Η διαδικασία συγχώνευσης εταιρειών στον κλάδο της βιομηχανίας τροφίμων συνεχίζεται, επιτρέποντας σε μια μικρή ομάδα πολυεθνικών ομίλων να ελέγχουν την αγορά τροφίμων από το χωράφι μέχρι το ράφι.
«Είναι καιρός να μη μας ενδιαφέρει απλά και μόνο το τι έχουμε στο πιάτο μας», επισημαίνεται στο κείμενο που συνοδεύει τον ετήσιο Άτλαντα Επιχειρηματικών Ομίλων για το 2017, τον οποίο εξέδωσαν από κοινού τα πολιτικά ιδρύματα Χάινριχ Μπελ και Ρόζα Λούξεμπουργκ, με τη συνδρομή των οργανώσεων Germanwatch, Oxfam και BUND, αλλά και της εφημερίδας Le Monde Diplomatique.
Όπως τονίζεται στον οδηγό που δημοσιοποιήθηκε χθες Τρίτη, η εξέλιξη της βιομηχανίας αγροτικής παραγωγής και τροφίμων μας αφορά όλους. Οι αγρότες και οι εργάτες στις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες πλήττονται περισσότερο από την ισχύ των ομίλων που ελέγχουν την αγορά.
Όπως τονίζεται μεταξύ άλλων, από το 2015 έχουν γίνει 12 γιγάντιες συγχωνεύσεις εταιρειών, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο μια μικρή ομάδα ομίλων κατά μήκος της αλυσίδας προμηθευτών. Μόλις επτά επιχειρήσεις ορίζουν πλέον την παγκόσμια παραγωγή φυτοφαρμάκων και σπόρων.
Στο τέλος του 2017 το φαινόμενο αυτό θα έχει οξυνθεί ακόμη περισσότερο. Όπως επισημαίνει στην DW η Μπάρμπαρα Ουνμούσιχ, διευθυντικό στέλεχος του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, «βιώνουμε μια εξέλιξη στον τομέα των φυτοφαρμάκων και των σπόρων που θα μας οδηγήσει προσεχώς από τα ολιγοπώλια σε τρία μεγάλα μονοπώλια.
Η συγχώνευση της Bayer με τη Monsanto επίκειται, δύο αμερικανικοί γίγαντες, η Dow Chemical και η Dupont, θέλουν επίσης να συγχωνευθούν και στο παιχνίδι βρίσκονται και οι Κινέζοι, που εξαγόρασαν τελευταία τον ελβετικό όμιλο αγροτικών και χημικών προϊόντων Syngenta».
Η Μπάρμπαρα Ουνμούσιχ υπογραμμίζει ότι σε όσο λιγότερα «χέρια» συγκεντρώνεται ο έλεγχος της αγοράς, τόσο περιορίζονται οι επιλογές των καταναλωτών και τόσο πιο εκβιάσιμοι καθίστανται οι εκπρόσωποι της πολιτικής από τους επιχειρηματικούς κολοσσούς.
Παραινέσεις για στροφή σε οικολογικές μεθόδους
Σύμφωνα με τους συντάκτες του Άτλαντα Επιχειρηματικών Ομίλων, μόλις τέσσερις επιχειρήσεις κυριαρχούν στις εισαγωγές και εξαγωγές αγροτικών πρώτων υλών, κατέχοντας το 70% της παγκόσμιας αγοράς.
Πρόκειται για τους αμερικανικούς ομίλους Archer Daniels Midland, Bunge, Cargill και την ολλανδική Luis Dreyfus Company, που μπορούν να εκμεταλλευτούν την τεράστια διαπραγματευτική τους ισχύ σε βάρος των παραγωγών. Οι όμιλοι αυτοί τροφοδοτούν με φθηνές πρώτες ύλες τους κολοσσούς της βιομηχανίας τροφίμων, όπως η Nestle, η Unilever, η Heinz, η Kellogg’s και η Tschibo, που είναι οι κύριοι προμηθευτές των αλυσίδων σούπερ μάρκετ.
Όπως τονίζει κλείνοντας η Μπάρμπαρα Ουνμούσιχ, «θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή των πολιτικών στο ότι η συσσώρευση ισχύος που βρίσκεται σε εξέλιξη αυξάνει τις εξαρτήσεις και τον κίνδυνο εκβιασμού από μεγάλους ομίλους. Θα πρέπει να επεκταθεί και να χρησιμοποιηθεί το δίκαιο του ανταγωνισμού κατά των καρτέλ. Κατά τα άλλα ας στραφούμε σε οικολογικές αγροτικές μεθόδους καλλιέργειας επειδή αυτές οδηγούν σε μεγάλη αύξηση της σοδειάς, που πραγματικά ωφελεί τους αγρότες και παραγωγούς».