Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο που κατέστρεψε την Πολωνία και δολοφόνησε 22.000 κρατούμενους!

 

Σφαγή του Κατύν (γερμανικά: Massaker von Katyn, πολωνικά: zbrodnia katyńska, ρωσικά: Катынский расстрел)
ονομάζεται το έγκλημα των μαζικών εκτελέσεων χιλιάδων

Πολωνών αξιωματικών, αστυνομικών, διανοούμενων, πολιτικών κρατουμένων και αιχμαλώτων πολέμου, που διαπράχθηκε από τη μυστική αστυνομία Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων (γνωστότερο από τα αρχικά NKVD ως Εν-Κα-Βε-Ντε) της Ε.Σ.Σ.Δ.[1][2][3] κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και συγκεκριμένα από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940. Η Ε.Σ.Σ.Δ. ισχυριζόταν επίσημα ότι ο Γκαίμπελς χρησιμοποίησε το γεγονός προπαγανδιστικά [4]. Ο τόπος της σφαγής ανακαλύφθηκε από Γερμανούς κατά την προέλασης τους στην Ε.Σ.Σ.Δ. εφαρμόζοντας την τακτική του κεραυνοβόλου πολέμου.
Σε απόσταση περίπου 500 χιλιομέτρων από τα σύνορα της Πολωνίας, εντός του Ρωσικού εδάφους, παρά το δάσος του Κατύν, που βρίσκεται 6,5 χλμ. από την ομώνυμη πόλη, θανατώθηκαν κατά χιλιάδες, κρατούμενοι από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Κοζέλσκ. Ομοίως και σε άλλες περιοχές, εκτελέστηκαν κρατούμενοι των στρατοπέδων του Οστασκόφ και του Στάρομπελσκ, καθώς και από φυλακές της δυτικής Λευκορωσίας και δυτικής Ουκρανίας[5]. Το γεγονός της σφαγής επηρέασε βαθιά τις σχέσεις Πολωνίας και Σοβιετικής Ένωσης για αρκετά χρόνια[1]. Εκτιμάται πως ο αριθμός των θυμάτων έφτασε περίπου τις 22.000[6][7].
Η πρώτη δημόσια αναφορά στο γεγονός της σφαγής του Κατύν έγινε στις 11 Απριλίου του 1943 μετά από ανακοίνωση αρχών της Ναζιστικής Γερμανίας περί της ανακάλυψης ομαδικού τάφου στο Σμολένσκ[8]. Η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε οποιαδήποτε ευθύνη, επιρρίπτοντας τη στη Ναζιστική Γερμανία μέχρι το 1990, όταν επισήμως αναγνώρισε και καταδίκασε το έγκλημα εκ μέρους της NKVD[9][10], όπως και μεταγενέστερες προσπάθειες συγκάλυψής του[11]. Το 2008 τα ρωσικά δικαστήρια προχώρησαν σε αποχαρακτηρισμό των σχετικών σοβιετικών αρχείων και το 2010 η Ρωσία αναγνώρισε πως η σφαγή του Κατύν διαπράχθηκε με εντολή του Ιωσήφ Στάλιν και της σοβιετικής ηγεσίας[1]. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας υποστηρίζει και σήμερα πως υπεύθυνη για τη σφαγή είναι η Ναζιστική Γερμανία, ενώ η Ρωσική κυβέρνηση, πέραν της αποδοχής των συμβάντων, απέφυγε να αποδεχτεί τον χαρακτηρισμό της γενοκτονίας ή των εγκλημάτων πολέμου για τα γεγονότα.
Αν και δεν διασώζεται κανένα έγγραφο που να μαρτυρά το κίνητρο του Στάλιν για την απόφαση της μαζικής εκτέλεσης των κρατουμένων, ισχυρή θεωρείται η άποψη μεταξύ Ρώσων και Πολωνών ιστορικών πως την έλαβε, έστω εν μέρει, διότι συνιστούσαν μια ελίτ μελλοντικών ηγετών υπέρ μιας ανεξάρτητης Πολωνίας[12][13].

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Σεπτέμβριο του 1939, σύμφωνα με το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης που είχαν υπογράψει μόλις τον προηγούμενο μήνα οι Σοβιετικοί με τους Ναζί, σχεδόν ταυτόχρονα εισέβαλαν και οι δύο στην Πολωνία, μοιράζοντας μεταξύ τους τη χώρα στα δύο. Μέσα στα πλαίσια της συνεργασίας οι Σοβιετικοί παρέδωσαν στους Γερμανούς 43.000 Πολωνούς στρατιώτες, γεννημένους στη Δυτική Πολωνία, τους οποίους κρατούσαν αιχμαλώτους. Στις 22 Ιουνίου του 1941 η Γερμανία ξεκίνησε να εισβάλει στα σοβιετικά εδάφη και η συμφωνία συνεργασίας και ουδετερότητας μεταξύ των δύο παραβιάστηκε και προφανώς σταμάτησαν να ισχύουν και τα σύμφωνα οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας (1939 και 1940) μέσω των οποίων οι δύο χώρες στήριζαν η μία την άλλη ανταλλάσσοντας σιτηρά, πρώτες ύλες και οπλισμό.
Οι ρίζες της σφαγής του Κατύν, εκτός από τις συνέπειες του Γερμανοσοβιετικού συμφώνου, μπορούν επίσης να αναζητηθούν στην κακή προϊστορία των σχέσεων Πολωνίας-Ρωσίας. Η Ρωσία είχε διαδραματίσει ρόλο στην πολιτική ιστορία της Πολωνίας από τις αρχές του 1700. Η πλειοψηφία των Πολωνών αντιμετώπιζαν τη Ρωσία ως εχθρό, ενώ από την άλλη πλευρά, για τη Ρωσία, οι Πολωνοί συνιστούσαν απειλή για την ασφάλεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πολύ αργότερα της Σοβιετικής Ένωσης[14].

Ομαδικές εκτελέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]



Αντιπρόσωποι της ηγεσίας της ΕΣΣΔ και της ναζιστική Γερμανίας κατά την υπογραφή του Συμφώνου μη επίθεσης Ρίμπεντροπ-Μολότωφ
Η απόφαση για την εκτέλεση των Πολωνών αιχμαλώτων πολέμου από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Οστασκόφ, Σταρομπέλσκ και του Κοζέλσκ, καθώς και από άλλες φυλακές της δυτικής Λευκορωσίας και δυτικής Ουκρανίας, λήφθηκε ουσιαστικά στις 5 Μαρτίου του 1940, όπως καταγράφεται σε έγγραφο του επικεφαλής της NKVD Λαβρέντι Μπέρια προς τον Στάλιν. Οι μαζικές εκτελέσεις έλαβαν χώρα από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940. Αρκετές πληροφορίες αντλούνται μέσα από επίσημα έγγραφα για τη μεθοδολογία των εκτελέσεων. Στις σωζόμενες αναφορές της NKVD διαφαίνεται πως οι κρατούμενοι αφήνονταν να πιστεύουν πως θα επέστρεφαν στις οικογένειές τους, προκειμένου να αποφεύγεται οποιαδήποτε αντίσταση. Μετά από τον έλεγχο των κρατουμένων, κατάλογοι με τα ονόματα όσων επρόκειτο να εκτελεστούν στέλνονταν στους επικεφαλής των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η απόφαση εκτέλεσης κάποιου κρατούμενου άλλαζε την τελευταία στιγμή. Δεν εκτελούνταν όσοι επιλέγονταν από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες ή κατόπιν αιτήματος της γερμανικής πρεσβείας στη Μόσχα, Γερμανοί και Λετονοί που δε διέθεταν ενοχοποιητικά στοιχεία, πληροφοριοδότες ή άλλα πρόσωπα που κρίνονταν χρήσιμα[15].
Οι κρατούμενοι στο Οστασκόφ μεταφέρθηκαν με τρένο στο Καλίνιν. Ο τρόπος εκτέλεσής τους δεν τεκμηριώνεται από έγγραφα της NKVD, ωστόσο αποκαλύφθηκε από τον αυτόπτη μάρτυρα Ντμίτρι Τοκάρεφ, τον Μάρτιο του 1991. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οι αιχμάλωτοι χωρίζονταν σε ομάδες των 250 ατόμων και εκτελούνταν βράδυ. Συμμετείχαν περίπου τριάντα μέλη της NKVD, ενώ επικεφαλής των εκτελέσεων ήταν ο Vasili Blokhin. Οι αιχμάλωτοι του Σταρομπέλσκ μεταφέρθηκαν στο Χάρκοβο, επίσης με τρένο. Όπως προκύπτει από επίσημα έγγραφα της NKVD, μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1940, αριθμός των κρατουμένων που έφθασαν στο Χάρκοβο έφθασε τις 3.896, ενώ σε άλλη αναφορά υψηλόβαθμου αξιωματούχου (3 Μαρτίου 1959) καταγράφονται 3.820. Οι εκτιμήσεις αυτές διαφέρουν από μεταγενέστερο έλεγχο Πολωνών ερευνητών, οι οποίοι κατέληξαν σε μικρότερο αριθμό, 3.739[16]. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Mitrofan Syromiatnikov, οι εκτελέσεις επιθεωρούνταν από μέλη της NKVD που είχαν σταλεί από τη Μόσχα, όπως και στην περίπτωση του Οστασκόφ[14]. Για τις εκτελέσεις των κρατουμένων στο στρατόπεδο του Κοζέλσκ δεν υπάρχει καμία αυτόπτης μαρτυρία. Οι εκσκαφές εκ μέρους της Γερμανίας που έλαβαν χώρα το 1943 αποκάλυψαν πως περίπου το 20% των θυμάτων είχαν δεμένα πίσω τα χέρια, ενώ ορισμένοι από αυτούς, όσοι πιθανώς προέβαλαν μεγαλύτερη αντίσταση, είχαν επίσης στο στόμα τους ίχνη από πριονίδια. Το σκοινί ήταν περασμένο με τέτοιο τρόπο από το λαιμό των αιχμαλώτων, ώστε το τράβηγμά του να προκαλέσει και τον πνιγμό τους[17][18].
Οι λίγες εκατοντάδες επιζησάντων μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Γκριανζοφτσί. Οι Σοβιετικοί μετάνιωσαν σχεδόν αμέσως για τις δολοφονίες των Πολωνών. Μετά τη συντριπτική ήττα της Γαλλίας, λίγες εβδομάδες αργότερα, άρχισαν να παραδέχονται το ενδεχόμενο ενός πολέμου με τη Γερμανία και συνειδητοποίησαν ότι ήταν παραφροσύνη η εξόντωση της αφρόκρεμας του πολωνικού στρατού. Τον Αύγουστο του 1940 με πρωτοβουλία της NKBD σχηματίστηκαν δύο πολωνικές ταξιαρχίες με αξιωματικούς. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους ο αρχηγός της NKBD Λαβρέντι Μπέρια ενημέρωσε τον Στάλιν ότι είχε έναν πυρήνα από είκοσι τέσσερις Πολωνούς αξιωματικούς οι οποίοι έτρεφαν αντιγερμανικά αισθήματα και θα συνεργάζονταν αν τους έδινε την άδεια η εξόριστη στο Λονδίνο πολωνική κυβέρνηση[19].

Η ανακάλυψη των ομαδικών τάφων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1943, η Ναζιστική Γερμανία, κατέχοντας πλέον τα σοβιετικά εδάφη στα οποία είχαν τελεστεί οι μαζικές εκτελέσεις, στην προσπάθειά της να εκμεταλλευτεί πολιτικά το γεγονός [20][21], ανακοίνωσε την ανακάλυψη ομαδικών τάφων στο δάσος του Κατύν, ως αποτέλεσμα σοβιετικών εγκλημάτων πολέμου. Η αποκάλυψη αυτή των ευρημάτων οδήγησε στο πάγωμα των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Μόσχας και της εξόριστης τότε πολωνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο.[22]
Σχεδόν αμέσως οι Ναζί σχημάτισαν μια διεθνή δωδεκαμελή επιτροπή από γιατρούς, ιατροδικαστές και εγκληματολόγους με αντιπροσώπους από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες (όλες σύμμαχες ή κατεχόμενες πλην της Ελβετίας) για να εξετάσει τα πτώματα. Την επιτροπή αποτελούσαν οι Dr. Birkle (Ρουμανία), Dr. Miloslavich (Κροατία), Prof. Palmieri (Ιταλία), Dr. Orsos (Ουγγαρία), Dr. Subik (Σλοβακία), Dr. Marko Antonov Markov (Βουλγαρία), Dr. Hajek (Βοημία και Μοραβία), Prof. Naville (Ελβετία), Dr. Speleers (Βέλγιο), Dr. De Burlett (Ολλανδία), Dr. Tramsen (Δανία) και Dr. Saxen (Φινλανδία).[23]

Η αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σοβιετική Ένωση έριξε την ευθύνη για τις ομαδικές θανατώσεις στο Ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας. Ειδικότερα η ρωσική εφημερίδα Πράβντα, όργανο του ΠΚΚ (Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως ονομαζόταν τότε το κυβερνών κόμμα στη Σοβιετική Ένωση), δημοσίευσε άρθρα στις 19 και 21 Απριλίου το 1943[24][νεκρός σύνδεσμος] όπου αναφέρει:
Έχοντας συνείδηση της οργής ολόκληρης της προοδευτικής ανθρωπότητας για τις σφαγές που διέπραξαν σε βάρος ειρηνικών (σ.σ. φιλήσυχων) πολιτών και ιδιαίτερα Εβραίων, οι Γερμανοί, προσπαθούν τώρα να εγείρουν το μίσος ευκολόπιστων ανθρώπων εναντίον των Εβραίων. Γι' αυτόν τον λόγο εφηύραν μια ολόκληρη συλλογή από "Εβραίους κομισάριους", οι οποίοι, όπως ισχυρίζονται, συμμετείχαν στη δολοφονία των 10.000 Πολωνών αξιωματικών. Για τόσο έμπειρους παραχαράκτες δεν ήταν και δύσκολο να εφεύρουν ονόματα ανθρώπων, που ποτέ δεν υπήρξαν - Λεβ Ρίμπακ, Αβραάμ Μπορίσοβιτς, Πάουλ Μπροντνίσκι, Χάιμ Φίνμπεργκ. Αυτά τα πρόσωπα δεν υπήρξαν ποτέ, είτε στο "Παράρτημα Σμολένσκ της OGPU" είτε σε κανένα άλλο τμήμα της Εν-Κα-Βε-Ντέ.[25][26]

Αντεπιχειρήματα της Σοβιετικής Ένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σοβιετικοί βρίσκονταν στο Κατύν μέχρι τον Ιούνιο του 1941, οπότε και άρχισε η επίθεση του Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ. Μόλις η Σοβιετική Ένωση ανακατέλαβε την περιοχή του Κατύν το 1944, συστήθηκε επιτροπή με επικεφαλής τον ακαδημαϊκό Μπουρντένκο για να ερευνήσει το έγκλημα[21].
Το πόρισμα Μπουρντένκο[εκκρεμεί παραπομπή], όπως ονομάστηκε, τοποθετούσε την ημερομηνία των εκτελέσεων τον Οκτώβριο του 1941, δηλαδή την περίοδο που την περιοχή του Κατύν είχαν καταλάβει οι Ναζί. Η ημερομηνία καθορίστηκε σύμφωνα με έγγραφα της 20ής Οκτωβρίου 1941 που βρήκαν οι ερευνητές της Σοβιετικής Ένωσης πάνω στα πτώματα. Σύμφωνα με το πόρισμα, στους τάφους υπήρχαν κάλυκες από σφαίρες των 7,65mm και αρκετές των 9 mm. Επίσης, σε αυτές των 7,65 mm υπήρχε ο κωδικός Geko. Παράλληλα, σημαντικός αριθμός θυμάτων βρέθηκε με τα χέρια δεμένα με ειδικό είδος σπάγκου. Αυτά έχουν εμπλουτιστεί με περαιτέρω στοιχεία από το έργο του οπαδού θεωριών συνωμοσίας και αντισημιτικών θέσεων Γιούρι Μούχιν που έγινε γνωστός όταν εξέδωσε το 1995 το βιβλίο Η Έρευνα για το Κατίν, όπου ισχυριζόταν ότι η σφαγή του Κατίν δεν ήταν έργο των σταλινικών και ότι τα σοβιετικά ντοκουμέντα μετά την Περεστρόικα είναι “πειραγμένα”, επιχειρήματα που αναπαράγονται από Ρώσους, Αμερικάνους και Έλληνες φιλοσταλινικούς όπως οι Φούρ, Ζούκοφ, Σλομπότκιν[27], Γκίκας[28], Μαϊλης[29], Μπογιόπουλος[30]. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά:
  • Όπλα και σφαίρες των 7,65 mm και των 9 mm εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν στην ΕΣΣΔ. Υπήρχαν στη Γερμανία.[α]
  • Η συντομογραφία Geko ανήκε στο γερμανικό εργοστάσιο παραγωγής σφαιρών Genshovik.
  • Το είδος σπάγκου με το οποίο ήταν δεμένα τα θύματα δεν παραγόταν στην ΕΣΣΔ αλλά στη Γερμανία.
  • Τα πρακτικά της συνεδρίασης για την εκτέλεση (βλ. πάνω δεξιά) έχουν τις υπογραφές των απόντων Καγκάνοβιτς και Καλίνιν σημείο που συνηγορεί στην πλαστότητα τους.
Μέλη της δωδεκαμελούς ευρωπαϊκής επιτροπής από ειδικούς, την οποία συνέστησαν οι Γερμανοί για να διερευνήσουν τα ευρήματα στους ομαδικούς τάφους, όπως ο Βούλγαρος ιατροδικαστής Μάρκοφ και ο Τσεχοσλοβάκος καθηγητής Χάγιεκ, ισχυρίζονταν ότι τα πτώματα ήταν, ιατροδικαστικώς, αδύνατο να είχαν θανατωθεί το 1940 και προσδιόριζαν ως χρόνο ταφής τους το χειμώνα του 1941 προς 1942,[23][34] ενόσω, δηλαδή, η περιοχή βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.

Ημερολόγιο του Γκαίμπελς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε πολλές πηγές που υποστηρίζουν τη φιλοσταλινική εκδοχή των γεγονότων χρησιμοποιούνται αποσπάσματα του ημερολογίου τα οποία αντιγράφονται με ενδιάμεσα αποσιωπητικά.
π.χ. εγγραφή στις 8 Μαΐου 1943, αναφέρονται τα εξής: «Έδωσα οδηγίες να γίνει η ευρύτερη δυνατή εκμετάλλευση αυτού του προπαγανδιστικού υλικού. Θα μπορέσουμε να επιζήσουμε με αυτό για μια - δυο βδομάδες... δυστυχώς στους τάφους του Κατύν βρέθηκαν γερμανικές σφαίρες... Είναι απαραίτητο αυτή η πληροφορία να παραμείνει άκρως απόρρητη. Αν ποτέ ερχόταν εν γνώσει του εχθρού, η όλη υπόθεση του Κατύν θα κατέρρεε».[35]
Σε άλλο άρθρο στο Ριζοσπάστη συντάκτης του θα γράψει «Τι κι αν ο ίδιος ο Γκαίμπελς ομολόγησε το γερμανικό σχέδιο της σφαγής στο δάσος του Κατίν, ως έργο σχεδιασμένο, οργανωμένο και εκτελεσθέν από τη χιτλερική Γερμανία;»[36]
Και αλλού: «Υπολογίζουμε το ενδεχόμενο να πάμε την αντισοβιετική καμπάνια πολύ μακριά, αλλά αισθανόμαστε ότι δεν πρέπει να χάσουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τη Γενική Συνέλευση (του ΟΗΕ) για έναν τόσο πολύτιμο προπαγανδιστικό σκοπό. Μπορούμε να αναδείξουμε τη σφαγή στο Κατύν...» (Ντοκουμέντα του US Department of State / Foreign Relations of the United States, «Σχέσεις ΗΠΑ - ΟΗΕ», τόμος ΙΙΙ, 1952-1954, σελ. 13). Στις 29 Ιουνίου του 1945, η αμερικανική εφημερίδα New York Times ανέφερε: «Η ιστορία με τους μαζικούς τάφους στο Κατύν, που προκάλεσε το παγκόσμιο αίσθημα πριν δύο χρόνια, ήταν μια προπαγανδιστική παράσταση που έστησαν οι Γκαίμπελς και Ρίμπεντροπ, ώστε να προκληθεί ρήγμα μεταξύ της Ρωσίας και των Δυτικών Συμμάχων»[37].

Οι αυτούσιες αναφορές του ημερολογίου χωρίς αποσιωπητικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι οπαδοί της φιλοσταλινικής πλευράς παρουσιάζουν τα αποσπάσματα ως έμμεση ομολογία του Γκέμπελς ότι οι Γερμανοί ευθύνονται για το Κατύν. Αυτό όμως – όπως δείχνουν τα (…) μετά το «σφαίρες» – βασίζεται σε αποσιώπηση κειμένου, που στοιχειοθετεί προφανή λαθροχειρία.
Το πλήρες κείμενο από το Ημερολόγιο του Γκαίμπελς, όπου στο μέρος με τα αποσιωπητικά του Μπογιόπουλου παρεμβάλλεται η τονισμένη φράση: «Δυστυχώς γερμανικά πυρομαχικά βρέθηκαν στους τάφους του Κατίν. Το ερώτημα πώς βρέθηκαν εκεί χρειάζεται αποσαφήνιση. Είτε πρόκειται για πυρομαχικά που πουλήσαμε στους Σοβιετικούς κατά την περίοδο της φιλικής μας διευθέτησης, είτε για πυρομαχικά που έριξαν οι ίδιοι οι Σοβιετικοί στους τάφους. Σε κάθε περίπτωση, είναι ουσιώδες αυτό το συμβάν να κρατηθεί άκρως μυστικό. Αν ερχόταν σε γνώση του εχθρού, όλη η υπόθεση Κατίν θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί».
Ο Γκαίμπελς μιλά μόνο για τη δυσκολία στην προπαγανδιστική εκμετάλλευση της υπόθεσης, παίρνοντας ως δεδομένο ότι το Κατίν ήταν έργο του Στάλιν. Στην κομμένη φράση, αποδίδει την ανεύρεση γερμανικών σφαιρών στους τάφους στο ότι τις έριξαν οι Σοβιετικοί εκεί, εξηγώντας μάλιστα την πιθανή προέλευσή τους, και όχι στο ότι οι ναζί είχαν εξοντώσει τους Πολωνούς.
Το αντίστοιχο γερμανικό και αγγλικό κείμενο έχουν ως εξής :
Leider ist in den Gräbern von Katyn deutsche Munition gefunden worden . Es muß noch aufgeklärt werden, wie die dort hingekommen ist. Entweder handelt es sich um Munition , die von uns während der Zeit des gütlichen Übereinkommens an die Sowjetrussen verkauft worden ist, oder die Sowjets haben selbst diese Munition hineingeworfen. Jedenfalls ist es notwendig, diesen Fall vorläufig noch streng geheimzuhalten ; würde er zur Kenntnis unserer Feinde kommen, so würde damit die ganze Katyn-Angelegenheit hinfällig werden.[38]
Unfortunately German munitions were found in the graves of Katyn. The question of how they got there needs clarification. It is either a case of munitions sold by us during the period of our friendly arrangement with the Soviet Russians, or of the Soviets themselves throwing these munitions into the graves. In any case it is essential that this incident be kept top secret. If it were to come to the knowledge of the enemy the whole Katyn affair would have to be dropped.[39]

Αντιφάσεις και λάθη της Έκθεσης Μπουρντένκο[40][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1. Η Έκθεση καταλογίζει τη σφαγή του Κατύν σε ένα «Επιτελείο του Γερμανικού Τάγματος 537 Κατασκευών» που βρισκόταν από τον Αύγουστο του 1941 στο Κατύν. Στη διαδικασία της Νυρεμβέργης κατατέθηκε από τους ναζί ότι η γερμανική μονάδα στο Κατίν ήταν στην πραγματικότητα το 537 Σύνταγμα Διαβιβάσεων.
2. Ο διοικητής του 537 Συντάγματος Διαβιβάσεων συνταγματάρχης Άρενς (στην  Έκθεση Μπουρντένκο αναφέρεται εσφαλμένα ως αντισυνταγματάρχης Άρνες, διοικητής του Τάγματος Κατασκευών και παρουσιάζεται ως ο αυτουργός του εγκλήματος) κατέθεσε στη Νυρεμβέργη ότι ως τον Νοέμβριο του 1941 ήταν αποσπασμένος σε άλλη γερμανική μονάδα.
3. Ασυνέπειες στον χρονικό προσδιορισμό του εγκλήματος. Αναφέρονται διαδοχικά ως χρόνος τέλεσής του ο Αύγουστος-Σεπτέμβριος του 1941, ο Σεπτέμβριος του 1941, το φθινόπωρο του 1941 και το διάστημα Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος του 1941.
4. Δεν υπάρχει σαφής προσδιορισμός για το πού ήταν τα στρατόπεδα όπου, σύμφωνα με την Έκθεση, κρατήθηκαν οι Πολωνοί αιχμάλωτοι πολέμου ως τον Ιούνιο του 1941, απασχολούμενοι σε εργασίες επισκευής δρόμων. Ο Ταγματάρχης Βετοσίνικοφ που αναφέρεται ως διοικητής ενός από αυτά δεν αναφέρεται σε αρχεία του NKVD.
5. Η Έκθεση Μπουρντένκο αναφέρει ότι «Μαρτυρίες ότι ο ρουχισμός στα πτώματα, τα μεταλλικά μέρη, τα παπούτσια και τα ίδια τα σώματα ήταν καλά διατηρημένα προσφέρθηκαν από όλους τους μάρτυρες που είχαν συμμετάσχει στις «επισκέψεις» στους τάφους στο Κατύν».
Αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη υπέρ της ρωσικής ενοχής, γιατί δείχνει ότι οι Πολωνοί αιχμάλωτοι θανατώθηκαν λίγο μετά τη σύλληψή τους και τα ρούχα τους δεν πρόλαβαν να φθαρούν. Αν αντίθετα είχαν απασχοληθεί ως τον Ιούνιο του 1941 σε επισκευές δρόμων, όπως βεβαιώνει η Έκθεση Μπουρντένκο, οι στολές τους θα έπρεπε να παρουσιάζουν μεγάλη φθορά.
6. Η Έκθεση Μπουρντένκο δεν απαντά διόλου στο εύλογο ερώτημα για το πώς τα πτώματα των Πολωνών βρέθηκαν με χειμερινά ρούχα, βαριές χλαίνες, παλτά, κ.λπ. Αν είχαν εκτελεστεί κατά τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1941, όπως είναι η βασική εκδοχή της Έκθεσης, θα αναμενόταν να έχουν καλοκαιρινό ρουχισμό. Αυτό επίσης τεκμηριώνει έμμεσα την τέλεση του εγκλήματος τον Απρίλιο του 1940 από τη ρωσική πλευρά.

Η στάση των Συμμάχων έναντι των Σοβιετικών ισχυρισμών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την απάντηση της Σοβιετικής Ένωσης, οι κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας και των Η.Π.Α. υποστήριξαν την εκδοχή της Σοβιετικής Ένωσης.[21] Στη Μ. Βρετανία και στις Η.Π.Α. επιβλήθηκε λογοκρισία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι Πολωνοί κατηγορήθηκαν για υποστήριξη της εκδοχής των Ναζί.[41] Ωστόσο, και οι δύο κυβερνήσεις είχαν σαφείς ενδείξεις για την ενοχή της Σοβιετικής Ένωσης και πλέον θεωρούνται συνένοχες ως προς τη συγκάλυψη του εγκλήματος.[21][41][42]

Η στάση των Βρετανών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξόριστη Πολωνική κυβέρνηση στο Λονδίνο πίεζε τη Βρετανική κυβέρνηση να επιρρίψει την ευθύνη στη Σοβιετική Ένωση. Οι Βρετανοί, αν και πίστευαν ότι το Σοβιετικό Καθεστώς ήταν υπεύθυνο, διατηρούσαν αμφιβολίες ότι μπορούσε να είχε διαπράξει ένα έγκλημα τέτοιου μεγέθους.[21][41] Ταυτόχρονα, ήθελαν να διατηρήσουν τη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση και να κρατήσουν σε ισορροπία τις σχέσεις Πολωνίας - Σοβιετικής Ένωσης.[41]
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ υποστήριξε τις θέσεις του Ιωσήφ Στάλιν[21] και στις 24 Απριλίου του 1943 τον διαβεβαίωσε ότι θα ήταν κατά οποιασδήποτε έρευνας του Ερυθρού Σταυρού.[21][41] Ακολούθησε την ίδια στάση με τη Σοβιετική Ένωση, θεωρώντας απάτη τις έρευνες επί γερμανικού εδάφους.[21][41] Στις 27 Απριλίου έστειλε τηλεγράφημα στον Στάλιν στο οποίο δήλωνε ότι θα επέβαλε πειθαρχία στην Πολωνική κυβέρνηση και θα σταματούσε τις επιθέσεις του Πολωνικού Τύπου στην κυβέρνηση του Σικόρσκι.[41].
Στη δίκη της Νυρεμβέργης το Κατύν αναφέρθηκε μόνο στο κατηγορητήριο. Αναφερόμενος αργότερα στα γεγονότα της δίκης ο Ουίνστον Τσώρτσιλ έγραψε ότι οι νικήτριες δυνάμεις τις οποίες αφορούσε η σφαγή του Κατύν θεώρησαν ότι έπρεπε να αποφύγουν το θέμα και το Κατύν δεν εξετάστηκε ποτέ επιμελώς.[43]
Αυτή η βρετανική στάση διατηρήθηκε για αρκετές δεκαετίες μέχρι την πτώση του Σοβιετικού Καθεστώτος[21] και πλέον θεωρείται από ιστορικούς συγκάλυψη της σφαγής του Κατύν.[41].

