Οι προαναφερθέντες τρεις αιρέσεις έχουν χριστιανική προέλευση και χρησιμοποιούν όρους χριστιανικούς.
Ιεροδιάκονος Ραφαήλ Χ. Μισιαούλης, θεολόγος
Στον τέταρτο τομέα περιλαμβάνονται συγκρητιστικές κινήσεις, που ισχυρίζονται ότι εναρμονίζουν αλήθειες και στοιχεία, τα οποία υπάρχουν σε όλες τις θρησκείες.
Στον πέμπτο τομέα ανήκουν οι αιρετικές ομάδες οι οποίες φέρουν την καταγωγή τους από τον Ινδουϊσμό.
Να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα και την Κύπρο υπάρχουν και μερικές ομάδες βουδιστικής αποχρώσεως.
Ο Ινδουϊσμός[6] ανήκει σε ένα ρεύμα θρησκευτικής σκέψεως και ζωής το οποίο κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ. Είναι μια μεγάλη κοινότητα με πολυμελείς ομάδες διάφορων θρησκευτικών απόψεων. Για παράδειγμα, ένας Ινδουϊστής μπορεί να λατρεύει έναν ή πολλούς θεούς, να τον παραδέχεται προσωπικό ή απρόσωπο, να λατρεύει κάποιο άνθρωπο ως θεό ή να μη λατρεύει κανένα θεό.
Οι Ινδουϊστές δεν έχουν μόνο ένα ιερό βιβλίο όπως οι Χριστιανοί το Ευαγγέλιο και οι Μουσουλμάνοι το Κοράνιο. Τα βιβλία που έχουν κύρος στους Ινδουϊστές είναι οι Βέδες[7], οι Μπράχμανας, οι Ουπανισάντ, τα Έπη Μαχαμπάρατα και Ραμάγιανα και διάφορες σειρές θεολογικών πραγματειών όπως οι Πουράνες[8], οι Σούτρας[9] και οι Άγκαμας Τάντρας.
Οι βασικότερες κατευθύνσεις του φιλοσοφικού Ινδουϊσμού αποκρυσταλλώθηκαν σε έξι συστήματα-προσεγγίσεις, τα οποία ονομάζονται Ντάρσανας[10] (σκοπιές). Η πρώτη προσέγγιση, η Νγιάγια, ασχολείται με τη γνωσιολογία, η δεύτερη, η Βαϊσέσικα, και η τρίτη, η Σανκχγια, κατηγοριοποιούν το σύμπαν, η τέταρτη, η Γιόγκα, κωδικοποιεί τα στάδια της πνευματικής άθλησης, η πέμπτη, η Μιμάμσα ασχολείται με τις βεδικές θυσίες και τους στόχους τους και η έκτη, η Βεδάντα, ασχολείται με την έσχατη Αρχή, την τελική Αλήθεια.
Κύριο θέμα της ινδικής θρησκευτικής αναζητήσεως υπήρξε η εύρεση της οδού για τη λύτρωση και τη συνάντηση με το υπερβατικό. Λόγω αυτής της αναζητήσεως, διαμορφώθηκαν τρεις βασικοί τύποι θρησκευτικότητας. Αυτά είναι η λεγομένη οδός των έργων, η οδός της γνώσεως και η οδός της αφοσιώσεως.
Ανάμεσα στη χριστιανική και ινδική τοποθέτηση υπάρχουν μερικές χαρακτηριστικές διαφορές. Αυτές είναι οι εξής:
Πρώτο, στο Χριστιανισμό δεσπόζει η πίστη στον Ένα Τριαδικό Θεό, ο οποίος δημιούργησε την κτίση εκ του μηδενός. Στα ινδουϊστικά συστήματα όμως αρνούνται την ύπαρξη ενός προσωπικού Τριαδικού Θεού, δημιουργού του κόσμου. Ως την ύψιστη απρόσωπη Αρχή, η οποία βρίσκεται πάνω και από τους προσωπικούς θεούς, αναφέρουν τον «Μπράχμαν[11]».
Δεύτερο, για τον Ινδουϊσμό η ιστορία του κόσμου είναι μια ανακύκληση, χωρίς αρχή ούτε τέλος. Αρνούνται να πιστέψουν ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ του μηδενός. Πιστεύουν ό,τι αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας είναι παραισθήσεις.
Τρίτο, για το Χριστιανισμό ο άνθρωπος αποτελεί την κορωνίδα της κτίσεως, δημιούργημα κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωση του Θεού. Για τον Ινδουϊσμό υπάρχει μια διαβάθμιση των όντων, που αρχίζει από τα φυτά, τα ζώα, τον άνθρωπο και μετά φθάνει στους θεούς. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξαναγεννηθεί παίρνοντας διάφορες μορφές υπάρξεως, π.χ. ως ένα ζώο. Πιστεύουν δηλαδή στη μετενσάρκωση.
Αμαρτία για τους Ινδουϊστές είναι κυρίως η άγνοια, η οποία υπερνικάται με τη γνώση, την εμπειρία, ώστε να φθάσει κανείς στην έλλαμψη. Μέχρι να φθάσει όμως είναι καταδικασμένος στη συνεχή ανακύκληση των μεταβιώσεων.
