Το σκάνδαλο ναυπήγησης των φρεγατών αποτελεί ένα από τα πρώτα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα
στην νεώτερη ιστορία του ελληνικού κράτους έχοντας άμεση σχέση με την διαχείριση του αγγλικού δανείου του 1824.
Επρόκειτο για μια εμπορική σύμβαση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των Αμερικανών ναυπηγών σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα παρήγγειλε μια σειρά ατμοκίνητων πολεμικών πλοίων μεταξύ των οποίων και δύο φρεγάτες.
Κατά τη διάρκεια όμως της ναυπήγησης οι Αμερικανοί ναυπηγοί χρησιμοποιώντας την εκεί νομοθεσία καθώς και άλλα αθέμιτα μέσα απαίτησαν μεγαλύτερα από τα ήδη συμφωνημένα ποσά καθυστερώντας την ναυπήγηση των πλοίων. Τελικά, ύστερα από παρέμβαση της ίδιας της αμερικανικής κυβέρνησης, κατέστη δυνατό να παραδοθεί μια μόνο φρεγάτα (Ελλάς). Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης στις ΗΠΑ, Αλέξανδρος Κοντόσταυλος, ο οποίος κατηγορήθηκε οτι εξαγοράστηκε από τους Αμερικανούς.
Η καθυστέρηση της ναυπήγησης είχε ως αποτέλεσμα την μη ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου καθώς και την εξάντληση μεγάλου μέρους του αγγλικού δανείου. Για την ναυπήγηση της μιας φρεγάτας υπολογίζεται ότι το κόστος ανήλθε στα 750.000 δολλάρια, δηλαδή λίγο διπλάσιο από το αρχικά συμφωνημένο ποσό.
Παραγγελία και καθυστέρηση παράδωσης των φρεγατών:
Οι ανάγκες του εθνικού αγώνα επέβαλαν την ισχυροποίηση του εθνικού στόλου. Ο Άστινγκς είχε προτείνει να κατασκευαστεί ατμοκίνητος πολεμικός στόλος ενώ και ο Ανδρέας Μιαούλης ζητούσε επίμονα την ενίσχυση του στόλου. Έτσι αποφασίστηκε το ποσό του δεύτερου δανείου του Λονδίνου να αφιερωθεί στο εξοπλισμό ενός ατμοκίνητου στόλου. Στις 24 Αυγούστου 1824 η επιτροπή του Λονδίνου, ύστερα από απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για την αγορά 8 φρεγατών των 18 πυροβόλων προκειμένου να αυξηθεί η δυναμική του ελληνικού στόλου.
Τα μέλη της επιτροπής, αφού ήρθαν σε επαφή με τον Ουίλιαμ Μπάγιαρντ, πρόεδρο του φιλελληνικού κομιτάτου στη Νέα Υόρκη και διευθυντή του ναυπηγικού συνεταιρισμού "Leroy, Bayard and Co", αποφάσισαν να στείλουν τον Γάλλο συνταγματάρχη Λαλεμάν στις ΗΠΑ για να κλείσει την συμφωνία. Αυτός έφτασε στη Νέα Υόρκη το Μάρτιο του 1825 και παρήγγειλε από μεγάλο ναυπηγικό συγκρότημα την κατασκευή δύο μεγάλων φρεγατών και έξι μικρότερων με την απαίτηση να είναι έτοιμες μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Τελικώς αποφασίστηκε η ναυπήγηση δύο φρεγατών των 50 κανονιών και έξι μικρότερων πλοίων σε διάστημε έξι μηνών έναντι 155.000 λιρών. Τα ναυπηγεία που θα αναλάμβαναν την παραγγελία ήταν των Λερόυ και Μπάγιαρντ καθώς και των αδερφών Χάουλαντ.
