Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

H λέξη «τουρκεύω» και «τουρκίζω», που σήμαινε ασπάζομαι το Ισλάμ.

Για να γίνουν κατανοητά τα παρακάτω, χρειάζεται μία ιστορική διευκρίνιση: Οι «Τούρκοι» της Κρήτης.
Όπως και σε ολόκληρο τον ελληνικό γεωγραφικό χώρο, έτσι και στην Κρήτη, οι άνθρωποι δε χαρακτηρίζονταν με το όνομα της εθνικής τους καταγωγής (π.χ. «Έλληνες») αλλά με το όνομα της θρησκευτικής τους παράδοσης.
Αυτό δεν συνέβαινε λόγω κάποιου θρησκευτικού φανατισμού ή φονταμενταλισμού (όπως πιθανόν να νομίσατε), αλλά απλώς και μόνον επειδή και η Ρωμανία (το Βυζάντιο) και το οθωμανικό σουλτανάτο που την κατέκτησε ήταν κράτη πολυεθνικά (αυτοκρατορίες) και όλοι οι κάτοικοί τους θεωρούνταν μέλη του ίδιου κράτους, ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση.
 Η έννοια του έθνους ως ιδιαίτερης ιστορικής μονάδας είναι προϊόν της νεώτερης ευρωπαϊκής πολιτικής φιλοσοφίας και δεν υπήρχε στους ανθρώπους του βυζαντινού και του οθωμανικού χώρου. 
Έτσι, στην Κρήτη της Τουρκοκρατίας ζούσαν «Ρωμιοί» (=χριστιανοί ορθόδοξοι) και «Τούρκοι» (=μουσουλμάνοι), καθώς και «Εβραίοι» (=ιουδαίοι στο θρήσκευμα), ενώ οι προερχόμενοι από τη δυτική Ευρώπη ονομάζονταν «Φράγκοι» (=παπικοί). Επειδή η λέξη «Τούρκος» σήμαινε μουσουλμάνος, χρησιμοποιήθηκε και η λέξη «τουρκεύω» και «τουρκίζω», που σήμαινε ασπάζομαι το Ισλάμ ή εξαναγκάζω κάποιον να το ασπαστεί διά της βίας.
Η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων της Κρήτης, θεωρουμένων ως Τούρκων, ήταν απόγονοι χριστιανών, που εξισλαμίστηκαν σταδιακά, λόγω των αφόρητων συνθηκών διαβίωσης κάτω από την κυριαρχία των ανεξέλεγκτων και φανατικών γενιτσάρων.
Πολλοί από αυτούς είχαν γίνει αρχικά κρυπτοχριστιανοί (παρίσταναν τους μουσουλμάνους, ενώ λάτρευαν κρυφά το Χριστό), έχοντας λάβει γι’ αυτό και ευλογία από το πατριαρχείο Αλεξανδρείας (ενώ το Κων/λεως είχε αρνηθεί να δώσει την ευλογία του, βλ. Νικολάου Π. Ανδριώτη Κρυπτοχριστιανικά Κείμενα, Εθνική Βιβλιοθήκη, δημοσιεύματα της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1974).
Οι απόγονοί τους όμως συχνά γίνονταν αληθινοί μουσουλμάνοι και μάλιστα πολλές φορές φανατικοί και αγριότατοι απέναντι στους χριστιανούς. Κατά τη γλώσσα όμως, την ενδυμασία, τη μουσικοχορευτική παράδοση και πολλά άλλα ήθη και έθιμα σε τίποτα δεν διέφεραν από τους χριστιανούς Κρητικούς.
Οι Τούρκοι της Μ. Ασίας ονόμαζαν τους Τουρκοκρήτες «μπουρμάδες», δηλαδή «γυρισμένους» (εξωμότες, ως πρώην χριστιανούς), χαρακτηρισμό που υιοθέτησαν χλευαστικά εναντίον τους και οι χριστιανοί Κρήτες. Πολλές φορές οι Τουρκοκρήτες φέρονταν απάνθρωπα στους χριστιανούς, πάνω στους οποίους, σημειωτέον, είχαν απόλυτη εξουσία (τους φόνευαν για παιχνίδι). Πολλοί Τουρκοκρήτες όμως, άντρες και γυναίκες, ήταν φιλήσυχοι και είχαν καλές σχέσεις με τους χριστιανούς γείτονες και συγχωριανούς τους.
