Το καθεστώς Ράμα και οι διώξεις που υφίσταται η Ελληνική Μειονότητα της Βορείου Ηπείρου
Το καθεστώς του Έντι Ράμα, που τα τελευταία κυβερνά την Αλβανία, χαρακτηρίζεται από δύο πράγματα:
Από την εμπλοκή πολλών κορυφαίων στελεχών του, ακόμα και του ίδιου του Έ. Ράμα, στην αλβανική μαφία που εμπορεύεται ναρκωτικά, καθώς και στην έξαρση του εθνικισμού. Πολλές φορές, η κυβέρνηση Ράμα, ακριβώς για να καλύψει τα σκάνδαλα ναρκωτικών, υποδαυλίζει τον εθνικισμό.
Ο Έντι Ράμα γεννήθηκε το 1964 με μητέρα ελληνικής καταγωγής από την Χιμάρα. Ο πατέρας του, με σπουδές και στην ΕΣΣΔ, ήταν από τα ισχυρότερα στελέχη του καθεστώτος Χότζα και του διαδόχου του, Ραμίζ Αλία. Υπήρξε ένας από τους ευνοούμενους καλλιτέχνες του καθεστώτος, γλύπτης που φιλοτεχνούσε τους ανδριάντες των κορυφαίων καθεστωτικών, αλλά και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας. Ήταν μάλιστα μεταξύ εκείνων των μελών του ΠΓ που, το 1988, υπέγραψαν για την καταδίκη σε θάνατο και εκτέλεση του αντικαθεστωτικού ποιητή Χαβζί Νέλα. Ο σταλινισμός στην Αλβανία κυριαρχούσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80, αν και, βάσει των πρόσφατων γεγονότων, φαίνεται ότι ακόμα επιβιώνει.
Ο Έ. Ράμα ξεκίνησε την πολιτική καριέρα στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο πρωθυπουργός Φάτος Νάνο τον όρισε υπουργό Πολιτισμού. Στη συνέχεια και για τρεις θητείες διετέλεσε δήμαρχος Τιράνων. Το 2013 εκλέχτηκε πρωθυπουργός της Αλβανίας με βάση μια φιλοευρωπαϊκή ατζέντα, αφού έθεσε ως βασικό του στόχο την ένταξη της χώρας του στην ΕΕ. Το 2013, για να φιλοτεχνήσει το φιλοευρωπαϊκό προφίλ, χρησιμοποίησε και τη στήριξη που του παρείχε ο Γ. Παπανδρέου, ενώ εμφανιζόταν πρόθυμος να λυθούν όλα τα διμερή θέματα με την Ελλάδα. Αυτά ήταν μέχρι να ανέλθει στην εξουσία. Τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε άνθρωπο του Ερντογάν στα Βαλκάνια, συχνά πυκνά αποθεώνει την πολιτική του, ενώ συχνά υπουργοί της Τουρκίας ή και ο ίδιος ο Ερντογάν τον επισκέπτονται και του δίνουν γραμμή για το πώς να χειριστεί τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Τελευταίο δείγμα, η επίσκεψη του Τούρκου ΥΠΕΞ, Μ. Τσαβούσογλου, δέκα μέρες πριν τη δολοφονία του Κ. Κατσίφα, όπου ζήτησε από τον Ράμα να μην προχωρήσει στην ολοκλήρωση της συμφωνίας οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα, καθώς η Τουρκία επιχειρεί να τορπιλίσει κάθε συμφωνία, στην ευρύτερη περιοχή, που θα στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο.
