώ να ακούω τη φράση που λέει ότι πρέπει να ζεις έτσι, ώστε να μην υποφέρεις κάποτε για τα άσκοπα χρόνια.
Τότε δεν ήξερα ότι αυτή η φράση μιλούσε για μένα…
Έγραψε η Αναστασία Μπρουσνίκινα
Μετάφραση: Aργυρώ Γιαβροπούλου
Pravoslavie.ru
https://gr.pravoslavie.ru/150835.html
2/3/2023