Στο Χριστιανισμό, η προσευχή αποτελεί τον άξονα της διαπροσωπικής σχέσεως ανθρώπου και ζωντανού Θεού. Επίσης, ο Χριστιανισμός τονίζει την ισότητα και την αδελφοσύνη των ανθρώπων, ενώ ο Ινδουϊσμός διαχωρίζει τους ανθρώπους σε αυστηρές τάξεις, τις λεγόμενες κάστες[12].
Αρκετοί αναρωτιούνται εάν η γιόγκα και ο Χριστιανισμός μπορούν να συνδυαστούν ή η γιόγκα είναι κάτι ανάλογο των ησυχαστών μοναχών, οι οποίοι προσπαθούσαν με τη νοερά προσευχή να επιτύχουν την προτροπή του Θεού να ομοιάσουν με Αυτόν. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι όχι. Ο λόγος είναι ότι οι διαφορές παραμένουν ριζικές:
Πρώτο, η ινδουϊστική τεχνική ξεκινά από διαφορετικές προϋποθέσεις και ακολουθεί σύνθετους δρόμους και κανόνες που συνδέονται με τις μεταφυσικές αντιλήψεις του Ινδουϊσμού. Για τους Ορθοδόξους χριστιανούς, η προσευχή διατηρεί ένα σαφή χριστοκεντρικό χαρακτήρα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Δεύτερο, το μυστικό βίωμα στην Ορθοδοξία δεν απομονώνει τον άνθρωπο από την εκκλησιαστική κοινότητα. Κέντρο της προσευχής είναι το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Τρίτο, ο Ορθόδοξος ησυχασμός συνδεδεμένος στενά με το μοναχισμό και προσδοκά τη μέλλουσα ζωή. Υπερασπίζεται την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, και αντιδρά αποφασιστικά στη συμβατικότητα.
Τέταρτο, ο Ορθόδοξος ησυχασμός δεν μπορεί να αγνοήσει την ιστορία ενός πνευματικού δρόμου, που στηρίζεται σε δύο βασικά γεγονότα, τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και τη Δευτέρα Παρουσία[13]. Στον Ινδουϊσμό με τη γιόγκα επιδιώκεται η φυγή, με σκοπό να ξεφύγουν από τις ανακυκλήσεις των μεταβιώσεων.
Πέμπτο, ο Ορθόδοξος ησυχασμός[14] δεν καλλιέργησε τάσεις απομονώσεως και κοινωνικής αδιαφορίας, αλλά καλλιέργησε την κοινωνική ευαισθησία και τη συνείδηση του κοινωνικού καθήκοντος, τονίζοντας ότι η τελειότητα συνίσταται στην αγάπη.
Έκτο, ο ησυχασμός απέφυγε τον πειρασμό της πλατωνικής δυαρχίας[15], που έβλεπε τον άνθρωπο ως πνεύμα εγκλωβισμένο μέσα στην ύλη. Διακήρυξε ότι η αποκάλυψη του Θεού δεν απευθύνεται αποκλειστικά στην ψυχή, αλλά ότι ο όλος άνθρωπος, ψυχή και σώμα ανακαινίζεται εν Χριστώ Ιησού.
Στο σημείο αυτό, θα αναφερθώ στις κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου του Ινδουϊσμού. Οι κινήσεις αυτές κεντρίζουν τους νέους, στους οποίους παρατηρείται μια ιδιότυπη κίνηση μεταξύ απογοητεύσεως και ενθουσιασμού. Απογοητεύσεως από το περιβάλλον τους, το οποίο το βλέπουν απολιθωμένο χωρίς πνοή, και ενθουσιασμού για τη νέα ομάδα που παρουσιάζει μια δυναμική συμπεριφορά.
Χαρακτηριστικό αυτό των κινήσεων είναι η εσωτερίκευση, η συσπείρωση στον εαυτό, μια τάση αποφυγής της κοινωνικής διαδικασίας. Επίσης, ενώ ομιλούν για αυτονομία και ελευθερία από την ψευδαίσθηση του κόσμου, τελικά τους κατευθύνουν σε μια ομάδα απόλυτα υποτεταγμένη στον αρχηγό, δηλαδή αυτός είναι ο αλάνθαστος οδηγός. Οι οπαδοί του παραδίδουν τον εαυτό τους στη γνώση και τη σοφία του αρχηγού, με απόλυτη εξάρτηση απ΄ αυτόν.
Οι Ινδουϊστές τονίζουν την απάρνηση των εγκοσμίων για τους εκλεκτούς και από την άλλη κάνουν υπέρμετρη συσσώρευση πλούτου και υλικών αγαθών στον αρχηγό και στην επιτελική του ομάδα, χωρίς αυτή να δημιουργεί αντίδραση στους οπαδούς.