Νεότερες εξελίξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ η Σοβιετική Ένωση αρνιόταν ανέκαθεν κάθε συσχέτιση με τις μαζικές αυτές εκτελέσεις, το 1990 ανακοίνωσε ότι πράγματι διαπράχθηκαν από τους ίδιους τους Σοβιετικούς και ομολόγησε την όλη προσπάθεια να αποσιωπηθεί η αλήθεια επί πενήντα χρόνια[44]. Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, από τη Ρωσία πλέον, απέδειξαν ότι η ευθύνη βαρύνει εξ ολοκλήρου τη σοβιετική πλευρά. Παρόλα αυτά οι ρωσικές αρχές δεν χαρακτήρισαν το γεγονός ξεκάθαρα ως έγκλημα πολέμου ή γενοκτονία. Έτσι, δεν κινήθηκαν νομικές διαδικασίες κατά τυχόν επιζώντων υπαιτίων, όπως απαίτησε η πολωνική κυβέρνηση.[εκκρεμεί παραπομπή] Σύμφωνα με τους απογόνους των θυμάτων, προστάτευσαν τους δράστες με το επιχείρημα πως ήταν πλέον νεκροί[45][νεκρός σύνδεσμος]
Αντίγραφα από τα έγγραφα στα οποία στηρίζεται η επίσημη εκδοχή[46] παρουσιάστηκαν επίσημα το 1992 από τον Ρώσο πρόεδρο Μπορίς Γέλτσιν στον Πολωνό ομόλογό του Λεχ Βαλέσα, και είναι τα εξής:
  • Ένα κείμενο του Μπέρια στο οποίο πρότεινε την εκτέλεση 25.700 Πολωνών και φέρει υπογραφή και του Ιωσήφ Στάλιν.[47]
  • Ένα απόσπασμα από τη διαταγή του Πολιτικού Γραφείου (Πολίτμπιρο) για την εκτέλεση.
  • Ένα σημείωμα του επικεφαλής της Κα-Γκε-Μπε, Σελέπιν, προς τον Νικίτα Χρουστσόφ, σχετικά με την εκτέλεση 21.857 Πολωνών και την ανάγκη καταστροφής των σχετικών εγγράφων.
Ο αριθμός των θυμάτων, κατά ρωσική δικαστική απόφαση του 2005, ανήλθε στους 1.803 εκτελεσθέντες, ενώ ο συνολικός αριθμός εκτιμάται γενικά στις 22.000, από τους οποίους οι 8.000 αξιωματικοί.[46] Τα θύματα θανατώθηκαν στο δάσος Κατύν στη Ρωσία, στις φυλακές Καλίνιν (στο Τβερ) και Χάρκοβο και σε διάφορα άλλα μέρη. Οι Πολωνοί αξιωματικοί είχαν αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εισβολής στην Πολωνία το 1939, ενώ οι υπόλοιποι, επίσης Πολωνοί υπήκοοι, αιχμαλωτίσθηκαν με τις κατηγορίες ότι υπήρξαν πράκτορες, πολιτοφύλακες, δολιοφθορείς, μεγαλογαιοκτήμονες, εργοστασιάρχες, ιερείς και αξιωματούχοι. Πολλοί από τους αυτούς ήταν εξέχοντα μέλη της εβραϊκής, ουκρανικής, γεωργιανής και λευκορωσικής κοινότητας της Πολωνίας[εκκρεμεί παραπομπή].
Το 2010, η ρωσική Κάτω Βουλή (Δούμα) εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο επιρρίπτει την ευθύνη της διαταγής για τη σφαγή στο Κατύν, στον ίδιο τον Στάλιν και σε άλλους Ρώσους αξιωματούχους. Το ψήφισμα καταψηφίστηκε από την κομμουνιστική μειοψηφία.[46]
Το Νοέμβριο του 2010 ρωσική Κάτω Βουλή (Δούμα) εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο αναγνώριζε τη σφαγή χιλιάδων Πολωνών στρατιωτικών από τη σοβιετική μυστική αστυνομία στο Κατύν ως έγκλημα που διέταξε ο Ιωσήφ Στάλιν. Στην απόφαση αναφέρονται τα εξής:
«Τα έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα, τα οποία είχαν παραμείνει επί πολλά χρόνια στα μυστικά αρχεία, αποκαλύπτουν το μέγεθος της φοβερής αυτής τραγωδίας, αλλά επιβεβαιώνουν επίσης ότι το έγκλημα του Κατίν διαπράχθηκε με προσωπική διαταγή του Στάλιν και άλλων μελών της σοβιετικής ηγεσίας...» 
«Η ευθύνη για το έγκλημα αυτό καταλογίσθηκε από τη σοβιετική προπαγάνδα στους ναζί εγκληματίες, γεγονός που προκάλεσε την οργή, την πίκρα και τη δυσπιστία του πολωνικού λαού»
«Το ρωσικό Κοινοβούλιο εκφράζει τη βαθιά του συμπάθεια προς όλα τα θύματα της αδικαιολόγητης αυτής πράξης, στις οικογένειες και τους συγγενείς τους». [48]

Φωτογραφίες εγγράφων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυθεντικά αντίγραφα των σοβιετικών εγγράφων σχετιζόμενα με τη σφαγή του Κατύν. Το δεύτερο έγγραφο είναι διάταγμα εκτέλεσης, το οποίο υπέγραψαν ο Ιωσήφ Στάλιν, ο Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ, ο Κλιμέντ Βοροσίλοφ και ο Αναστάς Μικογιάν.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Tο επιχείρημα αυτό αποδεικνύεται έωλο εφόσον είναι γνωστό ότι στην περίοδο της σοβιετο-γερμανικής φιλίας (Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, Αύγουστος 1939) τα γερμανικά όπλα εισάγονταν στην ΕΣΣΔ, οι δε σταλινικές μυστικές υπηρεσίες τα προτιμούσαν λόγω της ανώτερης ευστάθειάς τους από τα αντίστοιχα σοβιετικά. Ο ίδιος ο Γιεζόφ (ο ηγέτης του NKVD την περίοδο των μεγάλων διώξεων 1936 - 1938) είχε στην κατοχή του γερμανικό όπλο Walther όπως προκύπτει από την αναφορά σύλληψης του το 1939[31], επιπρόσθετα άλλο ενδεικτικό γεγονός είναι πως με γερμανικό Walther πιστόλι αυτοκτόνησε και η δεύτερη σύζυγος του Στάλιν το 1932, Ναντέζντα Αλληλούγεβα[32]. . Ο Χρήστος Κεφαλής στο βιβλίο του για το Κατύν επιπρόσθετα φέρνει και άλλα επιχειρήματα παραθέτοντας τη μαρτυρία του Καρλ Γκένσοβ, του ιδιοκτήτη της εταιρείας που τα παρήγαγε, ότι εξάγονταν στην ΕΣΣΔ[33].
 https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%B1%CF%84%CF%8D%CE%BD