Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Ολόκληρο το εβραϊκό έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και διαφθορά. Χαρακτηριστικότεροι όλων οι Φαρισαίοι.



Παραβιάσεις του Μωσαϊκού Νόμου και του Ρωμαϊκού Δικαίου στη Δίκη του Χριστού
«Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ειμή εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ. στ' 11-18)

υπό Παναγιώτη ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε. τ.  L. L. M., Θεολόγου ΕΚΠΑ,
τ. Τακτικού Καθηγητού στην Εθνική Σχολή Δικαστών και την Αστυνομική Ακαδημία της ΕΛ-ΑΣ
1.Το κλίμα πρίν τη δίκη του Χριστού
Στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητος έχουν γίνει πολλές δίκες, έχουν εκτελεστεί πολλές ποινές και έχουν σταυρωθεί πολλοί άνθρωποι. Ο ΣΤΑΥΡΟΣ όμως, που σφράγισε την σωτήρια πορεία της ανθρωπότητος, υπήρξε ο Σταυρός και η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, όπως θα τη δούμε στις μερικότερες πράξεις της. Θα προσπαθήσω με τις λιγοστές μου δυνάμεις να εκθέσω στην αγάπη σας τί ακριβώς έγινε τότε στη Γεσθημανή, στο Μέγα Συνέδριο, στο Πραιτώριο, στον Βασιλέα Ηρώδη, στο Γολγοθά, στο Σταυρό και την ΑΝΑΣΤΑΣΗ. Θα δούμε γιατί ο Σταυρός του Χριστού διαφέρει από όλους τους άλλους σταυρούς της ιστορίας του ανθρώπου και από σύμβολο ατιμίας έγινε «Τίμιον Ξύλον» και «όπλον κατά του Διαβόλου». «Τρέμουν οι δαίμονες, επειδή οι άλλοι άνθρωποι πέθαναν στο σταυρό εξαιτίας των αμαρτιών τους, ο Χριστός όμως πέθανε για τις ξένες αμαρτίες». Θα γράψει για τον Τίμιο Σταυρό, ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων[1].

Στα χρόνια της ρωμαϊκής επικυριαρχίας, στην Ιουδαία, έγιναν αρκετές επαναστάσεις εναντίον της Ρώμης. Διαφθορά και ηθικός ξεπεσμός στο υπό κατοχή κράτος του Ισραήλ. Ηρωδιανοί, Σαδδουκαίοι, Φαρισαίοι, οι άρχοντες, του Ισραήλ, ενηλάσσοντο στην εξουσία με το αζημίωτο έναντι του Ρωμαίου κατακτητή. Οι Κριτές και οι πρεσβύτεροι είχαν χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία και ολόκληρο το εβραϊκό έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και διαφθορά. Χαρακτηριστικότεροι όλων οι Φαρισαίοι. Αυτοί, κατά τον αείμνηστο Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη[2], «Τί έκαναν; Κάθονταν και ψιλοκοσκίνιζαν το νόμο του Μωϋσέως και λεπτολογούσαν γύρω από τις διατάξεις των ραβίνων. Έτσι είχαν φτιάξει εκατοντάδες εντολές, ένα πλήθος διατάξεις, ολόκληρο κατάλογο εντολών, 618 και πλέον εντολές!». Η πολυνομία όμως, και οι αμέτρητες εντολές είχαν επιφέρει σύγχυση, καταπίεση, φόβο και προβλήματα στο λαό.

Τους Εβραίους Άρχοντες Γραμματείς και Φαρισαίους, προβλημάτισαν τα θαύματα του Ιησού, και τα πάντοτε επίκαιρα «ΟΥΑΙ». Αφορμή να ξεχειλίσει το ποτήρι του μίσους και της οργής τους υπήρξεν η ανάσταση του Λαζάρου. Αυτή θορύβησε και προβλημάτισε έντονα την Εβραϊκή ελίτ, γιατί πολλοί Ιουδαίοι επίστευσαν στον Χριστό. Την ανησυχητική αγωνία των Αρχόντων του Ισραήλ αποδίδει άριστα, ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισσαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον. Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλά σημεῖα ποιεῖ; 

Ἐάν ἀφῶμεν αὐτόν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσουσιν οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος...» (Συγκέντρωσαν το Συνέδριο και διελογίζοντο. Τί θα κάνομε; Αυτός κάνει θαύματα. Αν πάμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν και μετά εμείς θα χάσουμε την εξουσία.

Οι Ρωμαίοι, θα μας πάρουν, και τον τόπο και το έθνος). «Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι’ αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν» (Ιω. ιβ΄ 10).

Εσκέπτοντο μάλιστα, να σκοτώσουν τον αναστημένο Λάζαρο, που ήταν η αιτία του κακού που τους βρήκε. Εξαιτίας του απειλείται η εξουσία τους! «... Εἷς δὲ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας[3], ἀρχιερεύς ὤν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς ….ὅτι συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπέρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται» (Ιω. ια΄ 47-50).

Μας συμφέρει να θανατώσουμε τον Ιησού, για τη σωτηρία του Λαού και, για να μη χαθεί όλο το έθνος. Κανείς από το Συνέδριο δεν αντιδρά, κανείς δε ερωτά, κανείς δεν ερευνά, γιατί συνήχθησαν και γιατί να τον φονεύσουν. Όταν διαχρονικά οι διεφθαρμένοι άρχοντες, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, αντιλαμβάνονται ότι χάνουν την εξουσία και τα προνόμιά τους, διαπράττουν τα ειδεχθέστερα των εγκλημάτων. Πάντοτε όμως, στο όνομα της «ειρήνης» και για «το καλό του Λαού». Αυτό είπαν και τώρα οι Γραμματείς και Φαρισαίοι. Για να μην μας πάρουν τον τόπο οι Ρωμαίοι, και το λαό μαζί τους πρέπει να σταυρώσουμε τον Χριστό. Δεν τους ενδιέφερε όμως ο λαός, αλλά η δική τους εξουσία και τα προνόμια! Ο λαός ούτως ή άλλως ήτο υπόδουλος στους Ρωμαίους, και οι κατακτητές δεν ενδιεφέροντο, για τους Εβραίους Άρχοντες, αρκεί να μην είχαν ανυπακοές και επαναστάσεις! Γι’ αυτή τους τη συμπεριφορά προεχόντως ο Ιησούς τους ονόμασε «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης» (Ματθ. κγ΄ 33).

2.Η σύλληψη του Ιησού.

Είναι βράδυ και ο Χριστός πήγε μαζί με τους μαθητές του στο Όρος των ελαιών και, όπως συνήθιζε, μπαίνει σ’ ένα κήπο «πέραν τοῦ χειμάρου τῶν κέδρων» (Ιωαν. ιη΄ 1), κοντά στη Γεθσημανή, και εκεί «ἀπεσπάσθη ἀπ’ αὐτῶν ὡσεί λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο» (Λουκ. κβ΄ 39-46). Στάθηκε μακριά από τους μαθητές του, όσο μία πετριά.  Εκεί «ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον επὶ τῆς γῆς καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν εστί, παρέλθῃ ἀπ’ αὐτοῦ ἡ ὥρα....» (Μάρκ. ιδ΄ 32-42). Μαζί του πήρε μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τους υιούς Ζεβεδαίου, «καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο, ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν» (Λουκ.22,44). Ο ιδρώτας πότιζε τη γή σαν σταγόνες αίματος. «χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιεί σε τέτοια βρύση», για να θυμηθούμε τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη[4]. Βασικό αίτημα της προσευχής του: «...τήρησον αὐτούς Πάτερ ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς...Οὕς δεδωκάς μοι ἐφύλαξα καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας.....». Φύλαξέ τους να είναι ένα όπως εμείς. Ποιούς να φυλάξει αλήθεια; Τους μελοντικούς σταυρωτές Του, αυτούς που ψώμισε στην έρημο και για χάρη τους έσχισε την Ερυθρά Θάλασσα στα δύο και τώρα τον δικάζουν!

Στον ίδιο χρόνο οι μαθηταί κοιμούνται, και με παράπονο ο Ιησούς τους ξυπνά «οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ’ ἐμοῦ; ......καθεύδετε τὸ λοιπόν καὶ ἀναπαύεσθε. Ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. Ἐγείρεσθε άγομεν· ἰδού ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με» (Ματθ. κστ΄ 36-46).Δεν αντέξατε να μείνετε μαζί μου μιά ώρα ξύπνιοι; Έφθασε η ώρα! Και όντως είχε ήδη φθάσει, ο προδότης των αιώνων, ο Ιούδας, με στρατιώτες του Συνεδρίου και όχλο, «μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων» (Ματθ. κστ΄ 47) και με φίλημα παρέδωσε τον Ιησούν. Οι στρατιώτες συνέλαβαν τον Ιησούν και τον προσήγαγον στον Άννα τον Αρχιερέα.

