Συγκλονίζουν οι μνήμες της 96χρονης Ελευθερίας Ψαλτήρα από την καταστροφή της Σμύρνης τον «μαύρο» Σεπτέμβρη του 1922.
«Η Σμύρνη πήρε φωτιά, καίγεται… Εκεί, κορούλα μου, ήταν τα πλοία, τα γαλλικά και τα εγγλέζικα και πήγαινε ο κόσμος μπας και σωθεί.
Και τους κόβανε τα χέρια και πέφτανε στη θάλασσα οι κοπέλες και τα παλικάρια». Πάνω από 90 χρόνια έχουν περάσει από τον «μαύρο» Σεπτέμβρη του ’22 που η Σμύρνη παραδινόταν στις φλόγες και μαζί της η ζωή χιλιάδων ανθρώπων που έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Κι, όμως, η εικόνα της καιόμενης πόλης δεν «ξεθώριασε» ποτέ στη μνήμη της 96χρονης, σήμερα, Ελευθερίας Ψαλτήρα.
Μικρό παιδί, στην αγκαλιά της μητέρα της τότε, θυμάται σαν χθες τις τελευταίες ώρες που έζησε η οικογένειά της στην «πόλη του πόνου» και το μακρύ ταξίδι, με βάρκες, μέχρι την Ελλάδα και αφηγείται την προσωπική της «οδύσσεια» στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από το διαμέρισμά της στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, δηλώνοντας «μικρασιάτισσα στην καρδιά και το μυαλό».
Ο παππούς και ο πατέρας της 96χρονης, βλέποντας τις σκηνές φρίκης που εκτυλίσσονταν μετά την κατάρρευση του ελληνικού στρατιωτικού μετώπου, λόγω της αντεπίθεσης των Τούρκων ανταρτών με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, αποφάσισαν να πάρουν την οικογένεια και μαζί με τα όποια χρήματα είχαν και κάποια απαραίτητα είδη, όπως παπλώματα, να μπουν στα καΐκια και να ξεκινήσουν για τη Θεσσαλονίκη.
«Τα πράγματα είχαν αγριέψει. Τα τρένα κουβαλούσαν πτώματα. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να πάρει την οικογένεια του και να φύγουμε μακριά από τη Σμύρνη. Κρύψανε τα λεφτά τους, πήραν συγγενείς και κουμπάρους και σηκώθηκαν νύχτα και φύγανε. Εγώ ήμουν σχεδόν μωρό. Αρμενίζαμε μέρες με τα κουπιά- τότε δεν υπήρχαν μηχανές, μόνο πανιά» μας λέει η 96χρονη.
«Ο μπαμπάς μου, πριν εγκαταλείψουμε το σπίτι μας στη Σμύρνη, είχε πάρει ένα τσουβάλι λίρες, αλλά ήταν χάρτινες, μεγάλες. Τα λεφτά τους τα πήραν και οι υπόλοιποι συγγενείς. Για να ζήσουμε μέσα στα καΐκια καίγανε τις λίρες για να τηγανίσουνε αυγά να φάμε. Από τα συνολικά πέντε τσουβάλια έμεινε μόνο το ένα, όταν φτάσαμε. Τα άλλα τα κάψαμε στη διαδρομή γιατί νομίζαμε ότι δεν έχουν αξία» θυμάται.
Ύστερα από μια σύντομη στάση στη Μυτιλήνη και μια μεγαλύτερη στη Στυλίδα, η οικογένεια με τα εφτά καΐκια της έφτασε στη Θεσσαλονίκη. «Μόλις φτάσαμε στην Ελλάδα, κάποια στιγμή οι δικοί μου ήθελαν να δουν εάν περνάνε τα χρήματα που φέρανε από την Τουρκία. Πήγε τότε ο παππούς μου με μια χάρτινη λίρα στον μπακάλη και, όταν είδε πόσα πολλά ρέστα του έδωσε, τρελάθηκε. Γύρισε σπίτι και είπε: «τα λεφτά που φέραμε περνάνε κι εμείς τα κάψαμε…».
Εκείνα τα καΐκια, με τα οποία ήρθαν από τη Σμύρνη, αποτέλεσαν την «προίκα» της οικογένειας, αφού τα παιδιά της κυρίας Ελευθερίας, όπως και τα εγγόνια της, συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση κι εργάζονται ως ψαράδες, ενώ η ίδια παραμένει «μικρασιάτισσα με τα όλα της» παρά το γεγονός ότι λίγα χρόνια απομένουν για να συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής. [news247.gr]