Όλες αυτές οι κινήσεις δεν περιορίζονται σε έναν τύπο, αλλά έχουν διάσταση παγκοσμιότητος. Στρατολογούν οπαδούς από όλα τα σημεία της γης και τους μετακινούν αναλόγως. Είναι έντονη η προσδοκία μιας μυστικής εξελίξεως, μιας υπερβάσεως των στεγανών της παραδοσιακής λογικής. Επιθυμούν κάποια εμπειρία ανώτερη.
Δυστυχώς, πολλά άτομα πέφτουν θύματα αυτών των αιρέσεων, δέχονται την καθοδήγηση κάποιου δήθεν γέροντα, ο οποίος τους υπόσχεται ότι θα τους οδηγήσει στην υπερβατική «γνώση». Έχει άτομα που κατευθύνονται σε αυτές τις αιρέσεις, γιατί έχουν θρησκευτική έφεση και αναζητούν κάτι βαθύτερο και όχι απλώς μια γυμναστική.
Λόγω αυτών των κινδύνων που προκαλούν οι αιρέσεις αυτές, η Εκκλησία έχει μεγάλη ευθύνη στο να προστατέψει το ποίμνιό της. Κάποιες δεοντολογικές θέσεις στην αντιμετώπιση του θέματος αυτού, προτείνει σε άρθρο του ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος[16].
Η πρώτη θέση είναι η ενημέρωση του ελληνικού λαού ότι όλες αυτές οι κινήσεις ξεκινούν από ινδουϊστικές απόψεις, σχετικοποιούν τα πάντα, διαστρέφουν το νόημα των Γραφών και οδηγούν σ΄ ένα επικίνδυνο συγκρητισμό και πνευματικό αποπροσανατολισμό. Παρόλα αυτά, εμείς ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί που είμαστε πρέπει να τους σεβόμαστε και να τους αγαπάμε γνήσια, γιατί δεν παύουν να αποτελούν εικόνες Θεού.
Η δεύτερη θέση είναι να βοηθήσουμε όσους έχουν μια ευθύνη για την πνευματική και πολιτιστική πορεία της χώρας, ώστε να καταλάβουν ότι δεν επιτρέπεται να αφήνουν να παραπλανάτε ο λαός κάτω από ελληνοϊνδικά ονόματα, με παραπειστικές δηλώσεις σχετικά με την ταυτότητα και τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Σεβόμαστε τη θρησκευτική ελευθερία του καθενός, αλλά δεν ανεχόμαστε την παραποίηση και την απάτη.
Η Εκκλησία, ως θεματοφύλακας της αυτοσυνειδησίας του λαού, δικαιούται να απαιτήσει από κάθε αρμόδια αρχή να δείχνουν οι προπαγανδιστές θρησκευτικών ιδεών καθαρά το πρόσωπό τους. Εάν από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως και παιδείας του ελληνικού λαού υποσκάπτεται η ορθόδοξη ελληνική συνείδηση και παράδοση, οδηγούμεθα σε ένα κενό, το οποίο δεν πρόκειται να καλυφθεί μόνο από τις κοινωνικοπολιτικές τοποθετήσεις που οι εκάστοτε αρμόδιοι προτιμούν, αλλά και από ποικίλα προϊόντα ξένα προς την ταυτότητα και τη λαϊκή μας παράδοση.
Η τρίτη και ουσιαστικότερη θέση είναι η ενίσχυση και ανανέωση της εκκλησιαστικής μας ζωής. Να ενεργοποιηθεί όλος ο πλούτος της παραδόσεώς μας και της δυναμικής του ορθοδόξου πληρώματος. Να ενεργοποιηθεί ο οργανισμός της ενορίας, ώστε να δημιουργηθούν μικρότερες ομάδες, ζωντανά κύτταρα μέσα στην ενορία αλλά και μέσα στην Επισκοπή, ώστε να δοθεί το μήνυμα της αδελφωμένης κοινότητος. Κάθε ομάδα ιεραποστολική, νεανική είναι πολύτιμη για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων της εποχής μας. Φθάνει να ζει κάποιος και να κινείται μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση με ταπείνωση και πίστη, ενσωματωμένοι οργανικά στο εκκλησιαστικό σώμα.
Επιπλέον, την κατάσταση αυτή μπορούν να την αντιμετωπίσουν οι σοβαροί και ισορροπημένοι πνευματικοί γέροντες. Τα μοναστήρια στα οποία καλλιεργείται η ασκητική ζωή θα μπορούσαν να οργανώνονται εκεί περίοδοι περισυλλογής διαφόρων ομάδων λαϊκών.
Συμπεραίνοντας, για να μπορέσει ο λαός να παραμείνει άτρωτος από τις ποικίλες δυτικές και ανατολικές αιρετικές επιδράσεις, θα πρέπει να ζει και να είναι ενσωματωμένος μέσα στην Ορθοδοξία που δέχεται με στοργή και αγάπη όλους, που ζει με την αίσθηση της καθολικής ευθύνης στον ενοποιημένο σύγχρονο κόσμο, να βιώνει το Ευαγγέλιο σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Εάν εφαρμοσθούν αυτά, τότε θα μπορεί ο λαός να αντιμετωπίσει τις αιρέσεις αυτές, αλλά και όποιες άλλες αιρέσεις πρόκειται να εμφανισθούν.