Του Υπτχου (Ο) ε.α. Δημητρίου Δρόσου
Μέλους ΔΣ/ΣΕΕΘΑ (MBA, MSc, PM, MA, LLB)
Στη μακραίωνη Ελληνική Ιστορία υπάρχουν σελίδες αυτοθυσίας και μεγαλείου, σελίδες δόξας που αποτελούν φάρο παραδειγματισμού για τις μετέπειτα γενεές.
Κάποιες από αυτές τις σελίδες όμως γράφηκαν με χρυσά γράμματα καθώς αποτελούν άνισους νικηφόρους αγώνες, όπως: Μαραθώνας, Αρτεμίσιο, Σαλαμίνα, Θερμοπύλες, Δερβενάκια, Μεσολόγγι, Μανιάκι, Κούγκι, Αρκάδι, Μπιζάνι κ.α.
Όμως στη σύγχρονη Ιστορία, τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που ονομάσθηκε Έπος του 1940. Το οποίο αποτελεί μία αδιάλειπτη συνέχεια γεγονότων. Γεγονότα που ξεκινήσαν από τα χαράματα του πρωϊνού της 28ης Οκτωβρίου όταν ο Πρέσβυς της Ιταλίας επέδωσε στον τότε Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Μεταξά, τελεσίγραφο όπου απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των Ιταλικών στρατευμάτων από την χώρα. Ο τότε κυβερνήτης απηχώντας το σφυγμό ολόκληρου του Ελληνικού Έθνους, απάντησε στα Γαλλικά στον Γκράτσι: “Ώστε πάμε σε πόλεμο;” Αυτό σήμαινε ότι επειδή προφανώς στο αίτημα της ελεύθερης διέλευσης η απάντηση ήταν ΟΧΙ, άρα οδηγούσε η αλληλουχία των γεγονότων σε πόλεμο.
Τι προηγήθηκε όμως της επίθεσης του 1940 και πόσο η Ελλάδα ήταν έτοιμη για πόλεμο τότε; Ήταν μόνη της τότε παρά τις διπλωματικές Συμφωνίες που είχε συνάψει. Το αναφέρει ρητά ο Αλέξανδρος Παπάγος, σε ένα σπάνιο βιβλίο, έκδοσης του 1945 που περιήλθε προ ολίγων ημερών στα χέρια μου.
Πολυμερές Σύμφωνο Βαλκανικής Συννενόησης 1934
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η Ελλάδα, στο πλαίσιο της πάντα ασκούμενης από την ίδια φιλειρηνικής πολιτικής στη Βαλκανική Χερσόνησο, σύναψε διάφορα Σύμφωνα φιλίας, επαυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο την ασφάλειά της. Το Σύμφωνο Βαλκανικής Συννενόησης (09/02/1934) που υπεγράφη στην Αθήνα, στο άρθρο 1 προέβλεπε ότι η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία εγγυώνται αμοιβαία την ασφάλεια όλων των Βαλκανικών τους συνόρων και με το άρθρο 3 τίθεται σε ισχύ με την υπογραφή όλων των συμβαλλομένων κρατών, το οποίο έπρεπε να κυρωθεί το ταχύτερο δυνατό. Αυτό το Σύμφωνο κυρώθηκε με το ν.6109/30-04-1934 (ΦΕΚ Α’ 146)
Στο προσαρτημένο πρωτόκολλο της συμφωνίας προβλεπόταν: επιτιθέμενο θεωρείται το κράτος το οποίο ενεργούσε κατά του άλλου με πράξη επίθεσης που προβλεπόταν στο 2ο άρθρο των από 3η και 4η Ιουλίου 1933 Συμβάσεων του Λονδίνου (§ 1). Το Σύμφωνο δεν στρέφεται κατά άλλων Δυνάμεων και ήταν Σύμφωνο φιλίας μεταξύ των Βαλκανικών κρατών (§ 2). Εάν γινόταν επίθεση μη Βαλκανικού Κράτους εναντίον ενός Συμβαλλομένου Μέρους της Σύμβασης και εάν στην επίθεση συνενωνόταν Βαλκανικό Κράτος είτε ταυτόχρονα είτε μεταγενέστερα, το Σύμφωνο ενεργοποιούνταν (§ 3). Τέλος στην § 4 προβλεπόταν η υποχρέωση τα ανωτέρω κράτη να συνάψουν Στρατιωτικές Συμβάσεις.
