Η προοπτική πιο συστηματικής ένασχόλησης του ρωσικού Ναυτικού με το Αιγαίο δείχνει πιο πιθανή από ποτέ, εάν κανείς παρατηρήσει την ανάπτυξη των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων που αναπτύσσονται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και τη συνεχή αναβάθμιση
Με δεδομένη την ενίσχυση των δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, μένει να καλυφθεί ένας «ενδιάμεσος χώρος» ο οποίος είναι προβληματικός παραδοσιακά, αυτός του Αιγαίου και της διαδρομής από τα στενά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα που τελεί υπό τον έλεγχο δυο χωρών – μελών του ΝΑΤΟ. Αυτή καθαυτή η σημασίας της γεωγραφικής τους θέσης ήταν βασικό κίνητρο για την ταυτόχρονη ένταξή τους στη Συμμαχία το 1952.
Όπως έχει αναφερθεί και στο παρελθόν, η ρωσική παρουσία θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη των εξελίξεων, αφού είναι ο παράγοντας που θα μπορούσε να ελέγξει για παράδειγμα τη Χεζμπολάχ που έχει απειλήσει να πλήξει τις θαλάσσιες εξέδρες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου.
των επιχειρησιακών τους δυνατοτήτων σε όλο το φάσμα των δυνητικών σεναρίων που θα μπορούσαν θεωρητικά να κληθούν να αντιμετωπίσουν, ενώ την ίδια στιγμή το τοπίο στη Μαύρη Θάλασσα δείχνει ολοένα και πιο γκρίζο…
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Η πιθανή πλέον εξέλιξη δεν δείχνει να έχει απασχολήσει και πολύ την ελληνική πλευρά, έστω και ως υπόθεση εργασίας, παρότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου η Ελλάδα θα ωφελούνταν από ενδεχόμενη ρωσική εμπλοκή στην περιοχή δεδομένης της αντιπαράθεσης Μόσχας-Άγκυρας, όμως οι Συμμαχικές της υποχρεώσεις θα περιέπλεκαν την εικόνα…
Θα την έθεταν στο επίκεντρο της διαμάχης, ενός στρατηγικού παιγνίου στο οποίο η χώρα μας θα ήταν υποχρεωμένη υπό τις ανωτέρω συνθήκες να συνεχίσει να ευθυγραμμίζεται με την πλευρά που επί δεκαετίες απέφυγε συστηματικά να εμπλακεί στην εξεύρεση μια λύσης που να είναι συμβατή με το διεθνές δίκαιο, δίνοντας ένα τέλος στην αναθεωρητική συμπεριφορά της Τουρκίας. Δεν υποστηρίζεται εδώ ότι θα υπήρχε άλλη ρεαλιστική προοπτική, όμως τέτοια κατάσταση θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον.
Η βασική σκέψη των σχεδιαστών της ρωσικής στρατηγικής στην περιοχή ξεκινά από την πασιφανή μέχρι σήμερα απροθυμία της Ατλαντικής Συμμαχίας να προκαλέσει τη Ρωσία, τουλάχιστον στην άμεση «γειτονιά» της, όπου και λόγω γεωγραφικής γειτνίασης διαθέτει στρατιωτικό πλεονέκτημα, η αντιμετώπιση του οποίου θα απαιτούσε ενέργειες που θα συνεπάγονταν αυτομάτως την κάθετη κλιμάκωση μιας τοπικής αντιπαράθεσης, κάτι που με τη σειρά του θα ήγειρε τον κίνδυνο αντιμετώπισης εξαιρετικά επικίνδυνων σεναρίων, με εμπλοκή των πυρηνικών οπλοστασίων των δυο πλευρών.
Κομβικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία παίζει η κατάσταση στην Τουρκία όπου η ισλαμιστική ηγεσία συμπεριφέρεται με έναν τρόπο που έχει ενοχλήσει τα μέγιστα τους Σύμμαχους της – τυπικά, έως ότου τους θυμήθηκε εξαιτίας της μεγιστοποίησης της απειλής από τη Ρωσία λόγω της εμπλοκής της τελευταίας στη Συρία και της άφρονος κατάρριψης του ρωσικού Su-24 – με αποτέλεσμα το ΝΑΤΟ (βλ. ΗΠΑ) να προσέχουν εμφανώς να μην εμπλακούν σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία παρασυρμένοι από τις τουρκικές επιλογές που έχουν αυτό ως στόχο, επιλογές οι οποίες συχνότατα δεν ευθυγραμμίζονται με τη στρατηγική θεώρηση και τις προτεραιότητες της Συμμαχίας.
Με την ενίσχυση των ναυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η μία ανάγνωση είναι οι Ρώσοι επιχειρούν προφανώς να ενισχύσουν τις πιθανότητες ενός ευνοϊκού συμβιβασμού στο πλαίσιο μιας πολιτικής διευθέτησης του συριακού προβλήματος και να παγιώσουν την παρουσία τους στα «θερμά ύδατα» όπως την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και της ΕΣΣΔ. Στις υπόλοιπες θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Στη Μαύρη Θάλασσα, οι ρωσικές δυνάμεις, όπως ειπώθηκε, διατηρούν σημαντικό πλεονέκτημα και το ΝΑΤΟ αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για διακεκαυμένη ζώνη, καθώς η παρουσία Βουλγαρίας και Ρουμανίας στη Συμμαχία, πέραν της Τουρκίας, σε μια κλειστή θάλασσα δημιουργεί μεγάλες απαιτήσεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως, από στρατιωτικής απόψεως, οι ρωσικές δυνατότητες να απαντήσουν σε οποιοδήποτε σενάριο είναι ιδιαιτέρως αυξημένες και σε κάθε περίπτωση ασυγκρίτως περισσότερες από ότι σε πιο απομακρυσμένο σημείο.
Με δεδομένη την ενίσχυση των δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, μένει να καλυφθεί ένας «ενδιάμεσος χώρος» ο οποίος είναι προβληματικός παραδοσιακά, αυτός του Αιγαίου και της διαδρομής από τα στενά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα που τελεί υπό τον έλεγχο δυο χωρών – μελών του ΝΑΤΟ. Αυτή καθαυτή η σημασίας της γεωγραφικής τους θέσης ήταν βασικό κίνητρο για την ταυτόχρονη ένταξή τους στη Συμμαχία το 1952.
Τμήμα της αμερικανικής απροθυμίας να «αποχωριστεί» την «απροσάρμοστη» και ανεξέλεγκτη Τουρκία, είναι το μέτωπο της Μαύρης Θάλασσας, πολύ περισσότερο και από αυτό της Μέσης Ανατολής, στο οποίο η συμπεριφορά της Τουρκίας από το 2003 (που απαγόρευσε την εισβολή στο Ιράκ από το έδαφός της) και μετά, έχει αλλάξει σημαντικά τα δεδομένα και τη στρατηγική εικόνα, που περιπλέχτηκε ακόμα περισσότερο μετά την υπογραφή της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Αυτός ο χώρος είναι που κρατά αποκομμένες τις ναυτικές δυνάμεις που επιχειρούν στη Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαία η παραδοσιακή επιθυμία της Μόσχας να καταλήξει σε συμφωνία ώστε να μπορεί να ελλιμενίζει πλοία της στο Αιγαίο, ενώ η βεβαιότητα των πολλαπλών δυνατοτήτων αντίδρασης από βορρά, είναι η σημαντικότερη αποτροπή που διαθέτει για την προστασία των ναυτικών δυνάμεων σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής για την Ανατολική Μεσόγειο.
Επί της ουσίας της διαρκούς ενίσχυσης των ρωσικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ρωσία έχει ανακοινώσει πρόσφατα ότι τα καταδρομικά «Pyotr Velikii» και «Admiral Nakhimov», τύπου Kirov, θα εξοπλιστούν με τους υπερηχητικούς πυραύλους επιφανείας-επιφανείας 3M22 Zircon.
