Όπως σε πρόσφατο άρθρο μας (δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 19.12.2020 της Ε.Ω.) αναφέρθηκε, επιδιώκεται από την κυβέρνηση και τους αρμόδιους υγιειονομικούς φορείς η έμμεση υποχρεωτικότητα του εμβολίου για κάθε πολίτη για τον Covid-19, με την επαπειλούμενη επιβολή διοικητικών μέτρων που συνιστούν απαγορεύσεις δευτερογενούς μορφής, όπως η μη επιβίβαση σε αεροπλάνα, η ή παρεμπόδιση επίσκεψης σε τράπεζες και δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς την προσκόμιση του υγιειονομικού πιστοποιητικού.
Η απειλή αυτή παρά τις υποκριτικές όσο και παραπλανητικές περί του αντιθέτου δηλώσεις ότι το εμβόλιο δεν είναι υποχρεωτικό (βλ. πρόσφατη δήλωση Υπουργού Υγείας),αν δεν επιτευχθεί η πειθώ μέσω των ΜΜΕ, της προπαγάνδας και παραπληροφόρησης ότι το εμβόλιο είναι ασφαλές άρα και αναγκαίο, θα στηριχθεί στις διατάξεις του αντισυνταγματικού νόμου με αρ. 4675/2020 (ΦΕΚ 54/Α) όπου στο άρθρο 4 & 3 περ.β αναφέρεται επί λέξει ότι «Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου».
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι με απόφαση του Υπουργού Υγείας το εμβόλιο για τον κορονοϊό ενδέχεται να γίνει υποχρεωτικό για ορισμένες ομάδες του πληθυσμού και για ορισμένες περιοχές μόνο υπό συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις. Όπως έχει διατυπωθεί ο νόμος και όπως προκύπτει και από το πνεύμα του, είναι σαφές ότι για το ενδεχόμενο υποχρεωτικότητας του εμβολίου πρέπει να συνυπολογίζεται μια σειρά προϋποθέσεων. Η υποχρεωτικότητα δηλαδή του εμβολίου δεν μπορεί να αφορά όλη την επικράτεια, αλλά προϋποθέτει καθορισμένη περιοχή που θα υπαχθεί σε αυτήν λόγω αυξημένου κινδύνου ύπαρξης ιϊκού φορτίου, για καθορισμένο χρονικό διάστημα ισχύος και για συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού (ευπαθείς με χρόνια νοσήματα) και όχι για το σύνολό του. Δηλαδή δεν μπορεί η επίκληση του κινδύνου προσβολής της δημόσιας υγείας να αφορά το σύνολο του πληθυσμού που δεν ανήκει στις ομάδες αυτές και για όλα τα διαμερίσματα της χώρας, αλλά μόνο γι’ αυτά στα οποία δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική αποτροπή της μετάδοσης του ιού παρά μόνο με την λήψη αυστηρών μέτρων. Άλλωστε αυτή η επιλογή ήδη εφαρμόζεται με τα τοπικά lock down.
Με όσα προαναφέρθηκαν μπαίνει εύλογο το ερώτημα. Θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο εμβολιασμός που αποτελεί ιατρική πράξη επιβαλλόμενη μόνο με την συναίνεση του ατόμου να γίνει καθολικά υποχρεωτικός χωρίς την θέλησή του; Και αν αυτό συμβεί ποια θα είναι η νομική αντιμετώπισή του από τον καθένα που δεν θέλει να εμβολιασθεί; Σε αυτό το ερώτημα θα δώσουμε πλήρη και εξειδικευμένη απάντηση για την ενημέρωση των πολιτών, επειδή ο εμβολιασμός οποιουδήποτε πολίτη εξαρτάται και προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση του. Δεν μπορεί δηλαδή να είναι υποχρεωτικός για κανένα, χωρίς την θέλησή του αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που πιο πάνω αναφέραμε.
Η προστασία της δημόσιας υγείας θεμελιώνεται συνταγματικά στη γενική υποχρέωση του κράτους να «μεριμνά για την υγεία των πολιτών» (άρθρο 21, παρ. 3 του Συντάγματος). Το ερώτημα που τίθεται αμέσως είναι εάν το κράτος, στο πλαίσιο αυτής της υποχρέωσής του, μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στην προσωπική αυτονομία μας.
Το ίδιο το Σύνταγμα, αλλά και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δέχονται κάτι τέτοιο ρητά μόνο με τη δυνατότητα επιβολής περιοριστικών μέτρων στην ελεύθερη κίνηση και εγκατάσταση (άρθρο 5). Έτσι, μπορεί να απαγορευθεί – ή και να επιβληθεί ακόμη – η μετακίνηση ή η εγκατάσταση σε ορισμένη περιοχή, ώστε να αποκλεισθεί η μετάδοση σοβαρών ασθενειών και ο κίνδυνος επιδημίας ή πανδημίας.
Από καμία διεθνή σύμβαση αλλά ούτε και από το πνεύμα του νόμου 4675/2020 προκύπτει το δικαίωμα της πολιτείας να επιβάλλει υποχρεωτικά ολικό εμβολιασμό σε όλη τη χώρα και για όλους τους πολίτες της. Και βεβαίως ούτε ο πολίτης ούτε ο γιατρός των εμβολιαστικών κέντρων μπορεί να απειληθεί έμμεσα ή άμεσα να ενεργήσει την ιατρική πράξη. Αυτό το γνωρίζουν οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες που παρασκευάζουν τα εμβόλια και γι’ αυτό μεταθέτουν την ευθύνη τους στο κράτος για όποια παρενέργεια σοβαρής μορφής συμβεί στον εμβολιασθέντα.
Το άρθρο 28 του συντάγματος που αναγνωρίζει την σύμβαση της Ρώμης για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχει υπερνομοθετική ισχύ και κατισχύει κάθε νόμου (όπως και του 4675/2020) που αναφέρεται στην έμμεση επιβολή του εμβολιασμού. Με τις μέχρι σήμερα κυβερνητικές ενέργειες με την χρήση των συστημικών ΜΜΕ δυστυχώς δεν ενημερώνονται οι πολίτες για την ιατρική μορφή την λειτουργία και τις συνέπειες που μπορεί να έχει το εμβόλιο, αλλά τους παραπληροφορούν μονόπλευρα με προφανή σκοπιμότητα να τους πείσουν ή να τους μεταπείσουν για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού. Και δεν απαντούν στο ερώτημα πως τόσο σύντομα και με ποια τεχνική (eRNA)παρασκευάσθηκαν τα εμβόλια που στην αρχή της πανδημίας τα υπολόγιζαν για μεγαλύτερο χρόνo.
Η νομική αντιμετώπιση της υποχρεωτικής επιβολής του εμβολιασμού και η μη νομιμότητα του πιστοποιητικού υγείας.
Το ότι ο εμβολιασμός κατ αρχήν δεν μπορεί να είναι «υποχρεωτικός» σημαίνει ότι: α) Δεν μπορεί να διενεργηθεί με επέμβαση στο σώμα του προσώπου, παρά τη θέλησή του, διότι αυτό θα αντέβαινε στην αρχή της ανθρώπινης αξίας, όπως οποιοδήποτε βασανιστήριο. Και β) Δεν μπορεί να επιβληθεί ως αναγκαίος όρος για την εκπλήρωση δημόσιας υποχρέωσης.
Αυτό το προβλέπει το άρθρο 12 του ν. 3418/2005 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι
1. Ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή.
2. Προϋποθέσεις της έγκυρης συναίνεσης του ασθενή είναι οι ακόλουθες:
α) Να παρέχεται μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο.
β) Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός πρέπει να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την εκούσια συμμετοχή, σύμπραξη και συνεργασία του ασθενή, και ιδίως εκείνου του ασθενή που κατανοεί την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης, τους κινδύνους, τις συνέπειες και τα αποτελέσματα της πράξης αυτής.
γ) Η συναίνεση να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης, απάτης ή απειλής και να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα χρηστά ήθη.
δ) Η συναίνεση να καλύπτει πλήρως την ιατρική πράξη και κατά το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και κατά το χρόνο της εκτέλεσής της.
Στην περίπτωση αυτή, ο πολίτης θα πρέπει να διαλέξει μεταξύ της αθέλητης επέμβασης στο σώμα του (κατά παράβαση της αρχής της ανθρώπινης αξίας) και της υποβολής του σε κυρώσεις, επειδή δεν συμμορφώνεται στη δημόσια υποχρέωση, κάτι που επίσης θα ισοδυναμούσε με προσβολή της προσωπικότητας και της ελευθερίας του.
Επομένως ή έκδοση ηλεκτρονικού πιστοποιητικού υγείας για κάθε εμβολιαζόμενο εκτός του ότι παραβιάζει τον νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων αφού θα γίνεται γνωστό ποιος εμβολιάζεται και ποιος όχι με ενδεχόμενο οι μη εμβολιαζόμενοι να περιλαμβάνονται σε «μαύρες» λίστες με οδηγίες παρεμπόδισης νόμιμων δραστηριοτήτων τους. (περίπτωση Ισπανίας) αποτελεί παράνομη πράξη η οποία θα πρέπει να απαγορευθεί με απόφαση του ΣτΕ μετά από προσφυγή ομάδας πολιτών.
Επομένως ο καθένας που δεν επιθυμεί να κάνει το εμβόλιο, θα πρέπει να μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει, αλλά και όταν κληθεί με sms ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να προσέλθει σε συγκεκριμένο εμβολιαστικό κέντρο ή φαρμακείο για να εμβολιασθεί να δηλώσει με υπεύθυνη δήλωση απευθυνόμενος προς κάθε αρμόδια αρχή ότι δεν το επιθυμεί και να αναφέρει τους λόγους της άρνησής του παραλαμβάνοντας ακριβές αντίγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου της δήλωσής του.
Ετσι νόμιμα δεν θα επιτρέψει τον εμβολιασμό του αφού στην δήλωσή του θα επικαλεσθεί τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων που απαγορεύουν τον άμεσα ή έμμεσα υποχρεωτικό εμβολιασμό του.
Για το περιεχόμενο της δήλωσης θα επανέλθουμε με πρότυπο σχέδιο κειμένου όπου θα αιτιολογείται νομικά το δικαίωμα της άρνησης.
Με βάση αυτά δεν μπορεί κανείς να υποχρεώσει κανένα να εμβολιασθεί, αλλά και κανένα μέτρο δεν μπορεί να ληφθεί σε βάρος του, από αυτά που θα απειληθούν, επειδή εάν ληφθεί θα συνιστά κατάχρηση εξουσίας του προσώπου ή του οργάνου που θα το επιβάλλει με σοβαρές ποινικές συνέπειες σε βάρος του όπως προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα.
*Ο Σωτήρης Ν. Γκεκόπουλος είναι συν/χος Δικηγόρος Θεσσαλονίκης