Το εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων, χτίστηκε τον 15ο με 16ο αιώνα μ.χ. στην δυτική πλαγιά του Λυκαβηττού, άγνωστο από ποιον ή ποίους, πάνω σε μία σπηλιά.
Εκτός από τον Άγιο Ισίδωρο, είναι αφιερωμένο στην Αγία Μυρόπη ή Μερόπη, στον Άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη και στον Άγιο Γεράσιμο.
Αναλυτικότερα :
α) Ο Άγιος Ισίδωρος, Έλληνας της Αιγύπτου, ήταν στρατιωτικός επί Ρωμαίων στην Χίο και θανατώθηκε επειδή προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Σαν τιμωρία το σώμα του έμενε άταφο, μέχρι που το ενταφίασε κρυφά η Αγία Μυρόπη που βρισκόταν την περίοδο εκείνη στο νησί. Όταν όμως οι στρατιώτες που φύλαγαν το σώμα τιμωρήθηκαν με την ποινή του θανάτου, η Αγία Μυρόπη ομολόγησε την πράξη της προκειμένου να μην τιμωρηθούν εκείνοι. Επειδή όμως δεν δέχθηκε να αρνηθεί τον χριστιανισμό, καταδικάστηκε σε θάνατο.
β) Ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ήταν και αυτός Έλληνας από την Αίγυπτο και μαθητής του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Το προσωνύμιο «Πηλουσιώτης» οφείλεται στο όρος Πηλούσιον όπου και ασκήτευσε.
γ) Ο Άγιος Γεράσιμος έκανε πολλά θαύματα και παρουσιάζεται σαν «ο φοβερός άγιος των πονηρών πνευμάτων, που τον έχουν ονομάσει « Καψάλη ».
Στον ίδιο χώρο ασκήτευσαν ο Άγιος Γρηγόριος και ο Μέγας Βασίλειος.
Στον ίδιο χώρο ασκήτευσαν ο Άγιος Γρηγόριος και ο Μέγας Βασίλειος.
Ο ναός αφιερώθηκε στους Αγίους Ισιδώρους από μια εικόνα τους που βρέθηκε πάνω σε έναν ιερομόναχο όταν αυτός εκοιμήθη, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή εντός του ναού.
Εκτός από τους Αγίους Ισιδώρους, δηλαδή τον Πηλουσιώτη και τον εκ Χίου, υπάρχει και ο Άγιος Ιερομάρτυς Ισίδωρος ο εν Κρήτη. Ήταν έγγαμος ιερέας ο οποίος μαρτύρησε με τα δυο του παιδιά, Γεώργιο και Ειρήνη , κατά τις πρώτες επιδρομές των τούρκων, πριν καταλάβουν οριστικά τη μεγαλόνησο το 1669. Ουσιαστικά είναι οι πρώτοι Νεομάρτυρες της Κρήτης (Νεομάρτυρες , είναι αυτοί που μαρτύρησαν , την περίοδο της τουρκοκρατίας ) . Ήταν Ιερέας στο χωριό Βαλής Μεσσαράς (νότιο μέρος Ν. Ηρακλείου ). Δεν υπήρχαν ιστορικές μαρτυρίες για τον Άγιο Ισίδωρο. Αποκαλύφθηκε με τρόπο θαυμαστό, δηλαδή με ενύπνια, οράματα, αλλά και αισθητά, το 1953. Αυτοβιογραφήθηκε, υπέδειξε τον τάφο του στον οποίο βρέθηκαν τα λείψανά του όπως και των παιδιών του. Ακολούθησαν πολλά θαύματα μέχρι και σήμερα, κτίστηκε ναός προς τιμή του και η μνήμη του τιμάται στις 18 Οκτωβρίου . Τα άγια τους λείψανα ευρίσκονται στο συγκεκριμένο Ναό. Η θαυμαστή αποκάλυψη τους θυμίζει τη φανέρωση των αγίων Ραφαήλ , Νικολάου και Ειρήνης της Λέσβου .Θα ήταν ωραίο αφού τιμώνται οι δυο άλλοι Άγιοι Ισίδωροι , στο ιστορικό εκκλησάκι του Λυκαβυτού , να τιμάται μαζί τους και ο τρίτος Άγιος Ισίδωρος. Εικόνα του Αγίου Ισιδώρου του Κρητός έχει κυκλοφορηθεί από τη ενορία Βαλή.