Ο Ιω. Μεταξάς απέστειλε την 5η Μαϊου 1936 επιστολή στον τότε ΥΠΕΞ της Τουρκίας τον Αράς, επιστολή, όπου διευκρίνιζε ότι η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στη Βαλκανική Συννενόηση, ενώ σε υποθετική περίπτωση που η Ιταλία αναμιγνύονταν εναντίον της Βαλκανικής Συννενόησης θα τηρήσει η Ελλάδα ουδετερότητα σε πλήρη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Κοινωνία των Εθνών (προάγγελο του σημερινού ΟΗΕ) στο πλαίσιο του Ιταλοελληνικού Συμφώνου του 1928, καταχωρηθέντος στην Κοινωνία των Εθνών. Η Ελλάδα θα βοηθούσε τα άλλα Βαλκανικά κράτη σε περίπτωση επίθεσης εναντίον τους από την Αλβανία, την Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Σε περίπτωση ωστόσο που η Γαλλία και η Μ. Βρετανία συγκρούονταν με άλλη Μεγάλη Δύναμη και οι Χώρες της Βαλκανικής Συννενόησης ήθελαν τη συμμετοχή υπέρ των Γαλλοβρετανικών Δυνάμεων, τότε η Ελλάδα θα συννενοείτο με τη Γαλλία, Βρετανία και τις λοιπές Βαλκανικές Δυναμεις για την έκταση και τον τρόπο ενέργειας στη σύρραξη.
Η συνθήκη έτσι όπως ήταν εξυπηρετούσε τα Ελληνικά συμφέροντα, καθώς ενόψει Ιταλικού κινδύνου, η Ελλάδα δεν προκαλούσε την Ιταλία, ενώ από την άλλη πλευρά ήταν εφικτή η κήρυξη επιστράτευσης στο πλαίσιο της Βαλκανικής Συννενόησης. Το Βαλκανικό αυτό Σύμφωνο ίσχυσε μέχρι την 09/02/1948.
Διμερείς Συνθήκες με Τουρκία
Η Ελλάδα είχε συνάψει τις εξής διμερείς συνθήκες με την Τουρκία:
α) τη συνθήκη φιλίας, ουδετερότητας, συνδιαλλαγής και διαιτησίας στις 30/10/1930, όπου προέβλεπε όλες οι διαφορές να επιλύονται σύμφωνα με το Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο, να με στραφεί η μία χώρα εναντίον της άλλης και σε περίπτωση αγοράς ή κατασκευής μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού να ενημερώνει η μία την άλλη 6 μήνες νωρίτερα. Ίσχυσε μέχρι τον Απρίλιο του 1941.
β) το Σύμφωνο Εγκαρδίου Συννενοήσεως στις 14/09/1933 όπου εγγυώνταν το απαραβίαστο των συνόρων αμοιβαίως. Ίσχυσε μέχρι το Φεβρουάριο του 1944.
γ) την Πρόσθετη Συνθήκη στις 27/04/1938. Ήταν συμπληρωματική των άλλων δύο με σκοπό την αμοιβαία αποφυγή ενεργειών που θα διετάρρασσαν την ειρήνη και το έδαφος της μίας χώρας να μην καταστεί βάση επιχειρήσεων έναντι της άλλης. Ίσχυσε μέχρι τον Ιούνιο του 1948.
