Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Έχουν ήδη συμμαχήσει με τους αποκεφαλιστές του σουνιτικού Ισλαμικού κράτους.
Και το διαφημίζουν χωρίς αιδώ. Αμερικανοί, Ισραηλινοί και τα παρακολουθήματά τους στην ΕΕ και στη Μέση Ανατολή (Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Κατάρ),
δηλώνουν και το κάνουν πράξη πως προτιμούν τους ισλαμιστές-αποκεφαλιστές , παρά το κοσμικό καθεστώς του Άσαντ. Και κάθε μέρα που ο Άσαντ παραμένει στην εξουσία κυριολεκτικά σκυλιάζουν και βγάζουν αφρούς σαν σεληνιασμένα τετράποδα.
Η ρεαλιστική πλέον προοπτική να κερδίσει ο Άσαντ τον πόλεμο τους εξωθεί στο να αποδίδουν στο καθεστώς του προέδρου της Συρίας κάθε έγκλημα πολέμου που συντελείται στην Συρία, να βομβαρδίζουν, να απαιτούν κυρώσεις από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, και να εφαρμόζουν πολιτικές που στοχεύουν στην ανατροπή του Άσαντ.
Ό,τι όμως και να πράξουν δεν τους βγαίνει το παιγνίδι διότι έχουν χάσει πλέον την πρωτοβουλία των κινήσεων, δηλ. αδυνατούν να διαμορφώσουν το στρατηγικό περιβάλλο, όπως το παλιό καλό καιρό του μεταψυχροπολεμικού μονοπωλισμού.
Λιβύη και Αίγυπτος υπήρξαν οι τελευταίοι βρυχηθμοί του λέοντος, με την ανατροπή των εκεί καθεστώτων. Σε Συρία και Ουκρανία όμως τα βρήκαν μπαστούνι. Και εδώ έγκειται και το στρατηγικό τους πρόβλημα. Έχουν χάσει τη πρωτοβουλία των κινήσεων στη διεθνή σκακιέρα, όπως έχουν χάσει και το κατ´αυτούς, “ηθικό πλεονέκτημα”.
Όπως όμως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις με μεγάλες δυνάμεις – όταν δηλαδή το προπαγανδιστικό τους αφήγημα αρχίζει να μπάζει από παντού- το εγκαταλείπουν και εφαρμόζουν τη βία, συνοδευόμενη από κάθε λογής ψέμα που υπάρχει στη φαρέτρα τους. Και το γεγονός αυτό στα μάτια τρίτων είναι η μεγαλύτερη απόδειξη πως χάνουν το παιγνίδι και προσπαθουν με κάθε μορφή πολιτικής παγαποντιάς να περιορίσουν τη ζημιά και το πλήγμα στη αξιοπιστία τους. Αυτό είναι που συμβαίνει στη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και των παρακολουθημάτων τους στη Μέση Ανατολή. Και γι αυτό έχουν σκυλιάσει με των Άσαντ.
Οι Ισραηλινοί υπήρξαν οι πρώτοι που διατύπωσαν δημόσια και χωρίς ενδιασμούς την πολιτική τους υποστήριξη υπέρ των τζιχαντιστών και του Ισλαμικού κράτους έναντι του Άσσαντ. Ο πρώην πρέσβυς του Ισραήλ στην Ουάσιγκτον (2009-13), o Αμερικανοεβραίος Michael Oren, δήλωσε το 2013, “πως οι Ισραηλινοί πάντα ήθελαν να φύγει ο Μπασάρ Άσαντ, και πάντοτε προτιμούσαν τους κακούς που δεν τους υποστήριζε το Ιραν παρά αυτούς που υποστήριζε το Ιράν.” Αυτή υπήρξε η πρώτη δημόσια παραδοχή των Ισραηλινών ότι προτιμούσαν την ανατροπή του Άσαντ. Μέχρι τότε ούτε ο Νετανιάχου δεν είχε ζητήσει δημόσια κάτι τέτοιο.
Το 2010 και προτού αρχίσει ο αμερικανικός πόλεμος κατά της Συρίας, η ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον απαίτησε η Συρία να αποδεχτεί μια σειρά βασικών Ισραηλινών απαιτήσεων: η Δαμασκός έπρεπε να διακόψει τις σχέσεις της με την Χεζπολλάχ του Λιβάνου, έπρεπε να περιορίσει δραματικά τις σχέσεις της με την Τεχεράνη και έπρεπε να συνομολογήσει συμφωνία με το Ισραήλ. Η άρνηση της Δαμασκού να αποδεχτεί τις υποδείξεις οδήγησε στον πόλεμο του 2011.
Στις θέσεις του Oren αλλά και της Κλίντον βλέπουμε ξεκάθαρα πως η πολιτική της Ουάσιγκτον στο ζήτημα της Συρίας και του συναφούς ζητήματος του Ιράν, ποδηγετούνται από την Ιερουσαλήμ.
Για το ζήτημα αυτό, πέραν των προαναφερθέντων αποσπασματικών δηλώσεων, η πολιτική του Ισραήλ για Συρία και Ιράν και η ποδηγέτησή της αμερικανικής πολιτικής από το Ισραήλ, αποτυπώνεται με το “νί και με το σίγμα” στις αποκαλύψεις των Wikileaks και ειδικά στην περιβόητη αλληλογραφία της Χίλαρυ Κλίντον με τους συνεργάτες της.