Εκεί συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει το Θείο δράμα. Ο άνθρωπος «ἐν τιμῇ ὥν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αυτοῖς» διαβάζομε, στον 48ο ψαλμό, στο στιχ. 13. Πλασμένος από τον ίδιο το Θεό ο άνθρωπος δεν ένοιωσε την τιμή της δημιουργίας του. Έγινε ό, τι και τα κτήνη, που στερούνται λογικούέγινε ένα μ’ αυτά. Δέσμευσε τον Πλάστη και Δημιουργό του και ετοιμάζεται να τον δικάσει!!!

3.Τα πρόσωπα και η έναρξη της Δίκης

Για να δούμε όμως τί έγινε σ’ αυτή τη δίκη; Ετηρήθη ο Μωσαϊκός νόμος και το Ρωμαϊκό δίκαιο, που ήταν το δίκαιο κατοχής; Εφηρμόσθη η Δικονομία, δηλ. οι κανόνες διεξαγωγής δίκης, των Εβραϊκών, και των Ρωμαϊκών Δικαστηρίων; Τί ρόλο έπαιξε το κάθε φυσικό πρόσωπο ή συλλογικό δικαστικό όργανο σ’ αυτή τη δίκη;

α. Ο Άννας ήτο τέως Αρχιερέας και πενθερός, του Καϊάφα, του Αρχιερέα. Σ’ αυτόν προσήχθη μετά τη σύλληψή του ο Ιησούς. Η προσαγωγή αυτή, αποτελεί ευθεία παραβίαση της δικονομικής τάξεως, και των δικαιωμάτων του συλληφθέντος. Ο Χριστός δεν προσήχθη στο Δικαστήριο, όπως θα έπρεπε, αλλά πρώτα στον Αρχιερέα Άννα και εν συνεχεία στον Αρχιερέα Καϊάφα.

β. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο, πρόδρομος του σημερινού δικαίου, ελάχιστα υστερούσε, από τις σημερινές βασικές αρχές του ποινικού δικαίου. Το Μωσαϊκό εβραϊκό δίκαιο, από την άλλη, ήτο και είναι ιεροκρατικό. Είχε βάση το Μωσαϊκό Νόμο και εφηρμόζετο, από τα πολυμελή εβραϊκά δικαστήρια, αν και παραποιημένο εν πολλοίς από τους εβραίους Ραββίνους. Το σύνολο σχεδόν αυτών των κανόνων, το βρίσκουμε κυρίως στα βιβλία Δευτερονόμιο και Λευιτικό της Π. Διαθήκης.

γ. Το Ανώτατο Εβραϊκό Δικαστήριο των Ιουδαίων ήτο το Μέγα Συνέδριο. Είχε όλες τις εξουσίες, για τους εβραίους πολίτες, και είχε την έδρα του στην Ιερουσαλήμ. Απετελείτο από 70 και κατ’ άλλους από 120 μέλη. Προηδρεύετο από τον Αρχιερέα, ανώτατο πνευματικό και διοικητικό αρχηγό του Ισραήλ. Είχε στις διαταγές του την «κουστωδία», εθνική αστυνομική δύναμη, με στρατιωτική δομή και υφή. Οι ποινές που επέβαλε και δη οι θανατικές καταδίκες, έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία[5]. Η θανατική ποινή προεβλέπετο για αρκετά αδικήματα (πορνεία, μοιχεία, ανυπακοή υιού στους γονείς), αλλά σπανίως επεβάλλετο.

δ. Η εκτέλεση της θανατικής ποινής εγίνετο με διάφορους τρόπους. Ο πλέον εξευτελιστικός και βασανιστικός, ήτο ο σταυρικός θάνατος, ενώ συνηθέστερος τρόπος θανάτωσης ήτο o λιθοβολισμός και ολιγώτερον η πυρά. Τα Ρωμαϊκά δικαστήρια επέβαλον συχνά το σταυρικό θάνατο, χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς. Πλήθος οι δούλοι και οι αντίπαλοι των αυτοκρατόρων, που σταυρώθηκαν στη Ρώμη. Η Αππία οδός, που οδηγούσε στη Ρώμη, ήτο ο συνήθης τόπος, όπου τοποθετούσαν τους εσταυρωμένους καταδίκους, προς παραδειγματισμό. Το αποδίδει θαυμάσια ο σκηνοθέτης στην ταινία «ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ» που αναφέρεται στο κίνημα των δούλων όπου μετά την καταστολή του σταυρώθηκαν 6.000 δούλοι[6].

4. Επί της διαδικασίας

α. Τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.

Τόσο στο Ρωμαϊκό, όσο και στο Εβραϊκό δίκαιο, ο Κατηγορούμενος, είχε τα ακόλουθα δικαιώματα:

α) να μιλήσει, β) να καλέσει μάρτυρες και γ) να τύχει καλής μεταχειρίσεως, κατά τη διάρκεια της δίκης. Παράλληλα δ) μέχρι την τελική του καταδίκη, εθεωρείτο αθώος. Κατά τις μαρτυρίες των ιστορικών συγγραφέων της εποχής, για τα συμβαίνοντα στην ακροαματική διαδικασία δεν ετηρούντο πρακτικά, αλλά για την καταδίκη εξεδίδετο γραπτό διάταγμα[7]. Σ’ αυτό κατεχωρίζοντο τα στοιχεία του κατηγορουμένου, η κατηγορία, η ημέρα που δικάστηκε και η απόφαση του Συνεδρίου. Διάταγμα καταδίκης του Χριστού, πάντως, από το Μέγα Συνέδριο, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει βρεθεί. Έχει βρεθεί μόνο κείμενο της επικυρωτικής αποφάσεως του Πιλάτου, για την σταύρωση του Χριστού, που ζήτησαν οι Εβραίοι[8].

β. Οι δόλιες παραβιάσεις της διαδικασίας.

α) Σύμφωνα με την εβραϊκή δικονομία δεν εγίνετο προανάκριση και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην ομολογία του κατηγορουμένου, αλλά μόνο στις μαρτυρίες. Σήμερα η ομολογία του κατηγορουμένου γίνεται δεκτή, σαν αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με την ισχύουσα ποινική δικονομία (άρθρο 178 εδ. δ΄). β) Η δίκη έπρεπε να διεξαχθεί ημέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού, και, όχι νύχτα, και χωρίς ακροατήριο, όπως έγινε. Άρχιζε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν, τουλάχιστον δύο μάρτυρες κατηγορίας. Οι μάρτυρες έπρεπε να δώσουν, χωριστά ο καθένας, συγκεκριμένη και ταυτόσημη μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι, πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου. Σε περίπτωση μάλιστα θανατικής καταδίκης, έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση εγίνετο με λιθοβολισμό.

Να ανάψουν την πυρά αν ο καταδικασθείς θα εκαίετο κ.ο.κ. Υπενθυμίζουμε σχετικώς τον μαρτυρικό θάνατο του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου με λιθοβολισμό, αλλά και τη μοιχαλίδα, που πήγαν στον Χριστό, αποφασισμένοι να την λιθοβολήσουν, κατά το Μωσαϊκό δίκαιο, αλλά και για να τον παγιδεύσουν[9]. γ) Οι Δικαστές επεβάλλετο και όφειλαν να είναι δίκαιοι, αμερόληπτοι, και κάποιοι απ’ αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Στα γεγονότα της δίκης και της σταυρώσεως του Χριστού, όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα». Νόμος υπήρξε η επιθυμία και η απόφαση του Καϊάφα να σταυρωθεί ο Ιησούς με συνοπτικές διαδικασίες.!!! Υποχείριά του οι Δικαστές-μέλη του Συνεδρίου, δεν ετήρησαν το Μωσαϊκό νόμο, αλλά φοβήθηκαν την εξουσία του Καϊάφα. Σταυρωτές πολλοί. Στην υπεράσπιση κανείς, μειοψηφία καμία. Μόνο ο Νικόδημος ο από Αριμαθαίας, μετά τη σταύρωση, «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μάρκ. ιε΄ 43). δ) Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ο Μωσαϊκός νόμος προέβλεπε ότι η τελική απόφαση ανεβάλλετο για τη μεθεπόμενη ημέρα. Έπρεπε δηλαδή στην περίπτωση της καταδίκης του Χριστού η απόφαση να δημοσιευθή Σάββατο! Δείτε όμως την πονηρία της οικογενείας των Αρχιερέων, πεθερού και γαμβρού. Δίνουν εντολή συλλήψεως την Πέμπτη τη νύχτα, και με σατανική ταχύτητα, «λόγω του κατεπείγοντος», όπως θα λέγαμε σήμερα, σχεδίασαν Παρασκευή μεσημέρι να έχουν τελειώσει και με τη Σταύρωση, όπως και έγινε. Όλα αυτά, στα μάτια του «λαού» είχαν αληθοφανή αιτιολογία: «να πεθάνει ένας υπέρ του λαού». Η ταχύτητα της διαδικασίας ήταν δήθεν αναγκαία «ἵνα μὴ μιανθῶσι ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τὸ Πάσχα»[10].Έφθασε το Πάσχα και έπρεπε να είναι καθαροί. «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματείς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας»!!! (Ματθ. κγ΄ 27).