Ο Λυκαβηττός ήταν ανέκαθεν κατάλληλος για μοναχισμό αφού ήταν γεμάτος σπηλιές, φυσικά κοιλώματα και πηγάδια, ενώ, επί Βαυαροκρατίας, από τις μαγικές επεμβάσεις του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, ο λόφος κοσμείται μέχρι και σήμερα από πολλά δέντρα.
Αρχικά ο ναός ήταν από ξύλο και κατ` επέκταση ευάλωτος σε πυρκαγιές. Είναι χτισμένος κατά ένα μεγάλο μέρος μέσα στη σπηλιά και αναφέρεται περισσότερο ως ξωκλήσι παρά ως κανονικός ναός. Ένας σύλλογος κατοίκων της περιοχής με αρκετό μεράκι έδωσε την τελική μορφή του ναού πριν περίπου 80 χρόνια. Τα τελευταία 15 κυρίως χρόνια ο χώρος έχει αναμορφωθεί με προσπάθειες του ιερέα της εκκλησίας, ενώ παρουσιάζει και έντονη πολιτιστική δράση.
Εξωτερικά ο ναός έχει ρυθμό απλής μονόκλιτης βασιλικής, η αυλή του σε συνδυασμό δε με την τοποθεσία μοιάζει σαν σε χωριουδάκι, όταν όμως το μάτι σου πέσει στην Αθήνα τότε καταλαβαίνεις ότι η τοποθεσία είναι άκρως εντυπωσιακή από άποψη αντίθεσης.
Στο εσωτερικό βρίσκουμε το ιερό μέσα στην σπηλιά και το υπόλοιπο χτίσμα είναι τεχνητό. Τα όρια ωστόσο του κτίσματος και του σπηλαίου είναι σε πολλά σημεία δυσδιάκριτα, αφού φαίνεται λες και ο βράχος έχει «καταπιεί» ένα μέρος της εκκλησίας.
Το ξύλο, το τσιμέντο, τα βράχια είναι άρρηκτα δεμένα, μοιάζουν να έχουν ενώσει τη φύση με το ανθρώπινο στοιχείο. Εκτός από το ιερό, οι τοίχοι της εκκλησίας δεν είναι διακοσμημένοι με εικόνες και φαίνεται πως η λιτότητα στην εσωτερική κατασκευή ήταν πάντα το ζητούμενο.
Δεξιά του κυρίως ναού υπάρχει ένα διαχωριστικό που οδηγεί σε ένα μικρό δώμα-κλίτος όπου βρίσκεται και μια πινακίδα. Εκεί αναγράφεται εκτενές κείμενο για την ιστορία του ναού.
Εκτός από τους βίους των Αγίων στους οποίους είναι αφιερωμένη η εκκλησία, είναι αξιοσημείωτη η φράση της δεύτερης παραγράφου:
“Η οπή που φαίνεται στο ιερό του παρεκκλησίου του Αγίου Γερασίμου, που κτίστηκε στα τέλη του 20ου αιώνα, οδηγούσε ως το Γαλάτσι και από κεί μέσα από άλλη οπή έφθανε ως την Πεντέλη. Έτσι διέφευγαν οι Έλληνες την καταδίωξη των Τούρκων”.
Την πινακίδα υπογράφει ο Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Βελισάριος και αποκαλύπτει από το χέρι ενός ανθρώπου της εκκλησίας την ύπαρξη υπόγειου περάσματος προς την Πεντέλη.
Την πινακίδα υπογράφει ο Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Βελισάριος και αποκαλύπτει από το χέρι ενός ανθρώπου της εκκλησίας την ύπαρξη υπόγειου περάσματος προς την Πεντέλη.
Εντύπωση κάνει το μέγεθος της τρύπας, όπου άνετα θα μπορούσαν να χωρέσουν να μπουν δύο άτομα, αλλά και ότι δεν είναι σφραγισμένη ή κρυμμένη. Στην πραγματικότητα όμως το εν λόγω πέρασμα σταματά αδιέξοδα τρία με τέσσερα μέτρα παρακάτω.
Β) ΣΠΗΛΑΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ
Β) ΣΠΗΛΑΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ
Ακριβώς δίπλα από το εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων ευρίσκεται το σπήλαιον, στο οποίο ασκήτευσε ο Άγιος Αριστείδης ένας ένθεος και ευκλεής Αθηναίος φιλόσοφος, ένας διαπρύσιος κήρυκας του λόγου του Θεού, ένας θαρραλέος ομολογητής της χριστιανικής πίστεως, ένας εύψυχος και καρτερότατος μάρτυς Χριστού, ο οποίος ήθλησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα στο « κλεινόν άστυ» των Αθηνών με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, όπου όμως μετά την άφιξη του θεηγόρου Αποστόλου των Εθνών Παύλου το 51 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε η κοσμοϊστορική συνάντηση της ειδωλολατρίας με τη χριστιανική αλήθεια. Ο Άγιος Αριστείδης διωκόμενος από τους Ρωμαίους για την Ορθόδοξη Πίστη του χρησιμοποιούσε το μέρος αυτό και ως χώρο προσευχής.
Ο Άγιος Αριστείδης τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 13 Σεπτεμβρίου.
Ο Άγιος Αριστείδης τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 13 Σεπτεμβρίου.
Αναδείχθηκε μετά από τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό σε γενναίο κήρυκα της πίστεως και σε ένθερμο υπερασπιστή των διωκομένων χριστιανών, συγγράφοντας την περίφημη απολογία «Περί θεοσεβείας». Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι η αρχαιότερη αυτή σωζόμενη απολογία τον κατέστησε ευρύτερα γνωστό στην Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατρολογία, αλλά και τον ανέδειξε σε εγκαλλώπισμα και θησαύρισμα μέσα στην ευλογημένη χορεία των απολογητών της χριστιανικής πίστεως.
Ο Άγιος Αριστείδης γεννήθηκε στην ένδοξη και μέχρι πρότινος «κατείδωλον» πόλη των Αθηνών και έδρασε σε αυτή κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Ο υμνηθείς ως «ωράισμα» της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών Άγιος Αριστείδης υπήρξε διαπρεπής φιλόσοφος, αφού είχε σπουδάσει κλασική φιλοσοφία στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή της πόλεως των Αθηνών. Όμως η φωταυγής παρουσία και το πύρινο χριστοκεντρικό κήρυγμα των εν Αθήναις διαλαμψάντων επιφανών ιεραρχών της περιωνύμου πόλεως των Αθηνών, Αγίου Ιεροθέου και Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, παρακίνησαν τον φιλόσοφο Αριστείδη, ο οποίος υπήρξε περίδοξος και ευπειθέστατος μαθητής τους, στο να μεταστραφεί στον χριστιανισμό, να ενεδυθεί τον Ιησού Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό και να αναδειχθεί σύντομα σε φλογερό κήρυκα του λόγου του Θεού και σε ένθερμο υπερασπιστή του χριστιανισμού και της εναρέτου βιοτής των πρώτων χριστιανών της Αθήνας, οι οποίοι αποτελούσαν την εποχή εκείνη μία ολιγάριθμη χριστιανική κοινότητα. Ο Άγιος Αριστείδης συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση και διάδοση του μηνύματος της χριστιανικής αλήθειας, η οποία ήταν πλέον γι’ αυτόν η αληθινή φιλοσοφία. Η ευεργετική του πνευματική δράση και η πύρινη διδασκαλία του για την ορθότητα και ανωτερότητα της ακραιφνούς χριστιανικής πίστεως τον ανέδειξαν σε θεόπνευστο διδάσκαλο, σε καύχημα σοφίας, σε υπόδειγμα ευψυχίας και σε ένθερμο υπέρμαχο της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και ο σοφός και ευγλωττότατος Αθηναίος χριστιανός φιλόσοφος ανέλαβε με παρρησία την υπεράσπιση των διωκομένων χριστιανών, συγγράφοντας την αρχαιότερη σωζόμενη απολογία, η οποία έχει τον τίτλο «Περί θεοσεβείας». Σκοπός της περίφημης αυτής απολογίας, η οποία επιδόθηκε στον αυτοκράτορα Αδριανό (117 – 138) σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο ή στον διάδοχό του, Αντωνίνο τον Ευσεβή (138 – 161) σύμφωνα με τη συριακή μετάφραση της απολογίας, ήταν να αποκρούσει τις άδικες και αήθεις κατηγορίες που εκτοξεύονταν εναντίον των χριστιανών, αλλά και να τονίσει την υπεροχή του χριστιανισμού και του ήθους των χριστιανών σε σύγκριση με τις άλλες θρησκείες. Ο μεταστραφείς στον χριστιανισμό επιφανής Αθηναίος φιλόσοφος Αριστείδης έχοντας βαθιά γνώση τόσο της Αγίας Γραφής όσο και των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του, καταπολέμησε με τον απολογητικό του λόγο την πλάνη των ειδώλων και στηλίτευσε με πειστική επιχειρηματολογία τη λατρεία των ψεύτικων θεών, αλλά και τον έκλυτο βίο των ειδωλολατρών, γεγονός που τον ανέδειξε σε «εἰδώλων λατρῶν μέγα ἥττημα». Παράλληλα κάλεσε αυτούς που αμφισβητούν την ορθότητα της χριστιανικής αλήθειας, να μελετήσουν τον λόγο του Θεού μέσα από τα θεόπνευστα κείμενα της Αγίας Γραφής και να σταματήσουν τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι διδάσκουν με το απαράμιλλο ήθος και την ενάρετη πολιτεία τους, γεγονός που τους αναδεικνύει σε ολόλαμπρα παραδείγματα προς μίμηση.
