Χρυσόστομος Σμύρνης
Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (8 Ιανουαρίου 1867, Τρίγλια Μικράς Ασίας - 27 Αυγούστου 1922, Σμύρνη) ήταν Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και ιεράρχης
καθώς και Μητροπολίτης Σμύρνης.
Στις 11 Μαρτίου 1910 ο Χρυσόστομος μετετέθη στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη Σμύρνη συνέχισε τους εθνικούς αγώνες, οργανώνοντας μάλιστα πάνδημο συλλαλητήριο ώστε να καταγγείλει αφενός τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, αφετέρου δε την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα.
καθώς και Μητροπολίτης Σμύρνης.
Την περίοδο 1902-1910 διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών με σημαντική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα. Από το 1910 έως και τον μαρτυρικό του θάνατο διετέλεσε Μητροπολίτης Σμύρνης. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρά την προσφορά ασφαλούς διαφυγής σε αυτόν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, και κατακρεουργήθηκε από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο κατά την ανακατάληψη της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό στη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 27 Αυγούστου 1922, μετά από εντολή του Νουρεντίν πασά. Το 1993 κατετάγη στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μαζί με όλους τους μάρτυρες της Μικρασιατικής Καταστροφής, με απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος.[1]
Πίνακας περιεχομένων
Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1867 στην Τρίγλια της Βιθυνίας (επαρχία Προύσας), στην Προποντίδα της Μικράς Ασίας. Ήταν γιος του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμονίδου, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά οκτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και αντιπροσώπευε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων. Επίσης, αναμιγνυόταν στα κοινά και εκλεγόταν δημογέροντας. Η μητέρα του ήταν ευλαβής χριστιανή και αναφέρεται ότι τον είχε τάξει στην Παναγία.
Ο Χρυσόστομος εκδήλωσε νωρίς την επιθυμία του να γίνει κληρικός. Οι γονείς του έγιναν αρωγοί στην επιθυμία του, πουλώντας ακίνητη περιουσία και στέλνοντάς τον οικότροφο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου είχε την τύχη να έχει σπουδαίους δασκάλους. Είχε επίσης την τύχη να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών του ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Βαλιάδης, ο οποίος τον γνώρισε σε μια επίσκεψή του στη Σχολή και εκτίμησε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος αποφοίτησε από τη Σχολή με «άριστα».
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Το 1896 ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε με το θέμα που δημιούργησαν καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, οι οποίοι, θέλοντας να προσηλυτίσουν ορθοδόξους της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προέβη σε πλήθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, τα οποία εξέδωσε και σε βιβλίο. Κατόπιν αυτού, οι Λαζαριστές υποστήριξαν ότι επρόκειτο για σπίτι της Θεοτόκου.
Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄). Στις 18 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τον Χρυσόστομο και τον χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη θέση αυτή προήδρευσε μικτής επιτροπής Ορθοδόξων και Αγγλικανών με θέμα την ένωση των δύο Εκκλησιών. Ακόμη συνετέλεσε στη ματαίωση των σχεδίων του αρχηγού της Πασλαβιστικής Εταιρείας Ποποσυστότσεφ, που επεδίωκε την αλλοίωση του ελληνικού χαρακτήρα του Αγίου Όρους και τον εκσλαβισμό των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων[2]. Ταυτόχρονα, αξιοποίησε την ευγλωττία του στο κήρυγμα. Μνημειώδης θεωρείται ο επικήδειός του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, πνευματικό πατέρα του Κωνσταντίνου Ε΄, καθώς επίσης και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1901. Την ίδια ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή του 1901, απομακρύνθηκε από τον Οικουμενικό Θρόνο ο Κωνσταντίνος Ε΄ και κατόπιν επανεξελέγη ο δυναμικός Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής. Και αυτός όμως εκτίμησε τα προσόντα του Χρυσοστόμου, και έτσι εκλέγεται παμψηφεί, στις 23 Μαΐου 1902 Μητροπολίτης Δράμας. Την ημέρα της εκλογής του, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη, είπε τα εξής προφητικά: «Εν όλη τή καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου», πράγμα που έγινε 20 χρόνια αργότερα.
Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι Άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος Ιεράρχου. Ο νεοεκλεγείς Μητροπολίτης Χρυσόστομος, εις τον χειροτονητήριον λόγο του, απευθυνόμενος προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην.[3] |
Η άφιξη, η ενθρόνιση του Χρυσοστόμου στη Δράμα έγινε στις 22 Ιουλίου 1902. Ως πρώτο μέλημά του έθεσε την ενίσχυση της Ελληνικής Κοινότητας, των φιλεκπαιδευτικών σωματείων και των Ελληνικών σχολείων. Μάλιστα με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε πληθώρα ελληνικών σχολείων όπως το καλλιμάρμαρο Γυμνάσιο Δράμας με σχήμα κάτοψης Π με σαφή αναφορά στη λέξη Πατρίδα. Ταυτόχρονα πραγματοποιούσε περιοδείες στις ελληνικές κοινότητες που δέχονταν τη βουλγαρική πίεση και προπαγάνδα, όπως η Προσοτσάνη και ο Βώλακας.[4] Οι Βούλγαροι επιχειρούσαν συστηματικά με απειλές, βιαιότητες και δολοφονίες να εξαναγκάσουν τους Έλληνες να προσχωρήσουν στη βουλγαρική Εξαρχία. Και αυτό γιατί η Εκκλησιαστική ενσωμάτωση των κατοίκων μιας περιοχής ήταν ο πρόδρομος της εδαφικής προσάρτησής της, όταν αργότερα θα διαλυόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.[5]
Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του αντιμετώπισε την τρομοκρατικές ενέργειες του βουλγαρικού κομιτάτου καθώς και την τότε ρουμανική προπαγάνδα και ανέπτυξε έξοχη εθνική δράση, συγκρατώντας τους πεπλανημένους, ενθουσιάζοντας τους λιγόψυχους και αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διεύθυνση του Αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζίδων.
Παράλληλα, έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό στη Δράμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο. Επίσης φρόντισε για την ανέγερση οικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύοντας και πολλά φιλανθρωπικά καταστήματα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα. Η εθνική αυτή δράση του Χρυσοστόμου ανησύχησε την τουρκική διοίκηση, η οποία και αναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επιτυγχάνοντας την ανάκλησή του από Μητροπολίτη τον Οκτώβριο του 1907. Διασώζεται το γεγονός πως ο Χρυσόστομος αναχώρησε από τη Δράμα συνοδευόμενος έως το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της. Ο Ιεράρχης μετέβη και παρέμεινε στην Τρίγλια, τη γενέτειρά του, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Τον Ιούλιο του 1908 παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς γενική αμνηστία με την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έτσι ο Χρυσόστομος βρήκε την ευκαιρία να επιστρέψει στο ποίμνιό του στη Δράμα τον Αύγουστο του 1908.
Ο Χρυσόστομος ανέπτυξε συνεργασία με την Δημογεροντία της Δράμας και οργάνωσε σώματα Μακεδονομάχων, ντόπιων αλλά και προερχόμενων από την ελεύθερη Ελλάδα. Επίσης, η αλληλογραφία του Χρυσοστόμου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τους Προξένους αλλά και τις Ελληνικές Αρχές, ήταν συνεχής με σκοπό να γίνουν γνωστά τα μαρτύρια των Ελλήνων της Μακεδονίας, από τους κομιτατζήδες, και να συγκεντρωθεί η απαραίτητη βοήθεια[6].
Η ακατάπαυστη δραστηριοποίηση του Χρυσοστόμου σε όλα τα επίπεδα για την προάσπιση του Ελληνισμού ενάντια στις βιαιότητες των Κομιτατζήδων για τον εκβουλγαρισμό του, οδήγησε για μια ακόμη φορά, να του απαγορέψουν τις επισκέψεις στα χωριά της Δράμας. Οι συνεχείς συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων αποδίδονται από τους Άγγλους παρατηρητές αλλά και τους Οθωμανούς, στον Χρυσόστομο. Έτσι, Οθωμανοί και Βούλγαροι βρήκαν αφορμή για μια ακόμη φορά να ζητήσουν την απομάκρυνσή του με τη δικαιολογία των τουρκικών αρχών ότι η παρουσία του Χρυσοστόμου προκαλεί τη διασάλευση της τάξης. Τελικά πέτυχαν τη δεύτερη και οριστική απομάκρυνσή του Χρυσοστόμου από τη Δράμα τον Ιούνιο του 1909. Ο Ιεράρχης μετέβη και πάλι εξόριστος στη γενέτειρά του.[7]
Μητροπολίτης Σμύρνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το έργο του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Είμαι ποιμένας και οφείλω να μείνω κοντά στο ποίμνιό μου. Λόγος του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου στον Αμερικανό Πρόξενο Τζωρτζ Χόρτον.[8] |
Στις 11 Μαρτίου 1910 ο Χρυσόστομος μετετέθη στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη Σμύρνη συνέχισε τους εθνικούς αγώνες, οργανώνοντας μάλιστα πάνδημο συλλαλητήριο ώστε να καταγγείλει αφενός τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, αφετέρου δε την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα.
Το πολύπλευρο έργο του επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα της κοινοτικής ζωής -ποιμαντικό, εθνικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό - με πρωτοποριακή πρωτοβουλία το μεγάλο κοινωνικό έργο δημιουργίας ευαγών ιδρυμάτων και αθλητικών εγκαταστάσεων για τη νεολαία. Ενδεικτικά με έμπνευση και ενέργειες του Χρυσοστόμου δημιουργήθηκε στη Σμύρνη το γήπεδο του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου Σμύρνης, έχοντας μάλιστα αρνηθεί δάνειο 100.000 χρυσών λιρών που του προσέφεραν οι Άγγλοι. [9]. Συγκεκριμένα, με εισήγηση του μητροπολίτη Χρυσόστομου η Δημογεροντία και η Κεντρική Επιτροπή παραχώρησαν έκταση 105 στρεμμάτων, αν και είχαν δελεαστική προσφορά 100.000 λιρών από Άγγλους, για να την πουλήσουν. Εκεί κτίστηκε το νέο στάδιο του συλλόγου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1912 στους ΙΔ΄ Πανιώνιους Αγώνες. Το νέο στάδιο περιλάμβανε στίβο περιμέτρου 334 μέτρων, γήπεδο ποδοσφαίρου διαστάσεων 95x65 μ., γυμναστήριο εξοπλισμένο με σύγχρονα όργανα, εξέδρα για 7.000 θεατές, αποδυτήρια και γραφεία.
Κατά τον πρώτο διωγμό (επί Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) βοήθησε πολλούς Έλληνες με ναυλωμένα πλοία να διασωθούν σε ασφαλείς τόπους. Παράλληλα, επικοινωνούσε συνεχώς με Οθωμανούς αξιωματούχους και εξηγούσε με συνεντεύξεις κι επιστολές για τον διωγμό των Ελλήνων της Ανατολής σε πρόσωπα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο Γερμανός πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη γράφει για τον Μητροπολίτη Σμύρνης “… εξήρθη εις το ύψος του καλύτερου επί της γης κλήρου”. Ο υπουργός θρησκευμάτων του Σουλτάνου ζήτησε την ανάκληση του από την Σμύρνη καθώς οι τουρκικές αρχές είχαν θορυβηθεί έντονα από την πολυσχιδή δράση του υπέρ του Ελληνισμού. Στις 20 Αυγούστου 1914 Τούρκοι αστυνομικοί απομακρύνουν τον Μητροπολίτη και τον οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη Σμύρνη μετά την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, ενώ η υποδοχή του πίσω στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ήταν παλλαϊκή.
Κατά τα έτη 1919 έως 1922, οπότε και η περιοχή της Σμύρνης βρισκόταν υπό Ελληνική Διοίκηση, ο Χρυσόστομος αποτελούσε τον εθνάρχη του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Μάλιστα ήταν ο εμπνευστής της «Μικρασιατικής Άμυνας» για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση του Μικρασιάτικου μετώπου τον Αύγουστο του 1922 απογοήτευσε τον Χρυσόστομο, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του Ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε έντονα από την Ελληνική Κυβέρνηση τρόπους, έως την ύστατη, ώρα για τη διάσωση του Ελληνισμού από την επερχόμενη σφαγή.
Το μαρτύριό του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παρά τις προτάσεις που του έγιναν να αποχωρήσει ασφαλής από τη Σμύρνη καθώς το μέτωπο κατέρρεε, ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του[10]. Το απόγευμα της 27ης Αυγούστου, Τούρκος αρχιαστυνόμος μαζί με ένοπλους στρατιώτες, μετέβη στα γραφεία της Μητρόπολης Σμύρνης και διέταξε τον Χρυσόστομο να παρουσιαστεί στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν πασά, μαζί με τους Έλληνες Δημογέροντες της Σμύρνης Γεώργιο Κλιμάνογλου και Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος προσήχθη ενώπιον του Νουρεντίν στο Διοικητήριο. Εκεί ο τούρκος διοικητής τον κατηγόρησε για τη φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του τουρκικού έθνους και αφού τον εξύβρισε τον παρέδωσε στους εξαγριωμένους Τούρκους που είχαν κατακλύσει την πλατεία του Διοικητηρίου. Πρώτοι δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους οι δύο Δημογέροντες Γεώργιος Κλιμάνογλου και Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε από τον τουρκικό όχλο βρίσκοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο, στις 27 Αυγούστου 1922.[11][12][13]
Ανακήρυξη Αγίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο ως Ιερομάρτυρα. H μνήμη του «Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ Αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή» εορτάζεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (Σεπτέμβριος).
Ναοί στη μνήμη του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ιεροί Ναοί στη μνήμη του έχουν ανεγερθεί στη Δράμα, την Πτολεμαΐδα, την Τριανδρία Θεσσαλονίκης, τη Ζίντα Ηρακλείου Κρήτης, τη Σάμο, τη Ραφήνα, στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Καμμένων Βούρλων Φθιώτιδας, στην πόλη Μπέργκεν της Νορβηγίας κ.α.[14][15]
Επίσης σχεδόν σε κάθε πόλη της χώρας υφίσταται οδός που φέρει το όνομά του και ανδριάντες του κοσμούν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Νέα Σμύρνη, τη Νέα Ιωνία Μαγνησίας, τη Γλυφάδα, τον Πειραιά, τη Νίκαια Αττικής, το Περιστέρι Αττικής, τον Υμηττό[16], τη Δράμα και άλλες πόλεις.
Προστάτης Άγιος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Άγιος Χρυσόστομος έχει καθιερωθεί ως ο προστάτης άγιος των Μικρασιατών. Επίσης μαζί με τον Άγιο Νεκτάριο καθιερώθηκε ως ο προστάτης άγιος του αθλητισμού και της γυμναστικής, καθώς ως πρωτοπόρος για την εποχή του, πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη της άθλησης των νέων και τη δημιουργία αθλητικών - γυμναστικών εγκαταστάσεων, σχολείων και γηπέδων.[17][18]