Ο Έ. Ράμα ξεκίνησε την πολιτική καριέρα στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο πρωθυπουργός Φάτος Νάνο τον όρισε υπουργό Πολιτισμού. Στη συνέχεια και για τρεις θητείες διετέλεσε δήμαρχος Τιράνων. Το 2013 εκλέχτηκε πρωθυπουργός της Αλβανίας με βάση μια φιλοευρωπαϊκή ατζέντα, αφού έθεσε ως βασικό του στόχο την ένταξη της χώρας του στην ΕΕ. Το 2013, για να φιλοτεχνήσει το φιλοευρωπαϊκό προφίλ, χρησιμοποίησε και τη στήριξη που του παρείχε ο Γ. Παπανδρέου, ενώ εμφανιζόταν πρόθυμος να λυθούν όλα τα διμερή θέματα με την Ελλάδα. Αυτά ήταν μέχρι να ανέλθει στην εξουσία. Τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε άνθρωπο του Ερντογάν στα Βαλκάνια, συχνά πυκνά αποθεώνει την πολιτική του, ενώ συχνά υπουργοί της Τουρκίας ή και ο ίδιος ο Ερντογάν τον επισκέπτονται και του δίνουν γραμμή για το πώς να χειριστεί τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Τελευταίο δείγμα, η επίσκεψη του Τούρκου ΥΠΕΞ, Μ. Τσαβούσογλου, δέκα μέρες πριν τη δολοφονία του Κ. Κατσίφα, όπου ζήτησε από τον Ράμα να μην προχωρήσει στην ολοκλήρωση της συμφωνίας οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα, καθώς η Τουρκία επιχειρεί να τορπιλίσει κάθε συμφωνία, στην ευρύτερη περιοχή, που θα στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο.
Παράλληλα με αυτά, το καθεστώς Ράμα χαρακτηρίζεται «ναρκοκαθεστώς». Κορυφαίοι υπουργοί του έχουν συλληφθεί με την κατηγορία συμμετοχής στις μαφίες παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών προς την Ευρώπη. Τον Οκτώβριο του 2017 αποκαλύφθηκε από τις ιταλικές διωκτικές αρχές ότι, ο πρώην υπ. Εσωτερικών Σαϊμίρ Ταχίρι, εκ των στενότερων συνεργατών του Ράμα, είχε εμπλοκή σε μεγάλη υπόθεση ναρκωτικών. Με το αυτοκίνητό του, τα ξαδέλφια του, οι ναρκέμποροι Χαμπιλάι, διακινούσαν μεγάλες ποσότητες, ενώ από ηχογραφήσεις που έκαναν οι ιταλικές αρχές, φαίνεται να του έδιναν αρκετά εκατ. ευρώ. Μεταξύ άλλων ανέφεραν ότι ο Ταχίρι κέρδιζε πέντε εκατ. ευρώ τον μήνα, ενώ για την προεκλογική του εκστρατεία δεν του έφταναν 20 εκατ. ευρώ. Σύσσωμη η αντιπολίτευση ζήτησε την παραίτηση του Έ. Ράμα, κατηγορώντας τον ότι ο Ταχίρι δεν δρούσε αυτοβούλως, αλλά πίσω του βρισκόταν αυτός. Η κατάσταση διαφθοράς και εμπλοκής με δίκτυα ναρκωτικών στην Αλβανία είναι τέτοια, που εκείνες τις μέρες όλες οι εφημερίδες δημοσίευαν φωτογραφίες και βίντεο με πολιτικούς από όλες τις πλευρές, παρέα με αρχιμαφιόζους. Αλλά και ο διάδοχος του Ταχίρι στο υπ. Εσωτερικών, Φατμίρ Τζαφάι, πρόσφατα παραιτήθηκε γιατί εμφανίζεται και αυτός να έχει σχέσεις με ναρκωδίκτυα, αφού και δικοί του συγγενείς είναι διαβόητοι μαφιόζοι. Ο πρώην πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα, σε πρόσφατη συνέντευξή του κατήγγειλε ότι πίσω από τα ναρκωδίκτυα κρύβεται ο ίδιος ο Ράμα.
Οι διώξεις εναντίον της ελληνικής μειονότητας
Δεν είναι τυχαίο ότι, τις μέρες που ξέσπασε το σκάνδαλο Ταχίρι, πέρυσι τον Οκτώβριο, ο Ράμα για αντιπερισπασμό ξεκίνησε τις κατεδαφίσεις επιχειρήσεων Βορειοηπειρωτών στη Χιμάρα. Παρότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αυλώνος αποφάσισε το πάγωμα του επίμαχου σχεδίου ανάπλασης της πόλης, ο Ράμα προσωπικά διέταξε να προχωρήσουν οι κατεδαφίσεις. Στο στόχαστρο βρέθηκε το πιο δυναμικό κομμάτι της ελληνικής μειονότητας, αυτοί που διατηρούν επιχειρήσεις στη Χιμάρα και μέσω αυτών συντηρούν την εκεί παρουσία της ελληνικής μειονότητας, μια και σκοπός του Ράμα είναι να εξωθήσει και αυτούς να αποχωρήσουν από τη Βόρεια Ήπειρο.
Το καθεστώς Ράμα τα τελευταία χρόνια εκτελεί με ακρίβεια ένα σχέδιο χαμηλής έντασης εθνοκάθαρσης της ελληνικής μειονότητας στη Βόρεια Ήπειρο. Σε αυτό το σχέδιο εντάσσονται, πέρα από τις κατεδαφίσεις, η αρπαγή των περιουσιών των Βορειοηπειρωτών από Αλβανούς, οι οποίοι εμφανίζουν «τίτλους» που ανάγονται στην οθωμανική περίοδο και, που σύμφωνα με καταγγελίες Βορειοηπειρωτών, είναι πλαστοί. Τελευταία μάλιστα έχουν να αντιμετωπίσουν και την κατευθυνόμενη δράση των Αλβανοτσάμηδων, οι οποίοι κατεβάζουν και καίνε την ελληνική σημαία στις μειονοτικές περιοχές, ενώ καταστρέφουν και τις ελληνικές πινακίδες. Πληγή για την περιοχή αποτελεί και η δράση του κοσοβαρικής καταγωγής Ταχίρ Βελίου, που μέσω του εθνικιστικού Κινήματος για την Ενωμένη Αλβανία παρενοχλεί διαρκώς τη μειονότητα και θέτει θέμα κατάργησης όλων των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας μέχρις ότου αναγνωριστεί τσάμικη μειονότητα στην Ελλάδα!
Οι Βορειοηπειρώτες καταγγέλλουν ότι φοβούνται να μιλήσουν ελληνικά σε δημόσιο χώρο, ενώ και στα αναγνωρισμένα ελληνικά σχολεία οι αλβανικές αρχές, με διάφορα προσχήματα, μαθήματα που θα έπρεπε να διδάσκονται στα ελληνικά τα αναθέτουν σε Αλβανούς δασκάλους, για να περιορίσουν την εκμάθηση της γλώσσας. Παρότι το καθεστώς Ράμα ψήφισε τον νόμο «περί προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων» για να δείξει ότι ευθυγραμμίζεται με το ευρωπαϊκό δίκαιο, ο νόμος αποτελεί κενό γράμμα. Η Αλβανία, καθώς συμπληρώνονται σχεδόν τρεις δεκαετίες από την πτώση του καθεστώτος Χότζα, ακόμα αναγνωρίζει την ύπαρξη ελληνικής μειονότητας μόνο σε 99 χωριά, όπως και επί Χότζα. Με αυτό τον τρόπο δεν αναγνωρίζονται μειονοτικά δικαιώματα σε σημαντικούς ελληνικούς πληθυσμούς στη Χιμάρα ή στην Αυλώνα ή σε άλλες περιοχές που ζουν Έλληνες, μετά τις βίαιες μετακινήσεις τους που τους επέβαλε το καθεστώς Χότζα.
Η δολοφονία του Κ. Κατσίφα εντάσσεται στα πλαίσια αυτής της πολιτικής της εθνοκάθαρσης που επιχειρεί το καθεστώς προκειμένου να εκφοβίσει τους γηραιότερους και να απομακρύνει από τις μειονοτικές περιοχές τους νεότερους. Τα αντανακλαστικά όμως, που ενεργοποίησε στους Βορειοηπειρώτες και στους υπόλοιπους Έλληνες η δολοφονία του, αποτελούν μια από τις τελευταίες ευκαιρίες να διασωθεί η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία.