Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Σε έναν ορεινό αγώνα, τότε οπου ο χειρότερος στρατιώτης ήταν ο καλύτερος σημερινός καταδρομέας

Οι επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού κατά τον Ελληνοιταλικό Πόλεμο δεν ήταν τυχαίες.
Ο ΧΩΡΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Η ευρύτερη περιοχή, όπου έλαβαν χώρα οι Επιχειρήσεις του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου, ορίζεται από τη γραμμή Αυλώνας - Πόγραδετς προς τα βορειοδυ­τικά και την Ελληνο-αλβανική μεθόριο προς τα νοτιοανατολικά. Η περιοχή αυτή αποτελείται από πολλές παράλληλες οροσειρές που ακολουθούν τη γενική κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατο­λικά. Οι περισσότερες απ' αυτές είναι δύσβατες και ακάλυπτες, ενώ μερικές κορυφές τους υπερβαίνουν τα 2.000 μέτρα. Μεταξύ αυτών των οροσειρών σχηματίζονται οι στενές κοιλάδες των ποταμών Αώου, Σαρανταπόρου, Καλαμά, Δρίνου και Δεβόλη
Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της περιοχής αυτής το 1940 ήταν φτωχό και επιπλέον μεταξύ της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου δεν υπήρχε οδική αρτηρία, γιατί παρεμβάλλεται ο ορεινός όγκος της Πίνδου. Έτσι, το όλο Θέατρο Επιχειρήσεων δημιουργούσε δυσκολίες όχι μόνο στη- στρα­τηγική συγκέντρωση του Στρατού, αλλά και στον ανεφοδιασμό και τις διακομιδές.
Το γεγονός αυτό επέβαλλε το διαχωρι­σμό του Θεάτρου Επιχειρήσεων και από τους δύο αντιπάλους σε δύο τμήματα, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με τον ορεινό τομέα της Πίνδου.
Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της Ηπείρου μέχρι την Πρέβεζα και τα νησιά του Ιονί­ου Πελάγους, με ταυτόχρονη ενέργεια από τα βορειοδυτικά, δια μέσου του ορει­νού όγκου της Πίνδου. Στη συνέχεια, την ταχεία προέλαση δύο ισχυρών φαλάγγων προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για την κατάληψη ολόκληρης της χώρας.
Για το σκοπό αυτό οι Ιταλοί διέθεταν:
* Το XXV Σώμα Στρατού (42.000 άνδρες) με δύο μεραρχίες Πεζικού («Φερράρα» και «Σιένα»), μία τεθωρακισμένη («Κενταύρων») και μία Ιππικού προσανα­τολισμένες προς την Ήπειρο.
* Το XXVI Σώμα Στρατού (44.000 άν­δρες) με τρεις μεραρχίες Πεζικού («Πάρμα», «Πιεμόντε», «Βενέτσια»), προσανατο­λισμένες προς τη Δυτική Μακεδονία και την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζού­λια» (10.800 άνδρες) που βρισκόταν μετα­ξύ των δύο παραπάνω Σωμάτων Στρατού, απέναντι στον τομέα της Πίνδου, ανάμεσα στις οροσειρές Σμόλικα και Γράμμου.
Το ελληνικό σχέδιο επιχειρήσεων, που καταρτίστηκε μετά την κατάληψη της Αλ­βανίας από τους Ιταλούς και ίσχυε στις 28 Οκτωβρίου 1940, ήταν βασικά αμυντικό και αντιμετώπιζε κατά περίπτωση, είτε ταυτόχρονη βουλγαρική και ιταλική επί­θεση η μόνο ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας. Επιθετική ενέργεια θα αναλαμ­βανόταν σε δεύτερο στάδιο και εφόσον θα είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις για το σκοπό αυτό.
Ειδικότερα προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα είχαν διατεθεί:
Στην Ήπειρο η VIII Μεραρχία Πεζι­κού (15 τάγματα Πεζικού).
Στη Δυτική Μακεδονία το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας με την ΙΧ Μεραρχία και την IV Ταξιαρχία Πεζικού σε πρώτο κλιμάκιο και την Ι Μεραρχία και την V Ταξιαρχία Πεζικού σε δεύτερο κλιμάκιο.
Στον Τομέα της Πίνδου το Από­σπασμα Πίνδου δυνάμεως περίπου ενός συντάγματος Πεζικού (51ο Σύνταγμα Πεζι­κού και 11/2 ορεινή πυροβολαρχία).
Συνολικά οι ελληνικές δυνάμεις ανέρ­χονταν σε 35.000 άνδρες.
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΕΩΣ 28 ΟΚΤ-13 ΝΟΕ 1940
Η αιφνιδιαστική εισβολή των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος άρχισε από τις 0530 της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κύρια προσπάθεια στην Ήπειρο και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από το Ιόνιο μέχρι το όρος Γράμμος.
Στο μέτωπο της Ηπείρου η VIII Μεραρ­χία πέτυχε να αναχαιτίσει τον αντίπαλο στην προωθημένη αμυντική τοποθεσία Ελαίας (Καλπάκι) - Καλαμά. Η μόνη επι­τυχία των Ιταλών ήταν να διεισδύσουν σχετικά βαθιά στον παραλιακό τομέα χω­ρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, ένεκα της απειλής αποκοπής τους σε περί­πτωση συνεχίσεως της προελάσεως.
Στον τομέα της Πίνδου επίσης, οι ελ­ληνικές δυνάμεις, εξαιτίας της συντριπτι­κής υπεροχής των Ιταλών, εξαναγκάστη­καν να συμπτυχθούν σε σχετικά μεγάλο βάθος. Με την εσπευσμένη όμως συ­γκέντρωση των διαθέσιμων δυνάμεων και την αυθόρμητη συμπαράσταση και βοήθεια των κατοίκων της Πίνδου, οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να περισφίξουν και να εξαλείψουν στη συνέχεια τον ιταλικό θύλακα.
Παράλληλα στη Βορειοδυτική Μακεδο­νία οι ελληνικές δυνάμεις, από τις πρώτες ημέρες της ιταλικής επιθέσεως, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και πέτυχαν να καταλάβουν σημαντικά εδα­φικά σημεία πέρα από τα σύνορα.
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ 14 ΝΟΕ 1940 - 6 ΙΑΝ 1941
Κατά τη δεύτερη περίοδο του Πο­λέμου, από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέ­χρι τις 6 Ιανουαρίου 1941, ο Ελληνικός Στρατός ανέλαβε γενική αντεπίθεση για την πλήρη αποκατάσταση και σε βάθος εξασφάλιση της ακεραιότητας του εθνι­κού εδάφους με εντυπωσιακά αποτελέ­σματα.
Έτσι, στο Νότιο τομέα, οι ελληνικές δυνάμεις δημιούργησαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πλήρη διάνοιξη της κοιλάδας του Σιούσιτσα ποταμού και τη συνέχιση της προελάσεως προς τον Αυλώνα που ήταν και το μεγαλύτερο λιμάνι ανεφοδιασμού των ιταλικών δυνάμεων.
Στον Κεντρικό τομέα, παρά την ισχυ­ρή αντίσταση των Ιταλών, πέτυχαν να φτάσουν μέχρι τέλος Δεκεμβρίου στην Κλεισούρα και να έχουν ετοιμότητα να καταλάβουν τον ομώνυμο οδικό κόμβο.
Στο Βόρειο τομέα, κατέλαβαν το ζωτικό κόμβο της Κορυτσάς, τον οποίο εξασφάλισαν, μετά από σκληρό αγώνα από τα δυτικά και βορειοδυτικά.
Κατά την περίοδο αυτή η Ελληνική Διοίκηση ενέπλεξε επτά νέες μεραρχίες Πεζικού (ΙΙ, ΙΙΙ, IV, X, XIII και XVII), ενώ οι Ιταλοί ενισχύθηκαν με οκτώ μεραρχίες Πεζικού (2η - Αλπινιστών «Τριντεντίνα», 4η - Αλπινιστών «Κουνεένσε», 11η - «Μπρένερο», 33η - «Ακουι», 37η - «Μοντένα», 48η - «Τάρο», 50η - Αλπινιστών «Πουστερία», 53η - «Αρέτζο» καθώς και μεγάλο αριθμό διαφόρων άλλων μονάδων δυνάμεως συντάγματος ή τάγματος.
 
ΟΙ ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΑΡΙΝΗ ΕΠΙθΕΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ 7 ΙΑΝ - 26 ΜΑΡ 1941
Στο χρονικό διάστημα από 7 Ιανουαρί­ου -26 Μαρτίου 1941 έγιναν στον Κεντρι­κό τομέα του μετώπου οι σκληρότεροι και πιο αιματηροί αγώνες μεταξύ των αντίπαλων δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια του πολέμου (βλέπε Σχεδιάγραμμα 4).
Οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν, ύστε­ρα από σκληρές μάχες, το σημαντικό συ­γκοινωνιακό κόμβο της Κλεισούρας, τον οποίο και εξασφάλισαν με αγώνες που συνεχίστηκαν παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τις δυσχέρειες ανεφοδιασμού των μονάδων και τα κρούσματα παγοπληξίας που υπερέβαιναν τις απώλειες μάχης.
Οι Ιταλοί, αποδίδοντας ιδιαίτερη ση­μασία στο ζωτικό αυτό χώρο, επιχεί­ρησαν να ανακαταλάβουν την Κλεισού­ρα χωρίς όμως επιτυχία.
Το σημαντικότερο γεγονός στην Τρίτη αυτή περίοδο του Ελληνο-ιταλικού Πολέ­μου υπήρξε η μεγάλη «Εαρινή» επίθεση του Ιταλικού Στρατού. Η ιταλική επίθεση άρχισε το πρωί της 9ης Μαρτίου και συνεχίστηκε με αμείωτη σφοδρότητα μέχρι τις 14 Μαρτίου χωρίς όμως να σημειώσει καμιά επιτυχία, χάρη στο ακατάβλητο θάρρος και την αυτοθυσία των Ελλήνων μαχητών, οι οποίοι δεν παραχώρησαν ούτε σπιθαμή ελληνικού εδάφους στους επιτιθέμενους Ιταλούς.
Πριν αναχωρήσει ο Μουσολίνι από τα Τίρανα για τη Ρώμη, είπε στο Στρατηγό Πρίκολο: «Σας εκάλεσα διότι απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις την Ρώμην. Αηδίασα απ' αυτό το περιβάλλον. Δεν επροχωρήσαμεν ούτε- βήμα. Μέχρι τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους (Σ.Σ. εννο­εί τους στρατιωτικούς αρχηγούς του). Απόψε υπέβαλα λεπτομερή έκθεσιν επί της καταστάσεως, εις τον Βασιλέα».
Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλά­δας στις 6 Απριλίου 1941 λύτρωσε τελικά τις ιταλικές δυνάμεις από την ήττα που υπέστησαν στα ηπειρωτικά βουνά, σ' ένα τραχύ εδαφοκλιματολογικό περιβάλλον.
 
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΟΙΤΑΛΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ο Ελληνο-ιταλικός Πόλεμος ήταν κατ' εξοχήν πόλεμος ορεινού αγώνα. Ο Ελληνι­κός Στρατός αντιμετώπισε με περιορισμέ­να μέσα άμυνας σε ορεινό και δύσβατο έδαφος Στρατό μεγάλης ευρωπαϊκής δυνάμεως, εφοδιασμένο με σύγχρονα μέσα και ιδιαίτερα με άρματα μάχης και ισχυρή αεροπορία.
Παρ' όλα αυτά οι επιθετικές επιχειρή­σεις που ανέλαβαν οι ελληνικές δυνάμεις από τις 14 Νοεμβρίου 1940 στέφθηκαν με επιτυχία. Δεν έγινε όμως δυνατή η πραγματοποίηση ευρείας εκμεταλλεύσε­ως των επιτυχιών αυτών, αν και παρουσιά­στηκαν ευκαιρίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά αποτελέσματα, γιατί ο Ελληνικός Στρατός στερούνταν τεθωρακισμένων και ταχυκίνητων μέ­σων ενώ η Ιταλική Αεροπορία σχεδόν κυριαρχούσε στον αέρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατάληψη της Κορυτσάς, όπως αναφέρεται στην Έκθε­ση Πεπραγμένων του Διοικητή του Γ Σώματος Στρατού:
«Η Κορυτσά κατελήφθη στις 1800 της 22ης Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή (ένατη ημέρα της επιθέσεως).
Αναμφισβήτητα η Κορυτσά ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις 19 Νοεμβρίου οποια­δήποτε ημέρα μέχρι τις 22 Νοεμβρίου.
Κατελήφθη όμως το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου για να μην είναι αμφίβολη η διατήρηση της. Διατρέχουμε, εξαιτίας της ελλείψεως αντιαρματικών μέσων, τον κίν­δυνο να υποστούμε επιθετική επιστροφή του εχθρού με αρματικά μέσα και να εγκαταλείψουμε προς στιγμήν την πόλη, οπότε η απήχηση θα ήταν χείριστη για την ψυχοσύνθεση του Έλληνα μαχητή. Εξαιτίας αυτού καταλαμβάναμε τα σημεία που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε ασφαλώς και τα οποία μας παρείχαν βάσεις για την παραπέρα προχώρηση μας».
 Η αδυναμία αυτή ανάγκαζε τις ελληνικές δυνάμεις να αποφεύγουν τις πεδινές ζώνες και να κινούνται ελισσόμενες κυρίως δια μέσου ορεινών διαβάσεων, όπως κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη των ορεινών όγκων Μοράβα - Ιβάν, όπου η κύρια προ­σπάθεια του Γ Σώματος Στρατού εκδηλώ­θηκε σε έδαφος πολύ δύσβατο και ορεινό. Έτσι, οι ελληνικές δυνάμεις απέφευγαν την επέκταση της επιθέσεως κατά μήκος του πεδινού διαδρόμου της άνω κοιλάδας του Δεβόλη ποταμού επειδή, λόγω της παντε­λούς έλλειψης τεθωρακισμένων μέσων και της ανεπάρκειας αντιαρματικών, υπήρχε άμεσος κίνδυνος πλευροκόπησης των ελληνικών δυνάμεων στον πεδινό διάδρομο από τα εχθρικά άρματα μάχης. Επιπλέον, ο Δεβόλης ποταμός που περιβάλλει το όρος Μοράβα, παρουσίαζε σοβαρό εμπόδιο στην κίνηση των στρατευμάτων γιατί οι απότομες όχθες και το βάθος του τον καθιστούσαν βατό σε ελάχιστα σημεία, τα οποία μάλιστα ήταν ισχυρά προστατευμένα.
Αποτέλεσμα της κίνησης μέσω ορει­νών διαβάσεων ήταν η επιμήκυνση των φαλάγγων, η επαύξηση της κόπωσης των ανδρών και των κτηνών και η δη­μιουργία δυσχερειών στους ανεφοδια­σμούς και τις διακομιδές.
Για την αντιμετώπιση των πράγματι βα­σανιστικών αυτών προβλημάτων των μαχό­μενων τμημάτων χρειάστηκε πολλές φορές να χρησιμοποιηθούν και ομάδες από χωρι­κούς, γυναίκες και παιδιά ακόμη της Πίνδου, της Ηπείρου και οι Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου που προσέρχονταν αυθόρμητα και μετέφεραν στους ώμους τους τα φορτία, κινούμενοι σε δύσβατα εδάφη κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στην Έκθεση του ΙΙΙ Γραφείου του Επιτελείου του Β' Σώματος Στρατού σημειώνεται:
«Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς γυ­ναίκες, μικρά παιδιά, γέροντες και γριές να μεταφέρουν, πορευόμενοι όλη την ημέρα, πάνω σε μικρά υποζύγια, όνους και ημίονους και στους ώμους τους τρόφιμα για τον μαχόμενο Στρατό με πρόσωπα χαρωπά και με φανατικό ενθουσιασμό».
 Έτσι, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών παρουσίαζαν στους Έλληνες στρατιώτες που ήδη μάχονταν με σθένος και απα­ράμιλλο ψυχικό μεγαλείο ένα λαμπρό παράδειγμα πατριωτισμού, αυτοθυσίας και μαχητικότητας.
Αντίθετα, στις πεδινές ζώνες ο αντίπα­λος, χάρη στα μηχανοκίνητα μέσα που διέ­θετε, κατόρθωνε να αποσύρεται γρήγορα και να εγκαθίσταται οπουδήποτε αλλού με σχετική άνεση, ενώ στις ορεινές περιοχές επιβράδυνε την ελληνική προώθηση με λίγες σχετικά δυνάμεις. Επιπλέον, οι νεοεμπλεκόμενες στον αγώνα ιταλικές μονάδες, μεταφέρονταν γρήγορα στο μέτωπο με αυτοκίνητα, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές, στερούμενες τέτοιων μεταφορικών μέσων, έφταναν στο μέτωπο ύστερα από μακρινές νυχτερινές πορείες (250-400 χιλιόμετρα), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λάβουν αμέσως μέρος στον αγώνα.
Στο ημερολόγιο Επιχειρήσεων της ΙΙ Μεραρχίας από 28 Οκτωβρίου 1940 μέ­χρι 22 Ιανουαρίου 1941 διαβάζουμε:
 «Τόσο οι άνδρες, όσο και τα κτήνη που έφτασαν οδικώς από την περιοχή της Καλα­μπάκας και του Βόλου, συνεχώς πορευόμενοι, είχαν υπέρμετρα καταπονηθεί. Τέτοια ήταν μάλιστα η καταπόνηση των κτηνών, ώστε τα περισσότερα από αυτά ήταν ανίκανα να βαστάζουν τους φόρτους τους, επειδή είχαν υποστεί τη δυσμενή επίδραση των καιρικών συνθηκών, της κακής διατροφής και της άθλιας καταστάσεως του οδικού δικτύου. Οι άνδρες όμως, παρά τις συνεχείς βροχές και την εν γένει κακοκαιρία, διατηρούν αμείωτο το ηθικό τους και καταβάλλουν υπέρμετρες προσπάθειες, για να φέρουν σε αίσιο πέρας τον αγώνα που έχει αναληφθεί».
Στον τομέα της Υγειονομικής Υπηρεσί­ας, εξαιτίας του αγώνα σε ιδιαίτερα ορει­νό έδαφος, αρχικά παρουσιάστηκαν πολ­λές δυσχέρειες και προβλήματα. Από την Έκθεση του Διευθυντή της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Τμήματος Στρατιάς Ηπεί­ρου (ΤΣΗ), από τις 18 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι τη διάλυσή του, διαβάζουμε:
«... Η φύσις του εδάφους και η τακτική του πολέμου ιδίως με τας αεροπορικός επιδρομάς, ως και αι εκτάσεις των τομέων εκάστης μεραρχίας εκώλυον την ταχείαν και έγκαιρον ιατρικήν περίθαλψιν των τραυ­ματιών και ασθενών ...». Στη συνέχεια όμως, για την εξυπηρέτηση των ανα­γκών του Στρατού ενισχύθηκαν τα στρα­τιωτικά νοσοκομεία, δημιουργήθηκαν νέα, αναπτύχθηκαν νοσηλευτικοί σχη­ματισμοί εκστρατείας, ορεινά χειρουρ­γεία, μετακινήθηκαν ανεφοδιαστικά όργανα και συστάθηκαν ειδικά σώματα διακομιδής. Οι διακομιδές πραγματοποιούνταν κατ' ανάγκη τη νύχτα για την αποφυγή των αεροπορικών επιδρομών, με αποτέλεσμα τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις για τους διακομιζόμενους και το προσωπικό.
Τέλος, η υγειονομική υποστήριξη των μαχομένων υπήρξε αρ­κετά ικανοποιητική και με τη βοήθεια του Υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας, την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών των Αδελφών Νοσοκόμων, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, διαφόρων οργανώ­σεων και συλλόγων και τέλος πολλών επώνυμων και ανώνυμων Ελληνίδων.
Ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε και στους δύο αντιμα­χόμενους εξαιτίας του ορεινού εδάφους, του ύψους του χιονιού και του πολικού ψύχους που επικρατούσε, ήταν τα κρυο­παγήματα που τις περισσότερες φορές προκαλούσαν μεγαλύτερες απώλειες απ' αυτές των σκληρών μαχών (25.000 Έλληνες - 22.000 Ιταλοί παγόπληκτοι). Στην Έκθεση της Διευθύνσεως Υγειονομι­κής Υπηρεσίας του Γενικού Στρατηγείου αναφέρεται συγκεκριμένα:
 «... Καθ' όλον το εξάμηνον διάστημα διεκομίσθησαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) σχεδόν τραυματίαι, παγόπληκτοι και ασθενείς ήτοι αναλυτι­κώς τριάκοντα χιλιάδες (30.000) περίπου τραυματιαι, είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) παγόπληκτοι και είκοσι χιλιάδες (20.000) ασθενείς...». Εξάλλου στην Έκθεση Πολεμι­κών Πεπραγμένων της XVII Μεραρχίας Πεζικού (28 Οκτ - 28 Δεκ 1940), που δρούσε στο όρος Κάμια αναφέρεται: «8 Δεκεμβρίου Ο καιρός εξακολουθεί ψυχρός με-χιόνια και ομίχλη. Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες υποφέρουν με καρτερικότητα άξιοι ιδιαίτερου θαυμασμού το δριμύ αυτό ψύχος, του οποίου συνέπεια είναι ο πολλαπλασιασμός των κρυοπαγημάτων αξιωματικών και οπλι­τών και οι συνεχείς απώλειες των κτηνών, ειδών οπλισμού και παντοειδούς υλικού».
Από ελληνικής πλευράς, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, το πρόβλημα αντι­μετωπίστηκε με επιτυχία με τη χρήση λιπαντικών ουσιών και ειδικών μάλλινων επιδέσμων και καλτσών, που κατά χιλιά­δες οι Ελληνίδες κάθε ηλικίας έπλεκαν και έστελναν στο μέτωπο.
Οι επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού κατά τον Ελληνοιταλικό Πόλεμο δεν ήταν τυχαίες. Ήταν αποτέλεσμα της άρτιας προ­παρασκευής και του υψηλού ηθικού μαχη­τών και λαού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελλείψεις που παρουσιάστηκαν αρχικά σε όλμους, αντιαεροπορικό και κυρίως αντιαρ­ματικό πυροβολικό οφείλονταν ιδίως στην αδυναμία εξεύρεσης πηγών προμήθειας από το εξωτερικό, εξαιτίας της εμπλοκής των προμηθευτριών χωρών στον Πόλε­μο. Άρματα είχαν παραγγελθεί συνολικά δεκατέσσερα, 6-7 τόνων, τα οποία όμως δεν είχαν παραληφθεί μέχρι την κήρυξη του πολέμου. Το μεγάλο πρόβλημα των πυρομαχικών αντιμετωπίστηκε ικανοποιη­τικά, χωρίς να δημιουργηθούν δυσεπίλυτα προβλήματα μέχρι το τέλος του πολέμου.
Χάρη στα έγκαιρα μέτρα που εφαρμόστη­καν για την αύξηση της ελληνικής βιομηχα­νικής παραγωγής στη δυνατή έκταση, στην επιβολή περιορισμών, στην κατανάλωση και κυρίως στην αξιοποίηση παλιών αποθεμά­των πυρομαχικών και λαφύρων, όπως για παράδειγμα, από το 1939 μελετήθηκε και τελικά επιτεύχθηκε η ανασκευή εκρηκτικών οβίδων εσωτερικού πυροσωλήνα για τη χρησιμοποίησή τους στα ορειβατικά πυροβόλα 75/19 χιλιοστών και τα πεδινά 75 χιλιοστών, καμιά σοβαρή έλλειψη δεν παρατηρήθηκε κατά τον εξάμηνο αγώνα.
Παράλληλα, οι Έλληνες μαχητές που σε ποσοστό 60% περίπου κατάγονταν από ορεινές περιοχές, ήταν σκληραγω­γημένοι, λιτοδίαιτοι και εξοικειωμένοι πλήρως με τις σκληρές συνθήκες διαβί­ωσης σε ορεινό έδαφος. Εκπαιδευμένοι άρτια από στρατιωτική άποψη, υπερίσχυ­σαν των Ιταλών αντιπάλων τους, επειδή αγωνίζονταν, υπερασπιζόμενοι την πα­τρίδα τους, σε οικείο ελληνικό έδαφος, έχοντας τη συμπαράσταση ολόκληρου του Έθνους. Ιδιαίτερα όμως η επικράτηση τους οφειλόταν στο απόθεμα ηθικών δυνάμεων, στοιχείο που αποτελεί σημα­ντικό παράγοντα μαχητικής ισχύος, το οποίο οδήγησε στην εύκολη προσαρμο­γή και την υψηλή απόδοση σε ορεινό εδαφοκλιματολογικό περιβάλλον.
Στην Έκθεση Πολεμικών Πεπραγμένων της XVII Μεραρχίας Πεζικού διαβάζουμε:
«Το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου αναγ­γέλθηκε η κατάληψη της Κορυτσάς από τα Ελληνικά Στρατεύματα. Το γεγονός αυτό κοινοποιήθηκε στις μονάδες της Μεραρχί­ας και προκάλεσε εξαιρετικό ενθουσιασμό στους αξιωματικούς και τους οπλίτες της, και κραταίωσε το άριστο ηθικό τους παρά την κόπωσή τους από τις συνεχείς νυχτερι­νές πορείες και τις δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες. Οι πάντες κατέχονταν από τη μανία να συμμετάσχουν το ταχύτερο στις επιχειρήσεις και να εμπλακούν με λύσσα αλ­λά και αποφασιστικότητα με τον εχθρό».
Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ορεινού αγώνα, τα οποία επηρέασαν τη σχεδίαση και διεξα­γωγή, και από τους δύο αντιπάλους, τόσο των αμυντικών όσο και των επιθετικών επιχειρήσεων.
Ειδικότερα επισημαίνονται τα εξής: Το έντονο ορεινό έδαφος της Ηπεί­ρου επηρέασε αρνητικά την ανάπτυξη μηχανοκίνητων μέσων, τη διοίκηση και τον έλεγχο, τις μεταφορές, τους ανεφοδιασμούς και τέλος τις διακομιδές. Στο έδαφος αυτό γενικά η άμυνα ευ­νοήθηκε και η διεξαγωγή της έγινε με πολλά οικονομικά μέσα, ενώ η επίθεση οπωσδήπο­τε δυσχεράνθηκε και δεν είχε σχεδόν ποτέ ταχεία εξέλιξη, αλλά απαιτούσε διαδοχικές προσπάθειες. Παράλληλα, τα εγχέμαχα όπλα ήταν περισσότερο αποτελεσματικά, από τα τηλέμαχα μέσα.
Η δράση της Αεροπορίας είχε περιο­ρισμένα αποτελέσματα, ενώ η υποστήριξη μάχης βασίστηκε σχεδόν εξολοκλήρου στο ορειβατικό πυροβολικό και τους όλμους.
Ο τακτικός αιφνιδιασμός ήταν εύκο­λος και μπορούσε να επιτευχθεί τόσο στην επίθεση, όσο και στην άμυνα με έγκαιρες και καλά οργανωμένες αντεπιθέσεις. Τέλος, ο παράγοντας «μαχητικής ισχύ­ος», που δέσποζε, ήταν το ηθικό, οι ψυχικές αρετές και η εκπαίδευση του μαχητή, όπου αναμφισβήτητα η υπεροχή των Ελλήνων ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη.
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι μια πρό­ωρη πτώση της Ελλάδας τότε, θα ισχυρο­ποιούσε το ιταλικό φασιστικό καθεστώς και θα το οδηγούσε προς νέες κατακτήσεις με τελικό αντικειμενικό σκοπό την απόλυτη κυριαρχία σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Η νίκη των Ελλήνων κατέρριψε το μύθο του αήττητου του Άξονα και υποχρέωσε το Χίτλερ, να επέμβει στη Βαλκανική και να επι­τεθεί εναντίον της Ελλάδας με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η έναρξη της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης κατά 5-6 εβδομάδες και ο ρωσικός χειμώνας να οδη­γήσει τον πόλεμο στο σοβιετικό μέτωπο σε χρονίζουσα κατάσταση.
Η πλέον σαφής δήλωση - ντοκουμέντο είναι αυτή που έκανε ο ίδιος ο Χίτλερ σε λόγο του στην Καγκελαρία την Άνοιξη του 1945: «Το πραγματικό ερώτημα δεν ήταν επο­μένως: Γιατί η 22 Ιουνίου 1941, αλλά μάλλον: Γιατί όχι ακόμη νωρίτερα;». «Εάν δεν μας είχαν δημιουργήσει δυσκολίες οι Ιταλοί με την ηλί­θια εκστρατεία στην Ελλάδα, θα είχα επιτεθεί στην Ρωσία μερικές εβδομάδες ενωρίτερα».
 Τέλος, σε μια εποχή που στην κατακτη­μένη από τον Άξονα Ευρώπη επικρατούσε πνεύμα ηττοπάθειας και φόβου, η ελληνική νίκη ενδυνάμωσε τη θέληση για αντίσταση όλων των Εθνών και αναμφισβήτητα συνέ­βαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της τελι­κής συμμαχικής νίκης κατά του Άξονα.


Read more: http://www.egolpion.com/1940-oreinos.el.aspx#ixzz3F7Mdh58u

ΚΕΙΜΕΝΟ: Αγγελική Δήμα - Δημητρίου, Ιστοριογράφος της ΔΙΣ/ΓΕΣ