Όλες οι δικαστικές Ενώσεις και 602 δικαστές από όλο το φάσμα της Δικαιοσύνης προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζητούν να κριθεί αντισυνταγματικό και αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το Μνημόνιο ΙΙΙ (Ν. 4093/2012) κατά το σκέλος εκείνο που μειώνει αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 τις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και ρυθμίζει τμηματικά τον τρόπο επιστροφής των «αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών» στο Δημόσιο.
Προβλέπεται, δηλαδή, η τμηματική επιστροφή των επιπλέον πόσων που έλαβαν από την 1.8.2012 μέχρι 31.12.2012, λόγω της αναδρομικής μείωσης των αποδοχών και των συντάξεών των δικαστών και εισαγγελέων.
Τόσο οι δικαστικές Ενώσεις, όσο και οι δικαστές, ζητούν παράλληλα να ακυρωθεί η από 14.11.2012 απόφαση του υπουργού Οικονομικών που προβλέπει την επιστροφή «των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων» που προκύπτουν από την εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙΙ (αναδρομική μείωση αποδοχών και συντάξεων).
Ως προς το Μνημονίο ΙΙΙ ζητούν να ακυρωθεί η υποπαράγραφος Γ1, που αφορά στις μισθολογικές διατάξεις των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα.
Ειδικότερα, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προσέφυγαν οι Ενώσεις: 1) Δικαστών και Εισαγγελέων, 2) Εισαγγελέων Ελλάδος, 3) Διοικητικών Δικαστών, 4) Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 5) Μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Επίσης, προσέφυγαν ατομικά όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ι. Γράβαρης, Όλγα Παπαδοπούλου, Φραντζέσκα Γιαννακού, Β. Γκρέστους και Ν. Νικολάκης), 595 δικαστές και εισαγγελείς όλων των βαθμών ομαδικά, αλλά και δύο που προσέφυγαν ανεξάρτητα.
Κατ' αρχάς, επισημαίνεται στις ομαδικές αυτές προσφυγές ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς δεν προσέφυγαν στο Μισθοδικείο, γιατί έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι στο Μισθοδικείο υπάγονται μόνο ατομικές μισθολογικές, συνταξιοδοτικές και φορολογικές υποθέσεις δικαστών και η προσφυγή του αφορά «ακυρωτική διαφορά» που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΣτΕ.
Υποστηρίζεται ότι οι περικοπές των αποδοχών και των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών παραβιάζουν τα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμά τους στην περιουσία, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στην έννοια της περιουσίας, όπως είναι γνωστό, περιλαμβάνονται τόσο οι αποδοχές, όσο και οι συντάξεις.
Ακόμη, υπογραμμίζουν ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, πρέπει να είναι ισότιμες με τις αποδοχές των άλλων δύο λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής). Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι οι αποδοχές των πρόεδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας ανέρχονται το έτος 2013 στα 3.756 ευρώ, ενώ των βουλευτών οι καθαρές αποδοχές ανέρχονται στα 6.568 ευρώ. Επιπρόσθετα, οι βουλευτές έχουν επιπλέον παροχές, όπως είναι τηλέφωνα, κ.λπ.
Επίσης, υπογραμμίζεται στις προσφυγές ότι το Σύνταγμα προβλέπει πως ο νομοθέτης υποχρεούται να παρέχει στον δικαστή, αφενός μεν αποδοχές, επαρκείς και ανάλογες του λειτουργήματός του, αφετέρου τις κατάλληλες συνθήκες και υποδομές, ώστε αυτός να είναι σε θέση να επιτελεί «το δικαιοδοτικό του έργο» στο υψηλό επίπεδο που επιτάσσουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.
Στην πραγματικότητα όμως, αυτό δεν συμβαίνει, σημειώνουν οι δικαστικοί λειτουργοί, καθώς η Πολιτεία αδυνατεί να προσφέρει στους δικαστές την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, αλλά ούτε «διατηρεί πρόσφορες συνθήκες ομαλής και ορθολογικής άσκησης του δικαιοδοτικού τους έργου».
Για τον λόγο αυτόν, συνεχίζουν στις προσφυγές τους οι δικαστικές Ενώσεις, η Πολιτεία από το 1997 έχει χορηγήσει στους δικαστές ειδικά επιδόματα (αντισταθμιστικό επίδομα, πάγια αποζημίωση, κλπ).
Έτσι, οι αποδοχές των δικαστών μπορούν να περικοπούν μόνο εφόσον αυτό επιβάλλεται από την ανάγκη αντιμετώπισης εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών και δημοσιονομικών συνθηκών και μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, μετά από αιτιολογημένο αποκλεισμό άλλων εναλλακτικών λύσεων, αναφέρουν οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης.
