«Πᾶμε νὰ ἰδοῦμεν
τοὺς παλιοὺς Ἕλληνες», νὰ ἀκούσουμε τοὺς πολέμαρχους τοῦ ’21, μᾶς ἔπνιξαν οἱ
ἀναθυμιάσεις τῶν τωρινῶν δημοπιθήκων. Διαβάζεις τὰ ἀπομνημονεύματα καὶ τὶς
φυλλάδες γιὰ τὴν Ἐθνεγερσία καὶ νομίζεις ὅτι ἀνοίγεις ἕνα «μυρογιάλι», ἐκεῖνα τὰ
μικρὰ φιαλίδια ποὺ περιέχουν ἀρώματα ἐξαίσια. Ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικὴ
ἀναδίδεται, παρ’ ὅλα τα πάθια καὶ τοὺς καημοὺς ἐκείνης τῆς περιόδου. Ἔχω τὸ
συνήθειο, ὅταν συναντῶ στὰ ἀναγνώσματά μου, λόγια καὶ ἐπεισόδια, ποὺ στέκεσαι
καὶ τὰ ξαναδιαβάζεις, ποὺ κρύβουν στὰ φυλλώματά τους πετράδια, νὰ τὰ καταγράφω,
γιὰ νὰ μὴν λησμονηθοῦν. Σκοπός μου νὰ τὰ μοιραστῶ μὲ τοὺς μαθητές μου. Σ’ αὐτὲς
τὶς ἐξοπλιστικὲς ἡλικίες, τὰ παιδιὰ δὲν θέλουν περισπούδαστες ἀναλύσεις καὶ
κενόλογες φλυαρίες.
Μαθαίνουν μὲ τὸ
παράδειγμα, μὲ τὸ παραμύθι, μὲ τὴν ἀξία καὶ τὴν ἀρετὴ σαρκωμένες σὲ πρόσωπα.
Παράδειγμα. Μάχη τῆς Γράνας, 10 Αὐγούστου τοῦ 1821. Βγῆκαν οἱ πολιορκημένοι
στὴν Τριπολιτσὰ Τοῦρκοι νὰ χτυπήσουν τοὺς Ἕλληνες. Ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε διατάξει
νὰ ἀνοιχθεῖ τάφρος (γράνα) 700 μέτρων, βάθους ἑνὸς καὶ πλάτους δύο μέτρων.
Κάποια στιγμὴ οἱ Τοῦρκοι ἐπιτίθενται στὴ γράνα καὶ....
ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Ἔπρεπε ὁ Γέρος
τοῦ Μοριὰ νὰ διατάξει τὰ παλληκάρια του νὰ χωριστοῦν, νὰ μοιραστοῦν τὰ
καριοφίλια, νὰ «χτυποῦν» οἱ μισοὶ πρὸς τὴν μία πλευρὰ καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ πρὸς
τὴν ἄλλη. Ἐρωτῶ τοὺς μαθητές μου πῶς τὸ ἔκανε πάνω στὴν ἀντάρα τῆς μάχης: Τοὺς
βασάνισα κανένα πεντάλεπτο καὶ ἄκουσα ἀπίθανες ἀπαντήσεις. Τί εἶπε ὁ
Κολοκοτρώνης καὶ ἀμέσως χωρίστηκαν τὰ ντουφέκια; «Κῶλο μὲ κῶλο ὠρὲ Ἕλληνες!».
«Χαμὸς» στὴν τάξη, γέλια καὶ θαυμασμὸς γιὰ τὴν μεγαλοφυία τοῦ Γέρου.
«Ὁ Μιαούλης ἦταν
γνωστὸς γιὰ τὴν παλληκαριά του καὶ τὴν ἀφοβία τοῦ ἐμπρὸς στὸν θάνατο. Μιὰ φορά,
στὰ νεανικά του χρόνια, ὁ Ἄγγλος ναύαρχος Νέλσων τὸν ἐπίασε νὰ προσπαθεῖ νὰ
σπάσει μὲ τὸ καράβι τοῦ ἕναν ἀποκλεισμό του. Ὅταν τὸν ἔφεραν μπροστά του τὸν
ρώτησε: - Ἂν ἤσουν ἐσὺ στὴν θέση μου τί θὰ μ’ ἔκανες; Θὰ σὲ κρεμοῦσα στὸ πιὸ
ψηλὸ κατάρτι, τοῦ ἀπάντησε ὁ Μιαούλης. Καὶ ὁ Νέλσων κατάπληκτος ἀπὸ τὸ θάρρος
τοῦ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο». (πέρ. «Γνώσεις», σέλ. 66, 1958).
Πήγαινε στὴν
κρεμάλα, τὸν ἀγωνιστὴ Θεόδωρο Γρίβα, ὁ Ἀλὴ πασάς. Ὁ Γρίβας ὅταν πλησίασε ὁ
δήμιος κάλυψε τὸ κεφάλι του μὲ τὸ ἔνδυμά του. Τὸν ρωτᾶ τὸ θηρίο τῶν Ἰωαννίνων:
«Γιατί σκέπασες τὸ κεφάλι σου; Φοβήθηκες τὸν θάνατο; Δὲν ἤξερες ὅτι ἀφοῦ
ἀκολούθησες τὴν δουλειὰ τοῦ πατέρα σου αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ τύχη σου; Δὲν φοβήθηκα τὸν
θάνατο, ἀπεκρίθη ὁ Θεόδωρος, τὸν φόβο τὸν ἄφησα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου οὔτε
θὰ μείνω χωρὶς ἐκδίκηση. Καὶ πατέρα ἔχω καὶ τέσσερις ἀδελφούς, μὰ ντρέπομαι τὸν
κόσμο ποὺ θὰ ἰδῆ νὰ πεθάνω ἔτσι καὶ ἀπὸ τὰ χέρια τέτοιων παλιανθρώπων (καὶ
ἔδειξε τοὺς Γύφτους οἵτινες μετήρχοντο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δημίου). Ἐζήτησα τὸ
θάνατο ὅπου ἔπρεπε, ἀλλ’ αὐτὸς μὲ ἀρνήθηκε. Καὶ ὁ Ἀλὴς τοῦ χάρισε τὴν ζωή». (Δ.
Καμπούρογλου «Θ. Γρίβας», ἔκδ. «Βεργίνα», σέλ. 18).
Στὶς 14
Φεβρουαρίου ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀναστάσιο
Λόντο τοῦτα τὰ ἀθάνατα λόγια: «Τὸν περισσότερο καιρὸ τῆς ζωῆς μου ποῦ τὸν
ἐπέρασα; Τὸν ἐπέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τὸν ἐπέρασα εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰ
βουνά, τὰ καρτέρια τῶν δρόμων οἱ λόγγοι καὶ τὰ ἄγρια θηρία εἶναι μάρτυρες ὅτι
δυσκόλως ἔφευγε Τοῦρκος ἀπὸ τὰ χέρια μου ἂν ζύγωνε καμμιὰ πενηνταριὰ ὀργιές».
(Κάρπου Παπαδόπουλου, «Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος καὶ Γ.Βαρνακιώτης», ἔκδ.
«Πρωτοψάλτης», σέλ. 65).
Τὸ 1859 μία
Σουηδή, ἡ Φρεντρίκα Μπρέμερ, ἐπισκέπτεται τὸν Κανάρη στὸ σπίτι του γιὰ νὰ
ἐκφράσει τὸν θαυμασμό της στὸν «γηραιὸ ἄνδρα τῆς ἐλευθερίας», ὅπως τὸν ὀνομάζει.
Ὁ Κανάρης ἀπάντησε ὅτι «εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ ποὺ ἐπέτρεψε σ’ ἕνα μικρὸ ναυτικὸ
ἑνὸς ἑλληνικοῦ νησιοῦ, ἀπὸ τὰ πιὸ μικρά, νὰ κάμη γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ κάτι ποὺ
ἔκαμε τὸν ἀπελευθερωτικό της ἀγώνα συμπαθῆ σὲ χῶρες τόσος μακρινές». Ἦταν
ἀληθινὰ μία ὡραῖα ἀπάντηση, γράφει ἡ Φρεντρίκα. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησε, ἂν
αἰσθάνθηκε σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του φόβο, ὁ Κανάρης ἀποκρίθηκε: «Ἕνα τέτοιο
πράγμα δὲν μπαίνει ποτὲ στὸ νοῦ μας. Ὁ κίνδυνος μᾶς διεγείρει. Τὸ ντουφεκίδι καὶ
ἡ μάχη μοιάζουν μὲ μουσική». («Τὸ Εἰκοσιένα, πανηγυρικοὶ λόγοι ἀκαδημαϊκῶν»,
λόγος Πάν. Κανελλόπουλου, 1963, σέλ. 658).
