Ο κόσμος μας στο κοντινό μέλλον:
Οι άξονες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και οι προβλέψεις των υπηρεσιών πληροφοριών
Με την ανάληψη καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ να πλησιάζει και την αντιπαράθεση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο κέρδισε τις εκλογές να συνεχίζει να μαίνεται, προφανές ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι άξονες πάνω στους οποίους αναμένεται να κινηθεί η αμερικανική εξωτερική πολιτική κατά την θητεία Τραμπ, όπως αυτοί προκύπτουν από την εξέταση του υποψήφιου για τη θέση του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Ρεξ Τίλερσον, από την αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας.
Οι βασικές θέσεις του, όπως τις παρουσιάζει σε ανάρτηση στο Ινστιτούτου Διεθνών Ευρωπαϊκών και Αμυντικών Αναλύσεων ο κ. Ηλίας Κουσκουβέλης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, κάτοχος της Έδρας ΓΕΕΘΑ στις Στρατηγικές Σπουδές «Θουκυδίδης», έχουν ως εξής:
- Η Ρωσία είναι «κίνδυνος», «αντίπαλος» και ίσως «εχθρός»- Η προσάρτηση της Κριμαίας είναι παράνομη.
- Οι ΗΠΑ στην υπόθεση της Κριμαίας δεν έκαναν «αναλογική εμφάνιση ισχύος» (“proportional show of force”). Η έλλειψη σθεναρής και ισχυρής αμερικανικής απάντησης κρίθηκε από την Ρωσία ως αδυναμία.
- Η Ρωσία επιζητεί αναγνώριση του ρόλου της διεθνώς, λόγω και της ιδιότητάς της ως πυρηνικής υπερδύναμης.
- Οι κινήσεις ή η συμπεριφορά της Ρωσίας είναι προβλέψιμη.
- Ο κίνδυνος περιβαλλοντικής αλλαγής υπάρχει, όπως και η ανάγκη μέτρων.
- Η αποτελεσματική διπλωματία χρειάζεται και την απειλή της ισχύος.
- Η υποχρέωση του άρθρου 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ είναι απαραβίαστη.
- Η Τουρκία, λόγω έλλειψης ηγεσίας εκ μέρους των ΗΠΑ, στράφηκε στον επόμενο διαθέσιμο (Ρωσία).
- Οι ΗΠΑ πρέπει να δείξουν στο Ισραήλ πόσο σημαντικός και στρατηγικός σύμμαχος είναι. Η απόφαση του ΣΑ του ΟΗΕ δεν βοηθάει στην επίλυση των ζητημάτων.
- Οι ΗΠΑ πρέπει στη Συρία να δείξουμε ποια είναι η θέση τους και να αναλάβουν πρωτοβουλίες.
- Οι πολιτικές των ΗΠΑ στη Συρία ήταν αντικρουόμενες: από την μία να νικηθεί το ISIS και από την άλλη να φύγει ο Άσαντ.
- Η χρήση στρατιωτικής ισχύος είναι πάρα πολύ σοβαρό θέμα, καθώς Κοστίζει αμερικανικές ζωές.
- Στο Ιράκ, Λιβύη και Συρία δεν υπήρχαν απαντήσεις για το τι θα γίνει μετά (την ανατροπή των καθεστώτων).
Οι προβλέψεις για το προσεχές μέλλον
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι προβλέψεις των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών σχετικά με το τι αναμένουν να δουν στον κόσμο μας στο προσεχές μέλλον.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η αναφορά Global Trends του National Intelligence Council των ΗΠΑ, η οποία εκδίδεται κάθε τέσσερα χρόνια και σε αυτήν αξιολογούνται οι τάσεις που φαίνονται να διαμορφώνονται στον κόσμο- στην ουσία, αποτελεί μια προσπάθεια πρόβλεψης του κοντινού μέλλοντος από αναλυτές των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Φέτος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόβλεψη πως «καλώς ή κακώς, το αναδυόμενο διεθνές περιβάλλον φαίνεται να οδηγείται στο κλείσιμο μιας περιόδου αμερικανικής κυριαρχίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο...όπως ίσως και η, βασιζόμενη σε κανόνες, παγκόσμια τάξη που αναδείχθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Γενικότερα, όπως σημειώνεται σε σχετικό δημοσίευμα του Defense One, το NIC (που υπάγεται στο Γραφείο του Διευθυντή των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών (Director of National Intelligence), προβλέπει το πιθανό τέλος όχι μόνο της θέσης των ΗΠΑ ως μόνης υπερδύναμης στον κόσμο, αλλά και των θεμελίων μεγάλου μέρους αυτής της ισχύος: Μιας ανοικτής παγκόσμιας οικονομίας, στρατιωτικών συμμαχιών σε Ασία και Ευρώπη και φιλελεύθερων κανόνων και θεσμών, που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά χωρών και την επίλυση των διαφορών μεταξύ τους.
Σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο μεγάλες δυνάμεις να προσπαθούν να συνεργαστούν σε θέματα διεθνούς σημασίας και να ενεργούν επιθετικά στις «γειτονιές» τους, παρατηρεί το NIC. Μέσα στα επόμενα έτη, αυτό που προβλέπεται είναι κατακερματισμός του υπάρχοντος διεθνούς συστήματος προς διαφιλονικούμενες περιφερειακές ζώνες επιρροής. Σε ένα από τα παραδείγματα αναφέρεται πως, κατά τις αρχές της επόμενης δεκαετίας (2020) η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν ίσως καταλήξουν στο συμπέρασμα πως οι ΗΠΑ «υποχωρούν» από διάφορα σημεία του κόσμου όπου ήταν παρούσες, εξαιτίας διχασμών στην εσωτερική πολιτική και προβλημάτων στην οικονομία τους. Οπότε, Κινέζοι, Ρώσοι και Ιρανοί επιδιώκουν να αυξήσουν την επιρροή τους στις γειτονικές χώρες, με αποτέλεσμα κατά τα μέσα της δεκαετίας «οι δυνάμεις στο κέντρο των περιφερειακών σφαιρών επιρροής να προσπαθούν να εδραιώσουν τα δικαιώματά τους όσον αφορά στην προνομιούχα επιρροή σε θέματα οικονομίας, πολιτικής και ασφαλείας στις ευρύτερες περιοχές τους». Το σενάριο αυτό φτάνει στο αποκορύφωμά του με έναν πόλεμο μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν κατά το 2028, όπου χρησιμοποιείται για πρώτη φορά μετά το 1945 πυρηνικό όπλο σε πολεμική σύγκρουση, με αποτέλεσμα οι μεγάλες δυνάμεις να «ταρακουνηθούν» και να αρχίσουν ξανά να συνεργάζονται μεταξύ τους.
Ακόμη, στη μελέτη προβλέπεται επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, με την Κίνα να επιβραδύνει και την Ινδία να επιταχύνει, καθώς και κλιμάκωση της τρομοκρατικής απειλής: «Αν και οι τοποθεσίες της θρησκευτικά υποκινούμενης τρομοκρατίας θα ποικίλλουν, η άνοδος του βίαιου θρησκευτικού εθνικισμού και το σχίσμα μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών θα επιδεινωθούν βραχυπρόθεσμα και ίσως να μην αποκλιμακωθούν ως το 2035» εκτιμάται. Επίσης, εκτιμάται πως σε διεθνές επίπεδο, «θάλαμοι ηχούς» όσον αφορά στην πληροφόρηση (κάτι που έχει αρχίσει να παρατηρείται ήδη στα social media, καθώς διαμορφώνονται «κύκλοι» ομοϊδεατών, όπου δεν ακούγονται άλλες απόψεις πέρα από τις δικές τους) θα «ενισχύουν αμέτρητες αντίπαλες πραγματικότητες, υπονομεύοντας την κοινή κατανόηση διεθνών γεγονότων». Ο εθνικισμός πιθανώς να ενισχυθεί εξαιτίας των μεταναστευτικών ροών και των αναταραχών από την παγκοσμιοποίηση. Ως αποτέλεσμα, ο κίνδυνος συγκρούσεων μεταξύ χωρών θα μπορούσε να φτάσει «σε επίπεδα που δεν έχουμε δει από τον Ψυχρό Πόλεμο». Όσον αφορά στη φύση των συγκρούσεων αυτών, σημειώνεται πως χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία έχουν επιδείξει μια προθυμία να επιδίδονται σε μια «γκρίζα ζώνη» επιθετικότητας, που σταματά λίγο πριν το όριο του ανοιχτού πολέμου και θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ειρήνης και εμπόλεμης κατάστασης, αυξάνοντας κατακόρυφα τον κίνδυνο λανθασμένων εκτιμήσεων.
«Ο πόλεμος θα περιορίζεται όλο και λιγότερο στα πεδία των μαχών, και θα στοχεύει πιο πολύ στην πρόκληση αναταραχών σε κοινωνίες- με χρήση κυβερνοόπλων εξ αποστάσεως ή τρομοκρατών εκ των έσω...οι μελλοντικές συγκρούσεις όλο και περισσότερο θα έχουν έμφαση στην πρόκληση προβλημάτων σε κρίσιμες υποδομές, στην συνοχή της κοινωνίας και στις βασικές κυβερνητικές λειτουργίες με σκοπό τη διασφάλιση ψυχολογικών και γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων, αντί για την ήττα των εχθρικών δυνάμεων στο πεδίο μάχης μέσω συμβατικών στρατιωτικών μέσων. Οι άμαχοι θα στοχεύονται όλο και περισσότερο, κάποιες φορές για να προκληθούν συγκρούσεις μεταξύ εθνοτικών, θρησκευτικών και πολιτικών ομάδων για να προκληθεί αναταραχή στην κοινωνική συνεργασία και συνύπαρξη στο εσωτερικών κρατών. Τέτοιες στρατηγικές υποδεικνύουν μια τάση προς όλο και πιο δαπανηρές, αλλά λιγότερο αποφασιστικές συγκρούσεις».
Ακόμη, εν μέσω αυτού του περιβάλλοντος, λαϊκιστικές, απολυταρχικές πολιτικές θα απειλούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία: «Θα είναι μεγάλος πειρασμός η επιβολή τάξης σε αυτό το προφανές χάος» γράφουν οι συντελεστές της έρευνας.