Εξ’ αιτίας των δυσμενών οικονομικών, εργατικών και πολιτικών συνθηκών διαφόρων χωρών της υφηλίου, πολλοί μουσουλμάνοι ζητούν καταφύγιο στις ισχυρότερες τεχνολογικά και οικονομικά χώρες του δυτικού κόσμου.
Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ | Romfea.gr
Ωστόσο, ένα κομμάτι από αυτούς δεν είναι όπως οι άλλοι μετανάστες, αφού τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, σε κάποιους εξ’ αυτών, μια αναζωπύρωση του ισλαμικού φανατισμού, της τρομοκρατίας, της εγκληματικότητας και του ιερού πολέμου (Τσιχάντ).
Άλλωστε, εδώ και αρκετό καιρό, για πολλούς στη Δύση, ορισμένες χώρες, όπως η Τουρκία, αυτοπαρουσιάζονται ως εκπρόσωποι του Ισλάμ, επιδιώκοντας, έτσι, να γίνουν αποδεκτοί στο παγκόσμιο πολιτικό στίβο, έστω και με επιβολή, ως ένας ισχυρός παράγοντας και ως μια αξιοπρόσεκτη οντότητα.
Είναι γνωστό βέβαια ότι το Ισλάμ, ως μια πολιτικοθρησκευτική κοινότητα, με την εξ’ αρχής κατακτητική μορφή του, όπως την κληροδότησε ο Μωάμεθ στους απογόνους του Μουσουλμάνους, στοχεύει να επιβάλει σε ολόκληρο τον κόσμο, με κάθε μέσο και τρόπο, τα κυριαρχικά και επεκτατικά σχέδια και τις αρπακτικές βλέψεις που πάντοτε είχε και έχει.
Ο επιθετικός αυτός προσανατολισμός του Ισλάμ, έχει ως αφετηρία τα σχέδια του ίδιου του Μωάμεθ, ο οποίος εμπνεύστηκε αυτά τα οράματα, όταν αναγκάστηκε να μετοικήσει το 622 μ.Χ. από την Μέκκα, κυνηγημένος από τους εχθρούς που είχε εκεί, σε μια πόλη της Ερήμου, που ονομάστηκε Μεδίνα, δηλαδή «πόλη του Προφήτη».
Η «μετοίκηση» ή «μετανάστευση» αυτή ονομάζεται «Εγίρα» και γίνεται αποδεκτή από τους Μουσουλμάνους, ως το σημείο μετάλλαξης και μεταστροφής του Ισλάμ, από μία μικρή, τοπική και κυνηγημένη ομάδα που ήταν, σε μια επίσημη θρησκεία με ισχύ και εξουσία.
Η Μεδίνα, συνεπώς, υπήρξε ο τόπος, όπου το Ισλάμ εξελίχτηκε σε έναν απόλυτο παράγοντα προσανατολισμού της ζωής των πιστών, που διαμόρφωσε έκτοτε, καθοριστικά, όλη την καθημερινότητα και τις συνήθειες τους.
Η «Εγίρα», εκτός από το ότι αποτελεί την αφετηρία μέτρησης του χρόνου για τους Μουσουλμάνους, συμβολίζει επίσης και τα εγκαίνια της εξωστρέφειας του επεκτατικού Ισλάμ, μέσω μετακινήσεων και διεκδικήσεων, όταν μάλιστα έλαβε, εξ αρχής, αυτόν τον πολιτικοθρησκευτικό προσανατολισμό.
Και τούτο διότι, στη Μεδίνα, ο Μωάμεθ διαμόρφωσε την πρώτη θεοκρατική κοινότητα του Ισλάμ.
Εκεί, από «Απόστολος του Θεού» και «προφήτης», μεταβάλλεται και σε πολιτικό αρχηγό, ενώ, ταυτόχρονα, διακηρύττει ότι το Ισλάμ αποτελεί, όχι μόνον μια οικουμενική θρησκεία για όλη την ανθρωπότητα αλλά και μια θεοκρατική οντότητα με θρησκευτικό αλλά και πολιτικό χαρακτήρα.
Θεωρούμε ότι κάπως έτσι θα πρέπει να προσλαμβάνεται και να εξηγείται το πολιτικοθρησκευτικό και επεκτατικό προφίλ και η όλη κυβερνητική ατζέντα του Ερντογάν.
Παρά τις ελπιδοφόρες ερμηνείες που κάνουν ορισμένοι για το Ισλάμ, για δήθεν μετεξέλιξή του, η σχέση των πιστών Μουσουλμάνων με τις αρχές που χάραξε ο Μωάμεθ για το Ισλάμ παραμένουν σταθερές στην ίδια κατεύθυνση.
Η φύση του Ισλάμ, έως σήμερα, είναι να βρίσκεται σε άμεση συνάφεια η θρησκεία και η πολιτεία, έτσι όπως την καθόρισε ο Μωάμεθ.
Σύμφωνα με την οργάνωση του κοινωνικού και θρησκευτικού πλαισίου του Ισλάμ, το Κοράνιο, ως ο νόμος του Θεού, είναι ο καταστατικός χάρτης της Θρησκείας και της πολιτείας, ο ακρογωνιαίος λίθος και ο ύψιστος κανόνας πίστεως στη ζωή των Μουσουλμάνων.
Ό, τι είναι αντίθετο προς το Κοράνιο είναι εχθρικό και ασύμβατο με την ισλαμική πίστη και φυσικά με τους πιστούς στο Ισλάμ.
Η καθημερινή ζωή όλων των πιστών Μουσουλμάνων ρυθμίζεται με βάση το Κοράνιο και κινείται στο πλαίσιο των παραπάνω θρησκευτικών αρχών.
Η σύγχρονη, εξαρτημένη από το Κοράνιο ισλαμική κοινωνία ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της φαίνεται να ταυτίζεται με τη θρησκευτική πολιτική ορισμένων ηγετών, όπως εκείνη του Ερντογάν, που εκφράζει ακραία και αδιάλλακτη επιθετικότητα, συνδεδεμένη με τον βίαιο επεκτατισμό, τον φόβο, τις πολεμικές απειλές και την απειλή για εγκληματικότητα.
Ο Ερντογάν, τον τελευταίο καιρό, εμφανίζεται ως φονταμενταλιστής και ως παράγοντας ιμπεριαλιστικού αναθεωρητισμού και διαταραχής μιας μεγάλης περιοχής.
Δίνει ελάχιστο χώρο στον ανθρώπινο λόγο και απορρίπτει τις υγιείς και γόνιμες σχέσεις καλής γειτονίες με τις γειτονικές χώρες..
Η στροφή του στο Ισλάμ αλλά και στον εθνικισμό, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι φανερό ότι σχετίζεται με τα επεκτατικά του σχέδια να δημιουργήσει μια απέραντη οθωμανική αυτοκρατορία, με κατακτήσεις εδαφών και θαλασσών που ανήκουν σε άλλους λαούς και τα οποία με αυταρχισμό και εκφοβισμό διεκδικεί.
Μας θυμίζουν τις ιστορίες που ακούγαμε από τους παππούδες μας, από την σκληρή περίοδο και τις αιματοβαμμένες εμπειρίες που έζησαν, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με τις οποίες, όταν κάποιος Μουσουλμάνος αξιωματούχος, σε μια περιοχή της χώρας μας, έβλεπε κάποιο κτήμα που του άρεσε και το έβαζε στο μάτι, έστελνε στον ρωμιό ιδιοκτήτη του μια σφαίρα και ένα ασκί λάδι και του ζητούσε εντός ολίγου χρόνου να του επιστρέψει αυτό που δεν επιθυμούσε να κρατήσει!
Τι να έκανε άραγε ο φτωχός και ανυπεράσπιστος ρωμιός σε αυτό το κλίμα, που όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά;
Οι διακηρύξεις που κάνει ο Ερντογάν, με το ύφος και τη βροντερή φωνή του Σουλτάνου και του προστάτη των Μουσουλμάνων όπου γης αλλά και οι τελευταίες τρομοκρατικές ενέργειες, που σχετίζονται με αυτό το ύφος, δείχνουν πως είναι αδίστακτος και ότι είναι σε θέση, προκειμένου να κερδίσει πολιτικά, να ακολουθήσει ακραίες τρομοκρατικές τακτικές, όπως το λεγόμενο Τζιχάντ ή «ιερό πόλεμο» του Ισλάμ, ως ατομικό και συλλογικό καθήκον κάθε πιστού Μουσουλμάνου, που αποσκοπεί στην εξάπλωση και στην κυριαρχία των «δικαίων του Θεού» σ’ όλη την γη.
Με το Τζιχάντ, ως γνωστό, ιδρύθηκε το Ισλάμ, έγινε σεβαστός ο λόγος του Μωάμεθ και με το Τζιχάντ διαδόθηκε η θρησκεία του.
Χωρίς το Τζιχάντ, το Ισλάμ δεν προοδεύει αλλά καταστρέφεται.
Τα αποτρόπαια εγκλήματα, που τελούνται με όλους τους αφοσιωμένους Μουσουλμάνους στο όνομα του Τζιχάντ, όπως ο πρόσφατος αποκεφαλισμός του Γάλλου καθηγητή από τον Τσετσένο τζιχαντιστή, επαναφέρουν στο προσκήνιο το κρίσιμο ερώτημα, που απευθύνεται προς τον σύγχρονο και πολιτισμένο κόσμο: Υπάρχουν άραγε ευρωπαίοι ηγέτες ή άλλοι παράγοντες ότι υπάρχει συμβατότητα του φονταμενταλιστικού Ισλάμ με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, όταν η ισλαμική τρομοκρατία αποτελεί μία ασύμμετρη απειλή, που ιδεολογικά παραπέμπει σε πόλεμο πολιτισμών;
Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο ούτε και απαρατήρητο το γεγονός ότι οι αιματηρές επιθέσεις των Τζιχαντιστών γίνονται δεκτές με ενθουσιασμό από εκατομμύρια Μουσουλμάνους σ’ όλο τον κόσμο, ενώ, ταυτόχρονα, όλο και πιο πολύ γίνεται αποδεκτό στις συνειδήσεις πλείστων πολιτισμένων ανθρώπων το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τη Δύση με τον ασυμβίβαστο μουσουλμανικό κόσμο της Ανατολής.
Είναι σαφές ότι ένας από τους βασικούς στόχους της συνεχίσεως πραγματοποίησης τρομοκρατικών επιθέσεων από Τζιχαντιστές είναι η μεγιστοποίηση του φόβου, του θορύβου και της ανασφάλειας που προκαλείται στην παγκόσμια κοινή γνώμη, από τη μεγάλη δημοσιότητα που παίρνουν τα εγκλήματα του Τζιχάντ, ως εργαλεία ψυχολογικού πολέμου.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τους μουσουλμανικούς κανόνες, οι μάρτυρες της πίστης, με τα φρικτά τους εγκλήματα εναντίον αθώων ζωών, από τη μια πλευρά, προκαλούν αποτροπιασμό στους πολιτισμένους ανθρώπους και ιδιαίτερα στους Χριστιανούς, από την άλλη, όμως, οι Τζιχαντιστές που γίνονται «μάρτυρες» πιστεύουν ότι εξασφαλίζουν, με την εμπνευσμένη από την ισλαμική πίστη θυσία τους, την είσοδό τους στον ισλαμικό Παράδεισο.
Μάλιστα, όσους περισσότερους άπιστους φονεύσουν τόσο καλύτερη θέση θα έχουν στον Παράδεισο του Ισλάμ!
Σύμφωνα με τα παραπάνω, φαίνεται ότι ο Ερντογάν, χρειάζεται και χρησιμοποιεί τις μεταναστευτικές ροές, ως πολιορκητική μηχανή και ως εργαλεία πίεσης σε βάρος της Ελλάδας και της Ευρώπης, στο πλαίσιο της νεοοθωμανικής του επιθετικότητας και των επεκτατικών του σχεδίων.
Μάλιστα, πολλοί, ερμηνεύοντας τα γεγονότα, υποστηρίζουν ότι θα συνεχιστούν τα εγκλήματα του ιερού πολέμου, από την πλευρά, όχι όλων φυσικά, αλλά πολλών από τους Μουσουλμάνους μετανάστες που βρίσκονται ή έρχονται στην Ευρώπη, με το γνωστό θρησκευτικό τους σύνθημα που περιέχεται στην πίστη τους: Πόλεμος των πιστών κατά των απίστων.
Σε κάθε περίπτωση οι πλείστοι Ευρωπαίοι, από ό, τι δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, αισθάνονται μεγάλη ανησυχία και ανασφάλεια για το θέμα του μεταναστευτικού και τη διαρκή και αλόγιστη αύξηση και συσσώρευση των εποίκων, όπως εξελίσσεται.
Η ανησυχία αυτή εντείνεται και από τις απαράδεκτες, πολιτισμικά, ενέργειες του Ερντογάν, όπως εκείνη της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε Τζαμί, που δείχνουν καθαρά ότι πρότυπο της πολιτικής του έναντι των άλλων γειτονικών λαών είναι το επιθετικό οθωμανικό σύνδρομο ανωτερότητας του ισχυρού, του δυνατού και του ανίκητου.
Η απόφαση του Ερντογάν, να μετατρέψει, υπακούοντας στο Ισλάμ, τον Ναό της Αγίας Σοφίας σε Τζαμί, αποτελεί ένα δείγμα του επιπέδου της παιδείας και των προτύπων της συμπεριφοράς που προσφέρει στους πιστούς της η θρησκεία του Κορανίου, καθοδηγώντας τους να ρυθμίζουν τη στάση τους, όχι μόνον έναντι ανθρώπων και λαών, αλλά, ακόμη και έναντι Μνημείων, με παγκόσμια ακτινοβολία, όπως η Αγία Σοφία, με την ιδεολογία του πορθητή, του κατακτητή και του Τζιχαντιστή.
Η επιθετική πράξη της μετατροπής του Ιερού Συμβόλου των Χριστιανών σε Τζαμί και της χρήσεώς της για «προσευχή» στον Αλλάχ, σηματοδοτεί και συμβολίζει τον εκτροχιασμό της Τουρκίας στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, σε μια πορεία, στραμμένη στην παλιά ισλαμική οθωμανική δόξα των συγκρούσεων και των εχθροπραξιών, με στόχο την επάνοδο στα χνάρια του Μωάμεθ του Πορθητή.
Η θέληση του Ερντογάν να ελέγχει και να πατρονάρει το σύνολο των Μουσουλμάνων και φυσικά των Μεταναστών, που βρίσκονται ή επιθυμούν να έλθουν στην Ευρώπη αποκαλύπτει το σχέδιό του: Να έχει στα χέρια του τη μεταναστευτική -και όχι μόνο- απειλή, να απαιτεί όλο και μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομική ενίσχυση και, ταυτόχρονα, να κρατά τον έλεγχο της χρήσεως της ισλαμικής τρομοκρατίας και του «ιερού πολέμου», με όλες τις ενδεχόμενες συνέπειες που μπορεί να προκύψουν, στο πλαίσιο των κυριαρχικών του επιδιώξεων έναντι της Ελλάδας και της Ευρώπης.