Η Ιστορία τού Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ή άλλως τού «Ρωμαϊκού Πατριαρχείου» (Deir Rum), είναι ιστορία αγιότητος, μαρτυρίου καί διαρκών αγώνων υπέρ τής Εκκλησίας τού Χριστού καί τού χριστεπωνύμου αυτής ποιμνίου.
Α'. Η Ίδρυσις τής Εκκλησίας Ιεροσολύμων ανάγεται εις αυτήν τήν ημέραν τής Πεντηκοστής καί τής καθόδου τού Αγίου Πνεύματος επί τήν Ιερουσαλήμ, από τής οποίας οι Άγιοι Απόστολοι, δι' εντολής τού Αναστάντος Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διέσπειραν τό κήρυγμα τού Ευαγγελίου εις άπασαν τήν οικουμένην. Πρώτος Επίσκοπος τής Εκκλησίας Ιεροσολύμων ανεδείχθη ο ιερομάρτυς Απόστολος Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος (†62 μ.Χ.).
Μετά τούς πρώτους κατά τών Χριστιανών διωγμούς υπό τού ραββινικού Ιουδαϊσμού καί τήν καταστροφήν τών Ιερο-σολύμων υπό τών Ρωμαίων τού στρατηγού Τίτου (70 μ.Χ.), έδρα τής Εκκλησίας τών Ιεροσολύμων ανεδείχθη η πόλις Πέλλα, επί τής ανατολικής πλευράς τού ποταμού Ιορδάνου: τότε καί η Εκκλησία τής Αγίας Γής προσέλαβε πλείστους Έλληνας, τούς απογόνους τών κατακτήσεων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, καί καθώς ο αριθμός τών Ιουδαίων Χριστιανών εμειούτο, η Εκκλησία αύτη καθίστατο ολονέν περισσότερον ελληνική, εξηπλώθη δέ εις άπασαν τήν Παλαιστίνην. Μέρος αυτής επέστρεψε καί κατώκησεν εις Ιεροσόλυμα.
Τά τελευταία μέλη τής εν Πέλλη ελληνικής Εκκλησίας επέστρεψαν καί εγκατεστάθησαν μετά τήν επανάστασιν τού ΒάρΚόχβα (135μ.Χ.) εις Ιερουσαλήμ, η οποία τότε μετετράπη εις απηγορευμένην διά τούς Ιουδαίους ρωμαϊκήν αποικίαν, τήν Αιλίαν Καπιτωλίναν, τά δέ ιερά Προσκυνήματα ευρίσκοντο κεχωσμένα υπό τήν γήν, καί ειδωλολατρικοί ναοί είχον κτισθή επ' αυτών.
Τήν εποχήν αυτήν πρωτεύουσαν θέσιν εις τήν οργάνωσιν τής Εκκλησίας τής Αγίας Γής είχεν η πόλις Καισάρεια, ως Μητρόπολις εις τήν οποίαν υπήγετο η Επισκοπή Αιλίας, δηλ. Ιεροσολύμων. Οι Χριστιανοί τής Αγίας Γής υπέστησαν σκληρούς διωγμούς υπό τών Ρωμαίων Αυτοκρατόρων Αδριανού, Δεκίου, Διοκλητιανού καί Μαξιμίνου, κατά τούς οποίους ανεδείχθησαν πολλοί Μάρτυρες.
Β'. Περίοδον ακμής εγνώρισαν τά Ιεροσόλυμα από τής επικρατήσεως τού Αγίου Βασιλέως καί Ισαποστόλου Κωνσταντίνου τού Μεγάλου (324 μ.Χ.), έως καί τών αρχών τού 7ου αι. Τή βοηθεία τού Αγίου Κωνσταντίνου η Βασιλομήτωρ Αγία Ελένη, ευρούσα τόν Τίμιον Σταυρόν καί τό κενόν Μνήμα τής τού Χριστού Αναστάσεως, ανέδειξε καί εκόσμησε καί άπαντα τά λοιπά Πάνσεπτα Προσκυνήματα τής επί γής οικονομίας τού Θεού Λόγου, τού Κυρίου Ιησού Χριστού, οικοδομήσασα περί τούς εικοσιπέντε πανευμόρφους ιερούς Ναούς, επί τού Παναγίου Τάφου, τού Φρικτού Γολγοθά, τής Ευρέσεως τού Τιμίου Σταυρού, τού Θεοδέγμονος Σπηλαίου τής Γεννήσεως, τού τόπου τής τού Κυρίου Αναλήψεως κ.ά. Αγίων Τόπων (326-335 μ.Χ.). Οι Επίσκοποι Ιεροσολύμων διεδραμάτισαν σπουδαίον πρόσωπον εις τήν καταπολέμησιν τών αιρέσεων, ως λ. χ. ο Άγιος Κύριλλος ο «Κατηχητής» κατά τής αιρέσεως τού Αρειανισμού. Ο Μοναχισμός ανεπτύσσετο συνεχώς, έλαβε δέ περισσότερον ωργανωμένην μορφήν υπό τά λαυρεωτικά συστήματα τών Αγίων Ιλαρίωνος καί Χαρίτωνος εις τάς αρχάς τού 4ου αι. Τό έτος 407 μ.Χ.
Σταδιακώς η Επισκοπή τών Ιεροσολύμων, τά οποία κατέστησαν παγχριστιανικόν προσκύνημα, ανήχθη εις Μητρόπολιν τών τριών Παλαιστινών (αρχάς 5ου αι.), η δέ λατρευτική αυτής τάξις, τό Τυπικόν, συνεχώς ανεπτύσσετο υποδειγματικώς, μέ γλώσσαν λατρείας, σχεδόν αποκλειστικώς, τήν ελληνικήν.
Τελικώς η Δ' Οικουμενική εν Χαλκηδόνι Σύνοδος (451 μ.Χ.) ανύψωσε τήν Εκκλησίαν τών Ιεροσολύμων εις Πατριαρχείον, έν εκ τών πέντε μεγίστων εκκλησιαστικών κέντρων τού τότε κόσμου (τής «Πενταρχίας τών Πατριαρχών»), λόγω τής θέσεως τήν οποίαν είχεν εις τήν συνείδησιν τών Χριστιανών διά τήν εξαίρετον λατρείαν, θεολογίαν καί μοναχικήν ζωήν, διά τούς υπέρ τής Ορθοδοξίας αγώνας καί τήν μνημειώδη αυτής εκκλησιαστικήν αρχιτεκτονικήν.
Ο Μοναχισμός τής Ιεροσολυμιτικής Εκκλησίας έδωκε κατά τούς 5ον καί 6ον αιώνας εις τήν Εκκλησίαν μερικάς από τάς πλέον λαμπράς ασκητικάς μορφάς: τούς Αγίους Ευθύμιον τόν Μέγαν, Γεράσιμον τόν Ιορδανίτην, Σάββαν τόν Ηγιασμένον καί Κυριακόν τόν Αναχωρητήν, τόν οργανωτήν τού Κοινοβιακού Μοναχισμού Άγιον Θεοδόσιον τόν Κοινοβιάρχην καί άλλους πολλούς, οι οποίοι μετέτρεψαν τάς ανύδρους ερήμους τής Ιουδαίας καί Παλαιστίνης εις πόλεις αγγελικής διαγωγής. Τό Τάγμα τών «Σπουδαίων» τού Ναού τής Αναστάσεως, δηλ. η πρώιμος μορφή τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, ιδρυθέν είτε υπό τού Επισκόπου Αλεξάνδρου τόν 3ο αι., είτε μετά τήν ανοικοδόμησιν τού Ναού τής Αναστάσεως, εγκατεστάθη τήν περίοδον αυτήν, τέλη τού 5ου μ.Χ. αι., υπό τού Πατριάρχου Ηλία Α' οριστικώς εις τόν περί τόν Πανάγιον Τάφον χώρον. Οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων καί οι προαναφερθέντες Μοναστικοί Ηγέται, πέραν τής ποιμαντικής ή καί ασκητικής αυτών μερίμνης, επεδόθησαν αποτελεσματικώς καί εις τήν κατεπολέμησιν τών αιρέσεων τού Μονοφυσιτισμού καί τού Ωριγενισμού. Τά Ιεροσόλυμα καθίσταντο κέντρον τής χριστιανικής λατρείας καί τών εκκλησιαστικών γραμμάτων, αι δέ ευεργεσίαι τού Αυτοκράτορος Ιουστινιανού, συμπληρούσαι αυτάς τής πρό ενός αιώνος δρασάσης Αυτοκρατείρας Ευδοκίας τής Αθηναίας, ευεργέτιδος τών Αγίων Τόπων (εις τά μέσα τού 5ου αι.), ενίσχυσαν τήν πρόοδον ταύτην έτι περισσότερον. Ολίγον πρίν η Ιερουσαλήμ πέση εις τάς χείρας τών Περσών τού Χοσρόου τήν 19ην Μαΐου τού 614 μ.Χ., η Εκκλησία αυτής ευρίσκετο εις ακμήν, υπήρχον δέ τέσσαρες μεγάλαι εκκλησιαστικαί Μητροπόλεις, Καισαρείας, Σκυθουπόλεως, Πέτρας καί Βόστρων,καί περί τάς 365 ιεραί Μοναί.
Η υπό τών Περσών καταστροφή, θλιβερόν ορόσημον εις τήν ιστορίαν τής Σιωνίτιδος Εκκλησίας, κατέλιπεν εις τά Ιεροσόλυμα 65 χιλιάδας νεκρών καί ισοπεπεδωμένα τά ιερά Προσκυνήματα καί τάς Μονάς, τόν δέ Τίμιον Σταυρόν, τόν Πατριάρχην Ζαχαρίαν καί τούς προύχοντας τών Ιεροσολύμων, εν αιχμαλωσία εις τήν Περσίαν. Ο τοποτηρητής τού Θρόνου, καί αργότερον Πατριάρχης Ιεροσολύμων, άγιος Μόδεστος, επανέφερε τά Προσκυνήματα εις τό πλείστον τής παλαιάς των αίγλης, ο δέ Αυτοκράτωρ Ηράκλειος, μετά πολυετείς πολέμους, κατατροπώσας τούς Πέρσας τώ 627 μ.Χ., ανέκτησε τόν Τίμιον Σταυρόν, τόν Οποίον επανέφερε θριαμβευτικώς εις Ιεροσόλυμα, ομού μετά τών αιχμαλώτων, τώ 630 μ.Χ. Ωστόσον, ολίγα έτη αργότερον, ο Ηράκλειος δέν ηδυνήθη νά σταματήση τόν κατακλυσμόν τής αραβικής προελάσεως, καί τό έτος 638 μ.Χ. τά Ιεροσόλυμα διεχωρίσθησαν οριστικώς από τήν χριστιανικήν ελληνορωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν, πεσόντα εις τάς αραβικάς χείρας.
Σταδιακώς η Επισκοπή τών Ιεροσολύμων, τά οποία κατέστησαν παγχριστιανικόν προσκύνημα, ανήχθη εις Μητρόπολιν τών τριών Παλαιστινών (αρχάς 5ου αι.), η δέ λατρευτική αυτής τάξις, τό Τυπικόν, συνεχώς ανεπτύσσετο υποδειγματικώς, μέ γλώσσαν λατρείας, σχεδόν αποκλειστικώς, τήν ελληνικήν.
Τελικώς η Δ' Οικουμενική εν Χαλκηδόνι Σύνοδος (451 μ.Χ.) ανύψωσε τήν Εκκλησίαν τών Ιεροσολύμων εις Πατριαρχείον, έν εκ τών πέντε μεγίστων εκκλησιαστικών κέντρων τού τότε κόσμου (τής «Πενταρχίας τών Πατριαρχών»), λόγω τής θέσεως τήν οποίαν είχεν εις τήν συνείδησιν τών Χριστιανών διά τήν εξαίρετον λατρείαν, θεολογίαν καί μοναχικήν ζωήν, διά τούς υπέρ τής Ορθοδοξίας αγώνας καί τήν μνημειώδη αυτής εκκλησιαστικήν αρχιτεκτονικήν.
Ο Μοναχισμός τής Ιεροσολυμιτικής Εκκλησίας έδωκε κατά τούς 5ον καί 6ον αιώνας εις τήν Εκκλησίαν μερικάς από τάς πλέον λαμπράς ασκητικάς μορφάς: τούς Αγίους Ευθύμιον τόν Μέγαν, Γεράσιμον τόν Ιορδανίτην, Σάββαν τόν Ηγιασμένον καί Κυριακόν τόν Αναχωρητήν, τόν οργανωτήν τού Κοινοβιακού Μοναχισμού Άγιον Θεοδόσιον τόν Κοινοβιάρχην καί άλλους πολλούς, οι οποίοι μετέτρεψαν τάς ανύδρους ερήμους τής Ιουδαίας καί Παλαιστίνης εις πόλεις αγγελικής διαγωγής. Τό Τάγμα τών «Σπουδαίων» τού Ναού τής Αναστάσεως, δηλ. η πρώιμος μορφή τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, ιδρυθέν είτε υπό τού Επισκόπου Αλεξάνδρου τόν 3ο αι., είτε μετά τήν ανοικοδόμησιν τού Ναού τής Αναστάσεως, εγκατεστάθη τήν περίοδον αυτήν, τέλη τού 5ου μ.Χ. αι., υπό τού Πατριάρχου Ηλία Α' οριστικώς εις τόν περί τόν Πανάγιον Τάφον χώρον. Οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων καί οι προαναφερθέντες Μοναστικοί Ηγέται, πέραν τής ποιμαντικής ή καί ασκητικής αυτών μερίμνης, επεδόθησαν αποτελεσματικώς καί εις τήν κατεπολέμησιν τών αιρέσεων τού Μονοφυσιτισμού καί τού Ωριγενισμού. Τά Ιεροσόλυμα καθίσταντο κέντρον τής χριστιανικής λατρείας καί τών εκκλησιαστικών γραμμάτων, αι δέ ευεργεσίαι τού Αυτοκράτορος Ιουστινιανού, συμπληρούσαι αυτάς τής πρό ενός αιώνος δρασάσης Αυτοκρατείρας Ευδοκίας τής Αθηναίας, ευεργέτιδος τών Αγίων Τόπων (εις τά μέσα τού 5ου αι.), ενίσχυσαν τήν πρόοδον ταύτην έτι περισσότερον. Ολίγον πρίν η Ιερουσαλήμ πέση εις τάς χείρας τών Περσών τού Χοσρόου τήν 19ην Μαΐου τού 614 μ.Χ., η Εκκλησία αυτής ευρίσκετο εις ακμήν, υπήρχον δέ τέσσαρες μεγάλαι εκκλησιαστικαί Μητροπόλεις, Καισαρείας, Σκυθουπόλεως, Πέτρας καί Βόστρων,καί περί τάς 365 ιεραί Μοναί.
Η υπό τών Περσών καταστροφή, θλιβερόν ορόσημον εις τήν ιστορίαν τής Σιωνίτιδος Εκκλησίας, κατέλιπεν εις τά Ιεροσόλυμα 65 χιλιάδας νεκρών καί ισοπεπεδωμένα τά ιερά Προσκυνήματα καί τάς Μονάς, τόν δέ Τίμιον Σταυρόν, τόν Πατριάρχην Ζαχαρίαν καί τούς προύχοντας τών Ιεροσολύμων, εν αιχμαλωσία εις τήν Περσίαν. Ο τοποτηρητής τού Θρόνου, καί αργότερον Πατριάρχης Ιεροσολύμων, άγιος Μόδεστος, επανέφερε τά Προσκυνήματα εις τό πλείστον τής παλαιάς των αίγλης, ο δέ Αυτοκράτωρ Ηράκλειος, μετά πολυετείς πολέμους, κατατροπώσας τούς Πέρσας τώ 627 μ.Χ., ανέκτησε τόν Τίμιον Σταυρόν, τόν Οποίον επανέφερε θριαμβευτικώς εις Ιεροσόλυμα, ομού μετά τών αιχμαλώτων, τώ 630 μ.Χ. Ωστόσον, ολίγα έτη αργότερον, ο Ηράκλειος δέν ηδυνήθη νά σταματήση τόν κατακλυσμόν τής αραβικής προελάσεως, καί τό έτος 638 μ.Χ. τά Ιεροσόλυμα διεχωρίσθησαν οριστικώς από τήν χριστιανικήν ελληνορωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν, πεσόντα εις τάς αραβικάς χείρας.
Γ'. Η περίοδος τών μεγάλων δεινών διά τό Πατριαρχείον τών Ιεροσολύμων, διήρκεσε υπέρ τήν χιλιετίαν, παρά τήν εύνοιαν διά τής οποίας ο πορθητής τών Ιεροσολύμων, Ομάρ ίμπν Αλ-Χαττάπ, αντεμετώπισε τούς Χριστιανούς καί τόν Πατριάρχην των, άγιον Σωφρόνιον: ο Χαλίφης Ομάρ δι΄ ειδικού διατάγματος (αχτιναμέ) ανεγνώριζεν εις τόν Πατριάρχην τού «βασιλικού έθνους» (δηλ. τών Ρωμηών) τήν ιδιότητα εθνάρχου καί πνευματικού ηγέτου πάντων τών Χριστιανών τής Παλαιστίνης, ακόμη καί τών ετεροδόξων, ως επίσης καί πρεσβεία τιμής μεταξύ πάντων τών Χριστιανών αρχηγών, προσέφερε δέ εις αυτόν εγγυήσεις ευνοίας, ασφαλείας καί φορολογικής ασυδοσίας από μέρους τών μελλόντων Μουσουλμάνων ηγεμόνων.
Όμως, οι διάδοχοί του, αυθαίρετοι Άραβες ηγεμόνες, υπήρξαν σκληρότατοι: η χριστιανική κοινότης ήρχισε νά πλήττεται υπό συντόνων προσπαθειών εξισλαμισμού καί αφελληνισμού αυτής.
Παρά τάς αντιξόους εξωτερικάς συνθήκας, η πνευματική ζωή εξηκολούθει νά καλλιεργήται υπό τών διωκομένων Χριστιανών, καί η Εκκλησία Ιεροσολύμων διεδραμάτισε σημαίνοντα ρόλον εις τήν κατανίκησιν τών αιρέσεων τού Μονοθελητισμού καί τής Εικονομαχίας, ως καί τής εμφανισθείσης διά πρώτην τότε (808 μ.Χ.) φοράν εις Ιεροσόλυμα φραγκοπαπικής αιρέσεως τού filioque: μεταξύ τών πολλών αναδειχθέντων θεολόγων, άξιοι μνείας είναι ο Πατριάρχης άγιος Σωφρόνιος (†638) καί ο Σαββαΐτης Ιερομόναχος άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός († ca 784), μία τών κορυφαίων καί ανεπαναλήπτων εις τήν εκκλησιαστικήν ιστορίαν μορφών τής θεολογίας καί τής υμνογραφίας.
Ο 9ος αιών, όπως καί ο 8ος, εχαρακτηρίσθη υπό τών διωγμών κατά τών Χριστιανών καί τών λεηλασιών εις βάρος τών Προσκυνημάτων, τών Ναών, τών Μονών καί τών απλών πιστών, ενώ προσετέθησαν ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ τών Αραβικών μερίδων καί μέτρα καταπιέσεως, μεταξύ τών οποίων καί η απαγόρευσις τών λιτανειών καί τής διδασκαλίας τών ελληνικών, ώστε διά τό ποίμνιον η χρήσις τής ελληνικής γλώσσης περιωρίσθη εις τήν λατρείαν εν τοίς Ναοίς: επίσης, η επανειλημμένη βεβήλωσις καί καταστροφή τού Ναού τής Αναστάσεως καί τών λοιπών ιερών Χώρων, αι εξορίαι καί δολοφονίαι Πατριαρχών κ.ά. Η αποκορύφωσις τών κακών συνετελέσθη επί τού χαλίφου Αλ-Χακήμ, ο οποίος εξαπέλυσε (1007 μ.Χ.) διωγμόν, τόν χείριστον πάντων τών μέχρι τότε. Πέραν τού ευτελισμού τών Χριστιανών καί τής δημεύσεως ιερών περιουσιών, ο Ναός τής Αναστάσεως καί τά πέριξ Μοναστήρια ηρειπώθησαν, ως καί τό Προσκύνημα τού Αγίου Γεωργίου εν Λύδδη, ενώ τήν κορύφωσιν τών διωγμών εσήμανε η λεηλασία τού Σκευοφυλακίου τής Αναστάσεως καί η επιβολή εξισλαμισμού διά φρικτών μαρτυρίων. Μικρά βελτίωσις επήλθεν επί τού διαδόχου τού Χακήμ, Άλ Ζαχήρ, ότε καί ο Αυτοκράτωρ τής Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042-1055) συνεισέφερε σημαντικώς εις τήν ανοικοδόμησιν τού Ναού τής Αναστάσεως καί τών λοιπών ιερών Τόπων, πάντως η Εκκλησία εδοκιμάσθη καί πάλιν υπό τής σφοδράς αντιπαραθέσεως τών Αράβων καί τής ανερχομένης δυνάμεως τών Σελτζούκων Τούρκων. Αλλαγήν τινα εις αυτήν τήν κατάστασιν επήνεγκεν η έλευσις τών Σταυροφόρων εν έτει 1099.
