Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Στα 400χρόνια σκλαβιάς των Ελλήνων, οι Εβραίοι είχαν άψογες σχέσεις με τους Οθωμανούς

 
Ιωσήφ Νάζη
Ο ντον Γιοσέφ Νάζη ή Γιασσέφ Νασσί (Ισπανία 1524 – Κωνσταντινούπολη 1579) ήταν Ισπανός Εβραίος[1][2], διπλωμάτης, διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Δούκας της Νάξου, προσήλυτος στο χριστιανισμό με το όνομα Joao Miquez.

Πίνακας περιεχομένων

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στην Ισπανία το 1524 και ήταν, αυτός και η οικογένειά του, κονβέρσος[3], έχοντας πάρει το χριστιανικό επώνυμο των Μέντεζ. Ο πατέρας του Γιοσέφ, διάσημος γιατρός, πέθανε όταν εκείνος ήταν μικρό παιδί και μεγάλωσε στην οικογένεια των θείων του. Η οικογένεια Μέντεζ μετακόμισε στην Λισσαβώνα της Πορτογαλίας, που είχε πιο ελαστική πολιτική απέναντι στους Εβραίους, κατορθώνοντας να πάρουν μαζί τους την περιουσία τους, αλλά και τον μικρό ανιψιό τους. Η οικογένεια Μέντεζ ήταν τραπεζίτες διεθνούς εμβέλειας, αφού είχαν ανοίξει και ένα υποκατάστημα στην Αμβέρσα. Όταν η Ιερά εξέταση έφτασε και στη Πορτογαλία, η οικογένεια Μέντεζ μετακόμισε στην πιο φιλελεύθερη Αμβέρσα μαζί με τη θεία του Γκράτσια Μέντεζ, χήρα πλέον του θείου του Φραντσέσκο Μέντεζ, η οποία ανέλαβε τη διεύθυνση των τραπεζικών εργασιών του άντρα της.
Ο νεαρός Νάζη – Μέντεζ ανέλαβε τη διεύθυνση του τραπεζικού οίκου, κάτι που τον έφερε σε επαφή με όλους τους ευγενείς της βασιλικής αυλής. Ο βασιλιάς της Γαλλίας, όπως και η βασίλισσα Μαίρη της Ουγγαρίας, αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας Κάρολου Ε', ήταν πελάτες του.
Όταν έμαθαν ότι οι Εβραίοι στην αυλή του Σουλτάνου γινόταν πρόθυμα δεκτοί, αυτός και η θεία του αποφάσισαν να μετακομίσουν -για μια τελευταία φορά- στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα μπορούσαν ελεύθερα να εξασκούν τη θρησκεία τους. Ύστερα από αρκετά χρόνια προετοιμασίας, έτσι ώστε να μεταφέρουν και τις οικονομικές του επιχειρήσεις, αναχώρησαν πρώτα για τη Βενετία το 1549 και τελικά, μετά από μεγάλες περιπέτειες, κατάφεραν να φύγουν για τη Κωνσταντινούπολη το 1552.
Η Γκράτσια Μέντεζ, θεία του Ιωσήφ, της οποίας νυμφεύτηκε την κόρη. Μετάλλιο.

Η ζωή στην αυλή του Σουλτάνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκεί, ο Γιοσέφ Νάζη, αποκήρυξε τον χριστιανισμό, πήρε πάλι το εβραϊκό του όνομα και νυμφεύτηκε την εξαδέλφη του Ρέινα, κόρη της θείας του Γκράτσια. Δεν του πήρε πολύ καιρό για να βάλει τις βάσεις για τη δημιουργία εμπορικών επιχειρήσεων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, εγκαταλείποντας την ανασφάλεια των τραπεζιτικών επιχειρήσεων. Ανέπτυξε πλούσια εισαγωγική και εξαγωγική δραστηριότητα χάρη στα προνόμια που του παραχώρησε ο σουλτάνος, όπως το μονοπώλιο της συλλογής και διαχείρισης των φόρων του μελιού στη Πολωνία και της εμπορίας κρασιού στη Μολδαβία. Ταυτόχρονα ανέπτυξε μεγάλη φιλία με τον μεγαλύτερο γιο του Σουλεϊμάν Α' του Μεγαλοπρεπούς, τον Σελίμ Β', όταν αυτός ήταν ακόμα διοικητής της Κιλικίας. Η ισχυρή θέση που είχε δίπλα στον Σελίμ Β' (πρεσβευτής του) τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή στις ευρωπαϊκές αυλές. Πολλοί βασιλείς προσπάθησαν να κερδίσουν τη φιλία του, με δώρα και υποσχέσεις. Ήταν μάλιστα τόση η επιρροή του στον Σελίμ Β', ώστε άρχισαν να διαδίδονται φήμες στην Κωνσταντινούπολη για να εξηγήσουν αυτήν τη στενή σχέση: ότι ο Σελίμ ήταν γιος Εβραίου, που μωρό ακόμη μπήκε στο χαρέμι και όχι γιος του Σουλεϊμάν Α'.[4]
Ο Νάζη ενήργησε επίσης και για την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους. Ο ιστορικός Άμαντος γράφει: « ο Ιωσήφ ήθελε περισσότερα εισοδήματα και ωθούσε τον Σελήμ στη κατάκτηση της Κύπρου, της οποίας το περίφημο κρασί άρεσε πολύ στον Σελήμ». [5] Κατά αυτού του πολέμου με τη Βενετία, ήταν ο μεγάλος βεζύρης του Σελίμ Β', ο πασά Μεχμέτ Σόκκολη, που ήταν γαμπρός του και άσπονδος εχθρός του Νάζη. Ο Νάζης όμως, μαζί με τους άλλους Τούρκους υψηλόβαθμους αξιωματούχους, ήθελαν -εκτός των άλλων- να καταστραφεί η Βενετία για να πάρουν το προσοδοφόρο εμπόριό της στα χέρια τους. Έτσι επέτυχαν τον πόλεμο με τη Βενετία, που κηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 1570 και τη συνεπακόλουθη άλωση της Κύπρου.
Όταν όμως ο Σελίμ Β' πέθανε, άλλαξε και η τύχη του: ο καινούριος σουλτάνος Μουράτ Γ΄ δεν ήταν φίλος με τον Νάζη και έτσι οι υπηρεσίες του δεν ήταν πια ευπρόσδεκτες στο παλάτι.
Ο Νάζη τότε αποσύρθηκε στο όμορφο παλάτι του, στο Μπελβεντέρε στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, ασχολούμενος μόνο με τις εμπορικές επιχειρήσεις του και τις φιλολογικές αναζητήσεις του. Ήταν μεγάλος φίλος των γραμμάτων και Εβραίοι λόγιοι, ραββίνοι, ποιητές και διδάσκαλοι έβρισκαν καταφύγιο και υποστήριξη σε αυτόν, όπως και στη θεία του Γκράτσια. Μάλιστα είχε δημιουργήσει μια μεγάλη βιβλιοθήκη, που ήταν πάντα ανοιχτή στους λόγιους Εβραίους και τύπωνε και εβραϊκή εφημερίδα.
Ο Νάζη πέθανε στις 2 Αυγούστου του 1579, υποφέροντας από λιθίαση, χωρίς να αφήσει απογόνους. Αμέσως μετά ο άσπονδος εχθρός του, ο βεζύρης Σόκκολης, κατέσχεσε την περιουσία του, με τη δικαιολογία ότι χρωστούσε χρήματα στο σουλτανικό Θησαυροφυλάκιο. Η σύζυγός του Ρέινα έζησε ακόμη 20 χρόνια, μόλις καταφέρνοντας να κρατήσει τα χρήματα της προίκας της, αλλά πάντα βοηθώντας τους Εβραίους λογίους. Πολλοί Εβραίοι ποιητές θρήνησαν για το θάνατό του και τον εξύμνησαν σαν «το σκήπτρο του Ισραήλ και τον σημαιοφόρο των διασκορπισμένων Ιουδαίων» [6]

Ο Νάζη και το Δουκάτο της Νάξου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Δουκάτο της Νάξου
Όταν ο Σελίμ Β' έγινε σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έδωσε το 1566 στον ευνοούμενό του τη διοίκηση και τα έσοδα του Δουκάτου της Νάξου: τη Νάξο, την Άνδρο, τη Πάρο, την Αντίπαρο, τη Θήρα, τη Μήλο, τη Σύρο, την Κέα, την Κύθνο, τη Σέριφο, τη Σίφνο, την Αμοργό, την Ίο, την Ανάφη και την Αστυπάλαια.
Ο Σελίμ Β' τον ονόμασε μάλιστα και Βασιλέα της Νάξου και Δωδεκανήσου (=έτσι ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τις Κυκλάδες)[7]. Ως διοικητής υπήρξε διεφθαρμένος και τυραννικός και οι νησιώτες ζήτησαν να αποκατασταθεί η παλαιά διοίκηση από την οικογένεια Κρίσπο, αλλά μάταια. Τη διοίκηση κράτησε μέχρι και το θάνατό του, το 1579. Μετά, τα νησιά αυτά προσαρτήθηκαν στην Τουρκική Αυτοκρατορία και το Δουκάτο έπαψε να υπάρχει.

Ο Νάζη και η ίδρυση εβραϊκού κράτους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τείχη της Τιβεριάδας
Άποψη της Τιβεριάδας τον 19ο αι.
Το 1563 η φιλία του με τον Σελίμ Β' ανταμείφθηκε με τη παραχώρηση γης στην περιοχή της Τιβεριάδας, στη Παλαιστίνη. Ο Νάζη σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει τη γη αυτή για να επαναπατρίσει τους Εβραίους της Ευρώπης, που διώκονταν από την Ιερά Εξέταση και υπέμειναν διάφορες άλλες διώξεις. Το 1571 έστειλε έναν πιστό σύντροφό του, τον Γιοσέφ μπεν Αμπρούθ, να οργανώσει την εγκατάσταση στην Τιβεριάδα· έστειλε γράμματα πρόσκλησης σε όλες τις εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης και μάλιστα διέθεσε και τα πλοία τα οποία θα τους μετέφεραν.
Ξανάχτισε τη πόλη και τα τείχη της. Φύτεψε πολλές μουριές για να κάνει τη πόλη ισχυρό βιοτεχνικό και εμπορικό κέντρο μεταξιού – δραστηριότητα στη οποία οι Εβραίοι διέπρεπαν εκείνη την εποχή – και κάλεσε πολλούς μεταξοτεχνίτες να εγκατασταθούν εκεί.
Κάποιες ομάδες Εβραίων από την Καμπανία και τη πόλη Πέζαρο της Ιταλίας ξεκίνησαν για το ταξίδι, αλλά πειρατές που τότε μάστιζαν τις θάλασσες έπιασαν το καράβι τους, τους αιχμαλώτισαν και τους πούλησαν για δούλους. Επίσης οι εγκατεστημένοι εκεί Άραβες διαμαρτυρήθηκαν εντόνως, λέγοντας στον σουλτάνο ότι έτσι θα δημιουργούνταν προβλήματα για τους μουσουλμάνους και η καχυποψία κυριάρχησε.
Ο πόλεμος μεταξύ Βενετίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας που ξέσπασε και ο θάνατος του Νάζη το 1579 ναυάγησαν το σχέδιο οριστικά.