Το αμάρτημα της ορθοδόξου εκκλησίας.
Με τον όρο Μέγα Σχίσμα των Εκκλησιών, αναφερόμαστε στο εξαιρετικής σημασίας εκκλησιαστικό γεγονός του 11ου αιώνα, κατά το οποίο, η μία αδιαίρετος Εκκλησία του Χριστού διαιρέθηκε σε δύο μεγάλες Εκκλησίες, την Ανατολική Ορθόδοξη και την Ρωμαϊκή[1]. Αν και το γεγονός εντοπίζεται χρονολογικά στο έτος 1054, όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν μεταξύ τους Αναθέματα, στην πραγματικότητα αυτό ήταν μόνο το δραματικό τέλος μιας μακράς διαδικασίας διαφοροποιήσεως της Δυτικής Εκκλησίας έναντι της Ανατολικής, η οποία είχε αρχίσει από το τέλος του 5ου αιώνα και κορυφώθηκε κατά την περίοδο της κρίσεως των σχέσεων Ρώμης - Κων/πόλεως με πρόσχημα την κανονικότητα της εκλογής του πατριάρχη Φωτίου (863-867)[2].
Οι αρχικές αιτίες του σχίσματος ήταν διαφωνίες σχετικά με την παπική αρχή — ο Πάπας απαιτούσε να έχει εξουσία ανώτερη των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής και να ασκεί δικαιοδοσία πάνω τους, ενώ οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνο τιμητική, και έτσι είχε εξουσία μόνο πάνω στους Χριστιανούς της Δύσης — και η εισαγωγή του όρου filioque στο Σύμβολο της Νικαίας. Υπήρχαν και άλλοι, λιγότερο σημαντικοί καταλύτες για το σχίσμα, συμπεριλαμβανομένης της διαφοράς στη λειτουργική πρακτική και των συγκρουόμενων αξιώσεων περί της αρμοδιότητας.
Η διάσπαση των εκκλησιών με βάση δογματικά, θεολογικά, γλωσσικά, πολιτικά και γεωγραφικά σύνορα, και το θεμελιώδες ρήγμα δεν θεραπεύτηκαν ποτέ. Αν και θεωρείται ότι οι δύο εκκλησίες επανασυνδέθηκαν το 1274 (με τη Β΄ Σύνοδο της Λυών) και το 1439 (με τη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας), αυτές οι σύνοδοι αποκηρύχθηκαν από τον ορθόδοξο κόσμο συνολικά, δεδομένου ότι οι ιεράρχες είχαν υπερβεί την αρμοδιότητά τους με τη συγκατάθεση σε αυτές τις αποκαλούμενες "ενώσεις". Οι περαιτέρω προσπάθειες να συμφιλιωθούν οι δύο οργανισμοί έχουν αποτύχει, εντούτοις, διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες που πλαισίωσαν αρχικά την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία έπειτα προσκολλήθηκαν στο Βατικανό, και καλούνται τώρα Ελληνόρυθμες Καθολικές εκκλησίες (Ουνία). Ως επί το πλείστον, όμως, οι δυτικές και ανατολικές εκκλησίες βρίσκονται σε διάσταση. Καθεμία υποστηρίζει ότι είναι η "Μια Αγία, Καθολική και Αποστολική εκκλησία", υπονοώντας ότι ήταν η άλλη ομάδα που άφησε την αληθινή εκκλησία κατά τη διάρκεια του σχίσματος.
Οι αρχικές αιτίες του σχίσματος ήταν διαφωνίες σχετικά με την παπική αρχή — ο Πάπας απαιτούσε να έχει εξουσία ανώτερη των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής και να ασκεί δικαιοδοσία πάνω τους, ενώ οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνο τιμητική, και έτσι είχε εξουσία μόνο πάνω στους Χριστιανούς της Δύσης — και η εισαγωγή του όρου filioque στο Σύμβολο της Νικαίας. Υπήρχαν και άλλοι, λιγότερο σημαντικοί καταλύτες για το σχίσμα, συμπεριλαμβανομένης της διαφοράς στη λειτουργική πρακτική και των συγκρουόμενων αξιώσεων περί της αρμοδιότητας.
Η διάσπαση των εκκλησιών με βάση δογματικά, θεολογικά, γλωσσικά, πολιτικά και γεωγραφικά σύνορα, και το θεμελιώδες ρήγμα δεν θεραπεύτηκαν ποτέ. Αν και θεωρείται ότι οι δύο εκκλησίες επανασυνδέθηκαν το 1274 (με τη Β΄ Σύνοδο της Λυών) και το 1439 (με τη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας), αυτές οι σύνοδοι αποκηρύχθηκαν από τον ορθόδοξο κόσμο συνολικά, δεδομένου ότι οι ιεράρχες είχαν υπερβεί την αρμοδιότητά τους με τη συγκατάθεση σε αυτές τις αποκαλούμενες "ενώσεις". Οι περαιτέρω προσπάθειες να συμφιλιωθούν οι δύο οργανισμοί έχουν αποτύχει, εντούτοις, διάφορες εκκλησιαστικές κοινότητες που πλαισίωσαν αρχικά την ανατολική ορθόδοξη εκκλησία έπειτα προσκολλήθηκαν στο Βατικανό, και καλούνται τώρα Ελληνόρυθμες Καθολικές εκκλησίες (Ουνία). Ως επί το πλείστον, όμως, οι δυτικές και ανατολικές εκκλησίες βρίσκονται σε διάσταση. Καθεμία υποστηρίζει ότι είναι η "Μια Αγία, Καθολική και Αποστολική εκκλησία", υπονοώντας ότι ήταν η άλλη ομάδα που άφησε την αληθινή εκκλησία κατά τη διάρκεια του σχίσματος.