Για το πώς τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει μετατραπεί από μια χώρα που ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον σε μια χώρα διχασμένη και βυθισμένη στον φανατισμό γράφει στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» η διάσημη συγγραφέας τουρκικής καταγωγής Ελίφ Σαφάκ.
«Η χώρα έχει χωριστεί στους υποστηρικτές και στους πολεμίους του Ερντογάν» υποστηρίζει η τουρκικής καταγωγής συγγραφέας
«Η Αγκυρα, η πόλη στην οποία πέρασα μεγάλο μέρος των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, δεν είναι μόνο η πρωτεύουσα της σύγχρονης Τουρκίας αλλά και το κέντρο της τουρκικής πολιτικής και του στρατού. Φιλοξενεί επίσης έναν τεράστιο πληθυσμό - φοιτητές, επαγγελματίες και ακτιβιστές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων - με κοσμική αντίληψη και φιλελεύθερο τρόπο ζωής. Ηταν εδώ που εξερράγη η βόμβα σε ώρα αιχμής στις 17 Φεβρουαρίου κοντά στο τουρκικό Κοινοβούλιο, σκοτώνοντας 28 άτομα και τραυματίζοντας πάνω από 60. Πρόκειται για την τελευταία από μία σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων που έχουν συγκλονίσει τη χώρα από το καλοκαίρι» γράφει η Σαφάκ.
Και προσθέτει: «Οταν πληροφορήθηκα τα νέα για την έκρηξη, καθόμουν σε ένα τραπέζι με φίλους στην Κωνσταντινούπολη, σε ένα μικρό, μποέμικο διαμέρισμα με θέα στον Βόσπορο. Στους τοίχους ήταν πίνακες καλλιτεχνών από τη Μέση Ανατολή και απέναντί τους ένα πορτρέτο του Ντέιβιντ Μπόουι, τυπωμένο πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας - μια απεικόνιση των πολλών χρωμάτων και συγκρούσεων της τουρκικής ταυτότητας».
«Κάποτε ήμασταν μοντέρνοι, πλέον κανένας δεν μας ζηλεύει»
Στο άκουσμα της είδησης, γράφει η τουρκάλα συγγραφέας, δεκάδες ερωτήματα κατέκλυσαν την παρέα. Ποιος ήταν πίσω από την επίθεση; Γιατί οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν μια επίθεση μόλις λίγα μέτρα μακριά από κυβερνητικά κτίρια; Θα καταφέρει η Τουρκία να επανέλθει ή θα καταλήξει σαν τη Συρία; «Κάποτε ήμασταν το καμάρι ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου. Ημασταν μοντέρνοι, Δυτικοί. Κάθε χρόνο Πακιστανοί, Ιρακινοί, Ιρανοί έρχονταν στην Τουρκία για να αναπνεύσουν ελευθερία. Αλλά όχι πια. Πλέον κανένας δεν μας ζηλεύει» είπε στους προσκεκλημένους του ο οικοδεσπότης.
Για τη Σαφάκ ένα πράγμα είναι βέβαιο: «Εμείς οι Τούρκοι πάσχουμε συλλογικά από κατάθλιψη. Εχουμε γίνει ένα δυστυχισμένο έθνος. Πριν από λίγο καιρό έμοιαζε σχεδόν πιθανό η Τουρκία να γίνει μέλος της ΕΕ, να αποκτήσει ένα πλουραλιστικό σύνταγμα και να ενισχύσει τη δέσμευσή της στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Η χώρα θεωρούνταν υπόδειγμα που θα μπορούσε να γεφυρώσει την Ευρώπη με τη Μέση Ανατολή. Η δυτική δημοκρατία και το πολιτισμικό Ισλάμ θα συνυπήρχαν εδώ ειρηνικά. Ούτε καν οι υποστηρικτές της κυβέρνησης δεν εκφράζουν τέτοια όνειρα πια».
Για την ίδια, οι κοινές αξίες που θα κρατούσαν ενωμένη την Τουρκία στη δύσκολη περίοδο που βιώνει, με έξαρση της τρομοκρατίας και τον φόβο της αστάθειας, δεν υπάρχουν. Μετά τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του 2013, η πόλωση στη χώρα είναι μεγάλη. Τις τελευταίες δεκαετίες οι διαιρέσεις στην τουρκική κοινωνία ήταν πιο ξεκάθαρες: κοσμικοί και θρησκευόμενοι, Τούρκοι και Κούρδοι, αλεβίτες και σουνίτες, αριστεροί και εθνικιστές αλλά και ταξικές διαφορές. Σήμερα όμως, εξηγεί η Σαφάκ, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Η κυριότερη διαχωριστική γραμμή είναι οι υποστηρικτές του Ερντογάν και οι πολέμιοι του Ερντογάν. Και πολλοί στο πρώτο στρατόπεδο θεωρούν τους δεύτερους «πιόνια των διεθνών δυνάμεων». Οποιοσδήποτε επικρίνει τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρείται αυτόματα προδότης.
Οι μισοί, οι άλλοι μισοί και τα αόρατα γκέτο
«Η Τουρκία έχει εισέλθει σε ένα σκοτεινό τούνελ που δεν φαίνεται να έχει τέλος. Το μισό του πληθυσμού αντιδρά σε αυτό το τούνελ με τους εξής τρόπους: παραδίνεται (αποδεχόμενο ότι ζει σε μια ταραχώδη περιοχή, αφήνοντας τα πράγματα στα χέρια του Αλλάχ) ή με επιθετικότητα (κατηγορώντας εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς). Στο μεταξύ το άλλο μισό του πληθυσμού αντιδρά ως εξής: με συνειδητή αποπολιτικοποίηση ή με υπερπολιτικοποίηση. Οι αστοί, μοντέρνοι Τούρκοι, συνεχίζουν να κάνουν αυτά που έκαναν πάντα, να συζητούν για τα σχολεία των παιδιών τους, τις δίαιτες χωρίς γλουτένη και τα εμπορικά κέντρα. Ή μιλούν ασταμάτητα για την πολιτική. Επομένως η Τουρκία δεν είναι μόνο βαθιά και απεγνωσμένα πολωμένη. Είναι και διαχωρισμένη σε αόρατα γκέτο - νησιά θυμού, νησιά αδιαφορίας, νησιά υπακοής στην κεντρική εξουσία» γράφει η Σαφάκ.
Η δημοκρατία, συνεχίζει η συγγραφέας, ποτέ δεν ήταν το ατού της Τουρκίας. Αλλά η χώρα έχει πλέον εισέλθει σε αχαρτογράφητα ύδατα. Η κοινωνία πάσχει από συλλογική αμνησία και τείνει να κάνει συνέχεια τα ίδια λάθη. Οι κυβερνώντες συγχέουν τη δημοκρατία με τον πλειοψηφισμό, αγνοώντας έννοιες όπως το κράτος δικαίου, ο διαχωρισμός των εξουσιών, τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων, την πολιτισμική και πολιτική ποικιλομορφία, την ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης. «Η Τουρκία αντί να προσπαθεί να αναμειχθεί στη Συρία ή στη Μέση Ανατολή, πρέπει επειγόντως να κοιτάξει τον εαυτό της» καταλήγει η Σαφάκ.