Η παραγγελία έγινε, δόθηκαν από τους Έλληνες 155.000 λίρες, αλλά οι Αμερικανοί ναυπηγοί άρχισαν να κατασκευάζουν μόνο τις δύο και να μη δίνουν σημεία ζωής στους Έλληνες αντιπροσώπους στο Λονδίνο. Οι Αμερικανοί, χωρίς να ενημερώσουν κανέναν αρμόδιο, διόρισαν τον Σώνσεϋ επιθεωρητή της κατασκευής των πλοίων με ετήσιο μισθό 12.000 δολάρια. Στις 15 Ιουνίου 1825 η επιτροπή του Λονδίνου, που διαχειριζόταν μέρος του δανείου, επικύρωσε την παραγγελία.
Τα αμερικανικά ναυπηγεία παράτυπα έδωσαν τις παραγγελίες σε άλλα ναυπηγεία ενώ παράλληλα έλαβαν τα χρήματα, τα οποία είχαν ζητήσει. Στη συνέχεια ειδοποίησαν την ελληνική κυβέρνηση ότι τα πλοία δεν θα μπορούσα να παραδοθούν πριν τον Νοέμβριο του 1825 επεκτείνοντας στη συνέχεια την αδυναμία παράδοσής τους για τα τέλη Μαρτίου 1826.
Αφού οι Έλληνες έστειλαν γράμμα στους Αμερικανούς ζητώντας εξηγήσεις για την καθυστέρηση, έλαβαν από αυτούς την απαίτηση και άλλων χρημάτων, περίπου 50.000 λιρών προκειμένου να συνεχίσουν την ναυπήγηση. Αδυνατώντας η κυβέρνηση να βρει χρήματα για να ικανοποιήσει τους Αμερικανούς, αποφασίστηκε η αποστολή του τραπεζίτη Αλέξανδρου Κοντόσταυλου στη Νέα Υόρκη. Αυτό που αντίκρυσε ο Κοντόσταυλος φτάνοντας στη Νέα Υόρκη τον Απρίλιο του 1826, ήταν πολύ χειρότερο από αυτό που ανέμενε. Από τη μία πλευρά οι φρεγάτες απείχαν πολύ από το να είναι έτοιμες και από την άλλη οι κατασκευαστές απαιτούσαν επιπλέον περίπου 400.000 δολλάρια για την αποπεράτωση της μίας μόνο από αυτές και απειλούσαν ότι σε περίπτωση μη πληρωμής θα πουλούσαν τις φρεγάτες σε δημοπρασία.
Στη συνάντηση με τους Μπάγιαρντ και Χάουλαντ ο Κοντόσταυλος πληροφορήθηκε τις υπερβολικές απαιτήσεις τους, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα όφειλε για την αποπεράτωση της μίας φρεγάτας 396.090 δολλάρια. Οι Αμερικανοί προχωρώντας ακόμα περισσότερα άρχισαν να εκβιάζουν τον Κοντόσταυλο επικαλούμενοι το άρθρο 3 ενός νόμου που είχε ψηφιστεί στις 20 Απριλίου 1818 και κατά το οποίο οποιοσδήποτε παράγγελνε στις ΗΠΑ την κατασκευή πλοίου, το οποίο στο μέλλον επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από κράτος εναντίον άλλου κράτους, με το οποίο οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε ειρήνη αυτός καταδικαζόταν σε πρόστιμο και απειλείτο με φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια.
Η ελληνική κυβέρνηση βέβαια δεν γνώριζε για τον συγκεκριμένο νόμο. Έτσι οι Αμερικανοί εκβίασαν τον Κοντόσταυλο ζητώντας του επιπλέον 50.000 λίρες. Σε διαφορετική περίπτωση η κυβέρνηση θα κατείσχε τα πλοία ή αν δεν το έκανε, θα τα πουλούσαν σε δημοπρασία. Παρά τις όποιες προσπάθειες του Κοντόσταυλου, δεν κατέστη εφικτό να βρεθεί κάποια λύση. Απευθύνθηκε λοιπόν στον Έμετ, γνωστό δικηγόρο της Νέας Υόρκης, ο οποίος όμως καθόλου δεν τον βοήθησε καθώς διατηρούσε στενές επαφές με τον εμπορικό κύκλο της πόλης. Ο Κοντόσταυλος, απελπισμένος, αποφάσισε να μεταβεί στην Ουάσιγκτον και να απευθυνθεί απευθείας στην αμερικανική κυβέρνηση.
Οι αμερικανοί υπουργοί και γερουσιαστές άκουσαν με φανερή συμπάθεια τον Κοντόσταυλο «ότε εσπούδαζον τον Όμηρον, δεν υπέθετον ποτέ ότι θα ηδυνάμην μίαν ημέραν να φανώ χρήσιμος εις τους απογόνους του» του εξομολογήθηκε ο γερουσιαστής συνταγματάρχης Μπέντον. Έχοντας συστατική επιστολή του Αδαμάντιου Κοραή για τον Έβερετ, αντιπρόσωπο στο Κογκρέσο, ο Κοντόσταυλος επιδίωξε συνάντηση. Έτσι, με τη βοήθεια του Κοραή, συνάντησε τον γερουσιαστή Έντουαρντ Έβερετ ο οποίος τον παρουσίασε στον Πρόεδρο Άνταμς και το υπουργικό συμβούλιο των ΗΠΑ, για να ζητήσει βοήθεια.
Πράγματι ο Έβερετ, όχι μόνο ενδιαφέρθηκε για το θέμα, αλλά κατάφερε να κανονίσει συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζον Κουίνσι Άνταμς. Με ενέργειες του τελευταίου το Κογκρέσο αποφάσισε την αγορά της μιας φρεγάτας έτσι ώστε να αφήσουν οι ναυπηγοί την άλλη να αποπλεύσει. Οι επιχειρηματίες όμως, δεν έμελε να πιεστούν: Βουλή και Γερουσία υιοθετούν νομοσχέδιο με το οποίο η αμερικανική κυβέρνηση θα αγόραζε τη μία φρεγάτα, ώστε να ικανοποιηθεί ο αδηφάγος κατασκευαστής και να κατασκευάσει τη δεύτερη.
Οι ναυπηγοί όμως πάλι δημιουργούσαν προβλήματα με αποτέλεσμα ο Κοντόσταυλος να προσφύγει στα δικαστήρια ζητώντας διαιτησία. Αν και αρχικά αρνήθηκαν, στο τέλος έκαναν δεκτό το αίτημα με βασικούς όρους η διατησία να γίνει στη Νέα Υόρκη και οι διαιτητές να κατάγονται από εκεί. Το συμφωνητικό υπογράφηκε στις 23 Ιουνίου 1826. Παράλληλα ο Κοντόσταυλος ζήτησε από τον υπουργό ναυτικών των ΗΠΑ να επισπεύσει την αγορά της μιας φρεγάτας. Παρά τη διευκόλυνση αυτή, η κατάσταση ήταν ακόμη δύσκολη για τους Έλληνες καθώς οι κατασκευαστές ζητούσαν, όπως είπαμε, 400.000 δολάρια επιπλέον για τη μία μόνο από αυτές.
Έτσι, η υπόθεση πήγε στα αμερικανικά δικαστήρια τα οποία απλώς υποβίβασαν τις απαιτήσεις των κατασκευαστών από 400.000 δολάρια σε 150.000. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν ήταν θετική για την Ελλάδα. Ουσιαστικά δικαίωνε τους ναυπηγούς ζητώντας τους να μειώσουν τις απαιτήσεις τους από 396.090 σε 156.859 δολάρια. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Τζόνας Πρατς (Jonas Pratt) κατηγορήθηκε από τον ξένο τύπο, αλλά και από ιστορικούς, ότι είχε χρηματισθεί από τους ναυπηγούς προκειμένου να εκδώσει ευνοϊκή για αυτούς απόφαση.
Λέγεται ότι ο δικηγόρος των Ελλήνων Χ. Σεντγουικ στο άκουσμα της απόφασης, είπε στον πρόεδρο του δικαστηρίου: "Κύριε, κάνατε ό,τι μπορούσατε για να καταστρέψετε ένα έθνος (την Ελλάδα) και να ατιμάσετε ένα άλλο (την Αμερική)". Εν πάσει περιπτώσει, με την απόφαση αυτή απελευθερώθηκε τουλάχιστον η μία φρεγάτα, η οποία ονομάστηκεΕλλάς και μετά από πλου 50 ημερών έφτασε το Νοέμβριο του 1826 στο Ναύπλιο.
Οι εφημερίδες της εποχής αποδοκίμασαν την απόφαση ενώ οι "Times" της Νέας Υόρκης τον αποκάλεσαν ειρωνικά "Αμερικανό Σολομώντα". Από τις δύο φρεγάτες, η μια απέπλευσε για την Ελλάδα, και ονομάστηκε "Ελλάς", η δε άλλη που αγοράστηκε από το αμερικανικό κογκρέσο ονομάστηκε "Χόουπ". Σχετικά με το θέμα οι δικηγόροι της ελληνικής πλευράς, Τζων Ντουερ και Ρόμπερτ Σέντγουικ, δημοσίευσαν αναφορά για το θέμα με τίτλο: "An examination of the controversy between the Greek Deputies and two mercantile Houses of New York, together with a Review of the publications on the subject, etc: etc 1827".
Απόπλους των φρεγατών με την βοήθεια Ρόμπερτ Σέντγουικ
Το πλοίο συνάντησε μια ακόμα δυσκολία για να αποπλεύσει καθώς χρειαζόταν εγγύηση 600.000 ταλήρων. Τελικά χάρις την βοήθεια του Ρόμπερτ Σέντγουικ συγκεντρώθηκε το ποσό και το πλοίο απέπλευσε από τη Νέα Υόρκη. Υπεύθυνοι για το ταξίδι ορίστηκαν οι υποπλοίαρχοι Φράνσις Γκρέγκορυ και Τζον Σμιθ. Το πλήρωμα αποτελείτο από 150 ναύτες, αν και ήταν προφανές οτι χρειαζόταν τουλάχιστον το διπλάσιο για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες.
Η οικονομική όμως στενότητα ανάγκασε τον Κοντόσταυλο να μην προσλάβει άλλους ερχόμενος σε ρήξη με τον Φράνσις Γκρέγκορυ. Η αμερικανική κυβέρνηση απέκτησε την πρώτης τάξεως και πλήρως εξοπλισμένη φρεγάτα "Brandywine" - και η ελληνική, την υποδεέστερη φρεγάτα «Ελλάς», σε τιμή τριπλάσια της πρώτης.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε τα εξής: H Ελλάδα κατέβαλλε για την αγορά πλοίων στην Αγγλία και την Αμερική το ποσό των 315.000 λιρών. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν από το δεύτερο δάνειο της "ανεξαρτησίας" που κατόρθωσε να λάβει η Ελλάδα το Φεβρουάριο του 1825, το καθαρό ποσό του οποίου ανερχόταν σε 1.100.000 λίρες. Δηλαδή, η Ελλάδα ξόδεψε το 1/3 του δανείου αυτού για πλοία πολύ λιγότερα από όσα είχε παραγγείλει και τα οποία, φτάνοντας στην Ελλάδα καθυστερημένα, ελάχιστες υπηρεσίες πρόσφεραν στον Αγώνα.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ο διευθυντής των ναυπηγείων που εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη και την άγνοια των Ελλήνων και κερδοσκόπησαν σε βάρος τους ήταν ο Μπαγιαρντ, πρόεδρος του Φιλελληνικού Κομιτάτου.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πραγματοποιήθηκε στάση των ναυτών με αφορμή την απαγόρευση χορήγησης ποτού. Το πλοίο αφίχθη στο Ναύπλιο τον Δεκέμβριο του 1826, περίοδος δηλαδή έντονων παθών και αντιπαραθέσεων μεταξύ των πολιτικών ομάδων. Ο Κοντόσταυλος αναχώρησε για την Αίγινα προκειμένου να συναντήσει την διοικητική επιτροπή. Εν τη απουσία του ανακαλύφθη νέα συνωμοσία, τα μέλη της οποίας είχαν ως σκοπό να πουλήσουν το πλοίο στον Ιμπραήμ. Ο πλοίαρχος Γκρέγκορυ όμως αντιλαμβανόμενος εγκαίρως τις προθέσεις μέρους του πληρώματους τους συνέλαβε και τους έστειλε στον Έδουαρδ Μάσσωνα.
Στη συνέχεια η διοίκηση του σκάφους ανατέθηκε στον Ανδρέα Μιαούλη ενώ στο πλοίο βρισκόντουσαν ήδη ο αξιωματικός Ρόδιος με 30 στρατιώτες. Η διοικητική επιτροπή στην Αίγινα ευχαρίστησε τον Κοντόσταυλο για το έργο του και του προσέφερε 400 λίρες αποζημίωση για την διαμονή του στις ΗΠΑ.
Κατηγορίες κατά του Αλέξανδρου Κοντόσταυλου για την προέλευση των χρημάτων
Λίγα χρόνια μετά την επιστροφή του Αλέξανδρου Κοντόσταυλου στην Αθήνα, κατασκευάστηκε για λογαριασμό του ίδιου, κοντά στην πλατεία κλαυθμώνος, στο μέρος που βρίσκεται σήμερα το κτίριο της παλαιάς βουλής, ένα πολυτελέστατο μέγαρο, στο οποίο εγκαταστάθηκε ο Όθων και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την στέγαση της βουλής και της γερουσίας μέχρι το 1854, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Το γεγονός αυτό δημιούργησε καχυποψίες στον λαό τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα την υπόληψη του Κοντόσταυλου. Μεγάλη μερίδα του κόσμου θεώρησε ότι τα χρήματα για την κατασκευή του μεγάρου προήλθαν από το αγγλικό δάνειο για την ναυπήγηση των πλοίων στην Αμερική.
Το 1835 επί Όθωνα, και συγκεκριμένα την εποχή της αντιβασιλείας, κατηγορήθηκε από τους εχθρούς του για διαφθορά τόσο για την ναυπήγηση των πλοίων όσο και την αγορά του νομισματοκοπείου. Εκ της κατηγορίας εκείνης καταδικάστηκε με την υπ'αριθμόν 175 απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1835 να επιστρέψει 174.000 δραχμές. Η καταδίκη αυτή τον εξανάγκασε να καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην Ελλάδα όπου μετά την επανάληψη της δίκης αποκαταστάθηκε πλήρως. Ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς θεωρεί ότι ο Κοντόσταυλος εξαγοράστηκε με μεγάλα χρηματικά ποσά από τους Αμερικανούς για να μην εφαρμόσει τις ρήτρες της συμφωνίας και ισχυρίζεται ότι έτσι βρήκε τα χρήματα για να κατασκευάσει το μέγαρο στην πλατεία κλαυθμώνος. Αντίθετα ο Ανδρέας Ανδρεάδης, ο οποίος ασχολήθηκε με την υπόθεση, δεν θεωρεί ότι ευσταθούν οι κατηγορίες κατά του Κοντόσταυλου, αντίθετα εξαίρει τον πατριωτισμό του και τη ευθυκρισία του.
Για την υπόθεση ο Κοντόσταυλος εξέδωσε το βιβλίο «Περί των εν Αμερική ναυπηγηθεισών φρεγατών και του εν Αιγίνη νομισματοκοπείου» (Πειραιάς 1855).
Σχετικά με το όλο θέμα ο Γκόρντον παρατηρεί ότι στη δυτική πλευρά του Ατλαντικού οι Έλληνες βρήκαν πολύ πιο άτιμη μεταχείριση από μερικούς που προσποιούνταν τους φίλους τους, ο δε Ανδρεάδης ότι η τύχη για την επανάσταση θα ήταν διαφορετική αν εις τα εν Αγγλία σκάνδαλα δεν προσετίθεντο και τα εν Αμερική συμβάντα. Ο Τζορτζ Φίνλεϊ στο ιστορικό έργο του θεωρεί ότι η Ελλάδα ζημιώθηκε περισσότερο από εκείνους που ονομάζανε τους εαυτούς τους φιλέλληνες στην Αγγλία και την Αμερική. Ο Αμερικανός φιλέλληνας Χάου θεωρεί οτι 450.000 δολλάρια από τα 750.000 δολλάρια "φαγώθηκαν" από Αμερικανούς πολίτες.
Συνέπεια της καθυστέρησης της ναυπήγησης των πλοίων ήταν η μη ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου αλλά και η καθυστέρηση απόκτησης ατμοκίνητου στόλου. Για την ιστορία η φρεγάτα Ελλάς που τελικά κατάφερε να ναυπηγηθεί και να φτάσει στην Ελλάδα στις 30-31 Μαΐου 1828 βύθισε δύο τουρκικές κορβέτες στη ναυμαχία του Κάβο Μπαμπά και τελικά πυρπολήθηκε στα γεγονότα της ανταρσίας της Ύδρας (1831) από τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη και ενώ βρισκόταν αγκυροβολημένη στο ναύσταθμο στον Πόρο.
Σε σχέση με τον άνθρωπο, τώρα, που διαπραγματευόταν την κατασκευή των φρεγατών στην Αμερική, τον Α.Κοντόσταυλο, να πούμε πως κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από τους Αμερικανούς κατασκευαστές προκειμένου να μην εφαρμόσει τις ρήτρες της συμφωνίας. Την άποψη αυτή συμμερίζεται ο ιστορικός Τ.Βουρνάς. Αντίθετα, ο καθηγητής Α.Ανδρεάδης που έγραψε την "Ιστορία των Εθνικών Δανείων, αμφισβητεί τις κατηγορίες αυτές και, αντίθετα, εξαίρει τον πατριωτισμό του. Ο ίδιος ο Κοντόσταυλος, για να αντικρούσει τις κατηγορίες αυτές, εξέδοσε ένα βιβλίο με τίτλο "Περί των εν Αμερική ναυπηγηθεισών φρεγατών"
Τι έχουμε να παρατηρήσουμε παρακολουθώντας την παραπάνω ιστορία; Μα φυσικά, ότι η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται συνεχώς στις παραγγελίες πολεμικού υλικού: Υπερτιμολογήσεις, καθυστερήσεις, ελαττωματικά όπλα, όπλα που πιθανόν δε χρειαζόμαστε, μίζες. Η ίδια ιστορία 200 χρόνια τώρα.
«Θα ήταν διαφορετική η τύχη της Επαναστάσεως αν εις τα εν Αγγλία σκάνδαλα δεν προσετίθεντο και τα εν Αμερική συμβάντα» υποστηρίζει ο Ανδρέας Ανδρεάδης. Και ο άγγλος ιστορικός Φίνλεϊ θα γράψει ότι «η Ελλάδα ζημιώθηκε περισσότερο από αυτούς που αυτοονομάζονταν φιλέλληνες» .
Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, τα υποβρύχια που παραγγείλαμε να μην έγερναν, πώς θα μπορούσε να είχαν παραδοθεί στην ώρα τους, πώς θα μπορούσε να είχαν ένα λογικό κόστος, πώς θα μπορούσε να μην υπήρχαν άνθρωποι που θα λαδώνονταν για να προχωρήσουν στην αγορά αυτή;
Πηγές: