353.000 Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους.
Η Γενοκτονία των Ποντίων μέσα από τις μαρτυρίες των θυμάτων.
«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα .
Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις.
Θ.ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΣΑΝΤΑΜαρτυρία Μάγδας Καπαμά
PONTIOS AKRITAS http://www.pontiosakritas.blogspot.com/
«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα .
Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις.
Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν»
Β.Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη. Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:
“Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι’ έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό.
Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες.
Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες.
Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.
—————————————————————————-
Γ.Στο βιβλίο του Γιώργου Ανδρεάδη ‘Η ΤΑΜΑΜΑ”, ξετυλίγεται η αληθινή ιστορία μιας μικρής Ελληνοπούλας, κόρης του Παπά-Γιάννη από το χωριό Εσπιε του Πόντου , από όπου και το παρακάτω απόσπασμα:
“Οταν ήρθε και η σειρά του, ο Παπαγιάννης σήκωσε τον άρρωστο αδερφό του από το κρεβάτι και πήγαν στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκεί ήταν όλη η χριστιανική Εσπιε.
480 ψυχές ξεκίνησαν την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 1916, ώρα 11, για το δρόμο του Γολγοθά.
Μόλις οι τελευταίοι χριστιανοί άφηναν το χωριό παίρνοντας το δρόμο για τα βουνά, φανατισμένοι Νεότουρκοι Τσέτες μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί. Από απέναντι και μέσα από το παράθυρο, ο Τούρκος γείτονας Ιμπραχήμ παρακολουθούσε με αγωνία να δει τι θα κάμουν.
Σε λίγο έσπασαν την πόρτα του Παπαγιάννη, άρχισαν να πετάνε έξω τα υπάρχοντα του και ετοιμάζονταν για την μοιρασιά. Τότε η ψυχή του Ιμπραχήμ δεν άντεξε για το κακό που γινόταν στους γείτονές του και ιδιαίτερα στον φίλο του τον Παπαγιάννη. Ανοιξε την πόρτα, έτρεξε στην αυλή του Παπαγιάννη και φώναξε στους πλιατσικολόγους:
Αλλαχτάν μπουλ (από το Θεό να το βρείτε.)
Ηταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει ο Ιμπραχήμ, αφού η κατάρα του έσβησε με ένα πυροβολισμό. Η σφαίρα βρήκε τον Ιμπραχήμ στο μέτωπο και τον έριξε κάτω νεκρό….
Τέσσερις μέρες πέρασαν σαν αιώνας, από την ημέρα που ξεκίνησαν από την Εσπιε. Μέσα σε 4 μέρες, ο Παπαγιάννης έχασε τον αδελφό του και τον αγαπημένο του γιο που με τόσες προσδοκίες έφερε στον κόσμο. Τίποτε πια δεν τον ενδιέφερε. Ούτε που θα πάνε, ούτε αν θα σωθούν, ή αν θα χαθούν. Το ξημέρωμα βρήκε και άλλους νεκρούς. Τα περισσότερα θύματα ήταν μικρά παιδιά. Συνολικά 20 άτομα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Μετά από ταλαιπωρίες και πορείες δυόμισι μηνών τα υπολείμματα ενός ζωντανού χωριού έφτασαν στη Σεβάστεια, μόνο…38 ψυχές. “
——————————————
Δ.Ενας από τους τελευταίους επιζώντες της Γενοκτονίας των Ποντίων
Για ορισμένους μοιάζει με παραμύθι. Σε άλλους φαντάζει ως ένα απόμακρο τραγικό γεγονός που συνέβη κάπου, κάπως, κάποτε. Κάποιοι δεν γνωρίζουν. Για μερικές χιλιάδες αποτελεί ημέρα μνήμης: 353.000 Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, παιδιά, έφηβοι, νέοι και γέροι, πεταμένοι κάπου στις πλαγιές, στα χωράφια, στις ρεματιές, χωρίς ποτέ κανένας να μπορέσει να θάψει τα κορμιά τους. Τα Τάγματα Εργασίας, αφού τους εξόντωσαν, τους πέταξαν… Ελάχιστοι οι εναπομείναντες και ακόμη λιγότεροι εκείνοι που ως σήμερα ζουν, θυμούνται και εξιστορούν στα παιδιά, στα εγγόνια, στα δισέγγονα και στα τρισέγγονά τους όσα έζησαν… Την τραγωδία, τη λαίλαπα του πολέμου και του φανατισμού.
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης στην πορεία της ζωής του μίλησε στα παιδιά του, την Αριάδνη, την Παρθένα, την Αννα, τον Επαμεινώνδα και τον Θεόδωρο, αφηγήθηκε στα δέκα εγγόνια του και στα ισάριθμα δισέγγονά του και θα ήθελε, αν προλάβει, να μιλήσει και σε τρισέγγονό του για την αλησμόνητη πατρίδα. Για τον πατέρα του Θεόδωρο Κοντογιαννίδη, ο οποίος εξοντώθηκε, για τη θεία του Ελένη που αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της ο Αναστάσης… Για τους τούρκους συγχωριανούς τους που τους ειδοποίησαν ότι ερχόταν μεγάλο κακό και τους βοήθησαν να διαφύγουν.
Σταύρος Κοντογιαννίδης, τόπος γεννήσεως Ζιμόνα Χαρίενας, Αργυρούπολη Τραπεζούντας. Ονομα πατρός, Θεόδωρος, επάγγελμα συνταξιούχος, πρώην πεταλωτής, γεωργός, μαραγκός. Εζησε στον Πολύμυλο Κοζάνης τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και τώρα ζει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Ανθρωπος απλός, του μόχθου. Τα χέρια του ακόμη ροζιασμένα από την πολλή δουλειά, και ας πέρασαν πάνω από 20 χρόνια από τότε που πήρε σύνταξη. Η προσφυγιά δεν του επέτρεψε να πάει σχολείο. Τα ποντιακά μπλέκονται με τη νεοελληνική γλώσσα, τα συναισθήματα έντονα. Δεν ξεχνάει όσα χρόνια και αν πέρασαν.
Αφηγείται σήμερα στο «Βήμα» όσα έζησε και ας τον πληγώνουν. Θέλει, λέει, να θυμούνται όλοι, να μη μισούν αλλά και να μην ξεχνούν…
«Ημουν οχτώ χρονών.Μια μέρα, στο χωριό, οι τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες… Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια. Βγήκαμε στους δρόμους. Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες… και την ψυχή μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της.Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Αλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν. Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι διαταγές και πυροβολισμοί. Ολοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει».
Εχασε τρία από τα αδέλφια του και απόμεινε μόνος, με τον μικρό του αδελφό Αχιλλέα, μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, ο οποίος θήλαζε και είχε να φάει.
[Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν ]
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν
«Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι». Και όμως: «Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της». Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το κακό.
Ο 98χρονος κ. Σταύρος Κοντογιαννίδης αφηγείται για την αλησμόνητη πατρίδα και όσα έζησε και τον πληγώνουν
«Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι». Και όμως: «Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της». Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το κακό.
Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. «Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Οταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας.Αφήσαμε πίσω προγόνους,τάφους,σπίτια,μαγαζιά,τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας,τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας». Το «Κιτσεμάλ» ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. «Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια» .
ΠΗΓΗ.ΒΗΜΑ
Ε.Επιστολές θυμάτων.
Επιστολή μελλοθάνατου Αλέξανδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας
Γλυκυτάτη μου Κλειώ
Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος.
Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή.
Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ.
Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις.
Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε.
Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή.
Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ.
Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις.
Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε.
Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου
ο υμέτερος
Αλ. Γ. Ακριτίδης
Επιστολή μελλοθάνατου Ματθαίου Κωφίδη, βουλευτή Τραπεζούντας
15/28 Σεπτεμβρίου 1921 φυλακαί Τιμαρχανέ – Αμασείας
Φιλτάτη Ουρανία
Χθες ημέραν της Σταυροπροσκυνήσεως επαρουσιάσθην εις το δικαστήριον Ιστικλάλ, καμίαν ελπίδα δεν έχω πλέον, σήμερον θα δοθή η απόφασις η οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική, σας αφίνω υγείαν και εις την προστασίαν του Παναγάθου, περιττά τα πολλά λόγια, θάρρος και εγκαρτέρησις και ελπίς επί Κύριον, δια να ημπορέσης το κατά δύναμιν να σηκώσης το βαρύ φορτίον σου.
Σας γλυκοφιλώ όλους
Ο Ματθαίος σου
Υ.Γ. Εις τα φίλτατα την ευχήν μου, καλήν πρόοδον και καλήν διαγωγήν όπως η ψυχή μου και μακρόθεν αγάλλεται.
ο ίδιος
ΣΤ.Από το αρχείο του γιου του Κώστα Κωφίδη
“Όλες τις κοπέλες και τις γυναίκες που συνέλαβαν οι Tσέτεδες , τις οδήγησαν μέσα στη Μονή, τις βίασαν και τις διακόρευσαν κτηνωδώς. Μετά από επανειλημμένους βιασμούς και ενώ τα θύματα δεν ήταν σε θέση να κινηθούν, τα αποκεφάλισαν μέσα στη Μονή.
Έσφαξαν και άντρες, αφού τους ανάγκασαν να βλέπουν την κακοποίηση των γυναικών τους…
Μια εικοσάχρονη κοπέλα η Κυριακή Τσιρονίδου , βιάστηκε μπροστά στους δικούς της από εννέα βδελυρούς Τούρκους Τσέτεδες, από τους οποίους ο τελευταίος την αποτέλειωσε με το ξίφος του…”
Η νύκτα στην ιερά Μονή Βαζελώνος ήταν μια από τις πιο ανατριχιαστικές σελίδες της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Έσφαξαν και άντρες, αφού τους ανάγκασαν να βλέπουν την κακοποίηση των γυναικών τους…
Μια εικοσάχρονη κοπέλα η Κυριακή Τσιρονίδου , βιάστηκε μπροστά στους δικούς της από εννέα βδελυρούς Τούρκους Τσέτεδες, από τους οποίους ο τελευταίος την αποτέλειωσε με το ξίφος του…”
Η νύκτα στην ιερά Μονή Βαζελώνος ήταν μια από τις πιο ανατριχιαστικές σελίδες της Ποντιακής Γενοκτονίας.
Ζ.Απόσπασμα από την “Μαύρη Βίβλο” του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ξεριζωμός ..Προσφυγιά.. έννοιες άρρηκτα δεμένες με την ιστορία της οικογένειάς μου.. Μικρογραφία της τραγικής πορείας των Ποντίων..
Το 1878 ξεκινά η μαρτυρική διαδρομή των προγόνων μου, μετά τον τελευταίο Ρωσοτουρκικό πόλεμο..
Oι διωγμοί, η ανασφάλεια, ο φόβος , ανάγκασαν τους γονείς μου και τις οικογένειές τους-μαζί με τους υπόλοιπους Ρωμιούς της περιοχής-να εγκαταλείψουν την πατρική γη, την Αργυρούπολη. Θυμάμαι ότι ο παππούς μου, Αλέξης Παλαπανίδης, μιλούσε με ιδιαίτερη νοσταλγία για το μικρό χωριό του, το Ντεμιρτσίκιοϊ της Αργυρούπολης, για τις τρέλες των παιδικών του χρόνων, τις ατέλειωτες ώρες σκληρής δουλειάς στο χωράφι, την αδυναμία του να κουμαντάρει τα ζώα της οικογένειας. Γεωργοί και κτηνοτρόφοι ήταν οι γονείς του, οι περισσότεροι όμως συγχωριανοί του εργάζονταν σκληρά στα μεταλλεία και στα λατομεία της περιοχής, ενώ άλλοι μετανάστευσαν στην Τραπεζούντα ή στην Ρωσία προκειμένου να διασφαλίσουν καλύτερο εισόδημα για τις οικογένειές τους. Σημείο ξενοιασιάς και γιορταστικής συνάντησης, το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του λόφου, όπου αντάμωναν όλοι οι κάτοικοι και οι λιγοστοί μουσουλμάνοι που ζούσαν στο χωριό και γλεντούσαν, ξεχνώντας για λίγο τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής. Όλα όμως άλλαξαν… ο τρόμος άρχισε να φωλιάζει στις καρδιές των Ρωμιών. Μας πήρανε αρκετά χωράφια.. για να τα παραχωρήσουν στους Τούρκους που ήρθανε πρόσφυγες από τον Καύκασο…και το δικό μας.. δεν είχαμε τίποτε πλέον. Το κράτος ζητούσε περισσότερους φόρους από εμάς.. πολλοί συγγενείς μας έχασαν , με αυτόν τον τρόπο, τα ζώα τους, καθώς αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα δυσβάσταχτα χρέη τους. Και δεν έφτανε μόνο αυτό.. Άγριοι τσέτες λήστευαν, τρομοκρατούσαν-έτσι σκοτώσανε τον Κώτσο τη Χάρονος, όπως τον έλεγαν, επειδή αντιστάθηκε- όχι μόνο στο χωριό μας, αλλά και σε όλη την περιοχή. Ακόμα και οι μουσουλμάνοι γείτονές μας, ήταν πια επιθετικοί και με την παραμικρή ευκαιρία εκδήλωναν κάτι , αόριστα, εχθρικό.. Όλα συνωμοτούσαν για τον επερχόμενο ξεριζωμό μας, από το χωριό μας, το ΝτερμιτσίκιοÏ.. Οι τελευταίες μέρες πριν από την ομαδική αναχώρηση.. Οι γυναίκες, άναβαν τους φούρνους, ζύμωναν, έψηναν ψωμί και το έκαναν φρυγανιές και παξιμάδια, έκαναν μακαρίνα, γέμιζαν βαρελάκια ή τενεκέδες με βούτυρα και τυριά.. Οι άντρες γέμιζαν σακιά με αλεύρι και σιτάρι, έσφαζαν ,με σπαραγμό της καρδιάς τους, τα εκλεκτά τους ζώα, έψηναν σε μεγάλα καζάνια το κρέας τους , το έκαναν καβουρμάδες και με το λίπος μαζί , το έβαζαν σε βαρελάκια ή σε πήλινα δοχεία.. Στη τελευταία λειτουργία, κυριαρχούσε η θλίψη και η απογοήτευση.. Ήταν όλοι οι χωριανοί εκεί.. Προσεύχονταν και με τρεμάμενο χέρι άναβαν το στερνό τους κερί..Κυνηγημένοι από τα τραγικά παιχνίδια των εθνικιστών της εποχής , οδηγήθηκαν εκεί, που ήδη είχαν καταφύγει πριν αρκετά χρόνια, πολλοί Πόντιοι προκειμένου να επιβιώσουν, στο Κάρς . Η οικογένειά μου εγκαταστάθηκε στο χωριό Σιντισκόμ.. Σπίτια λίγα, τρόφιμα ακόμη λιγότερα. Αναρχία και αταξία παντού. Παρόλα αυτά, μας δέχτηκαν, μας φιλοξένησαν. Μοιράσθηκαν την δυστυχία μαζί μας, καθώς κι ένα κομμάτι γης για να επιβιώσουμε. Πως όμως!!! Οι επιδρομές του τούρκικου στρατού, συχνές.. Οι επιθέσεις των Κούρδων, το ίδιο. Η μοίρα του Πρόσφυγα. .η ευαίσθητη αυτή περιοχή συνδέθηκε με το πεπρωμένο μας.. οι δολοφονίες και η προσπάθεια αφανισμού των Ρωμιών στην ημερήσια διάταξη.. και πάλι ξεριζωμός, αυτή την φορά για τη Γεωργία, στα αφιλόξενα χωριά της ΤσάλκαςΣε αυτό τον τόπο γεννήθηκα -το 1915-..σα ξένα.. όπως με παράπονο, έλεγε η μητέρα μου, ελπίζοντας να έρθει κάποτε η μέρα που θα επιστρέφαμε στη «ρίζα» μας.. στην γενέθλια γη..Αντί όμως γι’αυτό. .ήρθε ο θάνατος. .περίσσεψε ο πόνος.. και όσοι απέμειναν από την γλυκιά πατρίδα, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Ελλάδα. Το 1922, όταν οι Πόντιοι της Μαύρης Θάλασσας εγκατέλειπαν τον τόπο τους, αποφασίσαμε κι εμείς, όπως πολλοί συμπατριώτες των περιοχών αυτών( Ρωσίας-Γεωργίας) να ακολουθήσουμε το δεύτερο «ρεύμα» Προσφυγιάς προς τη Ελλάδα, με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, με την ελπίδα να μη ζήσουν οι επόμενες γενιές κι άλλους ξεριζωμούς κι άλλη δυστυχία.. Στο λιμάνι του Βατούμ, στη Ν. Ρωσία, πλήθος κόσμου περιμέναμε το καράβι της «σωτηρίας»…Πεινασμένοι, δυστυχείς, κυνηγημένοι από τη ζωή.. δίχως να γνωρίζουμε ότι το τραγικότερο «παιχνίδι» για την οικογένειά μου μόλις είχε αρχίσει.. Ενώ περνούσαν οι μέρες της προσμονής, ο πατέρας μου(Σάββας Παλαπανίδης) αποφάσισε-πιστεύοντας ότι θα προλάβει, με δεδομένο την πολυήμερη αναμονή-να πάει στο χωριό κα να φέρει το άλογο και το βόδι για να τα πάρουμε μαζί μας στην Ελλάδα… «Κάτ’ να έχομε σα ΄σερα μουν, να επορούμε να χτίζομε την ζωήν εμουν.» τους έλεγε με αγωνία. Η μητέρα μου (Αγάπη Παλαπανίδου) και ο θείος μου (Φώτης) προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, εκφράζοντας την ανησυχία και την αγωνία τους.. «θα έρτε το παπόρ και θ’απομένεις οπίς..»Την απόφαση όμως την είχε πάρει ο πατέρας μου, και μαζί με αυτόν κι εγώ. Θέλησα να πάω μαζί του, να τον βοηθήσω.. παρά τα 7 μου χρόνια, ένοιωθα και ζούσα τον πόνο και τα βάσανα των αγαπημένων μου.. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των γονιών μου, με πήρε μαζί του..Όταν όμως επιστρέψαμε στο λιμάνι, ύστερα από 4 ημέρες, το καράβι είχε πια σαλπάρει για την Ελλάδα.. και ήταν το τελευταίο. Περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, ελπίζοντας να σμίξουμε με την μητέρα μου..
Oι διωγμοί, η ανασφάλεια, ο φόβος , ανάγκασαν τους γονείς μου και τις οικογένειές τους-μαζί με τους υπόλοιπους Ρωμιούς της περιοχής-να εγκαταλείψουν την πατρική γη, την Αργυρούπολη. Θυμάμαι ότι ο παππούς μου, Αλέξης Παλαπανίδης, μιλούσε με ιδιαίτερη νοσταλγία για το μικρό χωριό του, το Ντεμιρτσίκιοϊ της Αργυρούπολης, για τις τρέλες των παιδικών του χρόνων, τις ατέλειωτες ώρες σκληρής δουλειάς στο χωράφι, την αδυναμία του να κουμαντάρει τα ζώα της οικογένειας. Γεωργοί και κτηνοτρόφοι ήταν οι γονείς του, οι περισσότεροι όμως συγχωριανοί του εργάζονταν σκληρά στα μεταλλεία και στα λατομεία της περιοχής, ενώ άλλοι μετανάστευσαν στην Τραπεζούντα ή στην Ρωσία προκειμένου να διασφαλίσουν καλύτερο εισόδημα για τις οικογένειές τους. Σημείο ξενοιασιάς και γιορταστικής συνάντησης, το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του λόφου, όπου αντάμωναν όλοι οι κάτοικοι και οι λιγοστοί μουσουλμάνοι που ζούσαν στο χωριό και γλεντούσαν, ξεχνώντας για λίγο τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής. Όλα όμως άλλαξαν… ο τρόμος άρχισε να φωλιάζει στις καρδιές των Ρωμιών. Μας πήρανε αρκετά χωράφια.. για να τα παραχωρήσουν στους Τούρκους που ήρθανε πρόσφυγες από τον Καύκασο…και το δικό μας.. δεν είχαμε τίποτε πλέον. Το κράτος ζητούσε περισσότερους φόρους από εμάς.. πολλοί συγγενείς μας έχασαν , με αυτόν τον τρόπο, τα ζώα τους, καθώς αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα δυσβάσταχτα χρέη τους. Και δεν έφτανε μόνο αυτό.. Άγριοι τσέτες λήστευαν, τρομοκρατούσαν-έτσι σκοτώσανε τον Κώτσο τη Χάρονος, όπως τον έλεγαν, επειδή αντιστάθηκε- όχι μόνο στο χωριό μας, αλλά και σε όλη την περιοχή. Ακόμα και οι μουσουλμάνοι γείτονές μας, ήταν πια επιθετικοί και με την παραμικρή ευκαιρία εκδήλωναν κάτι , αόριστα, εχθρικό.. Όλα συνωμοτούσαν για τον επερχόμενο ξεριζωμό μας, από το χωριό μας, το ΝτερμιτσίκιοÏ.. Οι τελευταίες μέρες πριν από την ομαδική αναχώρηση.. Οι γυναίκες, άναβαν τους φούρνους, ζύμωναν, έψηναν ψωμί και το έκαναν φρυγανιές και παξιμάδια, έκαναν μακαρίνα, γέμιζαν βαρελάκια ή τενεκέδες με βούτυρα και τυριά.. Οι άντρες γέμιζαν σακιά με αλεύρι και σιτάρι, έσφαζαν ,με σπαραγμό της καρδιάς τους, τα εκλεκτά τους ζώα, έψηναν σε μεγάλα καζάνια το κρέας τους , το έκαναν καβουρμάδες και με το λίπος μαζί , το έβαζαν σε βαρελάκια ή σε πήλινα δοχεία.. Στη τελευταία λειτουργία, κυριαρχούσε η θλίψη και η απογοήτευση.. Ήταν όλοι οι χωριανοί εκεί.. Προσεύχονταν και με τρεμάμενο χέρι άναβαν το στερνό τους κερί..Κυνηγημένοι από τα τραγικά παιχνίδια των εθνικιστών της εποχής , οδηγήθηκαν εκεί, που ήδη είχαν καταφύγει πριν αρκετά χρόνια, πολλοί Πόντιοι προκειμένου να επιβιώσουν, στο Κάρς . Η οικογένειά μου εγκαταστάθηκε στο χωριό Σιντισκόμ.. Σπίτια λίγα, τρόφιμα ακόμη λιγότερα. Αναρχία και αταξία παντού. Παρόλα αυτά, μας δέχτηκαν, μας φιλοξένησαν. Μοιράσθηκαν την δυστυχία μαζί μας, καθώς κι ένα κομμάτι γης για να επιβιώσουμε. Πως όμως!!! Οι επιδρομές του τούρκικου στρατού, συχνές.. Οι επιθέσεις των Κούρδων, το ίδιο. Η μοίρα του Πρόσφυγα. .η ευαίσθητη αυτή περιοχή συνδέθηκε με το πεπρωμένο μας.. οι δολοφονίες και η προσπάθεια αφανισμού των Ρωμιών στην ημερήσια διάταξη.. και πάλι ξεριζωμός, αυτή την φορά για τη Γεωργία, στα αφιλόξενα χωριά της ΤσάλκαςΣε αυτό τον τόπο γεννήθηκα -το 1915-..σα ξένα.. όπως με παράπονο, έλεγε η μητέρα μου, ελπίζοντας να έρθει κάποτε η μέρα που θα επιστρέφαμε στη «ρίζα» μας.. στην γενέθλια γη..Αντί όμως γι’αυτό. .ήρθε ο θάνατος. .περίσσεψε ο πόνος.. και όσοι απέμειναν από την γλυκιά πατρίδα, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην Ελλάδα. Το 1922, όταν οι Πόντιοι της Μαύρης Θάλασσας εγκατέλειπαν τον τόπο τους, αποφασίσαμε κι εμείς, όπως πολλοί συμπατριώτες των περιοχών αυτών( Ρωσίας-Γεωργίας) να ακολουθήσουμε το δεύτερο «ρεύμα» Προσφυγιάς προς τη Ελλάδα, με την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, με την ελπίδα να μη ζήσουν οι επόμενες γενιές κι άλλους ξεριζωμούς κι άλλη δυστυχία.. Στο λιμάνι του Βατούμ, στη Ν. Ρωσία, πλήθος κόσμου περιμέναμε το καράβι της «σωτηρίας»…Πεινασμένοι, δυστυχείς, κυνηγημένοι από τη ζωή.. δίχως να γνωρίζουμε ότι το τραγικότερο «παιχνίδι» για την οικογένειά μου μόλις είχε αρχίσει.. Ενώ περνούσαν οι μέρες της προσμονής, ο πατέρας μου(Σάββας Παλαπανίδης) αποφάσισε-πιστεύοντας ότι θα προλάβει, με δεδομένο την πολυήμερη αναμονή-να πάει στο χωριό κα να φέρει το άλογο και το βόδι για να τα πάρουμε μαζί μας στην Ελλάδα… «Κάτ’ να έχομε σα ΄σερα μουν, να επορούμε να χτίζομε την ζωήν εμουν.» τους έλεγε με αγωνία. Η μητέρα μου (Αγάπη Παλαπανίδου) και ο θείος μου (Φώτης) προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, εκφράζοντας την ανησυχία και την αγωνία τους.. «θα έρτε το παπόρ και θ’απομένεις οπίς..»Την απόφαση όμως την είχε πάρει ο πατέρας μου, και μαζί με αυτόν κι εγώ. Θέλησα να πάω μαζί του, να τον βοηθήσω.. παρά τα 7 μου χρόνια, ένοιωθα και ζούσα τον πόνο και τα βάσανα των αγαπημένων μου.. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των γονιών μου, με πήρε μαζί του..Όταν όμως επιστρέψαμε στο λιμάνι, ύστερα από 4 ημέρες, το καράβι είχε πια σαλπάρει για την Ελλάδα.. και ήταν το τελευταίο. Περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, ελπίζοντας να σμίξουμε με την μητέρα μου..
Ήταν αδύνατο.. οι δρόμοι πια είχαν κλείσει.. Βλέπετε πάντα την μοίρα των Λαών την ορίζουν και την καθορίζουν οι πολιτικές και ο Ποντιακός λαός την ένοιωσε και την έζησε αυτή την πρακτική, σε όλες τις πτυχές του…Και το τραγικότερο? Μάθαμε ότι πολλοί συμπατριώτες μας, πέθαναν κατά την διάρκεια του ταξιδιού, εξουθενωμένοι από τις αρρώστιες και τις κακουχίες.. Μήπως άραγε το ίδιο συνέβη και με την μητέρα μου?.. Το είχαμε πια αποδεχτεί, ίσως γιατί δεν μπορούσαμε να δεχτούμε την πραγματικότητα..Την δεκαετία του ΄60 ,όταν «άνοιξαν» οι δρόμοι και ήρθαν αρκετοί επισκέπτες από την Ελλάδα, έμαθα για την μητέρα μου..
Ζούσε και περίμενε το θαύμα… «Ατζάπ’ς ο Αλέξης μου ζει? Ντ’έγέντονε..»Από τότε δίαυλο επικοινωνίας για μας, αποτελούσε, η καθημερινή σχεδόν, αλληλογραφία. Ένοιωθα ότι το μελάνι που αποτύπωνε τα λόγια της στο χαρτί, ανέδυε το μητρικό δάκρυ μιας χαρμολύπης..(Μετά την μεταφορά τους στην Ελλάδα και αφού έζησαν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στα λιμοκαθαρτήρια και στους προσφυγικούς καταυλισμούς στον Πειραιά, τους οδήγησαν στην Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του Λεμπέτ-σημερινή Σταυρούπολη-από όπου , ψάχνοντας τόπο που να θυμίζει την πατρική τους γη, εγκαταστάθηκαν στο Π.Αγιονέρι του ν. Κιλκίς).
Η δικτατορία που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα(1967), ανέκοψε για μια ακόμη φορά την αγωνιώδη μου προσπάθεια , καθώς για μια ακόμη φορά «εσπάλισαν τα στράτας»..Με την επαναφορά της Δημοκρατίας στην χώρα, το 1974, ξεκινήσαμε από την αρχή τις διαδικασίες για τον ερχομό μου στην Ελλάδα, ώσπου το καλοκαίρι του 1981, σε ηλικία πια, 66 ετών, κάνω το ομορφότερο ταξίδι της ζωής μου, ένα ταξίδι στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον, ένα ταξίδι επιστροφής στην μητρική αγκαλιά.
Η δικτατορία που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα(1967), ανέκοψε για μια ακόμη φορά την αγωνιώδη μου προσπάθεια , καθώς για μια ακόμη φορά «εσπάλισαν τα στράτας»..Με την επαναφορά της Δημοκρατίας στην χώρα, το 1974, ξεκινήσαμε από την αρχή τις διαδικασίες για τον ερχομό μου στην Ελλάδα, ώσπου το καλοκαίρι του 1981, σε ηλικία πια, 66 ετών, κάνω το ομορφότερο ταξίδι της ζωής μου, ένα ταξίδι στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον, ένα ταξίδι επιστροφής στην μητρική αγκαλιά.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΥΡΩΝΙΔΟΥ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΓΤΖΙΔΗ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΑΛΤΣΙΔΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑΣ
Σαλτσίδου Βαρβάρα από Κόλοου Έρπαα
έτος γεν.1902
έτος γεν.1902
αφήγηση Μάρτιος 1966.
Προς τα τέλη του 1917 νομίζω, σε κάποιο κρυψώνα στο βουνό Κοτζά Ντάγ οι Τούρκοι ανακάλυψαν πολλές ομάδες κρυπτόμενων γυναικοπαίδων, άλλες τις εβίασαν, άλλες τις πήγαν εξορία όπου και χάθηκαν και άλλες τις πήγαν σαν δούλες και τις πούλησαν.
Μία ομάδα γυναικών είμασταν κρυμμένες μέσα σε ένα ρέμα στο ποταμό Λύκο, έτσι το λέγανε ή Γεσίλ Ιρμάκ ή Ίρη δεν θυμάμαι, και εκεί κρυφτήκαμε κάτω από ένα καταρράκτη που είχε πίσω σπηλιά.
Είδαμε τους Τούρκους να έρχονται προς την μεριά μας ακολουθώντας το ποτάμι και σε ύποπτα μέρη, πυροβολώντας για να δουν αν κάποιος βρίσκεται κρυμμένος σε θάμνους ή μέσα στις καλαμιές.
Καταλάβαμε ότι το ίδιο θα γίνει και με μας αν μας ανακάλυπταν, εκεί όμως που βρισκόμασταν δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι πίσω από τον καταρράκτη θα υπήρχαν άνθρωποι. Αλλά είχαμε μαζί μας και μικρά παιδιά και σκεφθήκαμε, καλά όλα αυτά αν όμως κάποιο παιδί κλάψει και προδώσει την θέση μας τι θα γίνει
Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μη τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν.
Τότε η κάθε μία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του.
Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα «πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν», δηλαδή όταν με πνίγεται να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά.
Είδαμε τους Τούρκους να έρχονται προς την μεριά μας ακολουθώντας το ποτάμι και σε ύποπτα μέρη, πυροβολώντας για να δουν αν κάποιος βρίσκεται κρυμμένος σε θάμνους ή μέσα στις καλαμιές.
Καταλάβαμε ότι το ίδιο θα γίνει και με μας αν μας ανακάλυπταν, εκεί όμως που βρισκόμασταν δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι πίσω από τον καταρράκτη θα υπήρχαν άνθρωποι. Αλλά είχαμε μαζί μας και μικρά παιδιά και σκεφθήκαμε, καλά όλα αυτά αν όμως κάποιο παιδί κλάψει και προδώσει την θέση μας τι θα γίνει
Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μη τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν.
Τότε η κάθε μία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του.
Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα «πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν», δηλαδή όταν με πνίγεται να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά.
Ζ.Αναμνήσεις από τας τελευταίας ημέρας της Σαντάς
Κατά το έτος 1921, το οποίον ήτο και το τελευταίον έτος της λειτουργίας του φροντιστηρίου Τραπεζούντος (όπως ελέγετο το γυμνάσιον Τραπεζούντος) μετά το πέρας των μαθημάτων, με τον συμμαθητή μου Λαζαρίδη Θεόδωρον μετέπειτα δικηγόρον Δράμας και τον εξάδελφό μου Ευριπίδη Χειμωνίδη τελειόφοιτον τότε του Γυμνασίου, ανεχωρήσαμεν, με ομάδες Σανταίων, οι οποίοι κατέβηκαν εις τραπεσούντα δια προμηθείας, δια θερινάς διακοπάς εις Σαντά.
Εξεκινήσαμεν, όπως εγένετο δια την διαδρομήν αυτήν, λίαν πρωί και κατά τας απογευματινές ώρας της ίδιας ημέρας, εφτάσαμεν μέσον Όλασας εις το υπερκειμενον του βουνού σπήλαιον όπου και διενυκτερεύσαμεν. Ο καιρός , όπως πάντα κατά την εποχή εκείνη, ήτο ομιχλώδης και βροχερός.
Την επόμενη και πάλιν, λίαν πρωί εξεκινήσαμεν και το απόγευμα εφθάσαμεν εις Σαντά, η οποία κατά την περίοδον εκείνη ήτο αραιοκατοικημένη.
Η κατάστασις εις Σαντά, κατά την άφιξή μας δεν παρουσίαζεν τίποτα το ιδιαίτερον και καμμία ένδειξις δεν υπήρχε διά το τραγικό τέλος που επρόκειτο μετά δύο περίπου μήνας, από την άφιξή μας, να επέλθει.
Την 15ην Αυγούστου εορτήν της Μονής Σουμελά, όπως εγίνετο κάθε έτος, έγινεν και τότε εκδρομή δια την Μονήν, εις την οποίαν πήρα μέρος κι εγώ. Την μεθεπομένην επιστρέψαμεν και πάλιν εις Σαντά χωρίς τίποτε το ιδιαίτερον να παρουσιασθεί. Σημειώνω την εκδρομήν αυτήν διότι επρόκειτο να παίξη σημαντικόν ρόλον, δια την μετέπειτα τραγικήν μου ιστορίαν.
Τα πάντα εις Σαντά ήσαν ήρεμα, οπότε ένα βροχερόν απόγευμα των πρώτων ημερών του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους έφτασεν εις το χωρίον εις Ισχανάντων τακτικός τουρκικός στρατός, το Χιουτεούμ -Ταμπουρι.
Κανείς βέβαια και πάλιν δεν εφαντάζετο τον σκοπό της αφίξεώς του και όλοι το απέδωσαν εις συνήθεις κατ’ αραιά διαστήματα επισκέψεις τουρκικών αρχών δι’ αναζήτησιν ανυπόταχτων Σαντέων. Πάντως οι εξ Ισχανάντων ένοπλοι Σανταίοι μετά των οικογενειών των την νύκτα της 8/9/1921 με όσα τρόφιμα ημπορούσαν να φέρουν μαζί τους, έφυγαν προς το μέγα σπήλαιον εις την βόρειαν περιοχήν της Σαντάς, όπου συνήθως κατέφευγαν μετά τας ενόπλους επιχειρήσεις των.
Ο πανικός μεταδόθηκε και εις τα γειτονικά χωριά Πινιατάντων και Τερζάντων, πολλοί κάτοχοι των οποίων την νύκτα έφυγανπρος το σπήλαιον, μεταξύ των οποίων κι εγώ κι ο Λαζαρίδης.
Όλοι ήσαν βέβαιοι ότι η περιπέτεια αυτή δεν θα ητο το μεγαλυτέρα των δύο έως τριών ημερών και τα τουρκικά στρατεύματα θα απεσύροντο και ημείς θα επέστρεφα- μεν και πάλι στα χωριά μας.
Η χωρητικότης του σπηλαίου ήτο μικρά και την κατέλαβον οι προνομιούχοι των ενόπλων οικογένειαι, όλοι δε οι άλλοι, ως κι εγώ κατέφυγαμεν και παρέμειναμεν κάτω από τα γειτονικά έλατα διά να προφυλαχθούμεν από την βροχήν.
Την επόμενην 9/9/1921 επειδή διεδόθη από άλλους που ήλθαν ως φυγάδες από τα χωριά ότι επέκειτο επίθεσις των τουρκικών στρατευμάτων κατά των εις το σπήλαιον αθροισθεντων ενόπλων, των οποίων τον αριθμόν εφαντάζοντο μεγάλον και στρατιωτικώς διοργανωμένων, περί τα δεκαπέντε γυναικόπαιδα μεταξύ των οποίων κι εγώ, με την μακαρίτισσαν μητέρα μου, απεφασίσαμεν να επιστρέψωμεν εις τα χωριά μας.
Μαζί μας ευρέθηκαι μία νεαρά με ένα βρέφος εις την αγκαλιά της, της οποίας δεν εγνώριζα ούτε την προέλευσιν, ούτε το όνομα. Φαίνεται ότι ήτο απο τους δια παραθερισμόν κατ έτος εις Σαντά αφικνούμενους από την περιοχή Σουρμένων, Σανταιων.
Ο Λαζαρίδης παρέμεινεν με τους υπολοίπους εις την περιοχήν του σπηλαίου ο δε Χειμωνίδης εις το χωρίον Κοσλαράντων, και η ηκολούθησεν την τύχην των εξορίσθεντων ν εις την περιοχήν Ερζερούμ και Χούνουζ.
Όταν επλησιάσαμεν εις το χωρίον μας, ανταμώσαμεν μερικούς άνδρας φεύγοντας προς την κατεύθυνσιν μας και μας επληροφόρησαν ότι εξεκενωθησαν τα χωριά, κι όλους τους κατοίκους συνεκέντρωσεν ο στρατός εις το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίο ήτο και το πλέον ακραίον χωρίον και το ευρισκόμενον εις την αντίθετον πλευρά του σπηλαίου προς Νότον.
Τότε προσετέθησαν εις την ομάδα μας κι αυτοί και όλοι μαζί αλλάζαμε πορείαν,κατέβημεν εις τον ποταμόν περάσαμεν αυτόν και καταφύγαμεν εις ένα μικρόν σπήλαιον άνωθεν του μύλου Γιαμάκ όπου και διενυκτερεύσαμεν.
Εννοείται ότι όλοι οι πορεία αυτή εγίνετο μόλις άρχισεν να νυκτώνει και από κανέναν δεν εγένετο αντιληπτή. Μεταξύ μας ευρέθη και ο ιδιοκτήτης του Μύλου Γιαμάκ Χαράλαμπος. Το σημείο της διανυκτερεύσεως μας ευρίσκετο εις το βάθος μικρής χαράδρας και ως εκ τούτου τα χωρία ήσαν αθέατα και δεν ημπορούσαμεν να βλέπωμεν την επομένη, τι συνέβαινεν εις τα χωριά κι αν η συγκέντρωσις των κατοίκων εσυνεχίζετο ή διεκόπη και τι έγινεν με τους ες Πιστοφάντων συγκεντρωθέντας κατοίκους.
Την επομένην πρωϊαν, εν όλω δεκαεννέα άτομα με το βρέφος της νεαράς μητέρας, εξεκινήσαμνε διά μέσου του δάσους και βαδίζοντες προς βορράν εφθάσαμεν εις την περιοχήν κάτωθεν του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, όπου ολίγον μακρύτερα από έναν ρυάκιον, το οποίο έλεγον ότι το βαθύν τ’ορμίν, εγκατεστάθημεν κάτω από τα έλατα.
Η ορατότης από εκεί ήταν κάπως καλή προς την απέναντι πλευρά όπου ητο το σπήλαιον. Αλλά και πάλιν τα χωριά ήσαν αθέατα, απλώς μας προκάλεσεν εντύπωσιν το γεγονός, ότι αντικρίζαμεν ζεύγος αγελάδων αι οποίαι αδέσποται έβοσκον εις το ξέφωτο του Αγίου Ιωάννου.
Φαίνεται ότι με την φυγήν από τα χωριά, μερικοί από το χωριό Ζουρνατσάντων, επειδή το χωρίον των δεν εγειτνίαζεν με την περιοχή του σπηλαίου, αλλά με την απέναντι πλευράν όπου είχαμε καταφύγει ημείς, κατέφυγαν και εγκατεστάθηκαν εις την ίδιαν περιοχήν με μας, χωρίς βέβαια να γνωρίζη η ιδική μας ομάδα την ιδικήν των, ενώ αυτοί παρ ότι μας αντελήφθησαν δε μας έδωσαν σημεία παραμονής των.
Από το χωρίον Πιστοφάντων, το οποίον ήτο τελείως απομονωμένον από τα άλλα, και αρκετά μακριά του δάσους, διαφυγή δεν εγένετο και όλοι οι κάτοικοι παρέμεναν εις τας οικίας των και ηκολούθησαν την οδό της εξορίας.
Την επομένην 11/9/1921 κατά την μεσημβρίαν ήρχισεν η του τακτικού στρατού επίθεσις κατά της περιοχής του σπηλαίου με σαλπιγγας, μυδραλλιοβόλα και ένα ορεινό πυροβόλο. Ηι επίθεσις επανελήφθη και την επομένην καλώς μελετημένη και εντός ολίγου χρόνου οι Τούρκοι έφτασαν εις την περιοχήν του σπηλαίου.
Oι ένοπλοι Σανταίοι εγκατέληψαν την περιοχή και εξηφανίσθησαν και επειδή τα βρέφη που είχαν μαζι τους, εφτά περίπου τον αριθμόν, υπήρχεν κίνδυνος με τα κλάματά τους να προδώσουν την παρουσία τους, τα έσφαξαν.
Λέγεται δε ότι μόλις ο επικεφαλής των τουρκικών στρατευμάτων αντίκρυσεν το θέαμα των σφαγμένων παιδιών, διέταξε τους στρατιώτα, να τους εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν διοτι είπεν αυτοί δεν έχουν, ούτε την πίστιν, ούτε θεόν.
Με το σκότος που ήλθεν η επίθεσις ετερματίσθη και δεν επανελήφθη, την επομένη της πρώτης επιθέσεως οι Τούρκοι των γειτονικών χωρίων, ειδοποιηθέντες, ήρχισαν κατά ομάδας να φτάνουν εις τα χωριά και να τα λεηλατούν. Το θέαμα αυτών εν μέρει μας ητο ορατόν από τον δρόμον, ο οποίος ήτο τελείως απέναντί μας και οδηγεί εις τα προς βορράν τουρκικά χωριά.
Και πάλιν διά τα χωριά μας τίποτε δεν εγνωριζαμεν, διότι από την θέσιν μας ως αναφέρω δεν ήσαν ορατά. Επίσης ήσαν αθέατοι και οι των ανατολικών περιοχών Τούρκοι που έφθασαν δια λεηλασίαν, κυρίως δια το χωριόν Ζουρνατσαντων, διότι ο δρόμος τον οποίον ηκολούθουν ήτο επί της ίδιας πλαγιάς όπου ευρισκόμεθα ημείς και κάτωθεν αυτής και ως εκ της δασώδους περιοχής ήσαν αθέατοι. Εις τα καθ’ ημάς και πάλιν.
Δεν ξεύρω ποίες, αλλά μερικές από τις γυναίκες που ήσαν μαζί μας έφεραν μαζί τους ολίγον άλευρον και έναν χάλκινον σκεύος με βαθύ καπάκι,αυτά εστάθησαν σωτήρια δι’ολους,αλλά και μοιραία δια την έκβασιν της περιπέτειας μας.
Μερικοί άντρες εις μυστικάς συζητήσεις των ανεζήτουν τρόπον να απαλλαγούν από τα γυναικόπαιδα και να καταφύγουν προς την Παναγία Σουμελά, διότι άλλη σωτηρία οδός δεν υπήρχεν και να απομακρυνθούν από την περιοχήν της Σαντάς, τα δε γυναικόπαιδα τους εγίνοντο βάρος δια την μετακίνησιν των. Εν τω μεταξύ ανέλαβον οι άντρες να κατεβούνε εις το βάθος του ρυακίου δια να ψήσουν τον χυλόν, με το αλεύρι που είχαμεν και αφού επί τόπου με το καπάκι έτρωγαν οι ίδιοι την μερίδα του λέοντος, έφερον το υπόλοιπον προς διανομήν εις τα ανωθεν του ρυακίου αναμένοντα γυναικόπαιδα.
Και δια μεν τα γυναικόπαιδα παρά την αντίθετην των διάθεσιν των η ανοχή των ήτο υποχρεωτική, διότι αυτά είχον το ολίγο αλεύρι και το σκεύος, αλλά τους εγινε εφιάλτης το κλάμα του μωρού, διότι εφοβούντο μήπως με αυτό γίνει αντιληπτή η παρουσία μας εις τους διερχόμενους προς λεηλασίαν Τούρκους, και απαίτησαν από την μητέραν του ή να το πάρει και να απομακρυνθή απο τους αλλους,ή να το πετάξει εις μιαν μικράν λίμνην που ολίγον παρακάτω εσχηματιζεν ρυάκιον.
Τοση δε επιμονή και αγρία ήτο η απαίτησις των,ώστε ηναγκάσθη μόνη της να απομακρυνθεί από τον όμιλό μας και να το πετάξει εις την μικράν λόμνην και να επανέλθη ικανοποιημένη, διότι εξησφάλισεν την ιδικήν της διάσωσιν και την ικανοποίησιν των αντρών ότι έτσι διέφυγον τον κίνδυνον να γίνουν αντιληπτοί.
Βεβαίως παρ όλα αυτά θα εγκατέλειπον όλους και θα έφευγον προς την περιοχή της Μονής αν εγνώριζαν τον δρόμον, τον οποίον εγώ τους είπα ότι εγνώριζον από την πρόσφατον η επίσκεψίν μου εις αυτήν την 15ην Αυγούστου.
Την τρίτην ημέραν της διαμονής μας την πρωϊαν της 13/9/1921 ως συνήθως κατήλθεν ο όμιλος των ανδρών μεταξύ αυτών κι εγώ, εκ παιδικής περιεργείας, εις το βάθος του ρυακίου, άναψαν φωτιά και άρχισαν να παρασκευάζουν τον χυλόν.
Δύο εξ αυτών ο Γιαμάκ Χαράλαμπος εξ Ισχανάντων και ο Χρύσανθος Τεριάς εκ Πινιατάντων, απεφάσισαν εως ότου ετοιμασθή ο χυλός,να φθάσουν διά μέσου του δάσους, εις την έναντι των επί της Δυτικής πλευράς χωρίων περιοχήν, διά να ιδουν τι γίνεται ,μεταξύ αυτών πήγα κι εγώ.
Δεν είχαμε απομακρυνθεί περί τα εκατό μέτρα από το σημείο όπου εψήνετο ο χυλός, οπότε φαίνεται ότι από την προηγούμενην ημέραν, Τούρκοι ένοπλοι αντελήφθησαν την παρουσία μας από τον καπνό της φωτιάς που ανάβαμεν, διά την παρασκευήν του χοιλού, βαδίζοντες κατά μήκος του ρυακίου αρχισαν να πυροβολούν εναντίον αυτών που παρέμειναν εκεί και συγχρόνως έρριξαν και μια χειροβομβίδα, ως συνεπέρενα απο τον κρότον και με φωνές Κορκμαϊνούν( μη φοβάστε) τους συνέλαβον και τους εξετέλεσαν επί τόπου τον ένα μάλιστα άγνωστο διατί( ίσως τον παρομοίασαν με κάποιον γνωστό) δια σφαγής, όπως διαπίστωσαν την επόμενην οι υπεράνω καταφυφυγόντες κάτοικοι εκ Ζουρνατσάντων.
Κατά την επίθεση αυτήν τα γυναικόπαιδα που ευρίσκοντο κάπως μακριά από το ρυάκιον, και τα οποία δεν εγένοντο αντιληπτά από τους Τούρκους ετράπησαν προς βορράν και έπεσαν εις τον καταυλισμόν των εκ Ζουρνατσάντων και με την βοήθειαν αυτών αφού εξεκκενώθη η Σαντά από τον στρατόν και τους Τούρκους τσετέδες,τμηματικώς μετεφέρθησαν εις τα περί την Τραπεζούντα Ελληνικά χωριά και εκείθεν εις Τραπεζούντα.
Δύο εκ των γυναικών, η Γραμματικοπούλου Ελένη έκ Τερζάντων και η Ελένη Τεριά σύζυγος Χρυσάνθου εκ Πινιατάντων, φεύγουσαι πήραν κατεύθυνσιν προς την παραποτάμιον περιοχή, περιεπλανήθησαν εις τα περί το χωρίον Τερζάντων δάση, ετρέφοντο με λαχανίδας και πατάτας, τας οποίας επρομηθεύοντο την νύκτα από τους κήπους, μέχρι της 19/11/1921, οπότε τους συνάντησαν τυχαίως ένοπλοι Σανταίοι, με την βοήθειαν των οποίων έφτασαν εις Τραπεζούντα.
Ημείς οι τρείς ετραπημεν διά μέσου του δάσους προς Νότον, χωρίς να γινόμεθα αντιληπτοί από τους Τούρκους, προς την διεύθυσιν των χωριών μας. Μπροστά βέβαια έτρεχαεγώ ως παιδί και πλέον δειλός, δεν είχα το θάρρος και την περιέργειαν, να βλέπω αν οι άλλοι ακολουθούν τον ίδιον δρόμον της φυγής μου και έτσι απεμακρυνθην από αυτούς αρκετά και όταν έφτασα εις το άκρον του δάσους εις ξέφωτον και αι φωναί και οι πυροβολισμοί έπαυσαν, εγύρισα να ιδώ που είναι οι άλλοι.
Αυτοί όμως εκρύφθησαν, σε κάτι θάμνους και παρά τον κίνδυνοε τον οποίον ως παιδί δεν αντελαμβανόμην ,ήρχισα χαμηλοφώνως να τους καλώ με τα ονόματα τους, καμμίαν απάντησιν δεν ελάμβανον, αν και ως εκ των υστέρων εξηκρίβωσα ενώ με άκουον δεν απαντούσαν, διότι εφοβούντο μήπως με συνέλαβον οι Τούρκοι και με υποχρέωσαν να τους φωνάξω δια να συλλάβουν και αυτούς.
Τέλος όταν απογοητεύθην και συγχρόνως με κατέλαβεν και ακατανίκητη νύστα και παρ’ ότι η περιοχή αυτή εφημίζετο δια την παρουσίαν λύκων, εδέθηκα με ένα σάλι που έφερα εις την πλάτην μου,εις τον κορμό ενός δέντρου, διά να μην κοιμισμένος όπως ήμουν κατρακυλίσω λόγω του κατωφερούς του τοπίου και ευρεθώ επάνω εις το μονοπάτι που υπήρχεν ολίγον κάτω της θέσης μου και πέσω εις τας χείρας διερχομένων Τούρκων, κατελήφθην υπο τον ύπνον δεν ξεύρω επι πόσην ωραν, οπότε εξύπνησα από κάποιον θόρυβο τον οποίον έκαμνον τα κλαδιά των θάμνων από διερχόμενον άνθρωπον ή και ζώον, αμέσως αρχισα να τρέχω προς την κατευθυνσιν του θορύβου οποίος απεμακρύνετο, συγχρόνως άρχισα να φωνάζω και πάλιν τα ονόματά τους οπότε έφτασα τον θόρυβον και αντίκρυσα τους δύο συντρόφους μου οι οποίοι έψαχνον να με βρούνε όχι από ανθρωπιστικά αισθήματα, αλλά διότι ήξευρον ότι τους ήμουν απαραίτητος οδηγός, δια την καταφυγήν μας εις την περιοχήν της Μονής Σουμελά.
Δια τον λόγον αυτόν μόλις παρήλθεν ο κίνδυνος βγήκαν από τον κρυψώνα τους και έψαχνον να με βρούμε και έτσι εγλύτωσα από βέβαιο θάνατο που θα με εύρισκεν από τους Τούρκους την επομένη.
Απο εκεί άρχισεν η πορεία μας προς τη Δυτική κορυφογραμμή της περιοχής Καζουκλή. Εβαδιζαμεν και οι τρεις χέρι με χέρι δια να μην απομακρυνθώμεν ο ένας από τον άλλον, αν ευρισκόμεθα αποτόμως μπροστά σε κάποιον κίνδυνον, αλλά να τρέξωμεν και οι τρείς κατά την ίδια κατεύθυνσιν. Έτσι εφτάσαμεν παραποταμίως εις το παρεκκλήσιον της Αγίας Κυριακής όπου και πέρασαμε το ποτάμι.
Βέβαια όλη αυτή η διαδρομή εγίνετο νύχτα. Εγώ μόλις πέρασαμε το ποτάμι, επειδή τα εφθαρμένα υποδήματα μου εγλυστρούσαν όπως ήσαν βρεγμένα, εις την τελειως ανηφορικήν περιοχήν την οποίαν ακολουθήσαμε, τα πέταξα και άρχισα να βαδίζω ξυπόλητος.Τότε αντικρύσαμε τον τραγικόν Πανόραμα όλων των αμφιθετρικώς κειμένων σπιτιών των χωρίων Κοσλαράντων,Τερζάντων,Πινιατάντων,Ισχανάντων και των απέναντι Ζουρνατσάντων να καίωνται και ταπαράθυρα να φαίνωνται ως πανηγυρικώς φωτισμένα και τούτο διότι ως εκ της αθροίσεως των ξηρών εις τους αχυρώναν,η πυρκαϊα αυτών ή απο τον τουρκικό στρατό ή από τους περιοικους προς λεηλασίαν αθροισθέντας Τούρκους ητο ευκολωτάτη.
Από το απέναντι μας χωρίο Ζουρνατσάντων ηκούοντο Τουρκικαί φωναί, ίσως από αυτούς που διανυκτέρευσαν εκεί διά να συνεχίσουν την λεηλασίαν των , ή από την χαράν , ή τον φόβον των μήπως επιστρέψουν ένοπλοι από τους διασκορπισθέντες εις τα δάση Σανταίους και διότι ο τουρκικός στρατός με τους κατοίκους εγκατέλειψαν τη Σαντά και κατευθύνθησαν προς την Αργυρούπολη και απόλυτον ασφάλειαν δεν ησθάνοντο.
Επειδή το χωρίον Πιστοφάντων και πάλιν ήτο αθέατον από την θέση μας, επλησιάσαμεν,δια να ειδωμεν τι γίνεται εκεί με τους με τους συγκεντρωθέντας κατοίκους και μόλις διεπιστώσαμεν ότι και αυτό είχεν την ίδιαν τύχην με τα άλλα χωριά και εκαίετο,δεν μας έμενεν πλέον καμμία σανίς σωτηρίας παρα ή προς την Μονή Σουμελά πορεία μας.
Ανηφορίζοντες από την θέσιν Κατσιά εφθάσαμεν μακράν των χωρίων εις την κορυφογραμμήν της δυτικής οροσειράς Καζουκλή. Ο καιρός ήταν διαυγής, Πανσέληνος εφώτιζε τα πάντα και ο ολόκληρος η περιοχή ως εκ της εποχής ήτο κεκαλυμμένη από πάχνην, η οποία με προκάλεσαν την επομένην ένα είδος ελαφρού κρυοπαγήματος, εις τα πέλματα αμφοτέρων των ποδιών μου.
Από του Καζουκλή επειδή χαραγμένος δρόμος δεν υπήρχε και η συχνή ομίχλη εγίνετο πολλές φορέςη αιτία να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του, δι αυτό από εκεί μέχρι του πρώτου παρχαριου Κοβλακά, υπήρχον τοποθετημένες μεγάλες πέτρες εις κανονικήν απόστασιν η μια απο την αλλην, που έδειχναν την σωστήν πορείαν.
Τις πέτρες αυτές ετοποθέτησεν ο εκ Πινιατάντων Κωφίδης και ήσαν γνωστές ως ως τα σύνορα τη Κωφίδη. Αυτές ακολουθήσαμεν και ασφαλώς απεμακρύνθημεν από την περιοχή της Σαντάς.Απο του Κοβλακά εφθάσαμεν εις άλλο παρχάρι,που νομίζω οτι ελέγετο το Μονενέν.
Το παρχάρι αυτό παρ’ ότι απείχε πολύ από τη Λιβεράν είχεν χορηγηθή εις αυτήν διά σουλτανικού φιρμανίου, με την μεσολάβησιν της Ελληνίδας συζύγου ενός σουλτάνου, της Μαρίας της Λιβεραίας, γνωστή ως Γκιούλ Μπαχάρ( εαρινού ρόδου).
Η πορεία μας ήτο εύκολη ως εκ της πανσελήνου, αλλά και ο κίνδυνος μεγαλύτερος διότι η περιοχή ιδίως Καζουκλή Κοβλακά διεσχίζετο από τα τουρκικά ποίμνια, τα οποία κατά την εποχήν εκείνην διεκινούντομπρος χαμηλότερα και πλέον υπήνεμα μέρη.
Καθ’όλην αυτήν την πορεία μας ηκούσθησαν μόνο πέντε διαδοχικοί πυροβολισμοί, άγνωστον από ποίαν περιοχήν και που μετέβαλον την πορείαν μας σε αγώνα δρόμου. Κατά τα ξημερώματα της 14/9/1921 αντικρύσαμε τη Μονή Σουμελά, από την οποίαν απείχομεν περίπου ήμισυ τις ώρας δρόμον και έτσι με την Ανατολή του ήλιου χτυπησαμε την πόρτα της Μονής.
Αμέσως κάποιος μοναχός, ο οποίος εξετέλη χρέη θυρωρού γνωστός του πατρός μου ο οποίος εφημέρευεν τον καιρόν εκείνον εις το εν τραπεζούντι Μετόχιον της Μονής, μας άνοιξεν και μας είπεν ότι το μοναστήρι είχε καταληφθεί από το στρατό που ήλθεν από την Σαντά ( βεβαίως αυτό δεν ήτο αληθές, εγένετο δε μονον από φόβον μήπως έφθαναν και άλλοι φυγάδες μετά την καταστροφήν της Σαντάς την οποίαν επληροφορήθησαν) και μας εφοδίασεν με ένα καρβέλι και ολίγοις ελιές, και μας συνεβούλευσεν να απομακρυνώμεν της περιοχής, πράγμα που εξετελέσαμεν αμέσως.
Μετά την απομάκρυνση μας από τη μονή περί τα 200 μέτρα και εξαπλώσαμεν εις ένα ευήλιον μέρος διά να αναπαυθώμεν. Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω, διότι είχον πρισθή τα πέλματα των ποδιών μου και όταν εδοκίμαζα να βαδίσω είχαν την εντύπωσιν ότι πατούσα επάνω σε καρφιά.
Δεν πέρασε παρά ολίγος καιρός και από την απέναντι πλευρά ηκούσθησαν φωνές Ελλήνων και σφυρίγματα και εφάνησαν κάπου δέκα άντδρες, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου ο Λαζαρίδης οι οποίοι από την περιοχή του σπηλαίου μετά την επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων κατέφυγον και αυτοί προς την περιοχή της μονής.
Και αυτοί ως ήτο επόμενον Πήραν από τον εκτελούντα χρέη θυρωρού μοναχόν την ίδια απάντησιν. Μετά την πληροφορία που έλαβον ότι ήτο αδύνατος η παραμονή τους, διότι το μοναστήρι εφιλοξένει το Χιουτεούμ-Ταμπουρί, απεφάσισαν να επιστρέψουν και πάλι στη Σαντά.
Μετ αυτών επέστρεψαν και οι Γιαμάκ Χαράλαμπος και Τεριάς Χρύσανθος, οι οποίοι αντάμωσαν εις τα δάση τους διαφυγόντας ένοπλους Σανταίους και με τη βοήθεια αυτών τμηματικώς έφτασαν τις Τραπεζούντα.
Εγώ ήτο αδύνατον να βαδίσω και παρέμεινα περί την Μονήν. Μαζί μου παρεμεινεν και ο Λαζαρίδης Θεόδωρος δια να μη μείνω μόνος. Από εκεί εγώ σερνόμενος πότε επί της λεκάνης και πότε φορτωμένο στην πλάτη Λαζαρίδη εφτασαμεν κατά μήκος της χαράδρας της Μονής, εις το Ελληνικόν χωρίον Σκαλίτα και εζητήσαμνε φιλοξενίαν από το Μετόχιον του Αγίου Κωσταντίνου το οποίον εξεμεταλεύετο με την οικογένειά τηςχήρας αδελφής του, ο ιερομόναχος Δοσίθεος, η οποία και μας εδόθη προθύμως.
Μετά παραμονή μας μιας εβδομάδας αντελήφθημεν ότι η παραμονή μας κατέστη κάπως βαρετή εις τους φιλοξενουντας μας και επειδή τα πόδια μου δεν μεενοχλούσαν πλέον, απεφασίσαμεν να αναχωρήσωμεν δια Λιβεράν. Διανυκτέρευσαμεν την νύκταν εις έναν αχερώνα του ελληνικού χωριού Αγουρζεμών, και την επομένην εφθασαμεν εις Λιβερά όπου εφιλοξενήθημεν εις οικίαν εκ Σαντάς γραμματέως της Μητροπόλεως Ροδοπόλεως Ζαχαρία Γιαμάκ.
Μετά μια εβδομάδα από εκεί με μια άμαξα ενός Τούρκου εφθάσαμεν εις Τραπεζούντα, όπου επεκράτη ησυχία, διότι η ανταλλαγή δεν ήρχισεν ακόμα και όπου διεμενεν μονίμως ο πατήρ Αγαθάγγελος, μετά του μικρότερου αδελφού Ευσταθίου, γιατρού τώρα μονίμως διαμένοντος της Γαλλίας.
Έτσι έληξεν η εικοαήμερος περίπου περιπέτεια μου.
Ανδρέας Σπυράντης
(Ιατρός) 1990
(Ιατρός) 1990
Η.ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΡΟΙΑ
Το επόμενο ντοκουμέντο, ιστορικά τεκμηριωμένο από ανθρώπους που ήσαν παρόντες, περιγράφει την τύχη που είχαν τα μέλη μιας συγκεκριμένης οικογένειας απο την Ριζούντα του Πόντου.
Η καταγραφή έγινε από την φοιτήτρια του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Όλγα Ντέλλα,το Μάρτη του 1992, στην Αθήνα στο σπίτι του πρόσφυγα Θεόδωρου Κωσταντινίδη:
“Μια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άνδρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά χρόνια…
“…. Στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα, που έχει κρύψει ο άντρας της στο φούρνο του σπιτιού τους. Πραγματικά μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα. Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της.
Ρώτησε μια Τουρκάλα,ποιος ήταν ο καινούργιος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε οτι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός.
Όταν η Τουρκάλα έμαθε οτι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει, αλλά την προέτρεψε εντονα να πάει εκεί. Πραγματικά η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγός του συνταγματάρχη. Της είπε τότε οτι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα την παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέψει ο άντρας της.
Έτσι έγινε και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης του διηγηθηκε η Ελληνίδα την ιστορία της.
Ο Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό θα επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της. Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μια βδομάδα. Σ’ αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλος άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της.
Ο συνταγματάρχης χάρη στη θέση του κατόρθωσε να ανακαλύψει οτι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνέχιζε να αγνοείται. Τότε η γυναίκα αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι και αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε μάλιστα, ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του.
Ψάξανε λοιπόν και οι δυο στο φούρνο και βρήκανε όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίον η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα .Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.
Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με δέκα μπαουλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε:”aυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου κι εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα”.
Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Γέμισε το σπίτι με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Ανοιγαν τα μπαούλα και ξάφνου σ’ ένα από αυτά βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη με τη γυναίκα του. Τη ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που ‘χε γνωρίσει. Πραγματικά ήταν ο ίδιος. Γύρισαν τη φωτογραφία και εγραφε:
Αγαπητή μου μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου,ο οποίος σώθηκα αλλά δεν μπορούσα να σου το πώ. Οτι θέλεις εσύ και η αδελφή μου είμαι στη διάθεσή σου είμαι κοντά σας..”. .
Η καταγραφή έγινε από την φοιτήτρια του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Όλγα Ντέλλα,το Μάρτη του 1992, στην Αθήνα στο σπίτι του πρόσφυγα Θεόδωρου Κωσταντινίδη:
“Μια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άνδρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά χρόνια…
“…. Στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα, που έχει κρύψει ο άντρας της στο φούρνο του σπιτιού τους. Πραγματικά μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα. Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της.
Ρώτησε μια Τουρκάλα,ποιος ήταν ο καινούργιος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε οτι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός.
Όταν η Τουρκάλα έμαθε οτι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει, αλλά την προέτρεψε εντονα να πάει εκεί. Πραγματικά η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγός του συνταγματάρχη. Της είπε τότε οτι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα την παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέψει ο άντρας της.
Έτσι έγινε και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης του διηγηθηκε η Ελληνίδα την ιστορία της.
Ο Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό θα επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της. Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μια βδομάδα. Σ’ αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλος άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της.
Ο συνταγματάρχης χάρη στη θέση του κατόρθωσε να ανακαλύψει οτι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνέχιζε να αγνοείται. Τότε η γυναίκα αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι και αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε μάλιστα, ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του.
Ψάξανε λοιπόν και οι δυο στο φούρνο και βρήκανε όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίον η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα .Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.
Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με δέκα μπαουλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε:”aυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου κι εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα”.
Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Γέμισε το σπίτι με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Ανοιγαν τα μπαούλα και ξάφνου σ’ ένα από αυτά βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη με τη γυναίκα του. Τη ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που ‘χε γνωρίσει. Πραγματικά ήταν ο ίδιος. Γύρισαν τη φωτογραφία και εγραφε:
Αγαπητή μου μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου,ο οποίος σώθηκα αλλά δεν μπορούσα να σου το πώ. Οτι θέλεις εσύ και η αδελφή μου είμαι στη διάθεσή σου είμαι κοντά σας..”. .
Βέροια 1996
Από το βιβλίο:”Γ’ Πανελλήνιο συνέδριο Εθνικής Αυτογνωσίας”.
MAΡΤΥΡΙΑ ΙΩΑΝΝΗ ΕΥΦΡΑΙΜΙΔΗ
” Ήτο η 25 Ιανουαρίου του 1918 και ώρα 10.30 π.μ.,λεει ο Ευφραιμiδης. Αλησμόνητη θα μου μείνει η ημέρα αυτή.Ο ουρανός ήταν κατακάθαρος, χιονισμένα τα πάντα, γαλήνη και ησυχία βασίλευε στο χωριό των Ισχανάντων. Ξαφνικά ηκούσθησαν οι πρώτοι πυροβολισμοί προερχόμενοι από το βάθος ,όπου βρισκόταν ο ποταμός.
Το χωριό ανεστατώθη και οι κάτοικοι ρωτούσαν τι συμβαίνει και συνεκεντρούντο στο καφενείο του χωριού. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν. Χωρίς να χάσω λεπτό και κατά καθήκον, εφ’οσον ήμουν οργανωμένος εις την άμυναν, μπήκα σ’ένα γειτονικό σπίτι, ξεκρέμασα το μαλινχερ,το πήρα κι έφυγα προς την διεύθυνση του χωριού Τερζάντων, όπου και η έδρα του γενικού οπλαρχηγού Γιάννη Σπαθάρου.
Εκεί συνήντησα επάνω στον δημόσιο δρόμο τον οπλαρχηγό Θεοδόσιο Χειμωνίδη με τον Γιάννη Τριανταφυλλίδη εκ των Πινατάντων και αλλά δυο παλικάρια εκ του Τερζάντων,που συζητούσαν πως πρέπει να αντιμετωπισθή η εκδηλωθείσα επίθεσις των Τούρκων.
Χωρίς πολλάς συζητήσεις μαζί με τον Σπάθαρο και τους άλλους εφύγαμε γραμμή για το Φτελέν και σε χρονικό διάστημα μιας ώρας -ρεκόρ ταχύτητος-ευρέθημεν αντιμέτωποι των Τούρκων. Απο το Φτελέν ενισχύθημεν και με τρία άλλα παλληκάρια και εν όλω 8 πήραμε μέρος εις την μάχη. Οι Τούρκοι μόλις αντελήφθησαν την άφιξιν μας από τους πυροβολισμούς, ήρχισαν γρήγορα να οπισθοχωρούν συναποκομίζοντες και τα λεηλατηθέντα και κατευθύνονταν ταχέως προς την μεγάλη γέφυρα του ποταμού Γιάμπολη.
Το χωριό ανεστατώθη και οι κάτοικοι ρωτούσαν τι συμβαίνει και συνεκεντρούντο στο καφενείο του χωριού. Οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν. Χωρίς να χάσω λεπτό και κατά καθήκον, εφ’οσον ήμουν οργανωμένος εις την άμυναν, μπήκα σ’ένα γειτονικό σπίτι, ξεκρέμασα το μαλινχερ,το πήρα κι έφυγα προς την διεύθυνση του χωριού Τερζάντων, όπου και η έδρα του γενικού οπλαρχηγού Γιάννη Σπαθάρου.
Εκεί συνήντησα επάνω στον δημόσιο δρόμο τον οπλαρχηγό Θεοδόσιο Χειμωνίδη με τον Γιάννη Τριανταφυλλίδη εκ των Πινατάντων και αλλά δυο παλικάρια εκ του Τερζάντων,που συζητούσαν πως πρέπει να αντιμετωπισθή η εκδηλωθείσα επίθεσις των Τούρκων.
Χωρίς πολλάς συζητήσεις μαζί με τον Σπάθαρο και τους άλλους εφύγαμε γραμμή για το Φτελέν και σε χρονικό διάστημα μιας ώρας -ρεκόρ ταχύτητος-ευρέθημεν αντιμέτωποι των Τούρκων. Απο το Φτελέν ενισχύθημεν και με τρία άλλα παλληκάρια και εν όλω 8 πήραμε μέρος εις την μάχη. Οι Τούρκοι μόλις αντελήφθησαν την άφιξιν μας από τους πυροβολισμούς, ήρχισαν γρήγορα να οπισθοχωρούν συναποκομίζοντες και τα λεηλατηθέντα και κατευθύνονταν ταχέως προς την μεγάλη γέφυρα του ποταμού Γιάμπολη.
Εκεί εστράφησαν τα πυρά μας και εκεί υπήρξεν ο τάφος των εισβολέων. Εφονεύθησαν το όλον 14 Τούρκοι και αρκετοί ετραυματίσθησαν. Μετά την εκδίωξιν των Τούρκων εκ των Κοπαλάντων,διαταγή του οπλαρχηγού, εστράφησαν τα πυρά μας εναντίον των δυο χωρίων Αγρίδ και Ισχάν, και από τις σφαίρες μας μετεβλήθησαν σε κόσκινα τα ξύλινα σπίτια των Τούρκων και οι κάτοικοι διεσκορπισθησαν”.
Το κείμενο παρατίθεται όπως δημοσιεύθηκε στην “Ποντιακή Εστία”
Πηγή:santeos
Θ.ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΣΑΝΤΑΜαρτυρία Μάγδας Καπαμά
‘Σα χίλα εννακόσια και σα είκοσι έναν ‘σα στράτας απαγκέσ’εκξαν το Σαντέτ’κον το αίμαν.Τα εξ χωρία εμάζεψαν έγκαν σοι Πιστοφάντων και το βίον ελάλεσαν και έγκαν σοι Γλιτσάντων.
Πρώτη φοράν εξόρτσανε τα εξ χωρίαν μίαν και ύστερα τοι Πιστοφάντ’ς…Ο λαός εμουρδούλιζεν ση Κρωμή τα ραχία κ’επεχωρίεν εκαίκα,μάννα ας σα παιδία.
Κι όνταν έγκαν εμάς ση Κρώμ’,σο Καν’ είπαν θα πάτε, εκεί θα τελείται η κρισ’, θα τερούν’ ντο θα φτάτε.
Εσέγκαν εμάς σην σειράν και από δύο-δύο, ερχίνεσαν γιαγμαλαεύν’ τ’ εμέτερον το βίον. Αρ’ ατότες εγροίκ’σαμε ντο πάμε εξορίαν.. ντο είχαμεε εινός μηνού εμείς οδοιπορίαν.Το χίλια εννιακόσια έτος είκοσι έναν πάνω στους δρόμους έτρεχε το Σαντέϊκο το αίμα.
Τα έξι χωριά μάζεψαν μέσα στο Πιστοφάντων. Τα ζώα όλα τα πήραν και τα πήγαν στο Γλιτσάνων.
Πρώτη φορά εξόρισαν τα έξι χωριά μαζί και ύστερα τους Πιστοφανταίους.Ο λαός μοιρολογούσε στης Κρώμνης τα βουνά. Εκεί αποχωρίστηκε μάνα απ’ τα παιδιά.Κι όταν στην Κρώμνη ήρθαμε, στο Καν’ είπαν θα πατέ, εκεί θα σας δικάσουν θα δουν’ τι θα σας κάνουν.
Πρώτη φοράν εξόρτσανε τα εξ χωρίαν μίαν και ύστερα τοι Πιστοφάντ’ς…Ο λαός εμουρδούλιζεν ση Κρωμή τα ραχία κ’επεχωρίεν εκαίκα,μάννα ας σα παιδία.
Κι όνταν έγκαν εμάς ση Κρώμ’,σο Καν’ είπαν θα πάτε, εκεί θα τελείται η κρισ’, θα τερούν’ ντο θα φτάτε.
Εσέγκαν εμάς σην σειράν και από δύο-δύο, ερχίνεσαν γιαγμαλαεύν’ τ’ εμέτερον το βίον. Αρ’ ατότες εγροίκ’σαμε ντο πάμε εξορίαν.. ντο είχαμεε εινός μηνού εμείς οδοιπορίαν.Το χίλια εννιακόσια έτος είκοσι έναν πάνω στους δρόμους έτρεχε το Σαντέϊκο το αίμα.
Τα έξι χωριά μάζεψαν μέσα στο Πιστοφάντων. Τα ζώα όλα τα πήραν και τα πήγαν στο Γλιτσάνων.
Πρώτη φορά εξόρισαν τα έξι χωριά μαζί και ύστερα τους Πιστοφανταίους.Ο λαός μοιρολογούσε στης Κρώμνης τα βουνά. Εκεί αποχωρίστηκε μάνα απ’ τα παιδιά.Κι όταν στην Κρώμνη ήρθαμε, στο Καν’ είπαν θα πατέ, εκεί θα σας δικάσουν θα δουν’ τι θα σας κάνουν.
Μας έβαλαν στη σειρά και από δυο-δυο κι άρχισαν να κλέβουν το δικό μας βιος.
Τότε το καταλάβαμε πως πάμε εξορία.. πως θα είχαμε, οι άμοιροι, ένα μήνα οδοιπορία.
(απόσπασμα)
Ι.ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Χ.ΤΣΙΡΚΙΝΙΔΗ“Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ”
Ο Θείος του συγγραφέα Ευριπίδης, διηγείται:
¨Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν.¨
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν.¨
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΦΙΛΑΝΔΡΟΥ8 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1921
“Αι γραίαι και οι γέροντες διεσκορπίζοντο τότε εις τας ερήμους, όπου γυμνοί, άστεγοι και νήστεις σωρηδόν απέθνησκον. Αλλά και οσάκις την μακράν πεζοπορίαν διεδέχετο η διά του σιδηροδρόμου μεταβίβασις των ειλώτων, εξετυλίσσοντο σκηναί φρικτοτέρας τραγωδίας. Εσταμάτα το τραίνον μέσα εις την έρημον, διά να ριφθώσιν απροστάτευτα τα δυστυχή εκείνα πλάσματα εις την διάκρισιν των αγρίων θηρίων και των ανθρωπόμορφων θηρίων. Δυστυχής μητέρα, εστoιβαγμένη μετ’ άλλων γυναικών εντός σκευοφόρου βαγονίου, βλέπουσα κινδυνεύον το τέκνο της από ασφυξίαν, ετόλμησε να ζητήσει βοήθεια. Παρευθύς Τούρκος χωροφύλαξ αρπάσας από την αγκάλην της μητρός το τέκνον της το εξεσφενδόνισεν εκ του παραθύρου εις το κενόν, ενώ το τραίνο εξηκολούθει τρέχον εις την απέραντην έρημον! Άλλαι μητέρες ευρέθησαν παγωμέναι εις τα χιονισμένα όρη με τα δυστυχή μικρά των κρεμασμένα από ξηρούς μαστούς!…”.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΛΕΝΗΣ ΣΠΑΝΙΔΟΥ
Ταλαιπωρημένη, περιφρονημένη και ζητώντας συνεσταλμένα να τη βοηθήσουν, γύριζε για μερικούς μήνες από χωριό σε χωριό η εικοσιδυάχρονη, τότε η Ελένη Σπανίδου-Συμεωνίδου, μετά τον ξεριζωμό της από τα άγια χώματα της Σαμψούντας, όπου γεννήθηκε.
Κάποια μέρα έφτασε στο Νέο Πετρίτσι Σερρών, όπου βρήκε τη θαλπωρή και τη φροντίδα από τους κατοίκους. Όταν τη συναντήσαμε, το 1998, ήταν 111 χρονών και χαιρόταν τα 27 εγγόνια της, τα 47 δισέγγονα και τα 10 τρισέγγονα που της χάρισαν τα έξι παιδιά της και τη φρόντιζε η νύφη της, η Ελένη.
Ο μεγαλύτερος εγγονός της ο Γιώργος Τσακπακίδης ήταν εξήντα έξι χρόνων. Η υπεραιωνόβια Ελένη Σπανίδου-Συμεωνίδου έβγαινε στην αυλή, αυτοεξυπηρετιόταν, κινιόταν. Πότιζε η ίδια τον κήπο της με το λάστιχο και τραγουδούσε το:”Λάχανα, πουλί μ’ λάχανα”.
Ύστερα θυμάται ένα από τα παιδιά της, που του έλεγε να μείνει στο χωριό. Πήγε στην Αθήνα και πέθανε.
Η Ελένη Σπανίδου, που το πατρικό της επίθετο ήταν Συμεωνιδου, είχε γεννηθεί το 1887 στο ορεινό χωριό Ζουμπουγλού της Σαμψούντας, πρός την πλευρά της Οινόης. Η ταυτότητα της έγραφε ότι γεννήθηκε το 1890. Παντρεύτηκε δύο φορές, τη μια στην πατρίδα και μετά στο νέο Πετρίτσι.
Στην Ελλάδα ήλθε μέσω Ρουμανίας, από τα βουνά της Τσέρνας, όπου γεννήθηκε και ένα παιδί της το 1923, που παραλίγο να πεθάνει. Το έσωσε μια καλή νοσοκόμα. Ο σύζυγος της, που γενικά ήταν πολυ ταλαιπωρημένος, όταν το 1924 ηρθαν στο Χαμαγκιόϊ (Κορδελιό Θεσσαλονίκης), πέθανε κι αφησε χήρα τη νεαρή γυναίκα του, η οποία με το παιδί στην αγκαλιά, πήρε τους δρόμους, γυρνώντας από χωριό σε χωριό. Σταματούσε στα τσιφλικια, όπου μάζευε μπασάκια (τα σταχυα που έπεφταν στο χωράφι μετα τον θερισμο), τα καθάριζε, τα έκανε πληγούρι, για να φάει η ίδια και το παιδί της .
Κάποια μέρα βρέθηκε στον Νεο Πετρίτσι, όπου ζήτησε να τη βοηθήσουν να ταϊσει το παιδί της. Ήταν 22χρονών. Εκείνη την μέρα γινόταν γάμος στο χωριο. Τη ρώτησαν γιατί δε χορεύεις, όλοι χορεύουν. Εκείνη τους διηγήθηκε την ταλαιπωρία της. Οι κάτοικοι κατάλαβαν ότι είναι καλός άνθρωπος και θέλησαν να τη βοηθήσουν. Την προξένησαν στον σαραντάρη χήρο Μιχάλη Σπανίδη, που είχε τρία παιδιά. Μαζί του έκανε άλλα τέσσερα. Η ίδια θυμόταν ότι ο παππάς που πήγε να βγάλει την άδεια γάμου, της είπε: “Παιδί μου, εσύ είσαι πολύ μικρή, πάς θα πάρεις τον Σπανίδη που έχει τα διπλάσια σου χρονια;”. Εκείνη του είπε ότι θέλει να δουλέψει στα χωράφια ή όπου να είναι, για να ζήσει το παιδί της. “Ο Σπανίδης ήταν φτωχός, αλλά είχε το σπίτι, τη φωλιά να μείνω κάπου κι εγώ. Παρακαλούσα το Θεό να με βοηθήσει να μεγαλώσω τα παιδιά, που αποκτήσαμε μαζί αλλά και τα τρία δικά του. Και ο Θεός με βοήθησε και τα προστάτεψα και τα μεγαλωσα”.
Πριν αρχίσει να περιγράφει άλλες λεπτομέρειες της ζωής της, η Ελένη Σπανίδου στάθηκε για λίγο συλλογισμένη. Έδειχνε ότι προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη της τα περασμένα και ίσως να συγκρατηθεί για να μην κλάψει. Η διήγηση της σκόρπια, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ καλά στο μυαλό:
“Βγήκαμε στη θάλασσα, στην άκρη λέει. Ήταν τότε που μας έδιωχναν απο την πατρίδα. Ήρθε το τουρκικό πλοίο.Απο δυο-δυο εμείς τα κοριτσια, μαζί με τις γυναίκες, μπήκαμε μέσα. Μας κυνηγούσαν, δεν είχαμε να φάμε. Κρυβόμασταν. Πήγαμε μια μέρα να βρούμε κάτι να φάμε απο εναν κήπο και ήρθε ο νοικοκύρης και μας έσπασε στο ξύλο. Ήταν η εποχή που οι Τούρκοι σφάζανε τους Αρμενίους. Μια μέρα μου δώσανε φαϊ σε ένα μποξαδάκι και μου είπαν να το πάω στον πατέρα μου, στα χωράφια. Εγώ φοβόμουνα. Όταν έφτασα στο χωράφι, ρώτησα τον πατέρα μου αν θα μας σφάξουν και εμας. Όχι μου λέει, εμάς δε θα μας πειράξουν, γιατί εμείς είμαστε Ελλήνες. Ύστερα από λίγο καιρό, οι Τούρκοι έσφαζαν εμάς.
Στον ελληνοτουρκικό πολεμο, τρεις μέρες κρυβόμασταν μέσα στο δάσος. Χτίζαμε καλύβες στα βουνά να μη μας βρουν οι Τούρκοι και μας σφάξουν. Επάνω στα βουνά μας συνάντησαν οι Έλληνες αντάρτες. Ο καπετάνιος ήταν πάνω στο αλογο. Οι Τούρκοι τον σκότωσαν, έκοψαν το κεφάλι του και το γύριζαν από δω κι από εκεί. Όταν τελειωσε ο πόλεμος, είπαμε θα κατέβουμε. Ήταν και δυο Αρμεναίοι μαζί μας. Είπαν θα έρθουμε κι εμείς μαζί σας. Εμείς τους είπαμε, θα σφάξουν και μας και εσάς, γι αυτό να κρυφτειτε. Όλοι οι άλλοι είμασταν Ελλήνες.Οι Τούρκοι άρχισαν να μας δίνουν άδεια να παμε στη Νεοκαισαρεία, στο παζάρι.
Δεν είχε σχολείο στο χωριό μας κι ετσι τα παιδιά πήγαιναν σε άλλα χωριά να μάθουν γράμματα. Τον άντρα μου, όταν τελειωσε το δημοτικό, του λέει ο μπαμπάς του, Γιώργο να πας να μάθεις τέχνη, τσαγκάρης, ο κόσμος τέχνη μαθαίνει. Λέει πατέρα θα παω. Δεν ήθελε. Δούλεψε οχτώ- δέκα μέρες και δεν μπόρεσε άλλο. Λέει στη μάνα του, άλλο δεν μπορώ εκεί μέσα.Έγινε τσοπάνος να φυλάει τα ζώα του χωριού. Ύστερα πούλησαν τα γελάδια και πήραν πρόβατα. Ο πατέρας μου ειχε μελίσσια. Μάζευε το μέλι στους τενεκέδες. Οι άλλοι δούλευαν στα χωράφια. Είχε πολλά χωράφια. Κι εμεις δουλεύαμε στα χωράφια.Μερικοι πήγαιναν και ψάρευαν. Στο χωριό μας δεν είχε Τούρκους. Τα γύρω χωριά ήταν ελληνικά. Με έστειλαν στην Οινόη, να δουλέψω σε ένα τουρκικό σπίτι, όπου εμεινα δύο χρόνια μέχρι που γύρισαν ο πατέρας μου και η μάνα μου απο την εξορία. Πήγα στην χανούμισσα και της είπα, θα φύγω. Εκείνη με έστειλε στο χωριό μου. Μετά μας βοήθησε ένας Τούρκος να ανεβούμε σε πλοίο που πήγαινε στη Ρουμανία . Πάνω στο πλοίο δεν είχαμε να φάμε, είμασταν εντελώς νηστικοί, θα πεθαίναμε. Ήταν μαζί μας ένας γέρος από την Ρωσία που ανέβηκε στη βάρκα και πήγε στον Δούναβη. Όταν φτάσαμε εκεί τους είπε ότι υπάρχουν άνθρωποι στο καράβι που θα κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα. Το πλοίο μας άφησε εκεί. Μετά ανεβήκαμε σ’ άλλο πλοίο και κάναμε δώδεκα μέρες στον Δούναβη.
Πάντοτε λέω, θάρθει καιρός , θα ανοίξει ο δρόμος, θα πάμε στον Πόντο, αλλά ποιός θα ζει; ποιός θα πάει;…
Στο σπίτι μας από κόντα περνούσε το νερό. Είχαμε τόσο καλά. Τα έφαγαν όλα οι Τουρκοι . Τρία αδέλφια ήταν ο πατέρας μου. Όλοι σ’ ένα σπίτι ζούσαμε. Καθε συνυφάδα είχε 4-5 παιδιά και όλοι είμασταν αγαπημένοι.Τον πρώτο λόγο τον είχε ο μεγάλος αδελφός. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Γιώργο και τον παππού μου Λάζαρο. Ο παππούς μου έλεγε, παιδιά θα έρθει μέρα που ο πατέρας θα σκοτώσει το παιδί και το παιδί τον πατέρα. Του λέγαμε όχι παππού, μπορεί να γίνει αυτό; Πέρασαν εκείνα.Τον πατέρα μου τον σκότωσαν,τον αδελφό μου τον σκοτωσαν,την αδελφή μου την σκότωσαν, τους έστειλαν εξορία, τους βασάνισαν.”
Κάποια μέρα έφτασε στο Νέο Πετρίτσι Σερρών, όπου βρήκε τη θαλπωρή και τη φροντίδα από τους κατοίκους. Όταν τη συναντήσαμε, το 1998, ήταν 111 χρονών και χαιρόταν τα 27 εγγόνια της, τα 47 δισέγγονα και τα 10 τρισέγγονα που της χάρισαν τα έξι παιδιά της και τη φρόντιζε η νύφη της, η Ελένη.
Ο μεγαλύτερος εγγονός της ο Γιώργος Τσακπακίδης ήταν εξήντα έξι χρόνων. Η υπεραιωνόβια Ελένη Σπανίδου-Συμεωνίδου έβγαινε στην αυλή, αυτοεξυπηρετιόταν, κινιόταν. Πότιζε η ίδια τον κήπο της με το λάστιχο και τραγουδούσε το:”Λάχανα, πουλί μ’ λάχανα”.
Ύστερα θυμάται ένα από τα παιδιά της, που του έλεγε να μείνει στο χωριό. Πήγε στην Αθήνα και πέθανε.
Η Ελένη Σπανίδου, που το πατρικό της επίθετο ήταν Συμεωνιδου, είχε γεννηθεί το 1887 στο ορεινό χωριό Ζουμπουγλού της Σαμψούντας, πρός την πλευρά της Οινόης. Η ταυτότητα της έγραφε ότι γεννήθηκε το 1890. Παντρεύτηκε δύο φορές, τη μια στην πατρίδα και μετά στο νέο Πετρίτσι.
Στην Ελλάδα ήλθε μέσω Ρουμανίας, από τα βουνά της Τσέρνας, όπου γεννήθηκε και ένα παιδί της το 1923, που παραλίγο να πεθάνει. Το έσωσε μια καλή νοσοκόμα. Ο σύζυγος της, που γενικά ήταν πολυ ταλαιπωρημένος, όταν το 1924 ηρθαν στο Χαμαγκιόϊ (Κορδελιό Θεσσαλονίκης), πέθανε κι αφησε χήρα τη νεαρή γυναίκα του, η οποία με το παιδί στην αγκαλιά, πήρε τους δρόμους, γυρνώντας από χωριό σε χωριό. Σταματούσε στα τσιφλικια, όπου μάζευε μπασάκια (τα σταχυα που έπεφταν στο χωράφι μετα τον θερισμο), τα καθάριζε, τα έκανε πληγούρι, για να φάει η ίδια και το παιδί της .
Κάποια μέρα βρέθηκε στον Νεο Πετρίτσι, όπου ζήτησε να τη βοηθήσουν να ταϊσει το παιδί της. Ήταν 22χρονών. Εκείνη την μέρα γινόταν γάμος στο χωριο. Τη ρώτησαν γιατί δε χορεύεις, όλοι χορεύουν. Εκείνη τους διηγήθηκε την ταλαιπωρία της. Οι κάτοικοι κατάλαβαν ότι είναι καλός άνθρωπος και θέλησαν να τη βοηθήσουν. Την προξένησαν στον σαραντάρη χήρο Μιχάλη Σπανίδη, που είχε τρία παιδιά. Μαζί του έκανε άλλα τέσσερα. Η ίδια θυμόταν ότι ο παππάς που πήγε να βγάλει την άδεια γάμου, της είπε: “Παιδί μου, εσύ είσαι πολύ μικρή, πάς θα πάρεις τον Σπανίδη που έχει τα διπλάσια σου χρονια;”. Εκείνη του είπε ότι θέλει να δουλέψει στα χωράφια ή όπου να είναι, για να ζήσει το παιδί της. “Ο Σπανίδης ήταν φτωχός, αλλά είχε το σπίτι, τη φωλιά να μείνω κάπου κι εγώ. Παρακαλούσα το Θεό να με βοηθήσει να μεγαλώσω τα παιδιά, που αποκτήσαμε μαζί αλλά και τα τρία δικά του. Και ο Θεός με βοήθησε και τα προστάτεψα και τα μεγαλωσα”.
Πριν αρχίσει να περιγράφει άλλες λεπτομέρειες της ζωής της, η Ελένη Σπανίδου στάθηκε για λίγο συλλογισμένη. Έδειχνε ότι προσπαθούσε να φέρει στη μνήμη της τα περασμένα και ίσως να συγκρατηθεί για να μην κλάψει. Η διήγηση της σκόρπια, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ καλά στο μυαλό:
“Βγήκαμε στη θάλασσα, στην άκρη λέει. Ήταν τότε που μας έδιωχναν απο την πατρίδα. Ήρθε το τουρκικό πλοίο.Απο δυο-δυο εμείς τα κοριτσια, μαζί με τις γυναίκες, μπήκαμε μέσα. Μας κυνηγούσαν, δεν είχαμε να φάμε. Κρυβόμασταν. Πήγαμε μια μέρα να βρούμε κάτι να φάμε απο εναν κήπο και ήρθε ο νοικοκύρης και μας έσπασε στο ξύλο. Ήταν η εποχή που οι Τούρκοι σφάζανε τους Αρμενίους. Μια μέρα μου δώσανε φαϊ σε ένα μποξαδάκι και μου είπαν να το πάω στον πατέρα μου, στα χωράφια. Εγώ φοβόμουνα. Όταν έφτασα στο χωράφι, ρώτησα τον πατέρα μου αν θα μας σφάξουν και εμας. Όχι μου λέει, εμάς δε θα μας πειράξουν, γιατί εμείς είμαστε Ελλήνες. Ύστερα από λίγο καιρό, οι Τούρκοι έσφαζαν εμάς.
Στον ελληνοτουρκικό πολεμο, τρεις μέρες κρυβόμασταν μέσα στο δάσος. Χτίζαμε καλύβες στα βουνά να μη μας βρουν οι Τούρκοι και μας σφάξουν. Επάνω στα βουνά μας συνάντησαν οι Έλληνες αντάρτες. Ο καπετάνιος ήταν πάνω στο αλογο. Οι Τούρκοι τον σκότωσαν, έκοψαν το κεφάλι του και το γύριζαν από δω κι από εκεί. Όταν τελειωσε ο πόλεμος, είπαμε θα κατέβουμε. Ήταν και δυο Αρμεναίοι μαζί μας. Είπαν θα έρθουμε κι εμείς μαζί σας. Εμείς τους είπαμε, θα σφάξουν και μας και εσάς, γι αυτό να κρυφτειτε. Όλοι οι άλλοι είμασταν Ελλήνες.Οι Τούρκοι άρχισαν να μας δίνουν άδεια να παμε στη Νεοκαισαρεία, στο παζάρι.
Δεν είχε σχολείο στο χωριό μας κι ετσι τα παιδιά πήγαιναν σε άλλα χωριά να μάθουν γράμματα. Τον άντρα μου, όταν τελειωσε το δημοτικό, του λέει ο μπαμπάς του, Γιώργο να πας να μάθεις τέχνη, τσαγκάρης, ο κόσμος τέχνη μαθαίνει. Λέει πατέρα θα παω. Δεν ήθελε. Δούλεψε οχτώ- δέκα μέρες και δεν μπόρεσε άλλο. Λέει στη μάνα του, άλλο δεν μπορώ εκεί μέσα.Έγινε τσοπάνος να φυλάει τα ζώα του χωριού. Ύστερα πούλησαν τα γελάδια και πήραν πρόβατα. Ο πατέρας μου ειχε μελίσσια. Μάζευε το μέλι στους τενεκέδες. Οι άλλοι δούλευαν στα χωράφια. Είχε πολλά χωράφια. Κι εμεις δουλεύαμε στα χωράφια.Μερικοι πήγαιναν και ψάρευαν. Στο χωριό μας δεν είχε Τούρκους. Τα γύρω χωριά ήταν ελληνικά. Με έστειλαν στην Οινόη, να δουλέψω σε ένα τουρκικό σπίτι, όπου εμεινα δύο χρόνια μέχρι που γύρισαν ο πατέρας μου και η μάνα μου απο την εξορία. Πήγα στην χανούμισσα και της είπα, θα φύγω. Εκείνη με έστειλε στο χωριό μου. Μετά μας βοήθησε ένας Τούρκος να ανεβούμε σε πλοίο που πήγαινε στη Ρουμανία . Πάνω στο πλοίο δεν είχαμε να φάμε, είμασταν εντελώς νηστικοί, θα πεθαίναμε. Ήταν μαζί μας ένας γέρος από την Ρωσία που ανέβηκε στη βάρκα και πήγε στον Δούναβη. Όταν φτάσαμε εκεί τους είπε ότι υπάρχουν άνθρωποι στο καράβι που θα κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα. Το πλοίο μας άφησε εκεί. Μετά ανεβήκαμε σ’ άλλο πλοίο και κάναμε δώδεκα μέρες στον Δούναβη.
Πάντοτε λέω, θάρθει καιρός , θα ανοίξει ο δρόμος, θα πάμε στον Πόντο, αλλά ποιός θα ζει; ποιός θα πάει;…
Στο σπίτι μας από κόντα περνούσε το νερό. Είχαμε τόσο καλά. Τα έφαγαν όλα οι Τουρκοι . Τρία αδέλφια ήταν ο πατέρας μου. Όλοι σ’ ένα σπίτι ζούσαμε. Καθε συνυφάδα είχε 4-5 παιδιά και όλοι είμασταν αγαπημένοι.Τον πρώτο λόγο τον είχε ο μεγάλος αδελφός. Τον πατέρα μου τον έλεγαν Γιώργο και τον παππού μου Λάζαρο. Ο παππούς μου έλεγε, παιδιά θα έρθει μέρα που ο πατέρας θα σκοτώσει το παιδί και το παιδί τον πατέρα. Του λέγαμε όχι παππού, μπορεί να γίνει αυτό; Πέρασαν εκείνα.Τον πατέρα μου τον σκότωσαν,τον αδελφό μου τον σκοτωσαν,την αδελφή μου την σκότωσαν, τους έστειλαν εξορία, τους βασάνισαν.”