ε) Εφόσον επεκυρώνετο η θανατική καταδίκη από το Ρωμαίο έπαρχο, η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την επόμενη ημέρα και ποτέ αυθημερόν. Δηλαδή, από την έναρξη της ακροάσεως του κατηγορουμένου μέχρι την εκτέλεση της θανατικής ποινής έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον 4 μέρες.!!![11]. στ) Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε στο μεταξύ, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση. ζ) Ο Άννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία, άρχισε να ανακρίνει τον Κύριο για να βρει πρόφαση κατηγορίας εναντίον Του. Κι ο Χριστός απαντά: «Ἐπερώτησον τοὺς ἀκηκοότας» «ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν» (Ιω. ιη΄, 20). Ρώτησε αυτούς που με άκουσαν.

Δεν είπα τίποτα κρυφά. Η απάντηση άφησε άφωνο τον εμπαθή και διεφθαρμένο Αρχιερέα, γιατί δεν μπορούσε να στηρίξειμ’ αυτή κατηγορία. Ένας υπηρέτης του Άννα χτύπησε κατά πρόσωπο τον Ιησού λέγοντας: «οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ;» (Ιω. ιη΄ 22). «Έτσι μιλούν στον Αρχιερέα;». Τί αφοσιωμένος αλήθεια στρατιώτης! Η δουλοπρέπεια και η αυθαιρεσία στην υπηρεσία της παραφροσύνης!. 

«Ράπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ» θα πεί ο υμνωδός (την Μ. Πέμπτη). Ενδεικτική της «αταξίας και της οχλοκρατίας» που επικρατούσε στη «Δίκαιη», κατά τους Εβραίους, «Δίκη» ήταν η συμπεριφορά των στρατιωτών. Οι στρατιώτες αυτενεργούσαν κατά βούλησιν. Μετά από λίγο οδήγησαν τον Χριστό, στην αυλή του αρχιερέως Καϊάφα. η) Μέχρις ότου συγκεντρωθούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, οι υπηρέτες προπηλάκιζαν, έβριζαν και περιέπαιζαν τον Χριστό. Τί κι’ αν το εβραϊκό και το Ρωμαϊκό δίκαιο απαγόρευαν την κακοποίηση του κατηγορουμένου πριν την τελική καταδίκη του[12]; Όταν συγκεντρώθηκαν όλα τα μέλη του Συνεδρίου, άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου. Με την έναρξη του Συνεδρίου είχαν ήδη σημειωθεί τρεις δικονομικές παραβάσεις. 

Πρώτον το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα, και όχι, στο κτίριο του Δικαστηρίου. Δεύτερον συνεδρίασε νύκτα, καίτοι απαγορευόταν κάτι τέτοιο[13]. Τρίτον συνεδρίασε χωρίς να έχει ακόμη απαγγελθεί σαφής κατηγορία, από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία. «Ἑσμό Θεοκτόνων» ονομάζει, πολύ επιτυχημένα, ο υμνωδός το Συνέδριο: «Τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον, πρὸς Πιλᾶτον ἐμμανῶς, (με μανία) ἀνακράζων ἔλεγε· Σταύρωσον, Χριστὸν τὸν ἀνεύθυνον. Βαραββᾶν δὲ μᾶλλον οὗτοι ἠτήσαντο» και αλλού «ὀλέθριος σπεῖρα θεοστυγῶν, πονηρευομένων, θεοκτόνων συναγωγή, ἐπέστη Χριστέ σοι, καὶ ὡς ἄδικον εἷλκε, τὸν Κτίστην τῶν ἁπάντων» (Από τον όρθρο της Μ. Παρασκευής).

Ζητούσαν από τον Πιλάτο, με μανία (ἐμμανῶς), τη σταύρωση του Ιησού και να τους δώσει πίσω το ληστή το Βαραββά!!! Ας να φαντασθούμε το σκηνικό: Μέσα στη νύχτα, το συνέδριο και οι άνθρωποί του μαίνονται αλαλάζοντες! Αυτοί ήσαν το ακροατήριο και «ο λαός»!. Οι καιροσκόποι και τα παντοειδή όργανατης εξουσίας, παρακολουθούσαν τη δίκη και την καταδίκη του Ιησού. Ο υπόλοιπος λαός, ο λαός του «Ωσσανά εν τοις υψίστοις», εθεώρει «ἐν ἀπορίᾳ» τα γενόμενα. Είχαν ανάψει φωτιές έξω από την αυλή του Αρχιερέως Άννα και εθερμαίνοντο. Περίμεναν την απόφαση. Σε μία απ’ αυτές, και ο Απόστολος Πέτρος, «μακρόθεν ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος» ηρνήθη τον Διδάσκαλον τρίς και «ἐμνήσθη τοῦ ρήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με·καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κστ΄, 36).

4.Τα κατά τη δίκη

Αντιδικονομικές ενέργειες κατά τη δίκη παρατηρούνται βασισμένες στα κείμενα ως εξής:

α) Μετά την έναρξη της δίκης, και όχι πριν όπως έπρεπε, «ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως αὐτὸν θανατόσωσιν, καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον. Ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν. Καὶἀναστάς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνει; Τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;» (Ματθ. 26 59-63). Βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες, που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου. Ο Χριστός ανεφέρετο στην σταύρωση και την Ανάστασή Του και όχι στο ναό του Σολομώντος. Οι μαρτυρίες όμως, αν και δόθηκαν αντικανονικά, με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων, δεν ταίριαζαν μεταξύ τους. Έτσι προέκυψε σημαντικό πρόβλημα για το Συνέδριο. Ως ψευδομάρτυρες, σύμφωνα με το Δευτερονόμιο, έπρεπε να καταδικαστούν αμέσως σε θάνατο. Όριζε σχετικά το Δευτερονόμιο: «ἐπὶ δυσί μάρτυσιν ἢ ἐπί τρισί μάρτυσιν ποθανεῖται ὁἀποθνήσκων· οὐκ ἀποθανεῖται ἐφ᾿ ἑνὶ μάρτυρι.

Καὶ ἡ χεὶρ τῶν μαρτύρων ἔσται ἐπ᾿ αὐτῷ ἐν πρώτοις θανατῶσαι αὐτόν, καὶἡ χεὶρ τοῦ λαοῦ ἐπ᾿ ἐσχάτων· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν». (Δευτ. ιζ΄ 6-7).

Επίσης: «καὶ ἰδοὺ μάρτυς ἄδικος ἐμαρτύρησεν ἄδικα, ἀντέστη κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ποιήσετε αὐτῷ ὅν τρόπον πονηρεύσατο ποιῆσαι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ... Καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται....» (Δευτ. ιθ΄ 18-21) [14]. Καταδίκη τέτοια όμως των ψευδομαρτύρων δεν έγινε.

β) Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτούς τους μάρτυρες, αλλά δεν τους τιμώρησε. Ο Πρόεδρός του, ο αρχιερέας Καϊάφας, παμπόνηρος ών, ρώτησε, μετά τις καταθέσεις των μαρτύρων, τον Χριστό με περισσή εμπάθεια: «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ εἶπας... Τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε. Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;» (Ματθαίου κστ΄ 63-65). 

Ο θεατρινισμός της διαρρήξεως των ιματίων, στην υπηρεσία της μανίας και των εντυπώσεων, ήταν παρά ταύτα απόλυτα απαγορευμένος από το Λευϊτικό: Τὴν κεφαλὴν οὐκ ἀποκιδαρώσει καὶ τὰ ἱμάτια οὐ διαῤῥήξει,» (δεν θα αφαιρέση το κάλυμμα της κεφαλής του, δεν θα γυμνώση αυτήν εις ένδειξιν πένθους και δεν θα διαρρήξη τα ιμάτιά του), (Λευϊτικόν 6, κα΄10)[15].

γ) Η ομολογία όμως του κατηγορουμένου, αν θεωρηθεί η απάντηση του Κυρίου ομολογία, δεν αποτελούσε απόδειξη, κατά το Μωσαϊκό Νόμο. Εχρειάζοντο όπως είπαμε μάρτυρες: «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ επὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ῥῆμα» (Δευτερονόμιον ιθ΄ 15).