Ιταλική Εισβολή σε Αλβανία. Διπλωματικές Εξελίξεις
Όταν η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία την 7η Απριλίου 1939, την οποία κατέλαβε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ανατρέποντας τον Βασιλιά της Αλβανίας Ζώγου και εγκατέστησε Ιταλόφιλη Κυβέρνηση, ανέκυπτε για την Ελλάδα νέος ορατός κίνδυνος. Η Ελλάδα αποδέχθηκε τις Γαλλοβρετανικές εγγυήσεις της 13ης Απριλίου 1939 περί παροχής βοήθειας σε περίπτωση που δεχόταν απρόκλητη επίθεση. Το Βαλκανικό Σύμφωνο δεν κάλυπτε τυχόν Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος, ακόμη και εάν συμμετείχε η Βουλγαρία σε αυτή την επίθεση. Εφόσον η Βουλγαρία έκανε μόνη της την επίθεση το Βαλκανικό Σύμφωνο κάλυπτε την Ελλάδα. Ωστόσο σε περίπτωση που η Ιταλία συμμετείχε τελικά πριν κηρυχθεί επιστράτευση από τις άλλες χώρες τότε πάλι έπαυε να ισχύει το Σύμφωνο, ενώ αν είχαν προλάβει να κηρύξουν επιστράτευση τότε το Σύμφωνο ίσχυε. Συνεπώς το Σύμφωνο από μόνο ήταν αδύναμο να αποτρέψει εξωβαλκανικές απειλές.
ΓαλλοΒρετανικές Εγγυήσεις.
Αυτές τις εγγυήσεις τις ενίσχυσε το υπογραφέν στις 19 Οκτωβρίου 1939 Γαλλοβρετανοτουρκικό Αμυντικό Σύμφωνο, το οποίο περιείχε διάταξη στην οποία αναφερόταν ότι σε περίπτωση εφαρμογής των εγγυήσεων της Μ. Βρετανίας και Γαλλίας υπέρ της Ελλάδος, η Τουρκία αναλάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει με όλα της τα μέσα τη Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία. Σε περίπτωση επίθεσης στη Μεσόγειο ίσχυε αμοιβαία αμυντική συμφωνία, όπου θα εβοηθείτο η Τουρκία.
Η Ιταλία την 10η Απριλίου 1939 διέψευσε κατηγορηματικώς τις φήμες για επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδος, διαβεβαιώνοντας ότι προτίθεται να σεβασθεί την ακεραιότητα και ανεξαρτησία της χώρας μας. Την 13η Απριλίου 1939 η Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία εγγυήθηκαν τα σύνορα Ελλάδος και Ρουμανίας με συνδρομή παντός διαθέσιμου μέσου. Η Ελλάδα ακουλουθούσα φιλειρηνική πολιτική και τηρούσε τα υπογεγραμμένα Σύμφωνα και Συνθήκες κατά γράμμα, με σκοπό την τήρηση της υφισταμένης τάξεως των πραγμάτων στα Βαλκάνια.
Συμφωνία με Βουλγαρία – Κυρώσεις Κατά Ιταλίας
Στο πλαίσιο αυτό υπογράφηκε την 31η Ιουλίου 1938 στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ ολόκληρης της Βαλκανικής Συννενοήσεως και της Βουλγαρίας, Συνθήκη στην οποία προβλεπόταν η μη προσφυγή στη βία στις μεταξύ τους σχέσεις και πράξη αποκήρυξης του πολέμου, βασιζόμενη στο Σύμφωνο των Παρισίων της 27ης Αυγούστου 1928. Η Συμφωνία της Θεσσαλονίκης κατήργησε μεταξύ άλλων και τους επαχθείς όρους για τη Βουλγαρία της συνθήκης του Νεϊγύ, όσον αφορά στις δεσμεύσεις της Βουλγαρίας για τον πολεμικό εξοπλισμό.
Η Ελλάδα έλαβε μέρος στις κυρώσεις κατά της Ιταλίας λόγω του Ιταλοαιθιοπικού πολέμου, όπως όμως έλαβαν μέρος όλα τα κράτη της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Βουλγαρίας, προς συμμόρφωση του άρθρου 16 του, από 10 Ιανουαρίου 1920 Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών, το οποίο άλλωστε η ίδια η Ιταλία είχε προσυπογράψει.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η Ελλάδα ήθελε να συνεχίσει την πολιτική φιλίας τόσο με την Ιταλία, όσο και με τη Βουλγαρία, παρά τα γεγονότα της Αλβανίας και να μείνει έξω από τις διενέξεις και τις έριδες των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι κανείς δεν θα επιβουλευόταν την εδαφική της ακεραιότητα. Η Ελλάδα λοιπόν κρατούσε ουδέτερη στάση.
Ευρύτερο Γεωστρατηγικό Περιβάλλον
Η Γερμανία ωστόσο διέθετε πιστώσεις στη Βουλγαρία για τον εντατικό εξοπλισμό της τελευταίας. Υπήρξαν εντατικές διαβουλεύσεις με τις Πρεσβείες της Μ. Βρετανίας και Γαλλίας στην Αθήνα για τη δυνητική περίπτωση Ιταλοβουλγαρικής επίθεσης κατά της Ελλάδας και την περίπτωση της εξασφάλισης των θαλάσσιων μεταφορών και της αντιαεροπορικής άμυνας. Οι Γάλλοι πίστευαν ότι λόγω της γραμμής Μαζινό στη Γαλλία και της γραμμής Ζίγκφριντ στη Γερμανία, ο πόλεμος δεν θα κρινόταν στο Δυτικό μέτωπο αλλά τα Βαλκάνια θα διαδραματίζαν πρωτεύοντα ρόλο στο μέτωπο.
Ωστόσο τα γεγονότα διέψευσαν τους Γάλλους, ενώ σε καμία περίπτωση δεν έμοιαζαν οι συνθήκες με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης η Ιταλία διατηρούσε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στις κτήσεις της στην Αφρική. Δεν διαφαινόταν επίσης απειλή για τη Γερμανία η ύπαρξη Βαλκανικού προγεφυρώματος από τους Συμμάχους, ενώ ήταν σε ισχύ και η Γερμανορωσική αμυντική Συμφωνία.
Η Τουρκία είχε αποδεχθεί μεταφορά συμμαχικών δυνάμεων από το έδαφός της προς τη Θεσσαλονίκη, 4-5 μεραρχιών, σε περίπτωση που η Ελλάδα δεχόταν επίθεση. Προς τούτο οι Σύμμαχοι ζήτησαν, μέσω Τουρκίας ώστε να μη διαρρεύσει υποτίθεται στον Άξονα, προπαρασκευή λιμένων μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αλεξανδρούπολης και μεταφορά υλικών και εφοδίων και αποθήκευση στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο προκαλούσε απορία το γεγονός γιατί τότε οι Σύμμαχοι έκαναν τις προτάσεις μέσω Τουρκίας και όχι απευθείας στην Ελληνική Κυβέρνηση. Επίσης η Ελλάδα μέσω Τουρκίας πάλι, ζήτησε από τους Συμμάχους αεροπλάνα, αντιαεροπορικό πυροβολικό και οικονομική βοήθεια. Η Ελλάδα στο πλαίσιο της ουδετερότητας για να μην προκαλέσει τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους δεν απεδέχθη τη μεταφορά συμμαχικών εφοδίων και στρατευμάτων στο λιμένα της Θεσσαλονίκης. Επίσης θεωρούσε ότι οι Βούλγαροι θα μπορούσαν να επέμβουν στην Ανατολική Μακεδονία περικόπτοντας τις οδούς συγκοινωνιών των στρατευμάτων.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1939 ανταλλάχθησαν επιστολές μεταξύ του Μεταξά και του Γκράτσι όπου επιβεβαιωνόταν η πρόθεση των δύο κρατών να όπως συνεχίσουν την πολιτική φιλίας, ειρήνης και συνεργασίας επί όλων των πεδίων.