Στην περιοχή όμως θα αναπτυχθούν σε μονιμότερη βάση οι μικρού αναλογικά εκτοπίσματος κορβέτες κατευθυνομένων βλημάτων, κλάσης Buyan-M, που θα φέρουν τους πολυδιαφημισμένους πλέον πυραύλους κρουζ Kalibr, οι οποίοι μπορούν να πλήξουν στόχους στην ξηρά με υπερηχητική ταχύτητα από αποστάσεις έως 2.000 χιλιόμετρα.
Στην εξίσωση αυτή να προστεθεί και πρόσφατη αναφορά του Ρώσου πρεσβευτή στη Λευκωσία, για την πιθανότητα αναζωπύρωσης του ρωσικού ενδιαφέροντος για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων στην περιοχή, ιδιαίτερα μετά τις συμφωνίες μεταξύ των εμπλεκομένων χωρών και τη διάθεση συνεργασίας που επιδεικνύεται.
Κατά συνέπεια, η ενίσχυση των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, πέραν του θεάτρου της Συρίας και γενικότερα της Μέσης Ανατολής, θα μπορούσαν να αποτελέσουν προάγγελο για ρωσική κίνηση και διεκδίκηση μεριδίου στην αξιοποίηση των «οικοπέδων» της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Αιγύπτου και γιατί όχι, ακόμα και του Ισραήλ.
Όπως έχει αναφερθεί και στο παρελθόν, η ρωσική παρουσία θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη των εξελίξεων, αφού είναι ο παράγοντας που θα μπορούσε να ελέγξει για παράδειγμα τη Χεζμπολάχ που έχει απειλήσει να πλήξει τις θαλάσσιες εξέδρες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Σε περίπτωση στρατιωτικής συνεργασίας, οι δυνάμεις θα είναι ισχυρότατες και οι τουρκικές δυνατότητες αντίδρασης με τη μορφή στρατιωτικού καταναγκασμού, εξαιρετικά περιορισμένες. Η λογική αφορά τη συμμετοχή της Μόσχας ώστε να μην εξελιχθεί ο – υπό αναζήτηση – εναλλακτικός ενεργειακός προμηθευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος» με τη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή όμως, η ενίσχυση των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με ισχυρά συστήματα επάκτιας άμυνας στις συριακές αρχές, υποδεικνύουν την οικοδόμηση δυνατοτήτων «απαγόρευσης πρόσβασης» σε μια δεδομένη περιοχή, μη φιλικών δυνάμεων.
Προφανώς θα πρέπει να υπενθυμιστεί και το πόσο ταιριάζει αυτό το σενάριο με μια λύση που θα προέβλεπε τη διάλυση της Συρίας, ή τη μετατροπής της σε μια χαλαρή Ομοσπονδία, όπου οι ακτές στη Μεσόγειο θα ελέγχονταν από τους Αλαουίτες του Άσαντ, που προφανώς θα είχαν τη ρωσική υποστήριξη. Την εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να εξυπηρετεί, τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση και το Ισραήλ, που αναπτύσσει σταθερά τις σχέσεις του με τη Ρωσία, καθώς είναι δεδομένη η προτίμησή του στο να έχει να συνεννοηθεί με τη Ρωσία και όχι με τη Χεζμπολάχ.
Η ανωτέρω καταγραφή των δυνητικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή συνεπεία της απόπειρας αλλαγής στην ισορροπία δυνάμεων από την πλευρά της Ρωσίας, θα έπρεπε να αποτελεί συστηματική ενασχόληση των αρμοδίων για την άμυνα και τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας, με την εκπόνηση σεναρίων και των επιλογών που θα υπάρχουν.
Θα πρέπει να καλλιεργηθεί το έδαφος στο επίπεδο της διπλωματίας, της κλασικής και της «στρατιωτικής», ώστε η χώρα να μην εμφανιστεί για μια ακόμη φορά να τρέχει πίσω από εξελίξεις που θα έχουν καθορίσει άλλοι, αναζητώντας πολιτική την τελευταία στιγμή, επιχειρώντας να αντιδράσει…