Όμως, οι διάδοχοί του, αυθαίρετοι Άραβες ηγεμόνες, υπήρξαν σκληρότατοι: η χριστιανική κοινότης ήρχισε νά πλήττεται υπό συντόνων προσπαθειών εξισλαμισμού καί αφελληνισμού αυτής.
Παρά τάς αντιξόους εξωτερικάς συνθήκας, η πνευματική ζωή εξηκολούθει νά καλλιεργήται υπό τών διωκομένων Χριστιανών, καί η Εκκλησία Ιεροσολύμων διεδραμάτισε σημαίνοντα ρόλον εις τήν κατανίκησιν τών αιρέσεων τού Μονοθελητισμού καί τής Εικονομαχίας, ως καί τής εμφανισθείσης διά πρώτην τότε (808 μ.Χ.) φοράν εις Ιεροσόλυμα φραγκοπαπικής αιρέσεως τού filioque: μεταξύ τών πολλών αναδειχθέντων θεολόγων, άξιοι μνείας είναι ο Πατριάρχης άγιος Σωφρόνιος (†638) καί ο Σαββαΐτης Ιερομόναχος άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός († ca 784), μία τών κορυφαίων καί ανεπαναλήπτων εις τήν εκκλησιαστικήν ιστορίαν μορφών τής θεολογίας καί τής υμνογραφίας.
Ο 9ος αιών, όπως καί ο 8ος, εχαρακτηρίσθη υπό τών διωγμών κατά τών Χριστιανών καί τών λεηλασιών εις βάρος τών Προσκυνημάτων, τών Ναών, τών Μονών καί τών απλών πιστών, ενώ προσετέθησαν ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ τών Αραβικών μερίδων καί μέτρα καταπιέσεως, μεταξύ τών οποίων καί η απαγόρευσις τών λιτανειών καί τής διδασκαλίας τών ελληνικών, ώστε διά τό ποίμνιον η χρήσις τής ελληνικής γλώσσης περιωρίσθη εις τήν λατρείαν εν τοίς Ναοίς: επίσης, η επανειλημμένη βεβήλωσις καί καταστροφή τού Ναού τής Αναστάσεως καί τών λοιπών ιερών Χώρων, αι εξορίαι καί δολοφονίαι Πατριαρχών κ.ά. Η αποκορύφωσις τών κακών συνετελέσθη επί τού χαλίφου Αλ-Χακήμ, ο οποίος εξαπέλυσε (1007 μ.Χ.) διωγμόν, τόν χείριστον πάντων τών μέχρι τότε. Πέραν τού ευτελισμού τών Χριστιανών καί τής δημεύσεως ιερών περιουσιών, ο Ναός τής Αναστάσεως καί τά πέριξ Μοναστήρια ηρειπώθησαν, ως καί τό Προσκύνημα τού Αγίου Γεωργίου εν Λύδδη, ενώ τήν κορύφωσιν τών διωγμών εσήμανε η λεηλασία τού Σκευοφυλακίου τής Αναστάσεως καί η επιβολή εξισλαμισμού διά φρικτών μαρτυρίων. Μικρά βελτίωσις επήλθεν επί τού διαδόχου τού Χακήμ, Άλ Ζαχήρ, ότε καί ο Αυτοκράτωρ τής Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042-1055) συνεισέφερε σημαντικώς εις τήν ανοικοδόμησιν τού Ναού τής Αναστάσεως καί τών λοιπών ιερών Τόπων, πάντως η Εκκλησία εδοκιμάσθη καί πάλιν υπό τής σφοδράς αντιπαραθέσεως τών Αράβων καί τής ανερχομένης δυνάμεως τών Σελτζούκων Τούρκων. Αλλαγήν τινα εις αυτήν τήν κατάστασιν επήνεγκεν η έλευσις τών Σταυροφόρων εν έτει 1099.
Δ'. Οι σταυροφόροι επέδειξαν έναντι τών ηττηθέντων Μουσουλμάνων άκρως αντίθετον συμπεριφοράν αυτής τήν οποίαν είχε δείξει ο Ομάρ Χαττάπ εις τούς ηττηθέντας Ρωμηούς τών Ιεροσολύμων, καί προέβησαν εις φρικτάς σφαγάς: αλλά καί η Ορθόδοξος Εκκλησία υπέστη τά συμπαρομαρτούντα τή φραγκολατινική παρουσία δεινά. Οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων ευρίσκοντο εν εξορία επί 88 έτη εις Κωνσταντινούπολιν, τήν δέ θέσιν αυτών εις Ιεροσόλυμα ανεπλήρου, τή αδεία τών σταυροφόρων, ο Ηγούμενος τής Λαύρας τού Αγίου Σάββα. Η επιβολή τής λατινικής εκκλησίας επί τού Ορθοδόξου κλήρου υπήρξε βιαία, καί τά Πάνσεπτα Προσκυνήματα παρεχωρήθησαν εις τόν λατινικόν, μεταφερθέντα εκ τής Δύσεως, κλήρον, ενώ οι Αγιοταφίται διετήρησαν τό δικαίωμα νά διαχειρίζωνται τόν Ναόν τής Ευρέσεως τού Τιμίου Σταυρού καί νά λειτουργούν ελληνιστί εις τόν Πανάγιον Τάφον καί εις Βηθλεέμ, επίσης διετήρησαν καί πολλάς Μονάς εκτός Ιεροσολύμων, εντός δέ τής Αγίας Πόλεως τό παρά τήν πύλην Δαυίδ μετόχιον τής Λαύρας τού Αγίου Σάββα, τό οποίον υπήρξε καί τό κέντρον των, καί τήν Μονήν τής Μεγάλης Παναγίας. Οι σταυροφόροι, θέλοντες νά προσεταιρισθούν τούς Αρμενίους καί Ιακωβίτας, παρεχώρησαν εις αυτούς Ναούς καί Μονάς. Σημαντικόν γεγονός τής περιόδου αυτής υπήρξεν η ανοικοδόμησις πολλών Ορθοδόξων Προσκυνημάτων υπό τού Ρωμηού Αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού (1143 -1180), ενώ καί οι σταυροφόροι, αφού επανέφεραν τόν Πάνσεπτον Ναόν τής Αναστάσεως εις σχεδόν τήν αρχικήν, πρό τού 614, μορφήν, ενοποίησαν καί πάλιν τούς τέσσαρας Ναούς, τούς υπό τού αγίου Μοδέστου ιδρυθέντας (Αναστάσεως, Γολγοθά, Αποκαθηλώσεως καί Ευρέσεως), προσδώσαντες εις τό συγκρότημα τού Ναού τής Αναστάσεως τήν ενιαίαν μορφήν τήν οποίαν καί σήμερον διατηρεί.
Ε'. Η ήττα τών σταυροφόρων υπό τών Μαμελούκων τού Σαλάχ εδ Δίν εν έτει 1187, επί τών υψωμάτων Χαττίν πλησίον τής Τιβεριάδος, έδωκε καί πάλιν τά Ιεροσόλυμα εις τάς χείρας τού Ισλάμ, μολονότι η τελική απομάκρυνσις τών σταυροφόρων από τής Αγίας Γής ήλθε μετά τήν ήτταν αυτών εν Πτολεμαΐδι τώ 1291. Ο Σαλάχ εδ Δίν, τηρών εκ σεβασμού τό διάταγμα τού Ομάρ Χαττάπ, επέστρεψε πάντα τά Προσκυνήματα εις τούς Έλληνας, όμως μερικοί ανώ-τατοι διοικητικοί αυτού υπάλληλοι παρεχώρησαν μερικούς προσκυνηματικούς χώρους εις τούς μονοφυσίτας Κόπτας καί Αβησσυνούς (Αιθίοπας). Η στάσις τών Μαμελούκων έναντι τού Ελληνικού, Ρωμέηκου, Πατριαρχείου ήλλαξεν εις τάς αρχάς τού 14ου αι., καί ήρξαντο μακρόχρονοι διωγμοί κατά τών Χριστιανών, εις τό πλαίσιον τών οποίων καί ο Ναός τής Αναστάσεως, αργότερον, επί Πατριάρχου Ιωακείμ (1431-), παρ' ολίγον θά εγίνετο ισλαμικόν τέμενος. Περί τό έτος 1334 ενεφανίσθησαν εις Ιεροσόλυμα καί εγκατεστάθησαν επί τού λόφου τής Σιών οι Φραγκισκανοί, ενώ παραλλήλως ενισχύθη η παρουσία τών Ιακωβιτών καί Αρμενίων, αντιστάθμισμα αυτής υπήρξεν η έλευσις πολλών Γεωργιανών καί Σέρβων Ορθοδόξων Μοναχών, η οποία ενίσχυσε τήν ελληνορθόδοξον αγιοταφιτικήν παρουσίαν, άν καί όχι πάντοτε άνευ περιπλοκών. Εις τούς Γεωργιανούς παρεχωρήθη υπό τών Ελλήνων η Μονή τού Τιμίου Σταυρού, εις δέ τούς Σέρβους η Ιερά Μονή τών Αρχαγγέλων, μετόχιον τής Λαύρας τού Αγίου Σάββα.
Η πτώσις τής Κωνσταντινουπόλεως εις τούς Τούρκους (1453 μ.Χ.) καί η συνακόλουθος τελεία απώλεια τής επισήμου πολιτικής προστασίας εσήμανε τήν έναρξιν καί νέων διωγμών. Ο Πατριάρχης Αθανάσιος Δ΄, ταξιδεύσας εις τήν Πόλιν καί επιτυχών τήν έκδοσιν σουλτανικού διατάγματος (χάτι σερίφ) υπό τού Μωάμεθ Β' τού Πορθητού (τώ 1458), απεσόβησε τόν κίνδυνον τής καταστροφής τών Προσκυνημάτων καί τής απωλείας τών επ' αυτών δικαιωμάτων τών Ορθοδόξων, ως έπραξεν αργότερον καί ο Πατριάρχης Γρηγόριος Γ΄ (1468-1493), επιτυχών τήν έκδοσιν νέου διατάγματος υπό τού Πορθητού. Οι Έλληνες κληρικοί εμαστίζοντο υπό δεινής πτωχείας, η δέ στροφή των πρός τόν Πορθητήν επεδείνωσε τάς σχέσεις των μετά τών Μαμελούκων καί, βεβαίως, μετά τών Λατίνων.
Η πτώσις τής Κωνσταντινουπόλεως εις τούς Τούρκους (1453 μ.Χ.) καί η συνακόλουθος τελεία απώλεια τής επισήμου πολιτικής προστασίας εσήμανε τήν έναρξιν καί νέων διωγμών. Ο Πατριάρχης Αθανάσιος Δ΄, ταξιδεύσας εις τήν Πόλιν καί επιτυχών τήν έκδοσιν σουλτανικού διατάγματος (χάτι σερίφ) υπό τού Μωάμεθ Β' τού Πορθητού (τώ 1458), απεσόβησε τόν κίνδυνον τής καταστροφής τών Προσκυνημάτων καί τής απωλείας τών επ' αυτών δικαιωμάτων τών Ορθοδόξων, ως έπραξεν αργότερον καί ο Πατριάρχης Γρηγόριος Γ΄ (1468-1493), επιτυχών τήν έκδοσιν νέου διατάγματος υπό τού Πορθητού. Οι Έλληνες κληρικοί εμαστίζοντο υπό δεινής πτωχείας, η δέ στροφή των πρός τόν Πορθητήν επεδείνωσε τάς σχέσεις των μετά τών Μαμελούκων καί, βεβαίως, μετά τών Λατίνων.
ΣΤ'. Η νέα περίοδος, η αρξαμένη από τής επικρατήσεως τών Οθωμανών Τούρκων εις τήν Αγίαν Γήν (1517 μ.Χ.), εις αντικατάστασιν τών μέχρι τότε επικρατούντων Μαμελούκων τής Αιγύπτου, υπήρξε μάρτυς τών θρυλικών, τή βοηθεία τού Θεού, αγώνων τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος πρός διαφύλαξιν τών πανιέρων Προσκυνημάτων, εναντίον τών σχεδίων τών άλλων χριστιανικών δογμάτων. Είναι η περίοδος διαμορφώσεως καί παγιώσεως τού Προσκυνηματικού Καθεστώτος (status quo).
Η περίοδος αύτη τής ιστορίας τών Ιεροσολύμων χαρακτηρίζεται από τάς προσπαθείας κυρίως τών Λατίνων καί τών Αρμενίων, βασιζομένων τών μέν εις τήν διπλωματίαν τών ευρωπαϊκών δυνάμεων, τών δέ εις τήν οικονομικήν ή άλλου είδους πρόσβασίν των εις τήν Υψηλήν σουλτανικήν Πύλην τής Κωνσταντινουπόλεως, όπως ανατρέψωσι τό ευνοϊκόν διά τήν γηγενή (ελληνικήν) Εκκλησίαν τών Αγίων Τόπων καθεστώς καί αποκτήσωσι τά πρωτεία ή καί τήν αποκλειστικότητα εις τά πανίερα Προσκυνήματα. Ιδού ολίγοι εκ τών αγώνων τούτων. Άμα τή επικρατήσει τών Τούρκων εις Παλαιστίνην υπό τόν διάδοχον τού Μωάμεθ Πορθητού, τόν Σελήμ (1517), τά δικαιώματα τής Εκκλησίας τών Ιεροσολύμων αναγνωρίζονται εκ νέου υπό τής τουρκικής Αρχής, η φραγκισκανική παρουσία καθίσταται αντικείμενον δυσμενείας καί η Μονή των καταστρέφεται (1523 μ.Χ.): σταδιακώς όμως ενδυναμούνται αι προσπάθειαι αναμείξεως αυτών καί τών λοιπών ομολογιών εις τό προσκυνηματικόν καθεστώς.
Ο 16ος αιών σφραγίζεται υπό τών καρποφόρων προσπαθειών τού Πατριάρχου Γερμανού τού Σαββαΐτου (1537-1579) πρός αναδιοργάνωσιν τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος: ο Πατριάρχης Γερμανός εμερίμνησε δι' επισκευάς εις τά Προσκυνήματα, επέτυχε τήν έκδοσιν φιρμανίου (1538) υπό τού Σουλτάνου Σουλεϊμάν υπέρ τών Ρωμηών καί απεδήμησε πρός λογίαν (έρανον) εις Ρωσίαν, θέσας ούτω τήν αρχήν τού επικρατήσαντος έθους τών «ιερών αποδημιών» τών Αγιοταφιτών εις τάς ομοδόξους χώρας, κυρίως τάς Παραδουναβίους Ηγεμονίας καί τήν Ρωσίαν, πρός οικονομικήν ενίσχυσιν τών πανσέπτων Προσκυνημάτων: επίσης, διωργάνωσε τήν Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα εις σύνδεσμον στενότερον μετά τού αυτής Πατριάρχου καί Ηγουμένου. Τάς προσπαθείας αυτού εσυνέχισεν ο επάξιος διάδοχος αυτού Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄(1579-1608).
Εν έτει 1604, υπεγράφη υπό τής Γαλλίας καί τής Τουρκίας η πρώτη συνθήκη, η οποία ανεγνώριζεν επίσημα δικαιώματα τών Λατίνων εις τούς Αγίους Τόπους, καί ούτω, τό επόμενον έτος, οι Λατίνοι εισεχώρησαν εις τόν Γολγοθάν καί εις τόν εν Βηθλεέμ Ναόν, ενώ εις τήν Αγίαν Γήν εμφανίζονται -ως ανταγωνισταί τών Φραγκισκανών - οι Ιησουίται. Παραλλήλως, οι Αρμένιοι προσπαθούν νά οικειωθούν τήν τελετήν τού Αγίου Φωτός, αλλ' αποκρούονται υπό σουλτανικού διατάγματος τού 1611: ο πρέσβυς τής Γαλλίας εν Κωνσταντινουπόλει διεξάγει αγώνα εναντίον τού Πατριάρχου Θεοφάνους Γ΄, ο οποίος όμως επιτυγχάνει τήν έκδοσιν σειράς φιρμανίων (1631-1634) υπό τού Σουλτάνου Μουράτ, ισοδυνάμων καί συμφώνων πρός τά διατάγματα τού Μωάμεθ τού Πορθητού και του Σελήμ.
Πρό τούτου ο Πατριάρχης Θεοφάνης είχεν αναγκασθή νά εκποιήση μεγάλης αξίας ιερά κειμήλια, διά νά αποτρέψη τήν παραχώρησιν τής Λαύρας καί τού Μετοχίου αυτής τών Αρχαγγέλων εις τούς σπεύσαντας νά αποπληρώσωσι τό χρέος αυτής Λατίνους καί Αρμενίους, χρέος τό οποίον είχε δημιουργήσει η απρόσεκτος οικονομική διαχείρισις τών κατοικούντων τήν Λαύραν τού Αγίου Σάββα Σέρβων.
Ο Πατριάρχης Παΐσιος (1645-1660) αποκρούει τάς προσπαθείας τών Αρμενίων, νά κληρονομήσουν τά τών Αβησσυνών (Αιθιόπων) κτήματα, όμως αποτυγχάνει εις τήν αναχαίτισιν τών περί τής Μονής τού Αγίου Ιακώβου προσπαθειών τών Αρμενίων, καί ούτω τώ 1658 η Μονή αύτη καθίσταται οριστικώς αρμενική, έδρα δέ τού Αρμενικού εν Ιεροσολύμοις Πατριαρχείου.
Η ένδοξος πατριαρχία Δοσιθέου Β΄(1669-1707) εφώτισε τούς σκοτεινούς τούτους χρόνους καί απετέλεσε κυματοθραύστην κατά συντονισμένων ενεργειών τών ετεροδόξων, οι οποίοι, ευνοηθέντες υπό τών ιστορικών περιστάσεων, παρ' ολίγον θά επετύγχανον νά εκδιώξουν τήν Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα από τών Πανσέπτων αυτής Προσκυνημάτων. Αποτρέψας ο Δοσίθεος σοβαράν προσπάθειαν τής Γαλλίας πρός παραχώρησιν τών Προσκυνημάτων εις τούς Λατίνους Μοναχούς, καί αποφυγών μετά ταύτα καί δύο δολοφονικάς κατ΄ αυτού αποπείρας, εν Ιεροσολύμοις καί κατά τήν μετάβασίν του εις Κωνσταντινούπολιν, ηκύρωσε επίσης τάς εν έτει 1677 συνδεδυασμένας ενεργείας τών πρέσβεων τών χωρών Αυστρίας, Γαλλίας, Πολωνίας καί Βενετίας, όπως παραχωρηθούν νέα, μή ιστορικά, προνόμια εις τούς Λατίνους. Εν ολίγω χρόνω διέσωσε (1680) τήν Μονήν του Τιμίου Σταυρού εκ τών χρεών τών Ορθοδόξων Γεωργιανών Μοναχών καί τών, ως πάντοτε, σπευσάντων πρός εξόφλησιν τού χρέους Λατίνων καί Αρμενίων. Όμως, ο κατά τής Οθωμανικής Πύλης πόλεμος τών τριών πρώτων εκ τών προαναφερθεισών δυνάμεων καί τής Ρωσίας εν έτει 1688 επέπεν αποθανών τώ 1707 τήν σκυτάλην τής Πατριαρχίας καί τών υπέρ Πίστεως αγώνων εις τόν Πατριάρχην Χρύσανθον, ο οποίος επέτυχε κατ' αρχήν, ίνα επικυρωθή, ότι προέχει τών Αρμενίων εις τήν τελετήν τού Αγίου Φωτός ο Ορθόδοξος Πατριάρχης ή ο Επίτροπός του, κατά τά έτη δέ 1719 καί 1720 ανέκτησε μέρος καί άλλων δικαιωμάτων τών Ορθοδόξων. Γαλλίας καί Τουρκίας τώ 1740 έπληξεν εκ νέου τούς αγώνας Οσμάν (1757) καί Οσμάν Μουσταφά Γ΄(1768), εκδοθέντα δι' ενεργειών τού Παρθενίου, αποκατέστησαν τούς Αγιοταφίτας εις τά νόμιμα δικαιώματα τά οποία είχον αδίκως στερηθή καί Κανονισμόν τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, αργότερον δείνωσε τήν κατάστασιν, παρά τήν έκδοσιν φιρμανίου τού Σουλεϊμάν υπέρ τών Ορθοδόξων εν έτει 1688, η ήττα τής Τουρκίας υπό τής Αυστρίας τό αυτό έτος ωδήγησεν εις έκδοσιν φιρμανίου υπέρ τών Λατίνων τώ 1689, τό οποίον αφήρει τά Προσκυνήματα από τών Ρωμηών καί ενεθάρρυνε τούς Λατίνους τόσον, ώστε προέβησαν εις έξωσιν τών Αγιοταφιτών εκ τών Ιεροσολύμων, όμως ο Δοσίθεος ωρκίσθη νά μή επιστρέψη εις Ιεροσόλυμα, πρίν ή εκβάλη τούς Λατίνους εκ τών παρανόμως αποκτηθέντων υπ' αυτών Προσκυνημάτων, δι΄ ό καί επέτυχε τήν έκδοσιν πολλών ωφελίμων, αλλ' ελάσσονος σημασίας διά τό Πατριαρχείον, φιρμανίων. Τελικώς, μή προλαβών εν ζωή τήν επιτυχίαν τών αυτού αγώνων, κατέλιπεν αποθανών τω 1707 την σκυτάλην της Πατριαρχίας και των υπέρ Πίστεως αγώνων εις τον Πατριάρχην Χρύσανθον, ο οποίος επέτυχε κατ' αρχήν ίνα επικυωθή ότι προέχει των Αρμενίων εισ την τελετήν του Αγίου Φωτός ο Ορθόδοξος Πατριάρχης ή ο Επίτροπος του, κατά τα έτη δε 1719 και 1720 ανέκτησε μέρος και άλλων δικαιωμάτων των Ορθοδόξων. Τώ 1737 ιδρύθη η πρώτη Ορθόδοξος εν Ιεροσολύμοις Σχολή, επί Πατριάρχου Παρθενίου. Μία νέα συνθήκη μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας τω 1740 έπληξεν εκ νέου τους αγώνες τών Αγιοταφιτών, αλλά δύο διατάγματα τών Σουλτάνων Οσμάν (1757) και Οσμάν Μουσταφά Γ' (1768), εκδοθέντα δι' ενεργειών του Παρθενίου αποκατέστησαν τους Αγιοταφίτας εις τα νόμιμα δικαιώματα τα οποία είχον αδίκως στερηθή από τού έτους 1689. Ο Πατριάρχης Παρθένιος εξεπόνησε και Κανονισμόν της Αγιοταφικής Αδελφότητος, αργότερον επεξεργασθέντα επί τό βέλτιον.
Η περίοδος αύτη τής ιστορίας τών Ιεροσολύμων χαρακτηρίζεται από τάς προσπαθείας κυρίως τών Λατίνων καί τών Αρμενίων, βασιζομένων τών μέν εις τήν διπλωματίαν τών ευρωπαϊκών δυνάμεων, τών δέ εις τήν οικονομικήν ή άλλου είδους πρόσβασίν των εις τήν Υψηλήν σουλτανικήν Πύλην τής Κωνσταντινουπόλεως, όπως ανατρέψωσι τό ευνοϊκόν διά τήν γηγενή (ελληνικήν) Εκκλησίαν τών Αγίων Τόπων καθεστώς καί αποκτήσωσι τά πρωτεία ή καί τήν αποκλειστικότητα εις τά πανίερα Προσκυνήματα. Ιδού ολίγοι εκ τών αγώνων τούτων. Άμα τή επικρατήσει τών Τούρκων εις Παλαιστίνην υπό τόν διάδοχον τού Μωάμεθ Πορθητού, τόν Σελήμ (1517), τά δικαιώματα τής Εκκλησίας τών Ιεροσολύμων αναγνωρίζονται εκ νέου υπό τής τουρκικής Αρχής, η φραγκισκανική παρουσία καθίσταται αντικείμενον δυσμενείας καί η Μονή των καταστρέφεται (1523 μ.Χ.): σταδιακώς όμως ενδυναμούνται αι προσπάθειαι αναμείξεως αυτών καί τών λοιπών ομολογιών εις τό προσκυνηματικόν καθεστώς.
Ο 16ος αιών σφραγίζεται υπό τών καρποφόρων προσπαθειών τού Πατριάρχου Γερμανού τού Σαββαΐτου (1537-1579) πρός αναδιοργάνωσιν τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος: ο Πατριάρχης Γερμανός εμερίμνησε δι' επισκευάς εις τά Προσκυνήματα, επέτυχε τήν έκδοσιν φιρμανίου (1538) υπό τού Σουλτάνου Σουλεϊμάν υπέρ τών Ρωμηών καί απεδήμησε πρός λογίαν (έρανον) εις Ρωσίαν, θέσας ούτω τήν αρχήν τού επικρατήσαντος έθους τών «ιερών αποδημιών» τών Αγιοταφιτών εις τάς ομοδόξους χώρας, κυρίως τάς Παραδουναβίους Ηγεμονίας καί τήν Ρωσίαν, πρός οικονομικήν ενίσχυσιν τών πανσέπτων Προσκυνημάτων: επίσης, διωργάνωσε τήν Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα εις σύνδεσμον στενότερον μετά τού αυτής Πατριάρχου καί Ηγουμένου. Τάς προσπαθείας αυτού εσυνέχισεν ο επάξιος διάδοχος αυτού Πατριάρχης Σωφρόνιος Δ΄(1579-1608).
Εν έτει 1604, υπεγράφη υπό τής Γαλλίας καί τής Τουρκίας η πρώτη συνθήκη, η οποία ανεγνώριζεν επίσημα δικαιώματα τών Λατίνων εις τούς Αγίους Τόπους, καί ούτω, τό επόμενον έτος, οι Λατίνοι εισεχώρησαν εις τόν Γολγοθάν καί εις τόν εν Βηθλεέμ Ναόν, ενώ εις τήν Αγίαν Γήν εμφανίζονται -ως ανταγωνισταί τών Φραγκισκανών - οι Ιησουίται. Παραλλήλως, οι Αρμένιοι προσπαθούν νά οικειωθούν τήν τελετήν τού Αγίου Φωτός, αλλ' αποκρούονται υπό σουλτανικού διατάγματος τού 1611: ο πρέσβυς τής Γαλλίας εν Κωνσταντινουπόλει διεξάγει αγώνα εναντίον τού Πατριάρχου Θεοφάνους Γ΄, ο οποίος όμως επιτυγχάνει τήν έκδοσιν σειράς φιρμανίων (1631-1634) υπό τού Σουλτάνου Μουράτ, ισοδυνάμων καί συμφώνων πρός τά διατάγματα τού Μωάμεθ τού Πορθητού και του Σελήμ.
Πρό τούτου ο Πατριάρχης Θεοφάνης είχεν αναγκασθή νά εκποιήση μεγάλης αξίας ιερά κειμήλια, διά νά αποτρέψη τήν παραχώρησιν τής Λαύρας καί τού Μετοχίου αυτής τών Αρχαγγέλων εις τούς σπεύσαντας νά αποπληρώσωσι τό χρέος αυτής Λατίνους καί Αρμενίους, χρέος τό οποίον είχε δημιουργήσει η απρόσεκτος οικονομική διαχείρισις τών κατοικούντων τήν Λαύραν τού Αγίου Σάββα Σέρβων.
Ο Πατριάρχης Παΐσιος (1645-1660) αποκρούει τάς προσπαθείας τών Αρμενίων, νά κληρονομήσουν τά τών Αβησσυνών (Αιθιόπων) κτήματα, όμως αποτυγχάνει εις τήν αναχαίτισιν τών περί τής Μονής τού Αγίου Ιακώβου προσπαθειών τών Αρμενίων, καί ούτω τώ 1658 η Μονή αύτη καθίσταται οριστικώς αρμενική, έδρα δέ τού Αρμενικού εν Ιεροσολύμοις Πατριαρχείου.
Η ένδοξος πατριαρχία Δοσιθέου Β΄(1669-1707) εφώτισε τούς σκοτεινούς τούτους χρόνους καί απετέλεσε κυματοθραύστην κατά συντονισμένων ενεργειών τών ετεροδόξων, οι οποίοι, ευνοηθέντες υπό τών ιστορικών περιστάσεων, παρ' ολίγον θά επετύγχανον νά εκδιώξουν τήν Αγιοταφιτικήν Αδελφότητα από τών Πανσέπτων αυτής Προσκυνημάτων. Αποτρέψας ο Δοσίθεος σοβαράν προσπάθειαν τής Γαλλίας πρός παραχώρησιν τών Προσκυνημάτων εις τούς Λατίνους Μοναχούς, καί αποφυγών μετά ταύτα καί δύο δολοφονικάς κατ΄ αυτού αποπείρας, εν Ιεροσολύμοις καί κατά τήν μετάβασίν του εις Κωνσταντινούπολιν, ηκύρωσε επίσης τάς εν έτει 1677 συνδεδυασμένας ενεργείας τών πρέσβεων τών χωρών Αυστρίας, Γαλλίας, Πολωνίας καί Βενετίας, όπως παραχωρηθούν νέα, μή ιστορικά, προνόμια εις τούς Λατίνους. Εν ολίγω χρόνω διέσωσε (1680) τήν Μονήν του Τιμίου Σταυρού εκ τών χρεών τών Ορθοδόξων Γεωργιανών Μοναχών καί τών, ως πάντοτε, σπευσάντων πρός εξόφλησιν τού χρέους Λατίνων καί Αρμενίων. Όμως, ο κατά τής Οθωμανικής Πύλης πόλεμος τών τριών πρώτων εκ τών προαναφερθεισών δυνάμεων καί τής Ρωσίας εν έτει 1688 επέπεν αποθανών τώ 1707 τήν σκυτάλην τής Πατριαρχίας καί τών υπέρ Πίστεως αγώνων εις τόν Πατριάρχην Χρύσανθον, ο οποίος επέτυχε κατ' αρχήν, ίνα επικυρωθή, ότι προέχει τών Αρμενίων εις τήν τελετήν τού Αγίου Φωτός ο Ορθόδοξος Πατριάρχης ή ο Επίτροπός του, κατά τά έτη δέ 1719 καί 1720 ανέκτησε μέρος καί άλλων δικαιωμάτων τών Ορθοδόξων. Γαλλίας καί Τουρκίας τώ 1740 έπληξεν εκ νέου τούς αγώνας Οσμάν (1757) καί Οσμάν Μουσταφά Γ΄(1768), εκδοθέντα δι' ενεργειών τού Παρθενίου, αποκατέστησαν τούς Αγιοταφίτας εις τά νόμιμα δικαιώματα τά οποία είχον αδίκως στερηθή καί Κανονισμόν τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, αργότερον δείνωσε τήν κατάστασιν, παρά τήν έκδοσιν φιρμανίου τού Σουλεϊμάν υπέρ τών Ορθοδόξων εν έτει 1688, η ήττα τής Τουρκίας υπό τής Αυστρίας τό αυτό έτος ωδήγησεν εις έκδοσιν φιρμανίου υπέρ τών Λατίνων τώ 1689, τό οποίον αφήρει τά Προσκυνήματα από τών Ρωμηών καί ενεθάρρυνε τούς Λατίνους τόσον, ώστε προέβησαν εις έξωσιν τών Αγιοταφιτών εκ τών Ιεροσολύμων, όμως ο Δοσίθεος ωρκίσθη νά μή επιστρέψη εις Ιεροσόλυμα, πρίν ή εκβάλη τούς Λατίνους εκ τών παρανόμως αποκτηθέντων υπ' αυτών Προσκυνημάτων, δι΄ ό καί επέτυχε τήν έκδοσιν πολλών ωφελίμων, αλλ' ελάσσονος σημασίας διά τό Πατριαρχείον, φιρμανίων. Τελικώς, μή προλαβών εν ζωή τήν επιτυχίαν τών αυτού αγώνων, κατέλιπεν αποθανών τω 1707 την σκυτάλην της Πατριαρχίας και των υπέρ Πίστεως αγώνων εις τον Πατριάρχην Χρύσανθον, ο οποίος επέτυχε κατ' αρχήν ίνα επικυωθή ότι προέχει των Αρμενίων εισ την τελετήν του Αγίου Φωτός ο Ορθόδοξος Πατριάρχης ή ο Επίτροπος του, κατά τα έτη δε 1719 και 1720 ανέκτησε μέρος και άλλων δικαιωμάτων των Ορθοδόξων. Τώ 1737 ιδρύθη η πρώτη Ορθόδοξος εν Ιεροσολύμοις Σχολή, επί Πατριάρχου Παρθενίου. Μία νέα συνθήκη μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας τω 1740 έπληξεν εκ νέου τους αγώνες τών Αγιοταφιτών, αλλά δύο διατάγματα τών Σουλτάνων Οσμάν (1757) και Οσμάν Μουσταφά Γ' (1768), εκδοθέντα δι' ενεργειών του Παρθενίου αποκατέστησαν τους Αγιοταφίτας εις τα νόμιμα δικαιώματα τα οποία είχον αδίκως στερηθή από τού έτους 1689. Ο Πατριάρχης Παρθένιος εξεπόνησε και Κανονισμόν της Αγιοταφικής Αδελφότητος, αργότερον επεξεργασθέντα επί τό βέλτιον.
Ζ'. Τό τέλος τού 18ου αι. έφερε στροφήν εις τήν περί τό προσκυνηματικόν καθεστώς εξέλιξιν τών διπλωματικών πραγμάτων, πρός τήν παγίωσιν τού καθεστώτος, ως σήμερον γνωρίζομεν τούτο, ήρχισε δέ καί τήν διαδικασίαν εσωτερικής οργανώσεως καί οικονομικής ανορθώσεως τού Πατριαρχείου. Η Συνθήκη τού Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) υπεχρέωνε τήν Τουρκίαν νά δεσμευθή περί τής βελτιώσεως τού βίου τών Χριστιανών υπηκόων της καί νά αναγνωρίση εις τήν Ρωσίαν πρόσωπον προστάτου τών Χριστιανών τών Αγίων Τόπων.
Oι Λατίνοι καί οι Αρμένιοι κατέβαλον προσπαθείας επεμβάσεως εις τόν Φρικτόν Γολγοθάν, εις Γεθσημανήν καί Βηθλεέμ, αλλ' απέτυχον. Οι Αρμένιοι, προσπαθούντες, κατά πάσαν πιθανότητα, νά αποκτήσωσι περισσότερα δικαιώματα εις τόν Πανάγιον Τάφον μέσω συμμετοχής των εις τήν ανοικοδόμησιν αυτού μετ' ενδεχομένην καταστροφήν, έθηκαν πύρ εις τόν Ναόν τής Αναστάσεως, αποτελούμενον τότε κατά μέγα μέρος από ξυλίνων μερών, εν έτει 1808. Τό υπό τού Σουλτάνου Μαχμούτ Β' εκδοθέν διάταγμα (1809) περί ανοικοδομήσεως τού Πανσέπτου Ναού τού Παναγίου Τάφου υπό μόνων τών Ελλήνων, ωδήγησεν εις έντονον αντίδρασιν τών Λατίνων καί τών Αρμενίων, προσπαθούντων παντί τρόπω, ακόμη καί διά βιαιοπραγιών εις βάρος τών Ελλήνων εργατών, νά παρακωλύσουν τήν επισκευήν τού Ναού, άχρις ότου επιτύχουν τήν έκδοσιν ευνοϊκωτέρου πρός αυτούς φιρμανίου περί ανακατασκευής τού Ναού. Τελικώς, ο Πάνσεπτος Ναός τής Αναστάσεως, οικοδομηθείς δι' ιδρώτος, αίματος καί χρημάτων τού υστερήματος τού υποδούλου «Γένους τών Ρωμαίων», ενεκαινιάσθη τήν 13ην Σεπτεμβρίου τού 1810, ημέραν μνήμης τών Εγκαινίων τού Ναού τής Αναστάσεως, χαρακτηρισθείς ως «τό θαύμα τής Πίστεως τών Ελλήνων» .
Η Επανάστασις τού 1821, θέσασα τούς Αγιοταφίτας, μετά τών λοιπών Ελλήνων, υπό τήν δυσμενή κατηγορίαν τής κατά τής Υψηλής Πύλης προδοσίας, ήνοιξε τό πεδίον εις τούς ετεροδόξους διά τήν πολυπόθητον αυτοίς έξωσιν τών Ελλήνων εκ τών Αγίων Τόπων, ενώ οι Αγιοταφίται υφίσταντο τά πάνδεινα υπό τών Τούρκων. Οι Αρμένιοι τώ 1824 κατέλαβον μέρος τής Σιών καί προσεπάθησαν νά καταλάβουν καί τόν Γολγοθάν, απέκτησαν δέ τά αυτά τοίς Λατίνοις δικαιώματα εις τόν Πανάγιον Τάφον. Τώ 1834, ότε η Παλαιστίνη ευρίσκετο εις τάς χείρας τού Ιμπραήμ Πασά τής Αιγύπτου, καί επ' ευκαιρία τών εις τά Προσκυνήματα εργασιών ανοικοδομήσεως, απαραιτήτων μετά τόν σεισμόν τού 1834, Λατίνοι καί Αρμένιοι ομού προσεπάθησαν νά αποκτήσουν πλήρη κυριαρχίαν επί τών ιερών Προσκυνημάτων. Η πίεσις τών ευρωπαϊκών δυνάμεων επί τής Τουρκίας ωδήγησεν εις τήν επανίδρυσιν τού καταργηθέντος, μετά τάς σταυροφορίας, Λατινικού Πατριαρχείου εν έτει 1847, ενώ οι συνεργαζόμενοι Άγγλοι (Αγγλικανοί) καί Γερμανοί (Λουθηρανοί) Προτεστάνται, ως καί οι Ουνίται, είχον εμφανισθή ήδη εις τήν Αγίαν Γήν κατά τό έτος 1840. Παρά ταύτα, οι Άγιοι Τόποι εύρισκον ιδιαιτέρως τήν περίοδον αυτήν, ως καί παλαιότερον, ισχυράν ορθόδοξον βοήθειαν υπό τής Αυτοκρατορίας τής Ρωσίας, τής οποίας η ανάμειξις, δυστυχώς, δέν ήτο παρά ταύτα καί παντελώς ανιδιοτελής.
Η έλευσις εις Ιεροσόλυμα τού Ρώσου Αρχιμανδρίτου Πορφυρίου Ουσπένσκι εν έτει 1843 καί η ίδρυσις τής Ορθοδόξου Ρωσικής Αποστολής εν έτει 1848 ενεδυνάμωσαν τήν Ορθόδοξον παρουσίαν, ταυτοχρόνως όμως εκαλλιεργήθη υπό τής Ρωσικής Αποστολής κλίμα τεχνητής αντιπαραθέσεως μεταξύ τής ελληνοφώνου Αγιοταφιτικής Αδελφότητος καί τού αραβοφώνου αυτής ποιμνίου, ώστε νά είναι εύκολος η ανάμειξις τών ρωσικών συμφερόντων εις τά εκκλησιαστικά τών Ιεροσολύμων πράγματα καί η πρόσδεσις τού ποιμνίου εις τό άρμα τής Ρωσίας, η πολιτική αύτη, η οποία εκ τών υστέρων έτυχε δυσμενούς κριτικής καί εν αυτή τή Ρωσία, είχεν ως αποκορύφωμα τά γεγονότα τού τέλους τής πατριαρχίας τού επιφανεστάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων Κυρίλλου Β΄, ο οποίος, παρασυρθείς υπό τών Ρώσων διπλωματών εν Κωνσταντινουπόλει, απέφυγε τήν συμμετοχήν εις τήν εν έτει 1872 εν τή Βασιλευούση συνοδικήν καταδίκην τού Βουλγαρικού σχίσματος καί τού υποκρυπτομένου όπισθεν αυτού εθνοφυλετισμού καί πανσλαβισμού. Τούτο, βεβαίως, ωδήγησε τόν Κύριλλον Β' εις σύγκρουσιν μετά τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, η οποία, πρώτον μέν μετά από Σύναξιν αυτής (1872) απεφάσισε καί εν τέλει έφερεν εις πέρας τήν εκθρόνισιν τού Πατριάρχου Κυρίλλου, παρά τούς γενομένους υπ' αυτού καί τής τουρκικής αστυνομίας διωγμούς τών αδελφών, έπειτα δέ καί εξέλεξεν (1873) ως διάδοχον αυτού τόν Πατριάρχην Προκόπιον Β'. Η Ρωσία, αντιδράσασα εις τούτο, κατέσχε τά κτήματα τού Παναγίου Τάφου εν Βεσσαραβία καί Καυκάσω, τά οποία ανεκτήθησαν καί πάλιν τώ 1875, τό αυτό έτος η Υψηλή Πύλη επεκύρωσε τόν νέον εσωτερικόν «Κανονισμόν τού Ρωμαϊκού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων».
Παρά ταύτα η μακρά πατριαρχία τού Κυρίλλου Β' (1845 - 1872) υπήρξε καθοριστική, καί εν τοίς πλείοσιν ωφέλιμος διά τό Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, επί τών ημερών του, μεταξύ άλλων, ιδρύθη (1853) τό Πατριαρχικόν Τυπογραφείον, τό παλαιότερον εν Παλαιστίνη, καί η Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού (1855), θεολογικόν φυτώριον μεγάλων επιστημόνων τής καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, εγκατελείφθη δέ καί τό έθος τής εκλογής Πατριάρχου Ιεροσολύμων εν Κωνσταντινουπόλει, τό οποίον είχεν επικρατήσει κατά τούς δύο τελευταίους αιώνας, ώστε νά ενισχύεται η Σιωνίτις Εκκλησία υπό τού κέντρου τής Ρωμηοσύνης, τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Αι διεθνείς πολιτικαί σχέσεις καί η σφοδρά διπλωματική διαμάχη Γαλλίας καί Ρωσίας τώ 1851 διά τήν προώθησιν τών συμφερόντων τών Λατίνων ή τών Ορθοδόξων αντιστοίχως, ωδήγησαν εις νίκην τών τελευταίων, ότε τώ 1852 εξεδόθη ευνοϊκόν υπέρ τών Ρωμηών διάταγμα, (χάτι σερίφ), καί τώ 1853 έν διάταγμα ακόμη, διασαφητικόν τού προτέρου, τά οποία, ως καθορίζοντα τήν λειτουργίαν τών Προσκυνημάτων καί τά επ' αυτών δικαιώματα τού Ελληνικού Πατριαρχείου καί τών χριστιανικών ομολογιών, συνιστούν ουσιαστικώς τό σημερινόν Προσκυνηματικόν Καθεστώς. Η γενομένη τώ 1856 Συνθήκη τών Παρισίων, επεβεβαίωσε τό τότε ισχύον Προσκυνηματικόν Καθεστώς, τό οποίον κατωχυρώθη καί υπό τού Συνεδρίου τού Βερολίνου τώ 1878. Τό Καθεστώς τούτο, δικαίως ευνοούν τήν αρχαιοτάτην εν τή Αγία Γή Εκκλησίαν, τήν Ορθόδοξον, επικυρωθέν εκ νέου υπό τής Κοινωνίας τών Εθνών καί, αργότερον, υπό τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (1947-1950), ευρίσκεται καί σήμερον εν ισχύϊ, φυλαττόμενον επιμελώς υπό πασών τών χριστιανικών Κοινοτήτων, ως κλείς ασφαλείας τών λειτουργικών αυτών δικαιωμάτων καί προσκυνηματικών συμφερόντων, εφ' όσον «ο φυλάσσων τήν τάξιν, καί φυλάσσεται υπ' αυτής».
Αξιόλογον δράσιν επέδειξε κατά τό τέλος τού 19ου αι. ο Σκευοφύλαξ τού Πανιέρου Ναού τής Αναστάσεως Ευθύμιος, αρξάμενος τής ανακαινίσεως τού κτιριακού συγκροτήματος τού Πατριαρχείου καί περατώσας τήν ανοικοδόμησιν πλείστων χώρων τού χριστιανικού τομέως τής παλαιάς Πόλεως τών Ιεροσολύμων, από τής πύλης τής Ιόππης (Πύλης Δαυίδ) πρός τόν Ναόν τής Αναστάσεως, ένεκα τού οποίου καί ο τομεύς ούτος φέρεται εισέτι υπό τό όνομά του ("Aftimos"): η Σχολή τού Τιμίου Σταυρού, η οποία μετά μικράν διακοπήν (1873) επανέλαβε τάς εργασίας αυτής επί Πατριάρχου Γερασίμου (1891-1897), αργότερον διέκοψε καί πάλιν τάς εργασίας της, όμως λαμβάνεται πάλιν μέριμνα υπέρ τής επαναλειτουργίας αυτής: υπό τού Ιερού Κοινού τού Παναγίου Τάφου, δηλαδή τής Αδελφότητος, ελήφθη μέριμνα καί υπέρ τής διασφαλίσεως τών χειρογράφων καί λοιπών θησαυρών τού Πατριαρχείου, καθώς καί τής κτηματικής αυτού περιουσίας, η οποία, ένεκα τών εν Παλαιστίνη εξελίξεων εν τώ 20ώ αιώνι, περιεπλάκη εις πολλάς δυσκολίας: ταυτοχρόνως, τό Ορθόδοξον Ποίμνιον, αλλά καί τό εξ αυτού προελθόν διά τής τών ετεροδόξων προπαγάνδας χριστιανικόν ποίμνιον τών λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, τό οποίον αποτελεί τό αντικείμενον τής ποιμαντικής φροντίδος τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων καί τόν κορμόν τής χριστιανικής μαρτυρίας αυτού εν τή Αγία Γή, αντιμετωπίζει τάς προκλήσεις τής αυξανομένης θρησκευτικοπολιτικής κρίσεως καί, δυστυχώς, απομακρύνεται τής πατρογονικής χριστιανικής αυτού εστίας πρός εξεύρεσιν τού εύ ζήν, μεταναστεύον μακράν τής Αγίας Γής.
Oι Λατίνοι καί οι Αρμένιοι κατέβαλον προσπαθείας επεμβάσεως εις τόν Φρικτόν Γολγοθάν, εις Γεθσημανήν καί Βηθλεέμ, αλλ' απέτυχον. Οι Αρμένιοι, προσπαθούντες, κατά πάσαν πιθανότητα, νά αποκτήσωσι περισσότερα δικαιώματα εις τόν Πανάγιον Τάφον μέσω συμμετοχής των εις τήν ανοικοδόμησιν αυτού μετ' ενδεχομένην καταστροφήν, έθηκαν πύρ εις τόν Ναόν τής Αναστάσεως, αποτελούμενον τότε κατά μέγα μέρος από ξυλίνων μερών, εν έτει 1808. Τό υπό τού Σουλτάνου Μαχμούτ Β' εκδοθέν διάταγμα (1809) περί ανοικοδομήσεως τού Πανσέπτου Ναού τού Παναγίου Τάφου υπό μόνων τών Ελλήνων, ωδήγησεν εις έντονον αντίδρασιν τών Λατίνων καί τών Αρμενίων, προσπαθούντων παντί τρόπω, ακόμη καί διά βιαιοπραγιών εις βάρος τών Ελλήνων εργατών, νά παρακωλύσουν τήν επισκευήν τού Ναού, άχρις ότου επιτύχουν τήν έκδοσιν ευνοϊκωτέρου πρός αυτούς φιρμανίου περί ανακατασκευής τού Ναού. Τελικώς, ο Πάνσεπτος Ναός τής Αναστάσεως, οικοδομηθείς δι' ιδρώτος, αίματος καί χρημάτων τού υστερήματος τού υποδούλου «Γένους τών Ρωμαίων», ενεκαινιάσθη τήν 13ην Σεπτεμβρίου τού 1810, ημέραν μνήμης τών Εγκαινίων τού Ναού τής Αναστάσεως, χαρακτηρισθείς ως «τό θαύμα τής Πίστεως τών Ελλήνων» .
Η Επανάστασις τού 1821, θέσασα τούς Αγιοταφίτας, μετά τών λοιπών Ελλήνων, υπό τήν δυσμενή κατηγορίαν τής κατά τής Υψηλής Πύλης προδοσίας, ήνοιξε τό πεδίον εις τούς ετεροδόξους διά τήν πολυπόθητον αυτοίς έξωσιν τών Ελλήνων εκ τών Αγίων Τόπων, ενώ οι Αγιοταφίται υφίσταντο τά πάνδεινα υπό τών Τούρκων. Οι Αρμένιοι τώ 1824 κατέλαβον μέρος τής Σιών καί προσεπάθησαν νά καταλάβουν καί τόν Γολγοθάν, απέκτησαν δέ τά αυτά τοίς Λατίνοις δικαιώματα εις τόν Πανάγιον Τάφον. Τώ 1834, ότε η Παλαιστίνη ευρίσκετο εις τάς χείρας τού Ιμπραήμ Πασά τής Αιγύπτου, καί επ' ευκαιρία τών εις τά Προσκυνήματα εργασιών ανοικοδομήσεως, απαραιτήτων μετά τόν σεισμόν τού 1834, Λατίνοι καί Αρμένιοι ομού προσεπάθησαν νά αποκτήσουν πλήρη κυριαρχίαν επί τών ιερών Προσκυνημάτων. Η πίεσις τών ευρωπαϊκών δυνάμεων επί τής Τουρκίας ωδήγησεν εις τήν επανίδρυσιν τού καταργηθέντος, μετά τάς σταυροφορίας, Λατινικού Πατριαρχείου εν έτει 1847, ενώ οι συνεργαζόμενοι Άγγλοι (Αγγλικανοί) καί Γερμανοί (Λουθηρανοί) Προτεστάνται, ως καί οι Ουνίται, είχον εμφανισθή ήδη εις τήν Αγίαν Γήν κατά τό έτος 1840. Παρά ταύτα, οι Άγιοι Τόποι εύρισκον ιδιαιτέρως τήν περίοδον αυτήν, ως καί παλαιότερον, ισχυράν ορθόδοξον βοήθειαν υπό τής Αυτοκρατορίας τής Ρωσίας, τής οποίας η ανάμειξις, δυστυχώς, δέν ήτο παρά ταύτα καί παντελώς ανιδιοτελής.
Η έλευσις εις Ιεροσόλυμα τού Ρώσου Αρχιμανδρίτου Πορφυρίου Ουσπένσκι εν έτει 1843 καί η ίδρυσις τής Ορθοδόξου Ρωσικής Αποστολής εν έτει 1848 ενεδυνάμωσαν τήν Ορθόδοξον παρουσίαν, ταυτοχρόνως όμως εκαλλιεργήθη υπό τής Ρωσικής Αποστολής κλίμα τεχνητής αντιπαραθέσεως μεταξύ τής ελληνοφώνου Αγιοταφιτικής Αδελφότητος καί τού αραβοφώνου αυτής ποιμνίου, ώστε νά είναι εύκολος η ανάμειξις τών ρωσικών συμφερόντων εις τά εκκλησιαστικά τών Ιεροσολύμων πράγματα καί η πρόσδεσις τού ποιμνίου εις τό άρμα τής Ρωσίας, η πολιτική αύτη, η οποία εκ τών υστέρων έτυχε δυσμενούς κριτικής καί εν αυτή τή Ρωσία, είχεν ως αποκορύφωμα τά γεγονότα τού τέλους τής πατριαρχίας τού επιφανεστάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων Κυρίλλου Β΄, ο οποίος, παρασυρθείς υπό τών Ρώσων διπλωματών εν Κωνσταντινουπόλει, απέφυγε τήν συμμετοχήν εις τήν εν έτει 1872 εν τή Βασιλευούση συνοδικήν καταδίκην τού Βουλγαρικού σχίσματος καί τού υποκρυπτομένου όπισθεν αυτού εθνοφυλετισμού καί πανσλαβισμού. Τούτο, βεβαίως, ωδήγησε τόν Κύριλλον Β' εις σύγκρουσιν μετά τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος, η οποία, πρώτον μέν μετά από Σύναξιν αυτής (1872) απεφάσισε καί εν τέλει έφερεν εις πέρας τήν εκθρόνισιν τού Πατριάρχου Κυρίλλου, παρά τούς γενομένους υπ' αυτού καί τής τουρκικής αστυνομίας διωγμούς τών αδελφών, έπειτα δέ καί εξέλεξεν (1873) ως διάδοχον αυτού τόν Πατριάρχην Προκόπιον Β'. Η Ρωσία, αντιδράσασα εις τούτο, κατέσχε τά κτήματα τού Παναγίου Τάφου εν Βεσσαραβία καί Καυκάσω, τά οποία ανεκτήθησαν καί πάλιν τώ 1875, τό αυτό έτος η Υψηλή Πύλη επεκύρωσε τόν νέον εσωτερικόν «Κανονισμόν τού Ρωμαϊκού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων».
Παρά ταύτα η μακρά πατριαρχία τού Κυρίλλου Β' (1845 - 1872) υπήρξε καθοριστική, καί εν τοίς πλείοσιν ωφέλιμος διά τό Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, επί τών ημερών του, μεταξύ άλλων, ιδρύθη (1853) τό Πατριαρχικόν Τυπογραφείον, τό παλαιότερον εν Παλαιστίνη, καί η Θεολογική Σχολή τού Τιμίου Σταυρού (1855), θεολογικόν φυτώριον μεγάλων επιστημόνων τής καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, εγκατελείφθη δέ καί τό έθος τής εκλογής Πατριάρχου Ιεροσολύμων εν Κωνσταντινουπόλει, τό οποίον είχεν επικρατήσει κατά τούς δύο τελευταίους αιώνας, ώστε νά ενισχύεται η Σιωνίτις Εκκλησία υπό τού κέντρου τής Ρωμηοσύνης, τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Αι διεθνείς πολιτικαί σχέσεις καί η σφοδρά διπλωματική διαμάχη Γαλλίας καί Ρωσίας τώ 1851 διά τήν προώθησιν τών συμφερόντων τών Λατίνων ή τών Ορθοδόξων αντιστοίχως, ωδήγησαν εις νίκην τών τελευταίων, ότε τώ 1852 εξεδόθη ευνοϊκόν υπέρ τών Ρωμηών διάταγμα, (χάτι σερίφ), καί τώ 1853 έν διάταγμα ακόμη, διασαφητικόν τού προτέρου, τά οποία, ως καθορίζοντα τήν λειτουργίαν τών Προσκυνημάτων καί τά επ' αυτών δικαιώματα τού Ελληνικού Πατριαρχείου καί τών χριστιανικών ομολογιών, συνιστούν ουσιαστικώς τό σημερινόν Προσκυνηματικόν Καθεστώς. Η γενομένη τώ 1856 Συνθήκη τών Παρισίων, επεβεβαίωσε τό τότε ισχύον Προσκυνηματικόν Καθεστώς, τό οποίον κατωχυρώθη καί υπό τού Συνεδρίου τού Βερολίνου τώ 1878. Τό Καθεστώς τούτο, δικαίως ευνοούν τήν αρχαιοτάτην εν τή Αγία Γή Εκκλησίαν, τήν Ορθόδοξον, επικυρωθέν εκ νέου υπό τής Κοινωνίας τών Εθνών καί, αργότερον, υπό τού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (1947-1950), ευρίσκεται καί σήμερον εν ισχύϊ, φυλαττόμενον επιμελώς υπό πασών τών χριστιανικών Κοινοτήτων, ως κλείς ασφαλείας τών λειτουργικών αυτών δικαιωμάτων καί προσκυνηματικών συμφερόντων, εφ' όσον «ο φυλάσσων τήν τάξιν, καί φυλάσσεται υπ' αυτής».
Αξιόλογον δράσιν επέδειξε κατά τό τέλος τού 19ου αι. ο Σκευοφύλαξ τού Πανιέρου Ναού τής Αναστάσεως Ευθύμιος, αρξάμενος τής ανακαινίσεως τού κτιριακού συγκροτήματος τού Πατριαρχείου καί περατώσας τήν ανοικοδόμησιν πλείστων χώρων τού χριστιανικού τομέως τής παλαιάς Πόλεως τών Ιεροσολύμων, από τής πύλης τής Ιόππης (Πύλης Δαυίδ) πρός τόν Ναόν τής Αναστάσεως, ένεκα τού οποίου καί ο τομεύς ούτος φέρεται εισέτι υπό τό όνομά του ("Aftimos"): η Σχολή τού Τιμίου Σταυρού, η οποία μετά μικράν διακοπήν (1873) επανέλαβε τάς εργασίας αυτής επί Πατριάρχου Γερασίμου (1891-1897), αργότερον διέκοψε καί πάλιν τάς εργασίας της, όμως λαμβάνεται πάλιν μέριμνα υπέρ τής επαναλειτουργίας αυτής: υπό τού Ιερού Κοινού τού Παναγίου Τάφου, δηλαδή τής Αδελφότητος, ελήφθη μέριμνα καί υπέρ τής διασφαλίσεως τών χειρογράφων καί λοιπών θησαυρών τού Πατριαρχείου, καθώς καί τής κτηματικής αυτού περιουσίας, η οποία, ένεκα τών εν Παλαιστίνη εξελίξεων εν τώ 20ώ αιώνι, περιεπλάκη εις πολλάς δυσκολίας: ταυτοχρόνως, τό Ορθόδοξον Ποίμνιον, αλλά καί τό εξ αυτού προελθόν διά τής τών ετεροδόξων προπαγάνδας χριστιανικόν ποίμνιον τών λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, τό οποίον αποτελεί τό αντικείμενον τής ποιμαντικής φροντίδος τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων καί τόν κορμόν τής χριστιανικής μαρτυρίας αυτού εν τή Αγία Γή, αντιμετωπίζει τάς προκλήσεις τής αυξανομένης θρησκευτικοπολιτικής κρίσεως καί, δυστυχώς, απομακρύνεται τής πατρογονικής χριστιανικής αυτού εστίας πρός εξεύρεσιν τού εύ ζήν, μεταναστεύον μακράν τής Αγίας Γής.
Επίλογος
Η Εκκλησία τών Ιεροσολύμων είναι η μόνη αυτοφυής καί γηγενής εις τήν Αγίαν Γήν Εκκλησία, διατηρήσασα, καθότι Ορθόδοξος, τήν διά πολλών αιώνων τηρηθείσαν αναλλοίωτον Ορθόδοξον Πίστιν τών Αγίων Αποστόλων καί Πατέρων. Αι λοιπαί χριστιανικαί ομολογίαι καί κοινότητες, έχουσαι τήν απωτάτην αυτών αναφοράν εις τάς εθνικάς ή συγκεντρωτικάς, έξωθεν τής Αγίας Γής, εκκλησιαστικάς αυτών διοικήσεις, τάς οποίας εν τή Αγία Γή αντιπροσωπεύουν, σαφώς υπολείπονται τού σπουδαίου προσώπου τό οποίον διαδραματίζει η Σιωνίτις Εκκλησία υπό τήν καθοδήγησιν τού Τάγματος τών Σπουδαίων, τής Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Ο ελληνικός χαρακτήρ τής Σιωνίτιδος Εκκλησίας, πέραν τής αμέσου ιστορικής αναφοράς αυτού εις τήν καταγωγήν τών πρώτων εν Παλαιστίνη Χριστιανών, επειδή εμπνέει τό Πατριαρχείον τής Αγίας Σιών διά τής οικουμενικότητος τού Ορθοδόξου Ρωμέηκου, πνευματικού καί χριστοκεντρικού πολιτισμού τών Αγίων Πατέρων, υπεραιρόμενος στενών εθνικών δεσμεύσεων, εξασφαλίζει κατά τούτο καί τήν οικουμενικότητα καί τό εις άπαντας προσβατόν τών Πανσέπτων Προσκυνημάτων.
Αι κατά τά τελευταία έτη πολεμικαί συρράξεις εις τήν περιοχήν τής Μέσης Ανατολής καί τά παρεπόμενα προβλήματα ωδήγησαν εις τήν, εισέτι συνεχιζομένην, αποψίλωσιν τού χριστιανικού πληθυσμού εν τή Αγία Γή. Η Σιωνίτις Εκκλησία έχεται, παρά ταύτα, τής αποστολής αυτής επί τής καθοδηγήσεως τού ποιμνίου αυτής εις νομάς σωτηρίους καί τής διατηρήσεως τού λειτουργικού χαρακτήρος τών Προσκυνημάτων, παρά τοίς οποίοις αι τήν Αλήθειαν αναζητούσαι ψυχαί, εντοπίων καί προσκυνητών, ευρίσκουσι τόν Καλόν αυτών Ποιμένα, εκεί όπου Ούτος διά τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως «σωτηρίαν ειργάσατο εν μέσω τής γής» (Ψαλμ. 73, 12).
Αι κατά τά τελευταία έτη πολεμικαί συρράξεις εις τήν περιοχήν τής Μέσης Ανατολής καί τά παρεπόμενα προβλήματα ωδήγησαν εις τήν, εισέτι συνεχιζομένην, αποψίλωσιν τού χριστιανικού πληθυσμού εν τή Αγία Γή. Η Σιωνίτις Εκκλησία έχεται, παρά ταύτα, τής αποστολής αυτής επί τής καθοδηγήσεως τού ποιμνίου αυτής εις νομάς σωτηρίους καί τής διατηρήσεως τού λειτουργικού χαρακτήρος τών Προσκυνημάτων, παρά τοίς οποίοις αι τήν Αλήθειαν αναζητούσαι ψυχαί, εντοπίων καί προσκυνητών, ευρίσκουσι τόν Καλόν αυτών Ποιμένα, εκεί όπου Ούτος διά τού Σταυρού καί τής Αναστάσεως «σωτηρίαν ειργάσατο εν μέσω τής γής» (Ψαλμ. 73, 12).