Ο Κεμάλ και οι ομοϊδεάτες του ήταν μια συμμορία, μια ομάδα δολοφόνων, που έπαιρναν δύναμη από τα εγκλήματά τους
Από τον
Σάββα Καλεντερίδη
Σάββα Καλεντερίδη
Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από τότε που ο Μουσταφά Κεμάλ, με βίζα που πήρε για τον εαυτό του και για τους συντρόφους του αξιωματικούς από τον Αγγλο στρατιωτικό επίτροπο που ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, απέπλευσε με πλοιάριο από τη Βασιλεύουσα, για να αποβιβαστεί τις 19 Μαΐου στη μαρτυρική Αμισό και να αρχίσει από εκεί η τελευταία και πιο άγρια φάση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Και την ονομάζουμε «μαρτυρική», γιατί η Αμισός και η περιφέρειά της αποτέλεσαν το επίκεντρο των σφαγών των Ελλήνων από τους Τούρκους ατάκτους και από τους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς των Νεοτούρκων ήδη από το 1914.
Ομως, πριν προχωρήσουμε σε ένα εν πολλοίς άγνωστο θέμα, απλά να σημειώσουμε και να υπογραμμίσουμε ότι οι Αγγλοι που έδωσαν βίζα στον Μουσταφά Κεμάλ για να αποβιβαστεί με ένα στρατιωτικό απόσπασμα στην Αμισό είναι οι ίδιοι Αγγλοι που, λίγες ημέρες πριν, άναβαν το πράσινο φως στην Ελλάδα να αποβιβάσει στρατό στη Σμύρνη, την παρουσία του οποίου επικαλέστηκε ο Κεμάλ ως άλλοθι για να ξεκινήσει τον «απελευθερωτικό αγώνα» και να ζήσουμε όλα όσα ζήσαμε με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό.
Το παιχνίδι που παίχτηκε στη Μικρά Ασία από τους Αγγλους θυμίζει μια τουρκική παροιμία, η οποία λέει «tavşana kaç, tazıya tut», που σημαίνει «λέει στον λαγό “φύγε’’ και στο λαγωνικό “πιάσ’ τον’’»!
Και, επειδή υπάρχει άλλη μια απάτη με τον Κεμάλ και τους κεμαλιστές, ήλθε η ώρα να την ξεσκεπάσουμε.
Διατείνονται ότι έκαναν αντιιμπεριαλιστικό αγώνα εναντίον των χωρών που είχαν καταλάβει την Ανατολία μετά την ήττα των Νεοτούρκων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή, εναντίον της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας, που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη κατόπιν στήριξης της Αγγλίας.
Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μουσταφά Κεμάλ συνεργάστηκε με τους Σοβιετικούς, τους Αγγλους, τους Γάλλους και τους Ιταλούς, δεν έριξε ούτε μία σφαίρα εναντίον τους και εξασφάλισε τη στήριξη όλων των παραπάνω για να στραφεί εναντίον των «πραγματικών εχθρών». Με τον τρόπο αυτόν κατόρθωσε να προετοιμαστεί κατάλληλα, να εξοπλιστεί με τη βοήθεια όλων των συμμάχων του και στη συνέχεια να πολεμήσει μόνο εναντίον των Ελλήνων και όσων Αρμενίων είχαν απομείνει από τη Γενοκτονία του 1915, ολοκληρώνοντας τη «μεγάλη αποστολή» που παρέλαβε από τους Νεοτούρκους, η οποία ήταν η «εκκαθάριση» της Ανατολίας από Ελληνες, Αρμενίους και Ασσυρίους.
Ενα μεγάλο ψέμα, λοιπόν, είναι η αριστεροσύνη και ο αντιιμπεριαλισμός του Μουσταφά Κεμάλ και των ομοϊδεατών του, που τα επικαλούνται με κομπορρημοσύνη μέχρι σήμερα. Μια συμμορία ήταν, μια ομάδα εγκληματιών, που έπαιρναν δύναμη από τα εγκλήματά τους και πίστευαν στην «ανωτερότητα της τουρκικής φυλής». Ηταν οι πρόδρομοι του Χίτλερ και των ναζί.
Επίσης, αυτό που είναι άγνωστο στους περισσότερους μελετητές του Ποντιακού Ζητήματος -και μας το έκανε γνωστό ο Τραπεζούντιος αγωνιστής της δημοκρατίας Ταμέρ Τσιλιγκίρ- είναι ότι ο Μουσταφά Κεμάλ, επειδή διαπίστωσε το μέγεθος της αντίστασης των Ελλήνων του Πόντου στην επιχείρηση εξολόθρευσής τους, η οποία ξεκίνησε από τους Νεοτούρκους το 1914, αποφάσισε τη σύσταση μιας νέας στρατιάς, της Κεντρικής Στρατιάς (Merkez Ordusu), με έδρα την Αμάσεια, για να την πνίξει στο αίμα.