Η διαχρονική μακροστρατηγική του εβραϊκού κράτους για την ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι ο κατακερματισμός της περιοχής σε όλο και μικρότερα κράτη (και οντότητες) εκ των οποίων κανένα δεν θα διαθέτει την ικανότητα να απειλήσει το Ισραήλ. Για αυτό το λόγο σήμερα δεν υπάρχει αυτόνομο Ιράκ και δεν πρέπει να υπάρχουν Συρία, Ιράν και η συμμαχική τους σχέση με τη Χεζπολλάχ. Οι Ισραηλινοί πιστεύουν πως η ανατροπή του Άσσαντ θα σπάσει τη συμμαχική αλυσίδα Συρίας-Ιραν, και θα ανοίξει το δρόμο για την ανατροπή του Ιρανικού καθεστώτος.
Βέβαια δημόσια το Ισραήλ δεν παραδέχεται πως υπάρχει κράτος που το απειλεί “υπαρξιακά” διότι το Ισραήλ διαθέτει εκατοντάδες πυρηνικά όπλα. Όμως ο παμπούλας της “υπαρξιακής απειλής” αποτελεί αποτελεσματικό προπαγανδιστικό όπλο και κυρίως για εσωτερική κατανάλωση. Συρία και Ιράν “προσωποποιούν” τη απειλή αυτή.
Ο Άσαντ δεν είχε κανένα ώφελος και κανένα συμφέρο να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα σε μια περίοδο που στρατηγικά κερδίζει τον πόλεμο. Όπως και το 2003 όταν και κέρδιζε τακτικά τον πόλεμο και κατηγορήθηκε για το ίδιο έγκλημα πολέμου που εν τελεί απεδείχθη πως διέπραξαν ζτινχαντισστές με την ενεργή βοήθεια της Τουρκίας. Αντίθετα επωφελούνται οι πάσης λογής εχθροί του.
Όπως όμως προαναφέρθηκε, όταν χάνεις το παιγνίδι και είσαι μεγάλη δύναμη τότε αρχίζεις και παίζεις βρώμικα. Είναι ένα παιγνίδι που οι αμερικανό-δυτικοί και οι Ισραηλινοί έχουν εξέλιξη σε “επιστήμη” και αυτό τεκμειριώνεται με τη καθημερινή δαιμονοποίηση του Άσσαντ στα δυτικά ΜΜΕ.
Ο Άσαντ, με τη βοήθεια των συμμαχών του, κυρίως της Ρωσίας και του Ιράν, κερδίζει το πόλεμο κατά των τζιχαντιστών-αποκεφαλιστών του σουννιτικού ισλαμικού κράτους. Και οι εχθροί του, αμερικάνοι, Ισραηλινοί, Τούρκοι, Σαουδάραβες, Καταριανοί και οι ενεργούμενοί τους στην ΕΕ, αφρίζουν από το κακό τους και την αδυναμία τους να αλλάξουν τα δεδομένα στο έδαφος. Και έχουν κυριολεκτικά σκυλιάσει.
Y.Γ. Λίγες μόλις μέρες μετά τη φερόμενη επίθεση με το χημικό σαρίν από τις δυνάμεις του Άσσαντστις, αρχές Απριλίου με περίπου 70 νεκρούς, είχαμε μια επίθεση αυτοκτονίας που άφησε πάνω από 120 νεκρούς μεταξύ των οποίων και τουλάχιστο 116 παιδιά (δεν είδαμε όμως καμία μακάβρια φωτογραφία τους, αντίθετα με την περίπτωση της φερόμενης χημικής επίθεσης). Η επίθεση έγινε οργανωμένα από Σουννίτες ζτιχαντιστές-αποκεφαλιστές. Στόχος υπήρξαν σιίτες μουσουλμάνοι και κυρίως παιδιά που μόλις απελευθερώθηκαν και βρίσκονταν σε λεωφορείο που θα τους μετέφερε στις ελεύθερες περιοχές της Συρίας.
Δεν ακούσαμε και δεν διαβάσαμε καμία ανάλογη με την περίπτωση του σαρίν αντίδραση των δυτικών για την εκατόμβη των σιιτών νεκρών. Και δικαιολογημένα δεν ακούσαμε. Ήταν οι “δικοί τους μπάσταρδοι” που διέπραξαν το έγκλημα, όπως περιέγραφε και ο Πρόεδρος Ρούσβελτ τους δικτάτορες -σύμμαχούς του στη κεντρική και Λατινική Αμερική. Και εδώ μπαίνω στον πειρασμό να προσθέσω και τούτο. Όταν είχαμε το μακελειό στο μετρό της Μόσχας καμία σχεδόν χώρα της βορειοδυτικής και ανατολικής Ευρώπης δεν έδειξε δημόσια δείγματα συμπάθειας και αλληλεγγύης. Το αντίθετο συνέβη όταν είχαμε την τζινχαντιστική επίθεση στη Νορβηγία που ακολούθησε. Αυτά από τους ηθικοπλάστες και “ανθρωπιστές” της Δύσης.