Οι πρώτες επίσημες καταγραφές της πανδημίας ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1347, όταν γενοβέζικα εμπορικά πλοία από το λιμάνι της Κάφφας στην Μαύρη Θάλασσα, που προσέγγισαν το λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία, γεμάτα ετοιμοθάνατους και νεκρούς, μετέφεραν στην Ευρώπη την ασθένεια της πανώλης.[4] Η ασθένεια αυτή είχε δύο μορφές: τη βουβωνική (ή σηψαιμική) και την πνευμονική. Μεταδιδόταν ακαριαία και βοηθούμενη από τις κακές συνθήκες υγιεινής, την έλλειψη ιατρικών γνώσεων της εποχής και τις επακόλουθες δεισιδαιμονικές προλήψεις, στις αρχές του 1348 είχε ήδη διαδοθεί από την Ιταλία, σε όλη την κεντρική Γαλλία, μέχρι τον χειμώνα του ιδίου έτους στην νότια Αγγλία και στη συνέχεια στις Κάτω Χώρες. Συνέπεια της επιδημίας ήταν να χαθεί σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης. Η επιδημία ξαναχτύπησε και στα επόμενα χρόνια του 14ου αιώνα, με μικρά χρονικά διαλείμματα, αναιρώντας έτσι ολοκληρωτικά την δημογραφική αύξηση που είχε σημειωθεί στα μέσα του 13ου αιώνα[5] και ο παγκόσμιος πληθυσμός επανήλθε στα επίπεδα πριν το 1347 μόλις τον 17ο αιώνα.
Πίνακας περιεχομένων
1 Πανδημία
2 Η Ευρώπη πριν την πανδημία
3 Προέλευση της πανδημίας και εξάπλωση
4 Δημογραφικές και πολιτικές επιπτώσεις
5 Η αντίδραση των γιατρών
6 Η πανώλη και η μεσαιωνική κοινωνία
7 Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του Μαύρου Θανάτου
8 Παραπομπές-σημειώσεις
9 Βιβλιογραφία
10 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Πανδημία
Η πανδημία προκλήθηκε πιθανώς από το εντεροβακτήριο Yersinia pestis, που ενδημεί σε πληθυσμούς της κεντρικής Ασίας.[6] Η δημοφιλέστερη θεωρία για την έναρξή της είναι ότι προήλθε από τις στέππες της Μογγολίας, μέσω σταυροφόρων που επέστρεφαν από την Μέση Ανατολή, αν και υπάρχει επίσης η άποψη ότι προήλθε από τη βόρεια Ινδία. Πιθανώς μεταφέρθηκε από τις μογγολικές στρατιές και εμπόρους που ακολουθούσαν το δρόμο του μεταξιού.[7] Υπάρχει η εκδοχή να ξεκίνησε λίγο μετά από το 1200 στα Ιμαλάια.[8]
Η Ευρώπη πριν την πανδημία
Πολυάριθμοι παράγοντες οδήγησαν τον πληθυσμό της Ευρώπης να τετραπλασιαστεί από το 900 ως το 1300. Αυτό επιτεύχθηκε με εκχερσώσεις και αποξηράνσεις, καθώς και με την ίδρυση νέων πόλεων ή την ανάπτυξη των παλαιών. Οι περισσότερο αναπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης βρίσκονταν στην νότια Αγγλία, στη βόρεια Γαλλία και ιδιαίτερα στις κοιλάδες του Σηκουάνα και του Λίγηρα, γύρω από το Παρίσι, στην κοιλάδα του Ρήνου, στην Φλάνδρα και τις Κάτω Χώρες και, τέλος, στη βόρεια Ιταλία από την κοιλάδα του Πάδου ως τη Ρώμη. Αυτές οι περιοχές ήταν περισσότερο πυκνοκατοικημένες σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ εδώ βρίσκονταν και οι μεγαλύτερες πόλεις.
Η ευρωπαϊκή κοινωνία πριν το 1300 διέθετε εξοπλισμένα πανεπιστήμια, ανέγειρε επιβλητικούς γοτθικούς καθεδρικούς ναούς, και γενικώς βίωνε μια λογοτεχνική και καλλιτεχνική περίοδο άνθησης.
Ενώ η διδασκαλία της θεολογίας και της φιλοσοφίας έπαιζε σπουδαίο ρόλο, αντιθέτως σχεδόν κανένα ενδιαφέρον δεν δινόταν στις φυσικές επιστήμες. Οι λιγοστές γνώσεις χημείας έβρισκαν πρόσφορο έδαφος μόνο στην αλχημεία· οτιδήποτε ήταν τότε γνωστό σχετικά με την αστρονομία χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο για αστρολογία και μαντεία. Ιδιαίτερα η ιατρική ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένη, κανείς δεν γνώριζε τότε ούτε την προέλευση των ασθενειών, ούτε τα πιθανά μέτρα αντιμετώπισής τους. Αντιθέτως η μεσαιωνική κοινωνία κατείχε μη ιατρικές απαντήσεις σε ό,τι αφορούσε τις επιδημίες γενικότερα - προσευχή και εξιλέωση, καραντίνα των αρρώστων και φυγή των υγιών ατόμων.
Ήδη πριν την εμφάνιση της πανώλης συνέβησαν κρίσιμες εξελίξεις. Από το 1290 πολλές περιοχές της Ευρώπης επλήγησαν από διαρκείς λιμούς, κατά κύριο λόγο εξαιτίας μιας περιοδικής ψύχρανσης του κλίματος, που ονομάστηκε Μικρή Εποχή Παγετώνων και διήρκεσε τέσσερις αιώνες. Επιπλέον το 1339 και το 1340 έκαναν την εμφάνιση τους στις ιταλικές πόλεις διάφορες επιδημίες, που είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της θνησιμότητας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ξέσπασε από το 1347 στα λιμάνια της Μεσογείου η μεγάλη πανώλη.
Προέλευση της πανδημίας και εξάπλωση
Σχεδόν έξι αιώνες μετά την τελευταία μεγάλη πανευρωπαϊκή πανδημία πανώλης, ξεσπά ξανά εμφανώς το 1331 στην αυτοκρατορία της Κίνας.
Το 1338 ή το 1339 η επιδημία έφτασε την χριστιανική κοινότητα της Ασσυριακής Εκκλησίας στη λίμνη Υσυκόλ στην Κιργιζία. Το 1345 άρχισαν τα πρώτα συμπτώματα στην πόλη Σαράι στον κάτω ρου του Βόλγα και πολύ σύντομα στην Κριμαία. Το 1346 αρρώστησαν και οι πρώτοι κάτοικοι του Αστραχάν.
Παράλληλα, το ίδιο έτος, η ασθένεια έφτασε στα σύνορα της τότε Ευρώπης: η Χρυσή Ορδή πολιορκούσε την από τους Γενοβέζους κρατούμενη πόλη Κάφα, που βρίσκεται στην Κριμαία. Μαζί με τη Χρυσή Ορδή ήρθε και η πανώλη. Υπάρχουν αναφορές πως οι πολιορκητές έδεναν πτώματα ανθρώπων που υπέκυψαν από την πανώλη, πάνω σε καταπέλτες και εν συνεχεία τα εκσφενδόνιζαν μέσα στην πολιορκημένη πόλη. Αν και οι κάτοικοι της Κάφα έριξαν όλα αυτά τα πτώματα κατευθείαν στη θάλασσα, ωστόσο μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει πως η πανώλη πέρασε στους κατοίκους της Κάφα.
Με την προώθηση της πανώλης στην Κάφα η ασθένεια κατέληξε στο πολυδιακλαδωμένο εμπορικό δίκτυο των Γενοβέζων, το οποίο εκτεινόταν σε όλη την Μεσόγειο. Μεταφερόμενη με καράβια, η πανώλη χτύπησε το 1347 την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και την Μεσσήνη στη Σικελία. Από αυτά τα μέρη εξαπλώθηκε στα επόμενα τέσσερα χρόνια σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη:
Με πλοία, των οποίων τα πληρώματα ήταν μολυσμένα, ο παθογόνος οργανισμός της ασθένειας μεταφέρθηκε από την Γένοβα στη Μασσαλία, από όπου η πανώλη ακολούθησε τον ρου του Ροδανού. Τον Αύγουστο του 1348 η επιδημία έφτασε και στην Αβινιόν, στη νότια Γαλλία, η οποία εκείνη τη περίοδο ήταν η έδρα του Πάπα. Το Παρίσι άρχισε να επηρεάζεται από τον Μαύρο Θάνατο ήδη από τον Μάιο του ίδιου έτους.
Από τη Βενετία η πανώλη πέρασε το ανατολικό τμήμα των Άλπεων και έφτασε στην Αυστρία. Στη ραγδαία προέλαση της πανδημίας δεν γλίτωσε ούτε η Βιέννη.
Στη Γερμανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και την Ιρλανδία η πανώλη έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1349.
Για να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης της πανώλης, όλα τα καράβια από το 1347 και μετά απομονώνονταν για 40 μέρες (καραντίνα, από τα γαλλικά «une quarantaine de jours» = 40 μέρες).
Δημογραφικές και πολιτικές επιπτώσεις
Θάβοντας θύματα του Μαύρου Θανάτου
Εκτιμάται πως περίπου 20 με 25 εκατομμύρια άνθρωποι, το ένα τρίτο του τότε ευρωπαϊκού πληθυσμού, έπεσαν θύματα της καταστροφικής πανδημίας. Για τον αριθμό των θυμάτων στην Ασία και την Αφρική δεν υπάρχουν πηγές. Οποιοιδήποτε αριθμοί αναφέρονται, πρέπει να μην θεωρούνται εντελώς βάσιμοι, καθώς τότε λόγω της φρίκης και της απελπισίας τους οι άνθρωποι ανέβαζαν τον αριθμό των νεκρών πολύ ψηλά. Για παράδειγμα οι χρονογράφοι της εποχής αναφέρουν πως ο αριθμός των θυμάτων στην Αβινιόν ήταν 120.000, την ίδια στιγμή που η πόλη εκείνη τη περίοδο δεν μετρούσε πάνω από 50.000 κατοίκους.
Πολύ πιο έντονα απ' ό,τι στους αριθμούς, η καταστροφική μανία της πανώλης απεικονίζεται σε μεμονωμένα χρονικά: Ο ιστοριογράφος της Σιένα Ανιόλο ντι Τούρα (Agnolo di Tura), στην βόρεια Ιταλία, αναφέρει πως δεν υπήρχε κανείς πρόθυμος να θάψει τους νεκρούς, ακόμη και τα ίδια τα πέντε παιδιά του. Ο Τζων Κλιν (John Clyn), τελευταίος επιζήσας μοναχός ενός ιρλανδικού μοναστηριού, έγραψε λίγο πριν πεθάνει πως ελπίζει να υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που θα βγει αλώβητος από την πανώλη, για να συνεχίσει το δικό του χρονικό. Στη Βενετία από τους 24 συνολικά γιατρούς πέθαναν οι 20, στο Αμβούργο από τους 21 δημοτικούς συμβούλους οι 16. Στο Λονδίνο μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπερι, πέθανε και ο υποψήφιος διάδοχος του, και αμέσως μετά και ο επόμενος στη σειρά. Στη Γαλλία υπέκυψε στη πανώλη πάνω από το ένα τρίτο των βασιλικών συμβολαιογράφων, ενώ στην Αβινιόν το ένα τρίτο των καρδιναλίων βρήκε τραγικό θάνατο.
Ο Μαύρος Θάνατος άφησε ωστόσο κάποιες περιοχές της Ευρώπης σχεδόν ανέπαφες από το καταστροφικό πέρασμα του: μεγάλα τμήματα του Βελγίου και της Πολωνίας, αλλά και η Πράγα δεν επηρεάστηκαν καθόλου την ίδια στιγμή που ολόκληρα κομμάτια γης σε άλλες περιοχές ερημώθηκαν κυριολεκτικά. Ενώ το Μιλάνο γλίτωσε από την πανώλη, αντιθέτως στην Φλωρεντία πέθαναν τα 4/5 του πληθυσμού της πόλης. Όσον αφορά τη Γερμανία, παρόλο που οι επιπτώσεις της πανώλης ήταν σημαντικά μικρότερες σε σχέση με την Ιταλία και την Γαλλία, δεν έλειψαν οι μαζικοί θάνατοι, όπως στη Βρέμη, το Αμβούργο και την Κολωνία.
Μετά την πανδημία πανώλης χρειάστηκαν 3 αιώνες για να επανέλθει ο ευρωπαϊκός πληθυσμός στα επίπεδα πριν από την πανδημία - μόλις τον 17ο αιώνα συνέβη αυτό.
Η αντίδραση των γιατρών
Οι λιγοστοί γιατροί της εποχής σήκωσαν τα χέρια ψηλά στην αινιγματική για αυτούς ασθένεια. Οι γνώσεις που κατείχαν ήταν σχεδόν αποκλειστικά αστρολογικές, ενώ ιατρικές γνώσεις αντλούσαν από τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό. Κανείς δεν φανταζόταν τότε ότι η επιδημία μπορούσε να εξαπλώνεται μέσω μόλυνσης από τα ζώα στους ανθρώπους. Επικρατούσε πλήρης άγνοια. Αντιθέτως θεωρούσαν πως η πανώλη προήλθε από την Ασία από μολυσμένους ανέμους με ανυπόφορη οσμή ή πως η ασθένεια προερχόταν από αναθυμιάσεις και ατμούς από το κέντρο της Γης.
Εντελώς σκοταδιστικές και άτοπες συμβουλές κυριαρχούσαν. Έτσι για παράδειγμα έπρεπε κανείς να ανοίγει τα παράθυρα εκείνα που κοιτούσαν προς τον βορρά, ο ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας ήταν απαγορευμένος. Ζεστό και υγρό κλίμα μαζί με νοτίους ανέμους, θεωρούνταν πολύ επικίνδυνος συνδυασμός, όπως επίσης και ο αέρας πάνω από λιμνάζοντα νερά και έλη. Η πανώλη ελκυόταν από την ομορφιά νεαρών κοριτσιών, πίστευαν. Και όμως πέθαιναν περισσότεροι άντρες απ' ό,τι γυναίκες, καθώς και περισσότεροι νέοι απ' ό,τι ηλικιωμένοι.
Μερικές από τις «θεραπείες» που εξασκούνταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν οι ακόλουθες:
Κάψιμο φλοιών κυδωνιών και κορμών λάχανων.
Κάψιμο ευωδών ξύλων μέσα στις καλύβες.
Βράσιμο του νερού και στη συνέχεια ψήσιμο του κρέατος.
Αποχή από τη σεξουαλική πράξη.
Εφαρμογή πολλών αφαιμάξεων.
Πολλοί γιατροί το έβαζαν στα πόδια μπροστά στην τρομακτική ασθένεια. Όταν έφευγαν τρομοκρατημένοι, θεωρούνταν δειλοί, ενώ από την άλλη, όταν παρέμειναν θεωρούνταν φιλάργυροι. Το μοναδικό ιατρικό καθήκον τους ήταν να ενθαρρύνουν τους ασθενείς σε συνεχείς εξομολογήσεις. Παράλληλα, το συχνότερο μέσο που χρησιμοποιούσαν κατά της πανώλης ήταν το κάψιμο αρωματικών ουσιών. Έτσι ο πάπας Κλήμης ΣΤ΄ πέρασε την περίοδο της πανώλους στην Αβινιόν μεταξύ δύο μεγάλων εστιών φωτιάς, που έκαιγαν ανελλιπώς στο δωμάτιο του, και υποτίθεται ότι κρατούσαν μακριά την πανώλη.
Σε ευρύτερη σκοπιά η πανώλης έδρασε ως κατασταλτικός παράγοντας όσον αφορά την εμπιστοσύνη των γιατρών στην ιατρική του Γαληνού. Πλέον άρχισε δειλά δειλά η ανατομική εξέταση του ανθρωπίνου σώματος, πολύ περισσότερο απ' ό,τι πριν την πανδημία και έγινε έτσι το πρώτο βήμα στην ανάπτυξη της σύγχρονης ιατρικής και της εμπειρικής επιστήμης.
Η πανώλη και η μεσαιωνική κοινωνία
Πάρα πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι έβλεπαν την πανώλη ως την υπέρτατη τιμωρία του Θεού, αναζήτησαν παρηγοριά στη θρησκεία.
Η εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία έριξε την ευθύνη για τον όλεθρο στους Εβραίους. Έτσι ξεπήδησε ξαφνικά μια θεωρία ότι δήθεν οι Εβραίοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια για να εξοντώσουν τους χριστιανούς. Η θεωρία αυτή πυροδότησε ένα γενικότερο κύμα διωγμών εναντίον των Εβραίων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, ενώ οι Εβραίοι διώκονταν, ούτε οι χριστιανοί διώκτες τους απέφευγαν τον θάνατο από την πανώλη.
Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του Μαύρου Θανάτου
Μακροπρόθεσμα η πανδημία πανώλης επιτάχυνε μία ριζική αλλαγή στην μεσαιωνική ευρωπαϊκή κοινωνία. Έτσι οι γενιές μετά το 1348 δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τα κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα του 13ου αιώνα. Η μεγάλη απώλεια πληθυσμού προκάλεσε αναδιοργάνωση της κοινωνίας, η οποία αργότερα έμελλε να αποβεί θετική. Η ερήμωση πολλών περιοχών επέτρεψε σε ένα μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού την πρόσβαση σε αγροκτήματα και θέσεις εργασίας που άξιζαν. Οι μισθοί στις πόλεις ανέβηκαν, ενώ η αγορά για αγροτικές μισθώσεις κατέρρεε.
Η εμφανής άνοδος του κόστους εργασίας επέφερε τη σταδιακή μηχανοποίηση της εργασίας. Έτσι ο Ύστερος Μεσαίωνας εξελίχθηκε σε μια εποχή εντυπωσιακών τεχνικών καινοτομιών. Ως παράδειγμα μπορούμε να θέσουμε την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ωστόσο, οι μισθοί των γραφέων παρέμειναν χαμηλοί.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%8D%CF%81%CE%B7_%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%8E%CE%BB%CE%B7