Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

ΠΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΟΜΑΔΕΣ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ


Το αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο καθιερώθηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος στις 23 Μαρτίου 1924. Ο λόγος ήταν ότι έναν χρόνο πριν είχε καθιερώσει η πολιτεία το γρηγοριανό ημερολόγιο, με αποτέλεσμα το κοσμικό και το εκκλησιαστικό ημερολόγιονα αποκλίνουν μεταξύ τους. Η απόκλιση φάνηκε ως πρόβλημα την 25η Μαρτίου 1923, όταν εορτάστηκαν χωριστά η επέτειος της Επανάστασης του 1821 και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου[1]. Έτσι η Εκκλησία αποφάσισε τη διόρθωση του εκκλησιαστικού ημερολογίου, έτσι ώστε να συμπίπτει με το κοσμικό.
Ομάδα κληρικών και λαϊκών αντέδρασαν στην εισαγωγή του νέου ημερολογίου, την οποία θεώρησαν προδοσία της ορθόδοξης παράδοσης, και αρνήθηκαν να το ακολουθήσουν εμμένοντας στο «πάτριο ημερολόγιο». Θεώρησαν ότι η αλλαγή ημερολογίου ήταν αντίθετη με τους Ιερούς Κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και προϊόν της αίρεσης του οικουμενισμού. Κατ' αυτούς πραγματικό κίνητρο για την αλλαγή του ημερολογίου ήταν η χρονική σύμπτωση των θρησκευτικών εορτών καθολικών και ορθοδόξων ως πρώτο βήμα για την ένωση των εκκλησιών και την υποταγή όλων στον Πάπα.
Για αυτούς η Εκκλησία της Ελλάδος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και όλες οι άλλες Εκκλησίες που ακολούθησαν το νέο ημερολόγιο υπέπεσαν σε αίρεση. Αιρετικές όμως θεώρησαν και όλες τις άλλες Εκκλησίες που ήταν σε κοινωνία με αυτές, όλες δηλαδή τις επίσημες ορθόδοξες εκκλησίες του κόσμου, ανεξάρτητα από το αν είχαν μεταρρυθμίσει το ημερολόγιό τους ή όχι. Στην αρχή η ομάδα αυτή είχε μόνο πρεσβυτέρους χωρίς κανέναν επίσκοπο επικεφαλής. Αυτό τους δημιουργούσε πρόβλημα, γιατί σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες δεν υφίσταται εκκλησία χωρίς επίσκοπο αλλά και γιατί μόνο επίσκοπος μπορεί να χειροτονήσει νέους πρεσβύτερους.

Ένα φαινομενικό γεγονός στην ιστορία του Παλαιού Ημερολογίου συνέβη στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (1925). Ενώ δυνάμεις της Ελληνικής Αστυνομίας προέβησαν σε σύλληψη κληρικών που τελούσαν τη γιορτή σε μια μυστική εκκλησία του Παλαιού Ημερολογίου, σύμφωνα με μαρτυρίες, ένας ουράνιος σταυρός παρουσιάστηκε στον ουρανό επι μισή ώρα, τον οποίο είδαν 2000 μάρτυρες. Αναφέρεται επίσης οτι πολλοί απο τους αστυνομικούς προσχώρησαν στο Παλαιό Ημερολόγιο αφού εξέλαβαν αυτό το φαινόμενο σαν θείο σημάδι.[2]

Στις 26 Μαρτίου 1935, έντεκα χρόνια μετά την εισαγωγή του νέου ημερολογίου, τέθηκαν επικεφαλής των Παλαιοημερολογιτών τρεις μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, ο Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, οι οποίοι με δήλωσή τους προς την Ιερά Σύνοδο διέκοπταν κοινωνία με αυτήν και τους λοιπούς Μητροπολίτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο μεσοδιάστημα των έντεκα χρόνων οι τρεις μητροπολίτες αυτοί είχαν προσυπογράψει και οι ίδιοι την απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την αλλαγή του ημερολογίου και ως μέλη επισκοπικών δικαστηρίων είχαν δικάσει και καταδικάσει παλαιοημερολογίτες κληρικούς «επί φατρία και τυρεία και απειθεία προς τας αποφάσεις της Εκκλησίας περί Ημερολογίου»[3][4]. Οι μητροπολίτες καθαιρέθηκαν από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και έκαναν δική τους Σύνοδο του «Πατρίου ημερολογίου» χειροτονώντας άλλους τέσσερις επισκόπους, μεταξύ των οποίων και τον Επίσκοπο Βρεσθένης Ματθαίο Καρπαθάκη, μετέπειτα ηγετικό στέλεχος μερίδας των Παλαιοημερολογιτών. Η απόσχιση συνοδεύτηκε από πολλές ταραχές με ανάμιξη και της αστυνομίας, από συμπλοκές και θύματα. Έκτοτε έχουν διασπαστεί κατ' επανάληψιν περαιτέρω και σήμερα υπάρχουν διάφορες σύνοδοι «ΓΟΧ» με δικούς τους μητροπολίτες και κληρικούς που δεν αναγνωρίζουν η μια την άλλη.