δ) Δεν υπήρξε στη δίκη καθόλου υπεράσπιση, αναγκαία δικονομική προϋπόθεση στη δικαστική διαδικασία[16]. Επί ελλείψεως μαρτύρων υπερασπίσεως, την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ανελάμβανε υποχρεωτικά ένας τουλάχιστον από τους δικαστές, για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.

ε) Μετά την αντιδικονομική, οργίλη και παράνομη συμπεριφορά του Αρχιερέα, τα μέλη του Συνεδρίου εψήφισαν δολίως και αντιδικονομικά δια βοής («ἔνοχος θανάτου ἐστί»), ενώ έπρεπε να γίνει, όπως γίνεται και σήμερα, ψηφοφορία με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή, προς τους παλαιότερους, με τελευταίο τον πρόεδρο (Ματθ. κστ΄ 67). Η ψηφοφορία δηλαδή έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει διαδοχικά, ώστε να μην επηρεασθούν μεταξύ τους τα μέλη του Συνεδρίου.

στ) Με τον τρόπο αυτό, ο Χριστός εδικάσθη και κατεδικάσθη, χωρίς μάρτυρες κατηγορίας και χωρίς μάρτυρες υπερασπίσεως. Εδικάσθη σε παρωδία δίκης και κατεδικάσθη από μόνο τον Αρχιερέα Καϊάφα, με την παρουσία και την προτροπή του πεθερού του Άννα. Την παράνομη καταδίκη και τις δικονομικές παραβιάσεις ακολούθησαν και άλλα έκτροπα, που ποιητικότατα μας περιγράφει ο Συναξαριστής στην ακολουθία του όρθρου της Μ. Παρασκευής: «.. τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν· τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ραπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαῖναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην· καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἅ δι’ ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο» (Μάρκ.ιδ΄ 65).

ζ) Για να τηρήσουν τα προσχήματα, οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλι, για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ: «Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωΐ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς, μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ» (Μάρκ. ιε΄,1). Πρωί-πρωί παρέδωσαν δέσμιο και εξουθενωμένο τον Ιησού στη Ρωμαϊκή διοίκηση, δηλ. στον Πιλάτο. Χωρίς απόφαση και χωρίς πρακτικά της δίκης!

6. Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Εβραϊκή Δίκη.

Πριν παρακολουθήσουμε τη Ρωμαϊκή δίκη του Ιησού, συνοψίζομε τη δίκη στο Μέγα Συνέδριο.

α) Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η δίκη διεξήχθη, ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία, εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση και πρωί-πρωί προσήχθη ενώπιον του Πιλάτου. β) Όλη αυτή η δίκη διεξήχθη «Άτερ όχλου» χωρίς δηλαδή την παρουσία του Λαού.!!! Καμία εγγύηση δημοσιότητος, για το φόβο της υπάρξεως, εκτός άλλων, πιθανών μαρτύρων υπερασπίσεως. Χωρίς πρακτικά της δίκης και χωρίς γραπτή απόφαση! Η ιστορία μάς διδάσκει ότι, όλα τα μεγάλα εγκλήματα έγιναν δήθεν εν ονόματι του Λαού, πάντοτε όμως έχοντας σαν πρόσχημα την προστασία και το συμφέρον του λαού.

Μήπως και σήμερα δεν παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα, να λαμβάνονται δηλαδή αποφάσεις, να ψηφίζονται νόμοι, να γίνεται εκμετάλλευση της εργασίας, να καταργούνται δικαιώματα, να φαλκιδεύονται ελευθερίες, να περικόπτονται ή να εκμηδενίζονται μισθοί, να χάνονται κόποι ετών, να γίνονται πόλεμοι, να σκοτώνονται άνθρωποι;

Όλα όμως γίνονται και πάλι εν ονόματι της Ειρήνης και του Λαού. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, μέσα στη νύχτα λαμβάνονται αποφάσεις και πάλι «Άτερ όχλου». Ο δικαζόμενος Ιησούς είχε προείπει για τα έργα της νυκτός την αυθεντική θεία εξήγησή του: «πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ φωτός. Ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς..».

Η θανατική ποινή εξετελέσθη, μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή το μεσημέρι, κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων[17], ενώ έπρεπε να περάσουν από την έκδοση της αποφάσεως 4 τουλάχιστον ημέρες!!!

Ο υμνωδός στην Ακολουθία των Αγίων Παθών, τη Μ. Πέμπτη, πριν το 12ο Ευαγγέλιο θα ψάλλει το συγκλονιστικό: «Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως, παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον.»

Άδικοι κριτές, χωρίς υπεράσπιση, με ψευδομάρτυρες με άγραφη άδικη απόφαση καταδίκασαν σε θάνατο τον Ιησού. Το «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιω. ΙΒ΄13), που με ουρανομήκη επιφωνήματα φώναζε ο λαός του Ισραήλ, κατά την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα, τάραξε τους κριτές, αλλά δεν τους εμπόδισε από το να διαπράξουν το ανοσιούργημά τους. Τα θαύματα και η διδασκαλία του Ιησού, είχαν πείσει τους απλούς ανθρώπους ότι, πρόκειται όντως, για το ΜΕΣΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟ, όχι όμως και τα μέλη του Συνεδρίου. Εκείνοι, βυσσοδομούντες «νύκτωρ» καταδίκασαν τον Ιησού σε θάνατο, με την κατηγορία της βλασφημίας! Δεν ηθέλησαν να εξετάσουν μήπως ευρίσκοντο μπροστά «στην ενανθώπιση του Θεού και όχι σε Θεοποίηση ενός δημεγέρτη λαοπλάνου ανθρώπου». Συγκρίνοντας και μελετώντας τις προφητείες, που οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά, θα το διαπίστωναν αμέσως. όπως αναφέρει και ο ιστορικός Ιώσηππος[18][18]. Αρχιερείς και Πρεσβύτεροι δεν εξήτασαν, δεν ηρεύνησαν, δεν ηθέλησαν να δικάσουν δίκαια. Συνήγαγον, «το πονηρόν κατά του Χριστού Συνέδριον», «μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα», στο σπίτι του Αρχιερέως, και τα μέλη του Συνεδρίου άβουλα, αλλά υποταγμένα στις επιθυμίες των Άννα και Καϊάφα, καταδίκασαν τον ίδιο το Θεό τους. Εβιάζοντο να σταυρώσουν και όχι να δικάσουν δίκαια. Δέσμιο οδηγούν τον Ιησού, στον Ρωμαίο Πόντιο Πιλάτο, για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη. Εκόπτοντο υπέρ του Νόμου και εσταύρωσαν παρά το νόμο την ΑΛΗΘΕΙΑ και τη ΖΩΗ!!!.

1. Η Ρωμαϊκή δίκη.

Α. Πρωΐ της Μ. Παρασκευής, παραμονή του εβραϊκού Πάσχα. Οι εβραίοι προπηλακίζοντες, υβρίζοντες και εμπαίζοντες, τον Ιησού, τον οδηγούν, έξω από το Πραιτώριο στην αυλή του Πιλάτου. Κατά το απαρέγκλιτα τυπολατρικό, ρωμαϊκό δικονομικό δίκαιο, η δικαστική εξουσία ήτο αυστηρά συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή. Επειδή οι εβραίοι δεν έμπαιναν στην κατοικία ειδωλολάτρη, έστω κι’ αν αυτός ήτο ο ηγεμόνας, «ίνα μη μιανθώσι αλλ’ ίνα φάγωσι το Πάσχα» ο ρωμαίος ηγεμών παρεκκλίνοντας, από το αυστηρό δικονομικό τυπικό που προέβλεπε τη διεξαγωγή της δίκης εντός του Πραιτωρίου, διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο, μπροστά από το Πραιτώριο, τη δικαστική του έδρα (sella curulis), για να δικάσει εκεί, τον παράνομα δεσμευμένον και κρατούμενον Ιησούν.

