Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Δυστυχώς, ο Ταγίπ εννοεί αυτά που λέει: Η Αθήνα πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα το πρόβλημα

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΥΓΕΡΟΥ
 
 
Όποιος παρακολουθεί προσεκτικά την τουρκική εξωτερική πολιτική διαπιστώνει ότι η Άγκυρα εννοεί αυτά που λέει. Κατά μία έννοια, προαναγγέλλει τις κινήσεις της, ειδικά τις επιθετικές κινήσεις της.
Δεν πρόκειται, βεβαίως, για κάποιου είδους ειλικρίνεια. Το κάνει με σκοπό να καλλιεργήσει την εντύπωση διεθνώς πως υφίσταται μία διαφορά, να εθίσει τη διεθνή κοινότητα με την ιδέα ότι η απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ή και χρήσης στρατιωτικής βίας είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός διπλωματικού αδιεξόδου.
  • Πρόκειται, λοιπόν, για μία πάγια τακτική, την οποία –κατά έναν περίεργο τρόπο– η Αθήνα και η Λευκωσία υποτιμούν και ερμηνεύουν διαφορετικά. Το έργο το βλέπουμε συνεχώς να επαναλαμβάνεται, χωρίς το ελλαδικό και το ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα να διδάσκονται από τα γεγονότα. Προφανώς, δεν πρόκειται για διανοητική ανεπάρκεια. Πρόκειται για την εξόφθαλμη πολιτική-ψυχολογική ροπή τους να βολεύονται στη θαλπωρή των ψευδαισθήσεων.
Καταφεύγοντας σ’ αυτό το είδος στρουθοκαμηλισμού καλύπτουν την ανικανότητα και ταυτοχρόνως την απροθυμία τους να αντιμετωπίσουν κατάματα το πρόβλημα. Έτσι, το φοβικό τους σύνδρομο, αντί να λειτουργεί αφυπνιστικά, εξωθεί τις ελλαδικές και ελληνοτουρκικές άρχουσες ελίτ σε μία τάση φαινομενικά ανώδυνων υποχωρήσεων-παραχωρήσεων, με σκοπό την εξαγορά της ύφεσης στο μέτωπο με την Τουρκία.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ακριβώς εγγράφεται και η φιλολογία περί συνεκμετάλλευσης που καλλιεργείται τον τελευταίο καιρό από κύκλους του ελληνικού πολιτικού-μιντιακού συστήματος και ευρύτερα των αρχουσών ελίτ. Επειδή, όμως, ο λαϊκός παράγοντας εκδηλώνει τάση αντίστασης στον τουρκικό επεκτατισμό, η πολιτική της Ελλάδας καταλήγει να γίνεται ένα υβρίδιο αποτρεπτικής ρητορικής και έμπρακτου κατευνασμού.
Κατευνασμός με σάλτσα αποτροπής
Αυτό το υβρίδιο πολιτικής είναι κατ’ εξοχήν αντιφατικό και ταυτοχρόνως επικίνδυνο. Δεν έχει τα πλεονεκτήματα της αποτροπής, επειδή αυτή είναι εξόφθαλμα ρητορική και ως εκ τούτου δεν είναι πειστική. Δεν έχει, όμως, ούτε και τα όποια αμφισβητούμενα πλεονεκτήματα του κατευνασμού, επειδή δεν είναι αμιγής, δηλαδή δεν είναι συνεπής με τον εαυτό του κατευνασμός.
  • Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτό το υβρίδιο αποτρεπτικής ρητορικής και έμπρακτου κατευνασμού έχει υιοθετηθεί με παραλλαγές από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1996. Η κρίση στα Ίμια, αλλά κυρίως τα γεγονότα που ακολούθησαν, έπεισαν τους Τούρκους ότι η διάσταση της αποτροπής είναι κυρίως ρητορική για εσωτερική κατανάλωση, παρά πραγματική στρατηγική επιλογή. Έτσι, στην Άγκυρα, όχι αδικαιολόγητα, θεωρούν πως όταν κλιμακώνουν την επεκτατική πίεση και δημιουργούν τετελεσμένα, η Αθήνα εξωθείται εμπράκτως στον κατευνασμό, μέσω υποχωρήσεων που συντελούνται δια της διολισθήσεως.
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η ελληνική αποτροπή είναι ρητορική όχι γιατί δεν υπάρχει αντικειμενικά η δυνατότητα, αλλά επειδή απουσιάζει η αναγκαία πολιτική βούληση. Είναι προφανές στους πάντες διεθνώς ότι οι ηγετικοί κύκλοι στην Αθήνα δεν έχουν την πολιτική βούληση να αντισταθούν στην τουρκική επεκτατική πίεση κι όχι συγκυριακά, λόγω του γεγονότος ότι η πολύχρονη οικονομική έχει κάμψει την Ελλάδα. Το ελληνικό κατεστημένο διαχρονικά –με ελάχιστες εξαιρέσεις– προσπαθεί να εξαγοράσει με υποχωρήσεις και εκπτώσεις την ύφεση στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, χωρίς, όμως, να το καταφέρνει.