Ὁ Ἠλίας Φλέσσας
καὶ ὁ Παναγιώτης Κεφάλας προτείνουν στὸν «μπουρλοτιέρη τῶν ψυχῶν» Παπαφλέσσα, νὰ
ἀφήσει τοὺς λόφους στὸ Μανιάκι καὶ νὰ ταμπουρωθεῖ ψηλότερα, στὸ βουνό, γιὰ νὰ
ὑπάρχει ὁδὸς διαφυγῆς. Ἀπαντᾶ: «Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ μετρήσω τὸ στρατὸ τοῦ
Μπραϊμη, πόσος εἶναι, ἀπὸ τὰ ψηλώματα. Ἦρθα νὰ πολεμήσω. Οὔτε τρελλάθηκε ὁ
Μπραϊμης νὰ χασομεράει ἐκεῖ ποὺ ἐλπίζει νὰ κερδίσει νίκη, μὰ θὰ τραβήξει ἴσα
κατὰ τὴν Τριπολιτσά, κι ἐγὼ τότε θὰ μείνω νὰ μαζεύω ἀπὸ πίσω τα καρφοπέταλά του.
Ἂν ὅμως τὸν κρατήσω ἐδῶ στὸ Μανιάκι, γλιτώνω τὸν Μωριά, γιατί θὰ τὸν κάμω νὰ
πισωγυρίσει ὅπως ὁ Δράμαλης, εἰτεμὴ θὰ πληρώσει ἀκριβά το αἷμα μου καὶ θὰ
συλλογιστῆ καλὰ ὕστερα νὰ μπῆ στὴν καρδιὰ τοῦ Μωριά. Καθίστε ἐδῶ νὰ πεθάνουμε
σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες». (Κ. Παπαδημητρίου, «Τελεταῖες ὧρες, τελευταία λόγια τῶν
Ἀγωνιστῶν τοῦ ‘21», σέλ. 159).
Πρὶν ὁδηγήσουν
τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μάρκου Μπότσαρη στὸ Μεσολόγγι στάθηκαν οἱ Σουλιῶτες γιὰ λίγο
στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Ἐκεῖ γιατροπορευόταν ὁ
Καραϊσκάκης. Ὅταν τὸ ἔμαθε σύρθηκε στὴν ἐκκλησιά, φίλησε τὸν νεκρὸ κλαίγοντας
καὶ εἶπε: «-Ἄμποτες, ἀδελφέ μου, Μάρκο, ἀπὸ τέτοιο θάνατο νὰ πάω κι ἐγώ». Καὶ
ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ λείψανο, πρόσθεσε: «Μάνα δὲν γέννησε στὴν Ἑλλάδα
δεύτερο Μάρκο... Οὔτε εἶδα οὔτε θὰ ἰδῶ τέτοιον πολεμάρχη». («Τελευταῖες ὧρες»,
σέλ. 132).
«Ὅταν
ἀποφυλακίστηκε ὁ Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος (Καταγόταν ἡ οἰκογένειά του ἀπὸ τὸ
Τουρκολέκα τῆς Μεγαλόπολης γι’ αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν καὶ Τουρκοπελέκα), τὸ 1841,
ἦταν τόσο φτωχὸς ποὺ κατάντησε ζητιάνος στὰ σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ ἁρμόδια ἀρχή,
ἡ ὁποία χορηγοῦσε θέσεις ἐπαιτείας, τὸν ἐπέτρεπε νὰ ἐπαιτεῖ, κοντὰ στὴν ἐκκλησία
τῆς Εὐαγγελίστριας, κάθε Παρασκευή! Ὅταν αὐτὰ ἔφτασαν στὰ αὐτιὰ τοῦ πρέσβη τῆς
Γαλλίας, αὐτὸς ἀπεστάλη ἀπὸ τὴν κυβέρνησή του, στὸ σημεῖο ὅπου ζητιάνευε ὁ
μεγάλος ὁπλαρχηγός. Μόλις ὁ Νικηταρᾶς ἀντελήφθη τὸν ξένο, μάζεψε ἀμέσως τὸ
ἁπλωμένο χέρι του.