α) Η δέσμευση του κατηγορουμένου, πριν την καταδίκη του, κατά τη διάρκεια της δίκης, είναι η πρώτη δικονομική παράβαση. Έτσι αρχίζει η Ρωμαϊκή δίκη προ του Πραιτωρίου, με την ερώτηση του Πιλάτου: «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» Για ποιό πράγμα κατηγορείτε αυτόν τον άνθρωπο;

β) Επειδή κατηγορία, για βλασφημία δεν υπήρχε, στο Ρωμαϊκό δίκαιο των πολλών θεών, η απόφασή του Συνεδρίου ήτο αδιάφορη για τον Πιλάτο. Συνεπώς δεν θα επέφερε την πολυπόθητη, για τους εβραίους, θανατική καταδίκη. Γι’ αυτό, οπανούργος αρχιερέας Καϊάφας, διετύπωσε εις επήκοο του λαού του, νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας: «τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι».(Λουκά ΚΓ΄,2) «Τον βρήκαμε να υποκινεί το έθνος να μην πληρώνει φόρους και να επαναστατήσει, κατά του Καίσαρα.» Ψευδής και η απάντηση και η κατηγορία αυτή του Καϊάφα. Μ’ αυτή εμφανίζεται ο Χριστός όχι βλάσφημος, όπως τον καταδίκασε το συνέδριο, αλλά πολιτικός εγκληματίας και επαναστάτης, κατά της Ρώμης και του Αυτοκράτορα!!! Έτσι καθιερώνεται δόλια η δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Πιλάτου.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, ότι, όταν ο Χριστός ρωτήθηκε, υποβολιμαία, για τη ρωμαϊκή φορολογία, από τους Ηρωδιανούς, Εκείνος είχε δώσει σαφή αποστομωτική απάντηση: «Επιδείξατέ μοι το νόμισμα του Κήνσου. Οι δε έδωκαν αυτώ δηνάριον Τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή; Οι δε είπον Καίσαρος απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»(Ματθ. ΚΒ΄,21). Για ποια επανάσταση συνεπώς κατά της Ρώμης και του Καίσαρα ομιλούν στον Πιλάτο;

Β. α. Κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, για να είναι έγκυρη η εισαγωγή σε δίκη, έπρεπε να γίνει γραπτή αίτηση. Η αίτηση έπρεπε να περιλαμβάνει, το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορουμένου, και σαφές κατηγορητήριο. Απητείτο επίσης πρωτόκολλο κατηγορίας, δηλ. προσδιορισμός της ημέρας της δίκης, και τέλος, να κληθούν και να ακουστούν στη δίκη, οι μάρτυρες[19]. Σε περίπτωση τώρα, που η δίκη εθεωρείτο ότι αποσκοπούσε, στην επικύρωση, θανατικής καταδίκης, του εβραϊκού δικαστηρίου, τότε, η εισαγωγή στη δίκη, έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αιτήσεως του Αρχιερέως, μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.

Πώς όμως να γίνει, είτε το ένα, είτε το άλλο, όταν κατά τη δίκη στο Μέγα Συνέδριο έγιναν τόσες δικονομικές παραβιάσεις και ουσιαστικές παραβάσεις του Μωσαϊκού νόμου και του Ρωμαϊκού δικαίου; Πώς μπορούσε το ψέμα του Αρχιερέα να είναι αληθής δικονομική αίτηση; Πώς να παραδοθεί στον Πιλάτο απόφαση που δεν υπήρχε;

β) Ο Πιλάτος χωρίς έγγραφη διαδικασία, προχώρησε συνειδητά σε νέες δικές του παρανομίες. Αυτοσχεδίαζε, παραβιάζοντας κάθε δικονομική διάταξη. Κατέβηκε από την έδρα του, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, ενεργώντας μια ιδιότυπη ανάκριση. Έτσι όμως εγκατέλειψε την έδρα του δικαστηρίου, και κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, εσήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία και αρμοδιότητα. Φαντασθείτε δικαστή, να αφήνει τη δικαστική έδρα και, να κουβεντιάζει με τον κατηγορούμενο στο γραφείο του, ή στους διαδρόμους του δικαστηρίου και να βγάζει την απόφαση! Ρωτά λοιπόν ο Πιλάτος τον Ιησού: «Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;»(Λουκά κγ΄ 3), Και ο Ιησούς αποκρίνεται: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου... εγώ... εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία».(Ιω. ιη΄, 35 επ.) Η δική μου βασιλεία δεν είναι γήινη και εγκόσμια εγώ ήρθα στον κόσμο για να φανερώσω την αλήθεια.

γ) Απ’ αυτή την απάντηση ο Πιλάτος κατάλαβε, πως ο Χριστός, ήτο πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. Κατάλαβε τη σκευωρία των εβραίων και διαπίστωσε, ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία. Ο Ιησούς δεν ήτο ένοχος προδοσίας, κατά της Ρώμης και του Καίσαρος. Γι’ αυτό ρώτησε «τι έστιν αλήθεια;» Μια ερώτηση, που έμεινε αναπάντητη, γιατί είχε λάθος περιεχόμενο. Οι πατέρες ερμηνεύουν την Θεία σιωπή επισημαίνοντας ότι η ορθή ερώτηση ήταν «Τις εστίν αλήθεια;» Σ’ αυτή την ερώτηση όμως ο Ιησούς είχε απαντήσει «Εγώ ειμί η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14, 6) Με τη ρωμαϊκή παιδεία και το πρακτικό πνεύμα, που τον χαρακτήριζε, ο Πιλάτος, βγήκε από το Πραιτώριο λέγοντας στους Ιουδαίους: «εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ».(Ιω. ιη΄ 38), αθωώνοντας έτσι τον κατηγορούμενο.

δ) Αμέσως έπρεπε ο Ιησούς να αφεθή ελεύθερος. Ο Πιλάτος όμως βλέποντας το μεγάλο θόρυβο του απληροφόρητου όχλου, μπροστά στο ανάκτορο, να επιμένει στη θανατική καταδίκη δείλιασε. Από τις φωνές του όχλου, ξεχώρισε, ότι ο Ιησούς, ήτανε Γαλιλαίος, από τη Ναζαρέτ. Η Γαλιλαία όμως, ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του και είχε άρχοντα, τετράρχη, τον βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.

ε) Έτσι, παρά το γεγονός ότι είχε αθωώσει τον Ιησού, άδραξε την ευκαιρία επεκαλέσθη, την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη και για να απαλλαγεί, από κάθε ευθύνη έναντι της Ρώμης, έστειλε τον Ιησού στον Ηρώδη, που εκείνες τις ημέρες παρεπιδημούσε στην Ιερουσαλήμ (Λουκά κγ΄ 6-7). Ο Ιησούς ενώπιον του Ηρώδη δεν απήντησε σε καμία από τις ερωτήσεις που του υπέβαλε.

στ) Ο Ηρώδης, ο μοιχός της Ηρωδιάδος, φονέας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μη θέλοντας να ξαναβάψει τα χέρια του με θείο αίμα, απεφάνθη, πως δεν έχει αρμοδιότητα, γιατί το αδίκημα του Ιησού, από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και η εβραϊκή καταδίκη του, έγιναν εκτός των δικών του εδαφικών ορίων της Γαλιλαίας .Δεύτερη φορά αθωώνεται, από τη Ρωμαϊκή εξουσία, με την απόφαση του Ηρώδη. Αντί όμως, έστω και τώρα, να αφεθεί ελεύθερος, τον επιστρέφουν δέσμιο στον Πιλάτο. Παράλληλα ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του, τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν ειρωνικά βασιλικό μανδύα (Λουκά κγ΄ 11). Η μεταχείριση αυτή υπήρξε απαράδεκτη, μετά την απαλλαγή του κατηγορουμένου, έστω και αν αυτός απηλλάγη, για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.

ζ) Ο Πιλάτος, όταν ξανάφεραν σ’ αυτόν τον Ιησού, βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου, λέγοντας προς τον μαινόμενο Ιουδαϊκό όχλο, τους παρατρεχάμενους δηλαδή των Αρχιερέων: «ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον, ων κατηγορείτε κατ' αυτού. Αλλ’ ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ» (Λουκά κγ΄ 15-16). Προσπαθεί ο ταλαίπωρος να συγκινήσει τους «σκληροτράχηλους και απερίτμητους τη καρδία και τοις ωσίν» όπως θα τους ονομάσει αργότερα ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος (Πρ. ζ΄ 52) ηγέτες του εβραϊκού λαού Αρχιερείς.

η) Ο Πιλάτος αθώωσε γι’ άλλη μια φορά- τρίτη αυτή-τον Ιησού, βγάζοντας, σαφή απαλλακτική απόφαση. Οι Αρχιερείς όμως και ο διατεταγμένος όχλος κραύγαζε «εμμανώς» και «περισσώς» «σταυρωθήτω». Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, προσετέθη υπέρ του λοιδωρουμένου Ιησού και το μήνυμα της Πρόκλας, συζύγου του Πιλάτου: «μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» (Ματθαίου κζ΄20). Ούτε και η σύζυγός τους όμως εισακούσθηκε. Η Πρόκλα ευγενής ψυχή, εβαπτίσθη αργότερον Χριστιανή, έγινε Αγία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και την 27 Οκτωβρίου, εορτάζεται η μνήμη της ως αγίας [20].

Σκληρός τύραννος ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαραββά, στον εβραϊκό όχλο και ρώτησε: «τίνα εκ των δύο να απολύσω υμίν», κατά το έθιμο των Ιουδαίων, επ’ ευκαιρία της εορτής του Πάσχα. Οι ελπίδες του όμως, για την ελευθέρωση του Ιησού, διεψεύσθησαν. Οι φωνές του μαινόμενου όχλου εγίνοντο ακόμη εντονότερες. Ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού!!! Το αναίτιο μίσος, η παράνοια και η αχαριστία, στο απόγειό της!!! Ζήτησαν το ληστή, αντί του ευεργέτου. «Δύο και πονηρά εποίησεν ο πρωτότοκος υιός μου Ισραήλ. Εμέ εγκατέλειπε, πηγήν ύδατος ζωής και ώρυξεν εαυτώ φρέαρ συντετριμμένον.» «Εμέ επί ξύλου εσταύρωσαν Βαραββάν δε ητήσαντο και απέλυσαν» ψάλλει ο υμνωδός τη Μ. Πέμπτη το βράδυ.

θ) Άβουλος και αναποφάσιστος κυβερνήτης ο Πιλάτος, μπροστά στο μαινόμενο όχλο, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση, σκληρή ποινή, που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως, μπορούσε να επιβληθεί και μόνη. Ήτο όμως ανεπίτρεπτο να επιβληθεί σε πρόσωπο που ηθωώθη, ή σε κατηγορούμενο, πριν την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος[21], ήτο σαφής και απαγόρευε ρητά κάτι τέτοιο, αλλά στη δίκη του Χριστού παρεβιάσθη κατάφορα. Ακολούθησαν σκηνές που θα ντροπιάζουν αιωνίως την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα, στην αυλή του Πραιτωρίου, έντυσαν το ματωμένο σώμα, του ενανθρωπίσαντος Θεού, με βασιλική χλαμίδα, εστεφάνωσαν την κεφαλή του Βασιλέως των αιώνων, με ακάνθινο στεφάνι, εβασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού, «τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. ΙΘ΄ 1-3).

ι) Ο Πιλάτος, κακέκτυπος εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, βγήκε πάλι, από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα, στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος, στους αρχιερείς και τον όχλο: «λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν.» (Ιω. ιθ΄ 6-7)

ια) Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλι δεν τον ελευθέρωσε. Οι Ιουδαίοι παρεδέχθησαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου, κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο, γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, άρα εβλασφήμησε, γεγονός όμως που απέκρυψαν, μέχρι τη στιγμή αυτή, από τον Πιλάτο.

ιβ) Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «ne bis in idem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως, σήμερα το λέμε δεδικασμένο) ξαναμπήκε, στο Πραιτώριο, και ανέκρινε πάλι τον Ιησού: «πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ  Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; ἀπεκρίθη  Ιησοῦς· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ' ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει.» (Ιω. ιθ΄9-12) Η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου: «μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» προβλημάτισαν τον Πιλάτο. Αυτός ο κατηγορούμενος ήτο αλλιώτικος άνθρωπος και μιλούσε με θεϊκή εξουσία. Διέγνωσε ο Πιλάτος ότι ήτο σίγουρα ανώτερός του «Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν» (Ιω. ιθ΄13)

ιγ) Ξανακάθισε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα, για Τρίτη φορά, και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο, σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού: «οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι» (Ιω.ιθ΄13). Η Αρχιερατική προπαγάνδα είχε κάνει αριστοτεχνική δουλειά.

ιδ) Το τελευταίο αυτό τέχνασμα των εβραίων τάραξε και φόβισε τον Πιλάτο, γιατί ήτο στη δυσμένεια του αυτοκράτορος Τιβερίου, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ιώσηππος[22]. Αποφάσισε λοιπόν αμέσως, να σώσει τον εαυτό του και τη θέση του, παρά να υπερασπιστεί το Δίκαιο, γενόμενος επίορκος και έναντι του Δικαίου και έναντι του Αυτοκράτορος. Οξύμωρη και περίεργη ιστορική πραγματικότης. Η Ρωμαϊκή δικαιοσύνη αιχμάλωτη της δολιότητος των Αρχιερέων, και των αλαλαζόντων εβραίων. Ο φόβος του Πιλάτου για τη «θεσούλα του», καταλύει το Δίκαιον. Για μιά καρέκλα εσταυρώθη ο Δημιουργός ο «δρακί διακρατών τα σύμπαντα»!.

ιε) Όντας πονηρός, αλλά και ευθυνόφοβος, ο Πιλάτος, για να αποφύγει το βάρος της αδίκου καταδίκης του Χριστού, δεν εξέδωσε δική του απόφαση, αλλά: «λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε.....» Ανύπαρκτος ως ηγεμών και τραγικά ολίγιστος ως δικαστής! Ένιψε τας χείρας του και είπε στους Εβραίους «..αθώος ειμί από το αίματος του δίκαιου τούτου. Υμείς όψεσθε» Με την νίψη των χειρών του ενέκρινε την απόφαση του Συνεδρίου. Η απόλυτη ανανδρία και παρανομία ενός θρασύδειλου Κυβερνήτη και επίορκου Δικαστή. Οι Ιουδαίοι προκαλώντας την αιωνία καταδίκη τους εκραύγασαν, στην επισήμανση αυτή του Πιλάτου, «υμείς όψεσθε», την τραγική γι’ αυτούς απάντηση: «..... Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα υμών Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή.» (Ματθ. κζ΄ 24).

ιστ) Η συμπεριφορά αυτή του Πιλάτου, να νίψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό, ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη του Ιησού, από τη Ρωμαϊκή Διοίκηση, σε θάνατο, για εσχάτη προδοσία, ως πολιτικού κρατουμένου!!!. Παρουσιάσθηκε δηλ. σαν επίδοξος πολιτικός βασιλέας του Ισραηλιτικού λαού, από τους Αρχιερείς και τους άρχοντες, πράξη αντίθετη, προς την Lex Julia Majestatis, το Ρωμαϊκό δηλ. Σύνταγμα, που προέβλεπε πίστη στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα, αλλά και τα Crimina Iminutae Majestatis, δηλ. το Ρωμαϊκό Ποινικό Κώδικα, που προέβλεπε σταυρικό θάνατο, για τους αντιτιθέμενους στον Καίσαρα. Έτσι ο Ιησούς εσταυρώθη!.

Γ. α. Ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι εσταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Η αιτιολογία της στραυρώσεως σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο εκαρφώθη στο Σταυρό. Με διαταγή του Πιλάτου εκαρφώθη επιγραφή που έγραφε: Ελληνιστί: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων», Ρωμαϊστί: «Γιέζους Ναζωραίους Ρεξ Γιουδεόρουμ» και Εβραϊστί: «Γιεσονά Νογρή Μέλεγ-Γελουντίμ» Υψώθη ο Σταυρός στον Κρανίου τόπο! Αιώνες πριν ο προφήτης Ησαΐας περιέγραψε συγκλονιστικά την εικόνα του Χριστού στο Σταυρό: «……ουκ έστιν είδος αυτώ ουδέ δόξα·και είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος,· αλλά το είδος αυτού άτιμον και εκλείπον παρά πάντας τους υιούς των ανθρώπων»·(Ησαΐας 53, 3). Τόσο δύσμορφος όσο κανένας στο ανθρώπινο είδος!!! Οι Εβραίοι Αρχιερείς στάθηκαν κατέναντι του Σταυρού υβρίζοντες και λοιδωρούντες τον Εσταυρωμένο Ιησού. Γράφει ο ευαγγελιστής Μάρκος «…οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον, άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι;» (Μάρκ. ιε΄ 31). Ο Εσταυρωμένος Ιησούς η Άκρα Ταπείνωσις τι αντιτάσσει στις λοιδωρίες; Τη έμπονη θερμή τελευταία προσευχή του: «Πάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»!!!

β. Οι δίκες παρωδία, εναντίον του Ιησού, είναι το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητος. Αποτελούν την αιώνια ντροπή, που βαρύνει όλο τον κόσμο. Η βραδυνή σύλληψη, η ολονύκτια εβραϊκή, και πρωινή Ρωμαϊκή δίκη, κατέληξαν στην μεσημβρινή Σταύρωση.

Από την Πέμπτη το βράδυ μέχρι την Παρασκευή το μεσημέρι, ο Ιησούς βρέθηκε 6 φορές αθώος. Σειρά ολόκληρη οι δικονομικές παραβιάσεις και στις δύο διαδικασίες. Ψευδείς και εναλλασσόμενες οι κατηγορίες. Συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης. Ψευδομάρτυρες. Πήγαινε - έλα, από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, και στον Ηρώδη. Βασανισμοί του κατηγορουμένου και τέλος η Σταύρωση Του, με απόφαση του Πιλάτου, θα αποτελούν αιωνία απόδειξη της ανθρώπινης αχαριστίας. Ο Χριστός αθωώθηκε συνολικά έξι φορές, Εσταυρώθη, ετάφη και την τρίτη ημέρα Ανέστη «Χριστός κατελθών προς πάλην άδου μόνος ανήλθε λαβών πολλά της Νίκης σκύλα» θριαμβολογεί ο Συναξαριστής την Κυριακή του Πάσχα..

2. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που αποφάσισαν την άδικη καταδίκη;

α. Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, δηλώνοντας στους Αρχιερείς και το Συνέδριο «ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον», αμάρτησα παραδίδοντας ένα Αθώο. Πήρε όμως την απάντηση «τι προς ημάς σύ όψει» (Μτθ. κζ΄4) έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια, κρεμάστηκε σε δένδρο έξω, από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε. «Όθεν και αγχόνην, αμοιβήν ώνπερ έδρα, ευρίσκει ο άθλιος και επώδυνον θάνατον» γράφει ο υμνωδός της εκκλησίας.

β. Στο Μέγα Συναξαριστή, στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής[23] αναφέρεται ότι η Αγία, πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Καίσαρα Τιβέριο, τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας, ακούοντας, για τα θαύματα του Χριστού, και, γνωρίζοντας, ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, «ο ήλιος εσκοτίσθη και οι αστέρες το φέγγος απεβάλλοντο» σε όλη την οικουμένη, «το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη…» και «η γή εσείσθη αι πέτραι εσχίσθησαν, τα μνημεία ηνεώχθησαν και πολλά σώματα κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη» (Ματθ. κζ΄ 52), διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του Άννα και του Καϊάφα, στη Ρώμη.

γ. Ο Καϊάφας πέθανε στο ταξίδι για τη Ρώμη. Κατ’ άλλη όμως εκδοχή, όταν το πλοίο στάθμευσε, στο Ηράκλειο της Κρήτης, ο Καϊάφας συνελήφθη και «κατεχώθη» μέχρι το λαιμό, από τους Κρήτες, σε μία τοποθεσία, κοντά στην Κνωσό, και έτσι πέθανε. Η τοποθεσία εκείνη λέγεται μέχρι σήμερα, «το μνήμα του Καϊάφα».

δ. Ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Κατ’ άλλη όμως εκδοχή τον τοποθέτησαν μέσα σε δέρμα βοδιού και έπαθε ασφυξία από τη ζέστη και την αφυδάτωση.

ε. Ο Πιλάτος κατά μία εκδοχή φυλακίστηκε, έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Κατά άλλη εκδοχή, στα «χρονικά» του Ζωναρά, βιβλίο Στ΄, αναφέρεται, ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καίσαρ Καλιγούλας, εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία. Τέλος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου, στο Γ΄ βιβλίο, αναφέρεται ότι ο Πιλάτος, όντας εξόριστος στην Γαλλία, ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε [24].

Η καταδικαστική απόφαση του Ρωμαίου Αυτοκράτορος κατά των σταυρωτών του Χριστού, αποτελεί ιστορικά την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.

3. Επίλογος

Πολλά θα μπορούσα αγαπητοί μου, να σας εκθέσω για το ανοσιούργημα της δίκης, της άδικης καταδίκης και της Σταυρώσεως του Ιησού, από όσα έχουν γραφεί από ιστορικούς, νομικούς και θεολόγους. Προτίμησα να ιχνηλατήσω τα ευαγγέλια, ανιχνεύοντας πληροφορίες, και να ερμηνεύσω νομικά τα γεγονότα. Όμως, σας κούρασα. Τελειώνω θυμίζοντας το πικρό συγκλονιστικό, για όλους μας, ερώτημα του Αθώου Εσταυρωμένου. «Λαός μου τι εποίησά σοι και τι μοι ανταπέδωκας;» Σ’ αυτό το ερώτημα, ας μην απαντήσουμε με τη ζωή μας: «αντί του μάννα, χολήν, αντί του ύδατος, όξος»[25]. Το Αίμα του Χριστού στο Γολγοθά να μην βαραίνει «εφ’ υμάς και επί τα τέκνα ημών». Το αίμα που εχύθη στο Γολγοθά έτρεξε προσωπικά, για τον καθένα και την κάθε μία. Έτρεξε για σας, για μένα, για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο Εσταυρωμένος Ιησούς «Εξηγόρασε ημάς εκ της κατάρας του Νόμου τω Τιμίω Του αίματι τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς, την Αθανασίαν επήγασεν ανθρώποις».

Αδελφοί μου Οι Εβραίοι τον εδίκασαν, τον κατέκριναν, τον εσταύρωσαν και συνεχίζουν ακόμα σήμερα να τον θεωρούν βλάσφημο. Εμείς τον έχομε Σωτήρα και Πατέρα μας. Έχομε σχέση υιική, βαθειά προσωπική, και Εκείνος, έχει πέλαγος, αγάπης Πατρικής. Είμαστε προνομιούχοι, γιατί ο Χριστός με το σταυρικό του θάνατο μας έκανε παιδιά του και κληρονόμους της Βασιλείας του. Ο Τίμιος Σταυρός είναι το όπλο και το καύχημα μας «φρίττει γαρ και τρέμει» ο μισόκαλος «μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν». Είθε το αίμα Του, να είναι πηγή ζωής και σωτηρίας, για μάς και τα παιδιά μας.

***Ομιλία στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Δάσους Χαϊδαρίου (Παναγίτσα) εκφωνηθείσα την 20ή Απριλίου 2016

[1]Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχηση Φωτιζομένων, ΙΓ΄, σελ. 353 «Πολλοί σε ολόκληρη την οικουμένη σταυρώθηκαν, αλλά κανένα δεν τρέμουν οι δαίμονες. Του Χριστού όμως, που σταυρώθηκε για μας, και μόνο το σημείο του Σταυρού να δουν, τρέμουν οι δαίμονες, επειδή οι άλλοι άνθρωποι πέθαναν στο σταυρό εξαιτίας των αμαρτιών τους, ο Χριστός όμως πέθανε για τις ξένες αμαρτίες».

[2]Ομιλία του την Μ. Δευτέρα 1993 στο Μητροπολιτικό Ναό Φλωρίνης.

[3]Ο Καϊάφας έμεινε πολλά χρόνια στο αξίωμά του, από το 18 μ. Χ. μέχρι και το 36 μ. Χ., σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο Μωσαϊκό νόμο περί ετήσιας θητείας του Αρχιερέα του Μεγάλου Συμβουλίου, λόγω του ότι ο ίδιος ήταν από τους πιο «αφοσιωμένους» συνεργάτες των Ρωμαίων και εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα συμφέροντά τους. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσήφ, ενώ το όνομα Καϊάφας ήταν υποκοριστικό και ερμηνευόταν, κατά μία άποψη, ως «ο υποτάσσων» και κατ’ άλλη ως «ο βράχος».

[4]«Έσκυψ’ ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη

Κ’ εφίλησε γλυκά- γλυκά το πατρικό του χώμα

Έβραζε μέσα του ή καρδιά και στα ματόκλαδά του

Καθάριο φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ

Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιει σε τέτοια βρύση!»

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ – ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ,

Υπό ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ, (1867).

[5]Βλ. «Η δίκη του Ιησού» Δημήτριου Καππαή

[6]Η τελευταία μάχη των επαναστατημένων, έγινε στη Νότια Ιταλία, στη Λουκανία, την άνοιξη του 71 π. Χ., με τις 35.000 επαναστατημένους να αντιμετωπίζουν σε ανοιχτό πεδίο τις οργανωμένες ρωμαϊκές λεγεώνες. Οι δούλοι ηττήθηκαν, ο Σπάρτακος σκοτώθηκε στη μάχη, με τους 6.000 σκλάβους που πιάστηκαν τελικά αιχμάλωτοι να σταυρώνονται κατά μήκος της Αππίας Οδού (από το Βρινδήσιο (Μπρίντιζι) ως τη Ρώμη!), «κοσμώντας» επί αρκετό χρόνο την Αππία Οδό, για παραδειγματισμό.