ΓαλλοΒρετανικός Παράγων
Στις 23 Δεκεμβρίου 1939 Στρατιωτικός εκπρόσωπος της Γαλλίας, επισκέφθηκε νύκτα τον Παπάγο να του γνωρίσει ότι όποτε κρίνει η Ελληνική Κυβέρνηση, η Αγγλογαλλική βοληθεια μπορεί να παρασχεθεί στην Ελλάδα και θα είναι πλήρης, σύμφωνα με τις εγγυήσεις που είχαν δώσει. Ο Παπάγος πίστευε τότε ότι σε κάθε περίπτωση η Βουλγαρία θα ενεπλέκετο κατά της Ελλάδος και σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε η Βουλγαρία να είναι εκ των πρωταρχικών στόχων των Συμμάχων και να εξουδετερωθεί. Επίσης ζήτησε από τους Γάλλους να βοηθήσουν στο ρυθμό της στρατιωτικής προπαρασκευής της Ελλάδος με πολεμικό υλικό. Ωστόσο δεν δόθηκε ποτέ αξιόλογο πολεμικό υλικό στην Ελλάδα, προ της 28ης Οκτωβρίου 1940. Αντιθέτως τις παραγγελίες της Ελλάδος συνιστάμενες σε αεροπλάνα, αντιαρματικά μέσα, άρματα, προσωπίδες κλπ, τις κατακράτησαν προς ιδία τους χρήση για τον επικείμενο πόλεμο. Ο Ελληνικός Στρατός στις μετέπειτα επιχειρήσεις του αισθάνθηκε σοβαρά αυτές τις ελλείψεις. Αντίθετα η Γερμανία εξόπλιζε εντατικά τη Βουλγαρία από το 1938.
Επίσης η Γερμανική προπαγάνδα, βασιζόμενη σε εμπιστευτικά έγγραφα που περιήλθαν σε αυτή από το Γαλλικό Επιτελείο, διατεινόταν ότι επίκειται Συμμαχική δράση κατά της Βουλγαρίας με σύμπραξη της Ελλάδος. Ωστόσο από αυτά τα έγγραφα δεν προέκυπτε παρέκκλιση από την επίσημη γραμμή της Ελλάδος για την μη ανάμειξή της στον πόλεμο παρά μόνο η προάσπιση της ανεξαρτησίας της.
Τι έκανε συνεπώς η Ελλάδα; Διεξήγαγε συννενοήσεις με εκείνες τις Δυνάμεις που εγγυήθηκαν τη βοήθειά τους, σε περίπτωση απρόκλητης επιθέσεως κατά της χώρας από άλλες Δυνάμεις. Συνεπώς μόνο κακοπιστία θα μπορούσε να καταλογίσει κάποιος στη Γερμανική προπαγάνδα για εγκατάλειψη της πολιτικής, της ουδετερότητας. Ο Άξονας τότε διεπόταν από το δόγμα του αιφνιδιασμού. Η Ελλάδα όφειλε λοιπόν να κάνει όλες τις προπαρασκευές για έναν πόλεμο ανεξάρτητα εάν αυτός συνέβαινε ή όχι.
Στάση Χωρών Βαλκανικής Συννενόησης και Βουλγαρίας
Στις 3 Μαϊου 1939 ο Αρχηγός του Γιουγκοσλαβικού ΓΕΣ Στρατηγός Σίμοβιτς δήλωσε ότι διαβλέπει επίθεση του Άξονα έναντι των Βαλκανίων και ζήτησε τεχνική μελέτη των δύο Γ.Ε. χωρίς όμως ανάληψη αμοιβαίων υποχρεώσεων. Ο Παπάγος απάντησε ότι αυτή η συνεργασία έπρεπε να λάβει πολιτικό χαρακτήρα. Ωστόσο παρά το ότι οι Γιουγκοσλαβικοί στρατιωτικοί κύκλοι ήταν υπέρ της συνεργασίας με την Ελλάδα οι πολιτικοί Γιουγκοσλαβικοί κύκλοι ήταν υπέρ του απομωνιστισμού για να μην προκαλέσουν την Βουλγαρία και τον Άξονα.
Στις 23 Μαρτίου 1940 το Ελληνικό ΥΠΕΞ απέστειλε τηλεγράφημα στις συμμαχικές Κυβερνήσεις της Βαλκανικής Συννενοήσεως (Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας, Τουρκίας) πρόταση αμοιβαίας συνεργασίας σε περίπτωση επεκτάσεως του πολέμου στην Βαλκανική, αλλά ουδεμία απάντηση εδόθη. Παρόλο που τα τέσσερα Βαλκανικά κράτη ήθελαν την ειρήνη και ο μόνος τρόπος εξασφάλισης ήταν η στενότερη συνεργασία τους εν τούτοις η εξωτερική τους πολιτική δεν ήταν ενιαία έναντι του κοινού εχθρού.
α. Ρουμανία
Η Ρουμανία κατόπιν τελεσιγράφου από την ΕΣΣΔ στις 25 Ιουνίου 1940 εκχώρησε άνευ πολέμου την Βεσσαραβία και την Βόρεια Βουκοβίνα στη Σοβιετική Ένωση. Η Ρουμανία επίσης την 1 Ιουλίου 1940 παραιτήθηκε από τις παρασχεθείσες σε αυτήν Γαλλοβρετανικές εγγυήσεις και τέλος στις 8 Ιουλίου 1940 ο Πρωθυπουργός της Τζιγκούρτου δήλωνε ότι η Ρουμανία θα συνεργασθεί με τον Άξονα. Στις 11 Ιουλίου 1940 παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της Τρανσυλβανίας στην Ουγγαρία άνευ πολέμου, στις 7 Σεπτεμβρίου 1940 εκχώρησε την Νότια Δοβρουτσά στην Βουλγαρία και τέλος αφού περιορίσθηκε σε νέα σύνορα δέχθηκε την παρασχεθείσα Γερμανοϊταλική εγγύηση για την ακεραιότητα και απαραβίαστο των συνόρων της.
β. Γιουγκοσλαβία
Η Γιουγκοσλαβία άσκησε πολιτική φιλοΒουλγαρική και φιλοΑξονική. Προς τούτο υπήρξε το ΓιουγκοσλαβοΒουλγαρικό Σύμφωνο Αιώνιας Φιλίας στις 24 Ιανουαρίου 1937 με ελευθερία κινήσεων στην Βουλγαρία και συνεπώς η Βαλκανική Συννενόηση εξασθένησε. Η Κυβέρνηση Στογιαντίνοβιτς υπήρξε ευνοϊκή στον Χίτλερ και ακολούθησε κατευθύνσεις για ίδιους σκοπούς. Συνέδραμε στην προσάρτηση της Αυστρίας στην Γερμανία και εν συνεχεία στην κατάλυση της Τσεχοσλοβακίας. Ερωτοτροπούσε με το Μουσολίνι προλείαναν το έδαφος για την κατάληψη της Αλβανίας. Δυσαρεστήθηκαν με την Ελλάδα διότι εδέχθη τις ΓαλλοΒρεατανικές εγγυήσεις και με την Τουρκία διότι σύναψε το Σύμφωνο του Οκτωβρίου 1939 δεν έπαυσαν οι Γιουγκοσλάβοι να διαβεβαιώνουν τη Ρώμη και το Βερολίνο ότι η Βαλκανική Συννενόηση έπαυσε επί της ουσίας να υφίσταται. Λίγοι εκ των Γιουγκοσλάβων τότε πολιτικών αγωνίσθηκαν υπέρ των Συμμάχων.
γ. Τουρκία
Η Τουρκία από τις 10 Ιουνίου 1940, όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Αγγλίας και της ψυχορραγούσας τότε Γαλλίας, δεν μετέβαλε τη στάση της δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της από την ΑγγλοΓαλλοΤουρκική Συνθήκη του 1939 καθόσον σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 της Συνθήκης έπρεπε να παράσχει στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία συνδρομή και βοήθεια. Φοβήθηκε ότι μία τέτοια ενέργεια θα την παρέσυρε σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία είχαν δώσει εγγυήσεις για την ακεραιότητα Ελλάδος και Ρουμανίας και η Τουρκία εάν βοηθούσε τις δύο Δυτικές Δυνάμεις εμμέσως θα βοηθούσε και το Βαλκανικό κράτος υπέρ του οποίου θα είχαν εφαρμογή οι εγγυητικές δηλώσεις. Όταν κατά την Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδος εφαρμόσθηκε η Βρετανική εγγύηση η Τουρκική στάση παρέμεινε αμετάβλητη, δηλαδή ουδέτερη. Παράλληλα υπογράφηκε το ΒουλγαροΤουρκικό Σύμφωνο στις 17 Φεβρουαρίου 1941 περί αποχής των συμβαλλομένων από πάσης επίθεσης και ανάπτυξης εμπορικών και φιλικών σχέσεων.
δ. Βουλγαρία
Στις αρχές Ιανουαρίου 1941 έγινε γνωστό σε Αθήνα, Λονδίνο και Άγκυρα ότι Γερμανοί αξιωματικοί με πολιτικά εισήλθαν στην Βουλγαρία και εγκατέστησαν Γερμανικά παρατηρητήρια αέρος, ενώ Γερμανικό προσωπικό πήγε σε Βουλγαρικά αεροδρόμια. Παράλληλα ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στα ΡουμανοΒουλγαρικά σύνορα για εργασίες γεφύρωσης του Δούναβη. Προσκήθηκαν Βούλγαροι έφεδροι και λήφθηκαν στρατιωτικά μέτρα από τη Βουλγαρία κοντά στα ΕλληνοΒουλγαρικά σύνορα.Η είσοδος των Γερμανών στη Βουλγαρία την 1 Μαρτίου 1941 έγινε με την κάλυψη των Βουλγαρικών Μεραρχιών που ήταν διατεταγμένες κατά μήκος των συνόρων της Βουλγαρίας με Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ελλάδα, όπως ανέκαθεν, εφήρμοσε ρεαλιστική ειρηνική πολιτική και προσπάθησε να μην εμπλακεί στη σύρραξη. Η Ελλάδα όφειλε να προπαρασκευάσει την άμυνά της, μόνη της όπερ και έπραξε, ωστόσο η στάση της ήταν ειλικρινής, απαλλαγμένη συμπαθειών και με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Η Ελλάδα συσπειρωμένη με την Κυβέρνησή της, σύσσωμο το Λαό και το Στρατό αντιτάχθηκε επιτυχώς στον εισβολέα.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΙΦΡΟΥΡΗΣΕΙ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΛΘΕ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΑΓΩΝΑ ΤΟ 1940 ΒΑΣΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΣΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ (Ο πόλεμος της Ελλάδος 1940-1941, Αρχιστρατήγου του Ελληνικού Στρατού, Αλεξάνδρου Παπάγου, Εκδόσεις «ΠΥΡΣΟΣ» Α.Ε., Σεπτέμβριος 1945, για λογαριασμό των «Φίλων του Βιβλίου»).
Σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο σήμερα, όπου θα αμφισβητηθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος, η αξιοπρέπειά της, οι Έλληνες θα κληθούν να υπερασπίσουν τους βωμούς και τις εστίες τους, τις ελευθερίες τους, την ποιότητα της ζωής τους. Θα είναι σύγκρουση πολιτισμών και άρνηση υποδούλωσης ή Φιλανδοποίησης της χώρας. Θα έχει λοιπόν χαρακτηριστικά (αν και σπάνιο πράγμα για την εποχή μας) ενός ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.