Η συγγραφείσα από τον Άγιο Αριστείδη αρχαιότερη σωζόμενη απολογία υπέρ των διωκομένων χριστιανών αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης και για το περίφημο απολογητικό έργο του Αγίου μάρτυρος Ιουστίνου του φιλοσόφου και απολογητού, πολλά δε στοιχεία της απολογίας του διαπρεπούς Αθηναίου φιλοσόφου χρησιμοποιήθηκαν από τους μεταγενέστερους. Γι’ αυτό και αποτέλεσε τη σταθερή βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η μετέπειτα απολογητική. Επιπλέον η πνευματική της βαρύτητα είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού με τον εύστοχο και πειστικό απολογητικό λόγο του Αγίου έγινε μία συνειδητή προσπάθεια προκειμένου να απαλλαγεί ο χριστιανισμός και οι χριστιανοί από τις άδικες και αήθεις κατηγορίες. Παράλληλα η απολογία του Αγίου Αριστείδου εμφανίζεται στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή μας περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Η αξία της βρίσκεται στο ότι οι πνευματικά ανήσυχοι και ευάλωτοι άνθρωποι αναζητούν απεγνωσμένα την αλήθεια και το φως συχνά μέσα από φιλοσοφικές περιπλανήσεις, αποκρυφιστικές θεωρίες και παγανιστικές τελετές και αγνοούν τον πνευματικό θησαυρό του χριστιανισμού, ο οποίος σύμφωνα με τον Άγιο Αριστείδη είναι η μόνη αληθινή θρησκεία που έχει διαμορφώσει μία ξεκάθαρη ιδέα για τον Θεό ως δημιουργό του σύμπαντος και επιδιώκει την ηθική αγνότητα και τελείωση του ανθρώπου. Αξιοσημείωτη είναι η διατύπωση του Αγίου για την κοσμολογική απόδειξη της υπάρξεως του Θεού. Έτσι στην απολογία του ο επιφανής Αθηναίος φιλόσοφος αναφέρεται εκτενώς στον Θεό, ο Οποίος εκ της φύσεως Του είναι ασύλληπτος, αυτογενές είδος, άναρχος, ατελεύτητος, αναλλοίωτος, αθάνατος, απόλυτος, αμετακίνητος, απεριόριστος, άρρητος, είναι δε νους και σοφία και Εκείνος που δεν έχει ανάγκη από θυσίες και σπονδές, αλλά όλοι και όλα Τον έχουν απόλυτη ανάγκη. Σημαντική είναι και η αναφορά του Αγίου στους χριστιανούς, οι οποίοι «γενεαλογούνται από του Κυρίου Ιησού Χριστού», έχουν αληθινή θεογνωσία, λατρεύουν τον Θεό με τον προσήκοντα τρόπο και διακρίνονται για το ήθος, την αγάπη, τη σεμνότητα και την αλληλεγγύη τους, γεγονός που τους καθιστά δίκαιους και αγίους. Γι’ αυτό και αυτό που λέγεται από το στόμα των χριστιανών είναι θείο και η διδασκαλία τους είναι πύλη φωτός.
Ο αγώνας του Αγίου Αριστείδου, του γενναίου αυτού κήρυκος της χριστιανικής πίστεως, για την υπεράσπιση των χριστιανών υπήρξε επίπονος και διαρκής. Την υπομονή και τη δύναμη για τη συνέχιση του κοπιώδους έργου του για την εδραίωση και διάδοση της χριστιανικής αλήθειας λάμβανε από τον Θεό και από την αδιάλειπτη προσευχή του σε Αυτόν. Γι’ αυτό και σύμφωνα με ευσεβή προφορική παράδοση, διασωθείσα από τον αείμνηστο Αθηναίο ζωγράφο Αριστείδη Περιστέρη, ο διαπρεπής Αθηναίος φιλόσοφος και απολογητής κατέφευγε για να προσευχηθεί και να αντλήσει τη χάρη του Θεού σε απομονωμένο σπήλαιο στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου του Λυκαβηττού, το οποίο αποτέλεσε το ασφαλές πνευματικό του καταφύγιο. Το σωζόμενο μέχρι σήμερα ιερό και κατανυκτικό αυτό σπήλαιο φέρει το όνομα του Αγίου για να θυμίζει στον φιλίστορα και φιλάγιο επισκέπτη τη φωταυγή του παρουσία στον ευλογημένο αυτό χώρο.
Η ακλόνητη πίστη του Αγίου στο πάντιμο όνομα του σταυρωθέντος και αναστάντος Κυρίου μας και ο διαρκής αγώνας του υπέρ των διωκομένων χριστιανών δημιούργησαν έντονη δυσφορία και αγανάκτηση στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος αποφάσισε τη δίωξή του. Ο Άγιος μετέβη στη Ρώμη για να απολογηθεί, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε να κηρύττει σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό, παρά το πλήθος των βασανιστηρίων, στα οποία υπεβλήθη. Αψηφώντας και τον ίδιο ακόμη τον θάνατο, οδηγήθηκε από τους Ρωμαίους στην κοίλη της αγοράς των Αθηνών, όπου αφού τον κρέμασαν, υπέστη τον δι’ αγχόνης μαρτυρικό θάνατο στις 13 Σεπτεμβρίου του 120 ή 134μ.Χ. που είναι και η ημέρα, κατά την οποία τιμάται και εορτάζεται η πανίερη μνήμη του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι με τη δι’ αγχόνης μαρτυρική του τελείωση, η οποία συνέβαλε στην εδραίωση της χριστιανικής πίστεως στην περιώνυμη πόλη των Αθηνών, έλαβε τον αμάραντο στέφανο της Ουρανίου Βασιλείας για να συνευφραίνεται μαζί και με τους υπόλοιπους μάρτυρες και ομολογητές του ονόματος του Κυρίου μέσα στην ανεκλάλητη και αιώνια χαρά του πνευματικού στερεώματος της Εκκλησίας μας.
Η διάδοση του αρχαιοελληνικού ονόματος του ενδόξου Αθηναίου Αγίου σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια σε συνδυασμό και με την ευσέβεια του ορθόδοξου ελληνικού λαού συντέλεσε στην ανέγερση ιερών ναών επ’ ονόματί του στην Κρήτη (Ζερβιανά Κισάμου, Ανώγεια Μυλοποτάμου, Στύλος Αποκορώνου ), τις Κυκλάδες (Σαντορίνη, Τήνος) και τη Ρούμελη (Αρκίτσα Λοκρίδος, Καρπενήσι), αλλά και στην ιστόρηση της μορφής του σε ναούς και μοναστήρια της πατρίδος μας με αξιομνημόνευτη τη φιλοτεχνηθείσα αγιογραφία από τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου το 1962 στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων (οδού Αχαρνών) Αθηνών, καθώς και στη σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας, Παρακλητικού Κανόνος και Χαιρετιστήριων Οίκων προς τιμήν του από τον Μέγα Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια.
Πηγές :
– http://syndesmosklchi.blogspot.gr/2013/09/blog-post_9459.html
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος Εκπαιδευτικός
– Πανοσιολ. Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδάκης , Πρωτοσύγκελλος Ι. Μητροπόλεως Γορτύνης & Αρκαδίας Κρήτης .