Επίσης, προσθέτουν ότι το Μνημόνιο ΙΙΙ επιβάλλει μειώσεις στις αποδοχές των δικαστών, σε τέτοιο ύψος που ανατρέπουν το καθεστώς οικονομικής ασφάλειας που πρέπει αυτοί να απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με συνέπεια αυτό να αντίκειται ευθέως στα άρθρα 26, 87 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος».
Επαναλαμβάνουν ότι οι περικοπές στις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών ανέρχονται στο 44%, ενώ το νέο μισθολόγιο των δικαστών συντάχθηκε κατά αντισυνταγματικό τρόπο, αφού έχει ενταχθεί σε άσχετο νόμο που ρυθμίζει και άλλα θέματα, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 88 του Συντάγματος έπρεπε να ρυθμιστεί με ειδικό νόμο.
Οι Ενώσεις τονίζουν ότι η πρόβλεψη του Μνημονίου ΙΙΙ για πεντάμηνη αναδρομικότητα στις περικοπές των αποδοχών των δικαστών παραβιάζει και την ΕΣΔΑ καθώς οι πλήρεις αποδοχές που έλαβαν από 1.8.-31.12.2012 αποτελούν δεδουλευμένες αποδοχές και παράλληλα ανεπίστρεπτο μέρος της περιουσίας των δικαστών. Δηλαδή οι δικαστές αναγκάζονται να επιστρέψουν αμοιβές που είναι «καρπός της εργασίας τους».
Σε άλλο σημείο των προσφυγών τους επισημαίνουν ότι οι αποδοχές της επίμαχης περιόδου (1.8.-31.12.2012) που έλαβαν, αποτελεί «κτηθείσα περιουσία η οποία προστατεύεται από την ΕΣΔΑ» που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Νομοθετικό Διάταγμα 53/1974 και αυτό πλέον (Ν.Δ.) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής νομοθεσίας.
Εξάλλου, αναφέρουν ότι με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως είναι το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), το επιστημονικό προσωπικό της ειδικής νομικής υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το καλλιτεχνικό προσωπικό του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, κλπ.
Οι εξαιρέσεις όμως αυτές, σύμφωνα με τις Ενώσεις, επιφέρουν χαρακτηριστική δυσμενή μεταχείριση των δικαστών, έναντι άλλων κατηγοριών του ειδικού μισθολογίου, ενώ την ίδια στιγμή καταδεικνύουν ολοφάνερα ότι τα μέλη τους (οι δικαστές και οι εισαγγελείς) υπέστησαν διακριτική και άνιση μεταχείριση στη μισθολογική τους κατάσταση.
Προβλέπεται, δηλαδή, η τμηματική επιστροφή των επιπλέον πόσων που έλαβαν από την 1.8.2012 μέχρι 31.12.2012, λόγω της αναδρομικής μείωσης των αποδοχών και των συντάξεών των δικαστών και εισαγγελέων.
Τόσο οι δικαστικές Ενώσεις, όσο και οι δικαστές, ζητούν παράλληλα να ακυρωθεί η από 14.11.2012 απόφαση του υπουργού Οικονομικών που προβλέπει την επιστροφή «των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων» που προκύπτουν από την εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙΙ (αναδρομική μείωση αποδοχών και συντάξεων).
Ως προς το Μνημονίο ΙΙΙ ζητούν να ακυρωθεί η υποπαράγραφος Γ1, που αφορά στις μισθολογικές διατάξεις των απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα.
Ειδικότερα, στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο προσέφυγαν οι Ενώσεις: 1) Δικαστών και Εισαγγελέων, 2) Εισαγγελέων Ελλάδος, 3) Διοικητικών Δικαστών, 4) Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 5) Μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Επίσης, προσέφυγαν ατομικά όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ι. Γράβαρης, Όλγα Παπαδοπούλου, Φραντζέσκα Γιαννακού, Β. Γκρέστους και Ν. Νικολάκης), 595 δικαστές και εισαγγελείς όλων των βαθμών ομαδικά, αλλά και δύο που προσέφυγαν ανεξάρτητα.
Κατ' αρχάς, επισημαίνεται στις ομαδικές αυτές προσφυγές ότι οι δικαστές και οι εισαγγελείς δεν προσέφυγαν στο Μισθοδικείο, γιατί έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι στο Μισθοδικείο υπάγονται μόνο ατομικές μισθολογικές, συνταξιοδοτικές και φορολογικές υποθέσεις δικαστών και η προσφυγή του αφορά «ακυρωτική διαφορά» που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΣτΕ.
Υποστηρίζεται ότι οι περικοπές των αποδοχών και των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών παραβιάζουν τα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος, καθώς και το δικαίωμά τους στην περιουσία, όπως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στην έννοια της περιουσίας, όπως είναι γνωστό, περιλαμβάνονται τόσο οι αποδοχές, όσο και οι συντάξεις.