[7]Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β΄ 4

[8]Σε χειρόγραφο της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, που μνημονεύει και ο Αθανάσιος Υψηλάντης, στο περισπούδαστο έργο του «Τα μετά την Άλωσιν» (1453-1789), αναγράφεται ότι, στην Ακυληία της Ιταλίας βρέθηκε, γραπτό κείμενο της καταδικαστικής απόφασης, του ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ Πιλάτου, κατά του Ιησού. Το κείμενο της καταδικαστικής απόφασης εισέρχεται στο ουσιαστικό μέρος, που «κρίνει και καταψηφίζει» τον Χριστό «εις θάνατον». Τον χαρακτηρίζει ως επαναστάτη, ταραχοποιό, «άνθρωπον στασιώδη» εναντίον του μωσαϊκού νόμου και εναντίον του αυτοκράτορα Τιβέριου. Καθορίζει τη θανάτωσή Του διά σταυρώσεως με καρφιά. Δικαιολογεί την απόφαση αυτή με κατηγορίες κατά του Χριστού ότι τάχα προκαλούσε εξέγερση όχλου, πολλών πλουσίων και φτωχών στην Ιουδαία και κυρίως διότι εμφανιζόταν ως Υιός του Θεού και βασιλεύς του Ισραήλ. Επισημαίνει ακόμη, ως τόλμημα τη θριαμβευτική είσοδο και υποδοχή Του στα Ιεροσόλυμα, από πλήθος λαού, που τον επευφημεί ως άρχοντα νόμιμης εξουσίας. Δίνει επίσης εντολές για τη μαστίγωσή Του και τον εμπαιγμό Του, όπως να του φορέσουν πορφύρα, να τον στεφανώσουν με ακάνθινο στεφάνι και τέλος, να τον οδηγήσουν στον Γολγοθά προς τον οποίο θα πορεύεται κουβαλώντας ο ίδιος τον Σταυρό του μαρτυρικού θανάτου Του!

[9] «18 Ἐὰν δέ τινι ᾖ υἱὸς ἀπειθὴς καὶ ἐρεθιστής, οὐχ ὑπακούων φωνὴν πατρὸς καὶ φωνὴν μητρός, καὶ παιδεύωσιν αὐτὸν καὶ μὴ εἰσακούῃ αὐτῶν, 19 καὶ συλλαβόντες αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἐξάξουσιν αὐτὸν ἐπὶ τὴν γερουσίαν τῆς πόλεως αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τοῦ τόπου 20 καὶ ἐροῦσι τοῖς ἀνδράσι τῆς πόλεως αὐτῶν· ὁ υἱὸς ἡμῶν οὗτος ἀπειθεῖ καὶ ἐρεθίζει, οὐχ ὑπακούει τῆς φωνῆς ἡμῶν, συμβολοκοπῶν οἰνοφλυγεῖ· 21 καὶ λιθοβολήσουσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως αὐτοῦ ἐν λίθοις, καὶ ἀποθανεῖται· καὶ ἐξαρεῖς τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται. 22 Ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία κρίμα θανάτου καὶ ἀποθάνῃ καὶ κρεμάσητε αὐτὸν ἐπὶ ξύλου, 23 οὐ κοιμηθήσεται τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ξύλου, ἀλλὰ ταφῇ θάψετε αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου· καὶ οὐ μὴ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ. (Δευτ. 18-23) Καὶ θυγάτηρ ἀνθρώπου ἱερέως ἐὰν βεβηλωθῇ τοῦ ἐκπορνεῦσαι, τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς αὐτῆς αὐτὴ βεβηλοῖ, ἐπὶ πυρὸς κατακαυθήσεται. (Εάν θυγάτηρ ιερέως μολυνθή εκτραπείσα εις πορνείαν και κηλιδώση έτσι το όνομα του πατρός της, θα καταδικάζεται στον δια πυρός θάνατον). (Λευ. 21, 9)

[10]Ιω. 18:28 Εκείνοι οι Ιουδαίοι θεωρούσαν ότι θα εμολύνοντο αν εισήρχοντο σε κατοικία εθνικού. (πρ 10:28) το αυτό δε ισχύει και εις τις παράλληλες φράσεις «ετοιμάζειν το πάσχα»: «και εποίησαν οι μαθηταί ως συνέταξεν αυτοίς ο Ιησούς, και ητοίμασαν το πάσχα.» (Ματθ. κστ:19) και «πού θέλεις απελθόντες ετοιμάσωμεν ίνα φάγης το πάσχα;... και «ητοίμασαν το πάσχα» (Μαρκ. ιδ:12,16), «πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν το πάσχα ίνα φάγωμεν...απελθόντες δε εύρον καθώς είρηκεν αυτοίς, και ητοίμασαν το πάσχα.» (Λουκ. κβ:8,13), «θύειν το πάσχα»: «και τη πρώτη ημέρα τών αζύμων, ότε το πάσχα έθυον» (Μαρκ. ιδ:12),«ήλθε δε η ημέρα τών αζύμων, εν ή έδειθύεσθαι το πάσχα» (Λουκ. κβ:7), «και γαρ το πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη χριστός» (Α΄ κορ. ε:7) και «ποείν το πάσχα» «ο διδάσκαλος λέγει, ο καιρός μου εγγύς· προς σε ποιώ το πάσχα μετά τών μαθητών μου.» (Ματθ. κστ:18), «πίστει πεποίηκεν το πάσχα και την πρόσχυσιν τού αίματος, ίνα μη ο ολοθρεύων τα πρωτότοκα θίγη αυτών» (Εβρ. ια:28).

[11] Η δίκη του Χριστού ήταν δίκαιη και έγινε σύμφωνα με το νόμο της εποχής; Χρ. Δερμονοσιάδη, ιστολόγιο http://www.crashonline.gr/19 Απριλίου, 2016

[12]Mishna, Sotah 1, 4

[13]Mishna, Sanhedrin IV, 1

[14]«…πᾶν ἁμάρτημα καὶ κατὰ πᾶσαν ἁμαρτίαν, ἣν ἐὰν ἁμάρτῃ·ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶἐπὶστόματοςτριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ῥῆμα. 16. ἐὰν δὲ καταστῇ μάρτυς ἄδικος κατὰ ἀνθρώπου καταλέγων αὐτοῦ ἀσέβειαν, 17. καὶ στήσονται οἱ δύο ἄνθρωποι, οἷς ἐστιν αὐτοῖς ἡ ἀντιλογία, ἔναντι Κυρίου καὶ ἔναντι τῶν ἱερέων καὶ ἔναντι τῶν κριτῶν, οἳ ἂν ὦσιν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, 18. καὶ ἐξετάσωσιν οἱ κριταὶ ἀκριβῶς, καὶ ἰδοὺ μάρτυς ἄδικος ἐμαρτύρησεν ἄδικα, ἀντέστη κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, 19. καὶ ποιήσετε αὐτῷ ὃν τρόπον ἐπονηρεύσατο ποιῆσαι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐξαρεῖς τὸ πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. 20. καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται καὶ οὐ προσθήσουσιν ἔτι ποιῆσαι κατὰ τὸ ῥῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο ἐν ὑμῖν. 21. οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿αὐτῷ·ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός….»

[15]Καὶ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, τοῦ ἐπικεχυμένου ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐλαίου τοῦ χριστοῦ καὶ τετελειωμένου ἐνδύσασθαι τὰ ἱμάτια, τὴν κεφαλὴν οὐκ ἀποκιδαρώσει καὶ τὰ ἱμάτια οὐ διαῤῥήξει,Ο μέγας όμως ιερεύς, ο αρχιερεύς μεταξύ όλου του λαού, εις την κεφαλήν του οποίου εχύθη το άγιον έλαιον και εχρίσθη και έγινε χριστός Κυρίου και κατέστη ικανός να ενδύεται τα αρχιερατικά άμφια, δεν θα αφαιρέση το κάλυμμα της κεφαλής του, δεν θα γυμνώση αυτήν εις ένδειξιν πένθους και δεν θα διαρρήξη τα ιμάτιά του. (Λευ. 21,10)

[16]Sanhedrin IV, 5

[17]Sanhedrin IV, I

[18]βλ. Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II17.

[19]βλ. Δημαρά Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132

[20]Ἐνῷ ὁ σύζυγός της δὲν ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη νὰ ἐλευθερώσει τὸν Χριστό, φοβούμενος τοὺς Ἰουδαίους, ἡ σύζυγός του Πρόκλα, μετὰ τὸν φρικτὸ θάνατο τοῦ Πιλάτου, προσῆλθε στὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀφοῦ ἔζησε μὲ ἀγαθότητα καὶ εὐσέβεια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της εἰρηνικά.

[21]Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον

[22]Φλάβιου Ιώσηπου Lib. XIII, Cap. III, p. 1 (λίμπερο 18 κεφ. 3ο σ.1)

[23]Μέγας Συναξαριστής, Έκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425

[24]Χ. Δερμονοσιάδη ό. π.

[25]«Το Θείο Πάθος» ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & πάσης Ελλάδος Εκδόσεις «ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ»