Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

ΘΕΟΛΟΓΟΙ , ΑΘΕΟΛΟΓΗΤΟΙ

Η πραγματική έννοια της επικεφαλίδας είναι ο παρακάτω Επίκουρος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ. Δεν αναφέρεται πουθενά ,στο βάθος των αιώνων τι σημαίνει παράδοση της ορθοδοξίας. Κύριο γνώρισμα των κυρίων αυτών είναι να φιλοσοφούν αδιάκοπα χωρίς να καταλήγουν πουθενά, με πορίσματα πάντα το γκρίζο τοπίο.
Σας πληροφορούμε ότι η ορθοδοξία δεν αφήνει αιωρούμενα γεγονότα και ζητήματα όσο αφορά την μια αληθινή και πραγματική θρησκεία στον κόσμο. Πως μπορείτε να μιλάτε για το ζήτημα των θρησκευτικών, χωρίς να αναφέρεστε σε κείμενα του Ευαγγελίου, των Αγίων Πατέρων, και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Αν απορρίπτουμε η δεν αναφερόμαστε κάθε φορά που μιλάμε γιια ορθοδοξία στα παραπάνω, εύκολα πέφτουμε σε αιρετικά και παραπλανητικά πορίσματα, τι σημαίνουν τα θρησκευτικά στα σχολεία.
Στο κείμενο σας αμφισβητείται την αληθινή θρησκεία της ορθοδοξίας διαμέσου της ίσως λάθος ερμηνευτικής παραδόσεως μας, αφήνεται όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, για το ποια είναι η μόνη πραγματική θρησκεία του τριαδικού θεού.
Σας ευχαριστούμε για την δημοσίευση τετοιων κειμένων διότι καταλαβαίνουμε ότι η πίστη της ορθοδοξίας μας αλλοιώνεται, όταν αποκτά φιλοσοφικό χαρακτήρα.
Θα δημοσιεύσουμε και εμείς το κείμενο σας, διχάζοντας έτσι τον λαό, διότι μόνο μέσα από έναν τέτοιο προβληματισμό θα καταλάβει τι εστί διάβρωση της ορθοδοξίας μας. Τα υπολοιπα σχόλια ειναι των αναγνωστών μας.

Το μάθημα των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση

του Κωνσταντίνου Κορναράκη
Επίκουρου Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ
Α. Παρατηρήσεις περί του ανθρωπολογικού χαρακτήρα
του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει ξεκινήσει στον ελλαδικό χώρο ένας σημαντικός διάλογος σχετικώς με την ταυτότητα του μαθήματος των Θρησκευτικών(1). Τα ερωτήματα πολλά αλλά και ουσιαστικά: το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να εκφράζει τον ομολογιακό χαρακτήρα της Ορθοδόξου πίστεως, υπηρετώντας συγχρόνως κατηχητικούς σκοπούς ή απλώς να προβάλλει την ομολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας; Είναι δυνατόν η ομολογία να διακρίνεται από την κατήχηση; Και πάλι: στην εποχή των μαζικών μεταναστεύσεων και της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας, πρέπει να μεταλλαχθεί σε πολιτισμικό μάθημα ή να μετατραπεί σε θρησκειολογικό αντικείμενο; Πρέπει να διδάσκεται υποχρεωτικά ή να είναι μάθημα επιλογής;

Η παρατήρηση της ευρωπαϊκής πρακτικής ως προς τη λειτουργία του μαθήματος, οδηγεί στη διαπίστωση ότι αν και απουσιάζει, όπως θα ήταν αυτονόητο, μια κοινή τοποθέτηση περί του χαρακτήρα του μαθήματος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντούτοις το θρησκευτικό μάθημα απολαμβάνει κατά το μάλλον ή ήττον της θέσεως που του αρμόζει στον ιδεολογικώς διαρκώς μεταβαλλόμενο σύγχρονο κόσμο(2).

Επομένως, η τοποθέτηση του R. Debray ότι θρησκευτικές παραδόσεις και μέλλον των ανθρωπιστικών σπουδών πάνε μαζί(3), συντηρεί και διευρύνει το πλαίσιο της συζητήσεως για την ταυτότητα του μαθήματος. Πέραν των δεδομένων που έχει υπ’ όψιν του ο Γάλλος αυτός διανοητής, όχι μόνον δεν αποκλείει τη θέση του θρησκευτικού φαινομένου από την πολιτισμική συνέχεια των λαών, αλλά του περιποιεί ιδιαίτερη τιμή: το θεωρεί πυλώνα πολιτισμού. Θέση ιδιαιτέρως σημαντική, όταν πλέον στις προηγμένες κοινωνίες ο λόγος περί «Παιδείας» τείνει να αποσκοπεί σε ό, τι έχει χρηστική αξία.

1. Η εισαγωγή του μαθητή στην κατανόηση του θρησκευτικού συμβόλου ως παράγοντας διαμορφώσεως της ψυχολογικής του ταυτότητας.

Υπ’ αυτή την έννοια, ένα σχολικό εγχειρίδιο μπορεί όντως να καταστεί αφετηρία για διάλογο, πρόσκληση σε στοχασμό(4) θέση που θεωρούμε ότι καταφάσκει τη βεβαιότητα του Debray για τη σημασία των θρησκευτικών παραδόσεων, διότι καταλήγουμε σε μια κοινή πλατφόρμα: ότι η καταξίωση ή απαξίωση της καταγραφής των θρησκευτικών παραδόσεων δεν εξαρτώνται από αυτές τις ίδιες τις παραδόσεις, αλλά αποτελούν ζητήματα ερμηνευτικής προσεγγίσεως της οιασδήποτε θρησκευτικής παραδόσεως (συμπεριλαμβανομένης κάθε παραμέτρου που αποτελεί υπόβαθρο αυτής, όπως ψυχολογικές αναφορές ή φιλοσοφικές προϋποθέσεις).

Πράγματι, κάθε ερμηνευτική προσέγγιση μιας θρησκευτικής παραδόσεως αποτελεί από μόνη της υπαρξιακό γεγονός, διότι συναρπάζει τον όλο άνθρωπο και προκαλεί την ανάπτυξη ή καθήλωση των ψυχικών αλλά και των πνευματικών του δυνάμεων. Κατά τη θρησκειοψυχολογική παρατήρηση του Ε. Berggrav, το θρησκευτικό φαινόμενο συγκεφαλαιώνει την τα όρια δρασκελίζουσα ορμή(5), εκφράζει δηλαδή, τη μόνη ακατάλυτη και αδέσμευτη δύναμη του ανθρώπου να δρασκελίζει τα όρια της υπάρξεώς του.

Αναμφιβόλως, όποια και αν είναι η οπτική γωνία μέσω της οποίας κάποιος διερευνά το ζήτημα, δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθεί η προοπτική της διδασκαλίας του γνωστικού αντικειμένου, το γεγονός δηλαδή ότι το μάθημα των Θρησκευτικών, ή θρησκευτικό μάθημα, ή μάθημα της Ορθοδόξου χριστιανικής αγωγής διαθέτει τη δυναμική να γεννά υπαρξιακά ερωτήματα και να εισάγει τον μαθητή, από την ηλικία των παιδικών του χρόνων, σε μια πορεία κατεργασίας της προσωπικότητάς του (έστω και υπό το πρίσμα του ασυνειδήτου), δια της αναδείξεως των αυθεντικών της στοιχείων. Πρόκειται δε περί εισαγωγής, διότι η βιωματική κατανόηση της πορείας αυτής επιτυγχάνεται κατά την εφηβεία. Είναι όμως σαφές ότι, βάσει της ενότητας των ψυχικών δυνάμεων και λειτουργιών του ανθρώπου, τα θεμέλια αυτής της πορείας διαμορφώνονται κατά τα πρώτα στάδια της παιδικής ηλικίας, τόσο από την οικογένεια, όσο και από εξωγενείς φορείς και παράγοντες όπως στην περίπτωσή μας το σχολείο(6). Η θέση αυτή εδράζεται πάνω στις εξής ψυχολογικές αρχές:

Ι) Το γεγονός ότι ο ψυχικός βίος μεταβάλλεται και η μεταβολή αυτή, ως βίωση διαδοχικών καταστάσεων, έχει τον χαρακτήρα της κινήσεως προς μια ορισμένη κατεύθυνση.

ΙΙ) Η κίνηση αυτή τελείται προς τον σκοπό της οντολογικής ολοκληρώσεως του ανθρώπου, δηλαδή ως κίνηση προς συνάντηση αξιών, οι οποίες θα καταστήσουν το άτομο προσωπικότητα.

ΙΙΙ) Κατά την πορεία αυτή, το άτομο βιώνει σταδιακώς την ψυχολογική μορφοποίηση της ατομικότητάς του, όπως άλλωστε έχει επισημάνει ο Jung δια της θεωρίας της Individuation. Το παιδί της Πρωτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, ευρισκόμενο στα πρώτα στάδια της ψυχικής του εξελίξεως, αδυνατεί να έχει πλήρη και βαθειά συνείδηση της ατομικότητάς του, την οποία όμως θα αποκτήσει κατά τη γένεση και εμφάνιση της εφηβικής κρίσεως. Τότε, ο έφηβος θα προσπαθήσει να απεμπλακεί από το Εμείς για να γνωρίσει το Εγώ και κατόπιν το Συ.

IV) Οι υπερβολές του εφήβου, όσον αφορά στα πρότυπά του, καταδεικνύει ότι κατά βάσιν η πορεία αυτή της ψυχικής ολοκληρώσεως του είναι ένας διάλογος με σύμβολα, την αξιολογική αυθεντία των οποίων εξετάζει ο ίδιος και αναλόγως προς την ικανοποίηση ή απογοήτευσή του, διέρχεται τις κρίσεις ταυτότητάς του.

V) Η εφηβική κρίση έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, διότι κατά βάσιν είναι αξιολογική κρίση. Ο έφηβος αναζητά την αυθεντική πραγμάτωση της υπαρξιακής του προοπτικής και η αναζήτηση αυτή βιώνεται ως πειραματισμοί και ακραίες εκδηλώσεις, αντιδράσεις κατά της παραδόσεως, άρνηση και αμφισβήτηση πολλών πραγμάτων ή και πάντων. Η ένταση των συγκρούσεων καθώς και η αναζήτηση απόλυτων αξιών εκ μέρους του εφήβου δια της παραλλήλου απορρίψεως σχετικών αξιών καταδεικνύει ακριβώς το θρησκευτικό υπόβαθρο της εφηβικής κρίσεως(7). Είναι σαφές, ότι η απουσία προσανατολισμού, δεδομένης της αδυναμίας των εφήβων να κατανοήσουν επαρκώς το πλαίσιο μιας θρησκευτικής διδασκαλίας, θα οξύνει την κρίση οδηγώντας σε αγνωστικιστικές τάσεις.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2216&Itemid=1