Ιδρύθηκε με απόφαση της «Εθνοσυνέλευσης του Μεγάλου Τουρκικού Εθνους» το 1920 και διαλύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1922, μετά την ίδρυση της 1ης και της 2ης Στρατιάς και αφού είχε ήδη εξαλειφθεί η «απειλή» που συνιστούσαν οι αντάρτες του Πόντου.
Επικεφαλής της ορίστηκε ο Νουρετίν πασάς, ο οποίος κατηγορήθηκε από ορισμένους δημοκράτες βουλευτές της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης για τα εγκλήματα που διέπραξε εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου. Αποφασίστηκε η παραπομπή του σε δίκη, κάτι που αποφεύχθηκε έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Μουσταφά Κεμάλ, γεγονός που αποδεικνύει την ενοχή και του ιδίου στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τον Νουρετίν πασά εναντίον των Ελλήνων στον Πόντο. Στη συνέχεια, όχι μόνο απαλλάχθηκε, όχι μόνο δεν παραπέμφθηκε για τα εγκλήματά του, αλλά του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του διοικητή της 1ης Στρατιάς και του νομάρχη Σμύρνης, όταν ο τουρκικός στρατός μπήκε στην πόλη στις 9 Σεπτεμβρίου 1922. Ηταν εκείνος που αποφάσισε την πυρπόληση της πόλης και το λιντσάρισμα του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου.
Με άλλα λόγια, αφού τον αθώωσε ο Μουσταφά Κεμάλ για τα εγκλήματά του εναντίον των Ελλήνων του Πόντου, συνέχισε τα εγκλήματά του στη Σμύρνη και την Ιωνία, εναντίον των Αρμενίων και του Ελληνισμού της περιοχής.
Μελετώντας τα τουρκικά αρχεία και το έργο ερευνητών όπως ο Ταμέρ Τσιλιγκίρ, διαπιστώνει κανείς ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, πολύ έργο, για να αποκαλύψουμε τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Νεότουρκοι, ο Κεμάλ και οι κεμαλικοί εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Με τη συμπλήρωση 100 χρόνων, παρατηρείται μια κινητικότητα σε επίπεδο πνευματικών αλλά και απλών ανθρώπων γύρω από το θέμα.
Εχουμε ευθύνη να κινητοποιήσουμε την ελληνική κοινωνία, αλλά και τη διεθνή κοινότητα γύρω από αυτό το τεράστιο θέμα.
Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, να αποκαλύψουμε τα εγκλήματα, γιατί το «θηρίο» που γεννά γενοκτονίες είναι ζωντανό στην Αφρίν, στο τουρκοκρατούμενο Κουρδιστάν, στα Κατεχόμενα, στο Αιγαίο, στη Θράκη...
Και το φως της αποκάλυψης είναι το μόνο «όπλο» που μπορεί να το σκοτώσει.
«Καμίαν ‘κ’ εν αργός» έλεγαν οι πρόγονοί μας.
Και την ονομάζουμε «μαρτυρική», γιατί η Αμισός και η περιφέρειά της αποτέλεσαν το επίκεντρο των σφαγών των Ελλήνων από τους Τούρκους ατάκτους και από τους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς των Νεοτούρκων ήδη από το 1914.
Ομως, πριν προχωρήσουμε σε ένα εν πολλοίς άγνωστο θέμα, απλά να σημειώσουμε και να υπογραμμίσουμε ότι οι Αγγλοι που έδωσαν βίζα στον Μουσταφά Κεμάλ για να αποβιβαστεί με ένα στρατιωτικό απόσπασμα στην Αμισό είναι οι ίδιοι Αγγλοι που, λίγες ημέρες πριν, άναβαν το πράσινο φως στην Ελλάδα να αποβιβάσει στρατό στη Σμύρνη, την παρουσία του οποίου επικαλέστηκε ο Κεμάλ ως άλλοθι για να ξεκινήσει τον «απελευθερωτικό αγώνα» και να ζήσουμε όλα όσα ζήσαμε με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό.
Το παιχνίδι που παίχτηκε στη Μικρά Ασία από τους Αγγλους θυμίζει μια τουρκική παροιμία, η οποία λέει «tavşana kaç, tazıya tut», που σημαίνει «λέει στον λαγό “φύγε’’ και στο λαγωνικό “πιάσ’ τον’’»!
Και, επειδή υπάρχει άλλη μια απάτη με τον Κεμάλ και τους κεμαλιστές, ήλθε η ώρα να την ξεσκεπάσουμε.
Διατείνονται ότι έκαναν αντιιμπεριαλιστικό αγώνα εναντίον των χωρών που είχαν καταλάβει την Ανατολία μετά την ήττα των Νεοτούρκων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή, εναντίον της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας, που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη κατόπιν στήριξης της Αγγλίας.
Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μουσταφά Κεμάλ συνεργάστηκε με τους Σοβιετικούς, τους Αγγλους, τους Γάλλους και τους Ιταλούς, δεν έριξε ούτε μία σφαίρα εναντίον τους και εξασφάλισε τη στήριξη όλων των παραπάνω για να στραφεί εναντίον των «πραγματικών εχθρών». Με τον τρόπο αυτόν κατόρθωσε να προετοιμαστεί κατάλληλα, να εξοπλιστεί με τη βοήθεια όλων των συμμάχων του και στη συνέχεια να πολεμήσει μόνο εναντίον των Ελλήνων και όσων Αρμενίων είχαν απομείνει από τη Γενοκτονία του 1915, ολοκληρώνοντας τη «μεγάλη αποστολή» που παρέλαβε από τους Νεοτούρκους, η οποία ήταν η «εκκαθάριση» της Ανατολίας από Ελληνες, Αρμενίους και Ασσυρίους.
Ενα μεγάλο ψέμα, λοιπόν, είναι η αριστεροσύνη και ο αντιιμπεριαλισμός του Μουσταφά Κεμάλ και των ομοϊδεατών του, που τα επικαλούνται με κομπορρημοσύνη μέχρι σήμερα. Μια συμμορία ήταν, μια ομάδα εγκληματιών, που έπαιρναν δύναμη από τα εγκλήματά τους και πίστευαν στην «ανωτερότητα της τουρκικής φυλής». Ηταν οι πρόδρομοι του Χίτλερ και των ναζί.
Επίσης, αυτό που είναι άγνωστο στους περισσότερους μελετητές του Ποντιακού Ζητήματος -και μας το έκανε γνωστό ο Τραπεζούντιος αγωνιστής της δημοκρατίας Ταμέρ Τσιλιγκίρ- είναι ότι ο Μουσταφά Κεμάλ, επειδή διαπίστωσε το μέγεθος της αντίστασης των Ελλήνων του Πόντου στην επιχείρηση εξολόθρευσής τους, η οποία ξεκίνησε από τους Νεοτούρκους το 1914, αποφάσισε τη σύσταση μιας νέας στρατιάς, της Κεντρικής Στρατιάς (Merkez Ordusu), με έδρα την Αμάσεια, για να την πνίξει στο αίμα.
Ιδρύθηκε με απόφαση της «Εθνοσυνέλευσης του Μεγάλου Τουρκικού Εθνους» το 1920 και διαλύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1922, μετά την ίδρυση της 1ης και της 2ης Στρατιάς και αφού είχε ήδη εξαλειφθεί η «απειλή» που συνιστούσαν οι αντάρτες του Πόντου.
Επικεφαλής της ορίστηκε ο Νουρετίν πασάς, ο οποίος κατηγορήθηκε από ορισμένους δημοκράτες βουλευτές της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης για τα εγκλήματα που διέπραξε εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου. Αποφασίστηκε η παραπομπή του σε δίκη, κάτι που αποφεύχθηκε έπειτα από προσωπική παρέμβαση του Μουσταφά Κεμάλ, γεγονός που αποδεικνύει την ενοχή και του ιδίου στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τον Νουρετίν πασά εναντίον των Ελλήνων στον Πόντο. Στη συνέχεια, όχι μόνο απαλλάχθηκε, όχι μόνο δεν παραπέμφθηκε για τα εγκλήματά του, αλλά του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του διοικητή της 1ης Στρατιάς και του νομάρχη Σμύρνης, όταν ο τουρκικός στρατός μπήκε στην πόλη στις 9 Σεπτεμβρίου 1922. Ηταν εκείνος που αποφάσισε την πυρπόληση της πόλης και το λιντσάρισμα του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου.
Με άλλα λόγια, αφού τον αθώωσε ο Μουσταφά Κεμάλ για τα εγκλήματά του εναντίον των Ελλήνων του Πόντου, συνέχισε τα εγκλήματά του στη Σμύρνη και την Ιωνία, εναντίον των Αρμενίων και του Ελληνισμού της περιοχής.
Μελετώντας τα τουρκικά αρχεία και το έργο ερευνητών όπως ο Ταμέρ Τσιλιγκίρ, διαπιστώνει κανείς ότι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, πολύ έργο, για να αποκαλύψουμε τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Νεότουρκοι, ο Κεμάλ και οι κεμαλικοί εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Με τη συμπλήρωση 100 χρόνων, παρατηρείται μια κινητικότητα σε επίπεδο πνευματικών αλλά και απλών ανθρώπων γύρω από το θέμα.
Εχουμε ευθύνη να κινητοποιήσουμε την ελληνική κοινωνία, αλλά και τη διεθνή κοινότητα γύρω από αυτό το τεράστιο θέμα.
Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, να αποκαλύψουμε τα εγκλήματα, γιατί το «θηρίο» που γεννά γενοκτονίες είναι ζωντανό στην Αφρίν, στο τουρκοκρατούμενο Κουρδιστάν, στα Κατεχόμενα, στο Αιγαίο, στη Θράκη...
Και το φως της αποκάλυψης είναι το μόνο «όπλο» που μπορεί να το σκοτώσει.
«Καμίαν ‘κ’ εν αργός» έλεγαν οι πρόγονοί μας.