- Τι κάνετε
στρατηγέ μου; ρώτησε ὁ ξένος.
- Απολαμβάνω
ἐλεύθερη πατρίδα, ἀπάντησε ὑπερήφανα ὁ ἥρωας.
- Μα ἐδῶ τὴν
ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στὸν δρόμο; Ἐπέμενε ὁ ξένος.
- Η πατρίδα μου
ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιὰ νὰ ζῶ καλά, ἀλλὰ ἔρχομαι ἐδῶ γιὰ νὰ παίρνω μιὰ ἰδέα
πῶς περνάει ὁ κόσμος, ἀπάντησε περήφανα ὁ Νικηταρᾶς.
- Ο ξένος
κατάλαβε καὶ διακριτικά, φεύγοντας ,ἄφησε νὰ τοῦ πέσει ἕνα πουγκὶ μὲ χρυσὲς
λίρες. Ὁ σχεδὸν τυφλὸς Νικηταρᾶς ἄκουσε τὸν ἦχο, ἐπίασε τὸ πουγκὶ καὶ φώναξε
στὸν ξένο: «Σοῦ ἔπεσε τὸ πουγκί σου. Πάρε το μὴν τὸ βρεῖ κανένας καὶ τὸ
χάσεις!». Στὶς 25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1849, ὁ γενναῖος καὶ ἔντιμος ἥρωας, πεθαίνει
πάμφτωχος».
Καὶ μιὰ καὶ
σήμερα τὸ ἔνδοξο τοῦτο ἁλωνάκι, ἡ κατασυκοφαντημένη πατρίδα μας, εἶναι ζωσμένη
ἀπὸ «τὶς ἀλώπεκες τοῦ σκότους» (Ε.Βούλγαρης) τοὺς Φράγκους καὶ τὸ ἐξ ἀνατολῶν
θηρίο, πάλιν μαίνεται, νὰ κλείσω μὲ τὸ ἠρωικότερο ἐπεισόδιο τοῦ Ἀγώνα, τὴν Ἔξοδο
τοῦ Μεσσολογγίου, ποὺ μᾶς διδάσκει πῶς σώζονται τὰ ἔθνη. (Τὸ κείμενο
δημοσιεύτηκε πέρυσι στὸ θαυμάσιο περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία», τοῦ
πολυσέβαστου Στέλιου Λαγουροῦ. Εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ν. Βούλγαρη «Τὸ
Μεσσολόγγι τῶν Ἰδεῶν, ἑρμηνεία τῆς ἀπόφασης τῆς ἐξόδου»).
«Ἦταν πρωί,
Σάββατο τοῦ Λαζάρου, 10 Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅταν συγκροτήθηκε τὸ νεκροδόξαστο
ἐκεῖνο συμβούλιο ἀποφάσεως. Ἦταν ἕνα συμβούλιο θανάτου. Οἱ καπεταναῖοι εἶχαν
ἀναλάβει νὰ διερευνήσουν, μὲ ἀνιχνευτὲς τὴν ὕπαρξη μυστικοῦ δρόμου-διόδων γιὰ
ἀκίνδυνο πέρασμα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων στὴν ἐλευθερία. Κανένας ὅμως δὲν
ἔφερε ἐλπιδοφόρα πληροφορία.
Οἱ λόγχες καὶ οἱ στενωποὶ φυλάγονταν ἄγρυπνα ἀπὸ
τοὺς πολιορκητὲς σὲ βάθος χώρου καὶ τόπου. Γενικὴ ἦταν ἡ κατήφεια καὶ ἡ σιωπηλὴ
θλίψη. Τὴν σιωπὴ τῆς στιγμῆς ἔσπασε ἡ βροντώδης καὶ σταθερὴ ἔκρηξη τοῦ
τρανοδύναμου ἀρχηγοῦ τῆς Φρουρᾶς, τοῦ Θανάση Ραζη-Κότσικα.
- Υπάρχει δρόμος
ὠρέ!
- Ποιος εἶναι,
στρατηγέ, καὶ δὲν τὸν λὲς τόση ὥρα; Διαμαρτυρήθηκαν ὅλοι οἱ
παριστάμενοι.
- Είναι ὁ
δρόμος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει».
Μόνο ἂν
βαδίσουμε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναστηθοῦμε ὡς λαὸς καὶ ὡς κράτος...