Πολλοί φίλοι επικρίνουν τις απόψεις μας για το ζήτημα των Σκοπίων, με το επιχείρημα πως δεν κατανοούμε την τεράστια σημασία που έχει για τους Μακεδόνες στη Βόρειο Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Σε πλήρη αντίθεση με αυτό το σχήμα, οι απόψεις μας καθορίζονται από μια αντίστροφη θεώρηση: εκείνη που θεωρεί πως το μέλλον της Ελλάδας κρίνεται σε δύο περιοχές, στον Βορρά (με κέντρο τη Θεσσαλονίκη) και στη νοτιότερη εσχατιά του ελληνισμού, την Κύπρο. Η Θεσσαλονίκη, η Μακεδονία, η Θράκη, η Ήπειρος, γενικότερα ο βόρειος άξονας του ελληνισμού, καθορίζουν τη μοίρα του συνόλου. Διότι, αν αυτός ο βόρειος χώρος πάσχει, ή αλωθεί, τότε ολόκληρος ο ελληνικός χώρος είναι ανοικτός.
Αυτό διδάσκει η ιστορία μας σε όλη τη μακρά της διαδρομή. Γι’ αυτό και ο ελληνικός χώρος στην αρχαιότητα ενοποιήθηκε μόνον από τους Μακεδόνες, πράγμα που δεν κατόρθωσαν ούτε οι Αθηναίοι ούτε οι Σπαρτιάτες, ενώ στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου το κέντρο του ελληνισμού είχε μεταφερθεί εδώ, από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, τον 11ο αιώνα, είχε 200.000 πληθυσμό (εποχή για την οποία δεν μιλάει καθόλου ο κύριος Μαζάουερ αλλά αρχίζει την ιστορία της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς, για να αποκρύψει τον ελληνικό της χαρακτήρα), όταν την ίδια στιγμή η Αθήνα είναι ζήτημα αν είχε 20.000 πληθυσμό, ενώ η Σπάρτη ήταν ένας σωρός ερειπίων, μια και ακόμα δεν είχε καν κτιστεί η Νέα Σπάρτη, ο Μυστράς. Ακόμα και μετά, επί Οθωμανών, η Θεσσαλονίκη θα μεταβληθεί και πάλι σταδιακά στη μεγαλύτερη πόλη της ελληνικής χερσονήσου.
Αυτός ο στρατηγικός ρόλος της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας είχε μια προϋπόθεση: πως η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία αναφέρονταν σε μια ευρύτερη βαλκανική ενδοχώρα. Η Θεσσαλονίκη, η Καστοριά, η Σιάτιστα, η Μοσχόπολη, το Μοναστήρι, η Δράμα, οι Σέρρες, τα Γιάννενα, το Μέτσοβο, αποτελούσαν το επίκεντρο μιας εμπορικής και πνευματικής κίνησης που έφθανε μέχρι το Βουκουρέστι, το Ιάσιο, την Οδησσό και τη Βιέννη. Τότε ο βόρειος χώρος αποτελούσε τον πνεύμονα του ελληνισμού και θεμελίωνε τις φιλικές μας σχέσεις με τους βαλκανικούς λαούς. Τα πράγματα άλλαξαν μόνο όταν η εθνική απελευθέρωση της Ελλάδας περιορίστηκε σε ένα τμήμα του ελληνισμού, το νότιο ενώ ο βόρειος χώρος απελευθερώθηκε σχεδόν έναν αιώνα μετά, και μάλιστα όχι στο σύνολό του.
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας, η σύγκρουση γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα» μείωσε την ακτινοβολία της στο σύνολο του βαλκανικού χώρου. Γιατί οι συγκρούσεις με τον βουλγαρικό φασισμό στη διάρκεια του Πολέμου και η λυκοφιλία με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, που δημιούργησε για πρώτη φορά ένα κράτος με την ονομασία «Μακεδονία» στα βόρεια σύνορά μας, καθώς και το γεγονός ότι η Ελλάδα και οι γείτονές της ανήκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα, περιόρισε τον ρόλο της Μακεδονίας στον ελλαδικό χώρο αποκλειστικά, με αποτέλεσμα να επιτρέψει το γιγάντωμα της Αθήνας, ιδιαίτερα στη μεταπολεμική περίοδο. Γιατί, όταν και όσο η Βαλκανική ήταν ανοικτή στην δραστηριότητα των Ελλήνων και την επικοινωνία μεταξύ των βαλκανικών λαών, η Βόρειος Ελλάδα, η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη άνθιζαν. Όταν, αντίθετα, έκλεινε, έτεινε να συρρικνωθεί.
Τα πράγματα μπήκαν και πάλι σε κίνηση μετά την κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου και τη γιουγκοσλαβική κρίση –κίνηση που, όπως συμβαίνει πάντοτε, εμπεριείχε δύο στοιχεία: ευκαιρίες και κινδύνους. Η μεγάλη ευκαιρία ήταν το άνοιγμα και πάλι των επαφών με τα Βαλκάνια και η δυνατότητα επικοινωνίας με τους γείτονές μας. Και από την άλλη, ο κίνδυνος προήλθε από την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, η οποία όχι μόνο προκάλεσε μια γενικευμένη αποσταθεροποίηση στην περιοχή, αλλά και ανέδειξε και το γνωστό ζήτημα του Μακεδονισμού και του μικροϊμπεριαλισμού των Σκοπίων. Το Σκοπιανό ζήτημα, το οποίο φρόντισαν καταλλήλως οι ποικίλοι εχθροί της Ελλάδας να αναδείξουν σε βασικό αγκάθι στα νώτα μας, την ίδια ακριβώς στιγμή που από τα ανατολικά μας και στην Κύπρο αντιμετωπίζουμε τον τουρκικό επεκτατισμό, σκόπευε ακριβώς να εμποδίσει μια στενότερη βαλκανική συνεργασία και επομένως να διαιωνίσει τη διάσπαση των Βαλκανίων – που από πέντε διαφορετικά κράτη έχουν φθάσει αισίως τα δέκα, ενώ η κατάτμηση μοιάζει να συνεχίζεται.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η ελληνική πολιτική και πνευματική ηγεσία φάνηκε εντελώς ανέτοιμη. Και δεν διέθετε ένα βαλκανικό όραμα –το μόνο που μπορεί να αποτελέσει μια νέα «μεγάλη ιδέα» για την Ελλάδα– δηλαδή η πραγματοποίηση του οράματος του Ρήγα για ενωμένα Βαλκάνια, και δεν είχε την απαραίτητη διορατικότητα για να κατανοήσει τις συνέπειες του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, όταν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, ο Αντώνης Σαμαράς, υπέγραφε στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, κάτω από τους γερμανικούς εκβιασμούς, δεν φανταζόταν ότι έτσι θα επέτρεπε να τεθεί σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα το ζήτημα των Σκοπίων και του αλυτρωτισμού τους.
www.ardin.gr