Ακόμη, υπογραμμίζουν ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, πρέπει να είναι ισότιμες με τις αποδοχές των άλλων δύο λειτουργιών (νομοθετικής και εκτελεστικής). Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι οι αποδοχές των πρόεδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας ανέρχονται το έτος 2013 στα 3.756 ευρώ, ενώ των βουλευτών οι καθαρές αποδοχές ανέρχονται στα 6.568 ευρώ. Επιπρόσθετα, οι βουλευτές έχουν επιπλέον παροχές, όπως είναι τηλέφωνα, κ.λπ.
Επίσης, υπογραμμίζεται στις προσφυγές ότι το Σύνταγμα προβλέπει πως ο νομοθέτης υποχρεούται να παρέχει στον δικαστή, αφενός μεν αποδοχές, επαρκείς και ανάλογες του λειτουργήματός του, αφετέρου τις κατάλληλες συνθήκες και υποδομές, ώστε αυτός να είναι σε θέση να επιτελεί «το δικαιοδοτικό του έργο» στο υψηλό επίπεδο που επιτάσσουν το Σύνταγμα και οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.
Στην πραγματικότητα όμως, αυτό δεν συμβαίνει, σημειώνουν οι δικαστικοί λειτουργοί, καθώς η Πολιτεία αδυνατεί να προσφέρει στους δικαστές την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, αλλά ούτε «διατηρεί πρόσφορες συνθήκες ομαλής και ορθολογικής άσκησης του δικαιοδοτικού τους έργου».
Για τον λόγο αυτόν, συνεχίζουν στις προσφυγές τους οι δικαστικές Ενώσεις, η Πολιτεία από το 1997 έχει χορηγήσει στους δικαστές ειδικά επιδόματα (αντισταθμιστικό επίδομα, πάγια αποζημίωση, κλπ).
Έτσι, οι αποδοχές των δικαστών μπορούν να περικοπούν μόνο εφόσον αυτό επιβάλλεται από την ανάγκη αντιμετώπισης εξαιρετικά δυσμενών οικονομικών και δημοσιονομικών συνθηκών και μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, μετά από αιτιολογημένο αποκλεισμό άλλων εναλλακτικών λύσεων, αναφέρουν οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης.
Επίσης, προσθέτουν ότι το Μνημόνιο ΙΙΙ επιβάλλει μειώσεις στις αποδοχές των δικαστών, σε τέτοιο ύψος που ανατρέπουν το καθεστώς οικονομικής ασφάλειας που πρέπει αυτοί να απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, με συνέπεια αυτό να αντίκειται ευθέως στα άρθρα 26, 87 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος».
Επαναλαμβάνουν ότι οι περικοπές στις αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών ανέρχονται στο 44%, ενώ το νέο μισθολόγιο των δικαστών συντάχθηκε κατά αντισυνταγματικό τρόπο, αφού έχει ενταχθεί σε άσχετο νόμο που ρυθμίζει και άλλα θέματα, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 88 του Συντάγματος έπρεπε να ρυθμιστεί με ειδικό νόμο.
Οι Ενώσεις τονίζουν ότι η πρόβλεψη του Μνημονίου ΙΙΙ για πεντάμηνη αναδρομικότητα στις περικοπές των αποδοχών των δικαστών παραβιάζει και την ΕΣΔΑ καθώς οι πλήρεις αποδοχές που έλαβαν από 1.8.-31.12.2012 αποτελούν δεδουλευμένες αποδοχές και παράλληλα ανεπίστρεπτο μέρος της περιουσίας των δικαστών. Δηλαδή οι δικαστές αναγκάζονται να επιστρέψουν αμοιβές που είναι «καρπός της εργασίας τους».
Σε άλλο σημείο των προσφυγών τους επισημαίνουν ότι οι αποδοχές της επίμαχης περιόδου (1.8.-31.12.2012) που έλαβαν, αποτελεί «κτηθείσα περιουσία η οποία προστατεύεται από την ΕΣΔΑ» που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Νομοθετικό Διάταγμα 53/1974 και αυτό πλέον (Ν.Δ.) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής νομοθεσίας.
Εξάλλου, αναφέρουν ότι με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, όπως είναι το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), το επιστημονικό προσωπικό της ειδικής νομικής υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το καλλιτεχνικό προσωπικό του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, κλπ.
Οι εξαιρέσεις όμως αυτές, σύμφωνα με τις Ενώσεις, επιφέρουν χαρακτηριστική δυσμενή μεταχείριση των δικαστών, έναντι άλλων κατηγοριών του ειδικού μισθολογίου, ενώ την ίδια στιγμή καταδεικνύουν ολοφάνερα ότι τα μέλη τους (οι δικαστές και οι εισαγγελείς) υπέστησαν διακριτική και άνιση μεταχείριση στη μισθολογική τους κατάσταση.
Newsroom ΔΟΛ