Οι άνθρωποι αυτοί, με τουρκική συνείδηση πλέον, έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών και κατοίκησαν στα παράλια της Μ. Ασίας, ιδίως στην περιοχή του Αϊβαλιού. Εκεί διατήρησαν τη γλώσσα τους, που ήταν η ελληνική (το κρητικό ιδίωμα), και οι γεροντότεροι είναι ακόμη ελληνόφωνοι. Το κεμαλικό καθεστώς όμως τους υποχρέωσε να αλλάξουν τα ελληνικά επώνυμά τους σε τουρκικά.
Και τώρα ας προχωρήσουμε στη διήγησή μας.
Στο νομό Ηρακλείου Κρήτης, στην πεδιάδα της Μεσσαράς, κοντά στο χωριό Καλύβια, βρίσκεται το μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας Καλυβιανής, που γιορτάζει στις 15 Αυγούστου (Κοίμηση της Θεοτόκου). Η ιστορική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας βρέθηκε στην περιοχή το 1873, στα κτήματα του Τούρκου Χουσεΐν Μπέη Βραζεράκη από τα Καλύβια, όπου βρισκόταν και το παλιό, μικρό εκκλησάκι της Παναγίας.
 Οι χριστιανοί της περιοχής, μετά από πολλές περιπέτειες, κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν διαταγή του διοικητή Κρήτης Ρεούφ πασά για την απαλλοτρίωση του χώρου γύρω από την εκκλησία, για να το αγοράσουν και να το χρησιμοποιούν για την τιμή της Θεοτόκου.
Οι Τούρκοι όμως φανατικά εξακολουθούσαν να αντιδρούν και ο ιδιοκτήτης της περιοχής έβαζε μέσα στην εκκλησία το άλογό του. Τότε συνέβη το εξής περιστατικό, που το γνωρίζω από την προφορική παράδοση του χωριού μου (Αποδούλου Αμαρίου), που γειτονεύει με την περιοχή, και είναι καταγεγραμμένο και στο βιβλίο Η Παναγία Καλυβιανή και τα ιδρύματα, Μοίρες Ηρακλείου 1978, σελ. 12:
Ο ιδιοκτήτης αγάς είχε ένα παιδί παράλυτο στο κρεβάτι πολλά χρόνια και δεν υπήρχε ελπίδα να θεραπευθεί. Η Χανούμ και μητέρα του παιδιού ήταν ευσεβής στη θρησκεία της και στον ύπνο της τής παρουσιάστηκε η Παναγία και της έδωσε παραγγελία να σκουπίσει την εκκλησία που βάζει το άλογό του ο αγάς και ύστερα να θυμιάσει και με αυτά θα γίνει καλά το παιδί της.
Στην αρχή δεν πίστεψε, αλλά της παρουσιάστηκε τρεις φορές. Φοβόταν τον άνδρα της και δεν είπε τίποτε. Αποφάσισε όμως να εκτελέσει την παραγγελία μόνη της. Πήγε, σκούπισε την εκκλησία, την καθάρισε και θύμιασε, χωρίς να τη δει κανείς. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, το παράλυτο παιδί έλειπε από το κρεβάτι του.
Θυμήθηκε τα λόγια της μαυροφόρας [της Παναγίας] και άρχισε να αδημονεί. Ρώτησε τις γειτόνισσες αν είδαν το παιδί της κι εκείνες ξαφνιάστηκαν, γιατί ήξεραν πως το παιδί ήταν παράλυτο στο κρεβάτι.
Ξαφνικά παρουσιάστηκε μια γειτόνισσα και ανάγγειλε ότι το παράλυτο παιδί είναι με την υγεία του και παίζει με τα άλλα παιδιά στην πλατεία, ψηλά στον Κούλε του χωριού. Έτρεξε η μητέρα του και το βρήκε υγιέστατο και χαρούμενο. Κατάλαβε το θαύμα και δόξαζε το Θεό.
Ο αγάς δεν άργησε να φανεί. Είδε την κίνηση και εκστατικός πληροφορήθηκε από τη γυναίκα του τα συμβάντα. «Δε σου είπα τίποτα, γιατί φοβήθηκα». Τότε ο αγάς με ευλάβεια προσευχήθηκε και ομολόγησε ότι είναι αληθινή η πίστη των Ρωμιών, κάνοντας συγχρόνως και τη δήλωση ότι παραχωρεί την εκκλησία στους χριστιανούς με όλη τη γύρω περιοχή. Οι φανατικοί Τούρκοι των Καλυβίων δεν το άκουσαν αυτό με ευχαρίστηση και κατηγορούσαν τον αγά πως έγινε χριστιανός και μάλιστα άρχισαν να τον ονομάζουν από τότε ειρωνικά «παπά Μανώλη».
vatopaidi