Tις απογευματινές ώρες της 1ης Οκτωβρίου συνελήφθησαν από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου δύο υπήκοοι Ολλανδίας (άνδρας και γυναίκα) ηλικίας 35 και 34 ετών καθώς διαπιστώθηκε ότι είχαν προβεί στη φωτογράφιση αρμάτων μάχης σε Στρατόπεδο της 95 ΑΔΤΕ στην περιοχή της Αφάντου. Το συμβάν σημειώθηκε εν μέσω της Εθνικής Διακλαδικής Άσκησης ΠΑΡΜΕΝΙΩΝ-2014 κατά την οποία τα ασκούμενα τμήματα αναπτύσσονται σε θέσεις διασποράς, πεδία βολών ή ασκήσεων για τη διεξαγωγή των προβλεπομένων δραστηριοτήτων και είναι ένα μόνο από τα εκατοντάδες περιστατικά λήψης φωτογραφιών-παράνομης εισόδου που έχουν καταγραφεί σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια και κυρίως σε περιοχές της Βορείου Ελλάδος και νήσων του Ανατολικού Αιγαίου όπου εδρεύουν νευραλγικές Μονάδες ή θεωρούνται απαγορευμένες (Ζώνες Ασφάλειας Προκαλύψεως). [1]
Η συλλογή πληροφοριών αποσκοπεί στην έγκαιρη και ακριβή ανίχνευση των σχεδίων, των δυνατοτήτων και των προθέσεων του αντιπάλου. Στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον με την έκρηξη των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, ο συντριπτικός όγκος των πληροφοριών συλλέγεται από ανοικτές πηγές (Open Source Intelligence: OSINT) όπως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και το Διαδίκτυο. Παραδοσιακά, μεγάλο τμήμα της συλλογής πληροφοριών προέρχεται από ανθρώπινες πηγές (Ηuman Intelligence: HUMINT) αλλά και από τη χρήση εξειδικευμένων τεχνικών μέσων που επιτρέπουν την υποκλοπή σημάτων (Signals Intelligence: SIGINT), είτε ειτε σε μορφή επικοινωνιών (Communication Intelligence: COMINT) είτε σε μορφή ηλεκτρονικών εκπομπών (Electronic Intelligence: ELINT). Ξεχωριστή θέση στη συλλογή πληροφοριών δια τεχνικών μέσων έχει η φωτογράφιση (Imagenery Intelligence: ΙΜINT). Σε αντίθεση με τις ανθρώπινες πηγές, οι τεχνικές δεν ενέχουν κίνδυνο εντοπισμού τους καθώς χρησιμοποιούνται από απόσταση, ωστόσο οι HUMINT υπερέχουν καθώς μπορούν να μεταφέρουν πληροφορίες που είναι αδύνατο να συλλεγούν από μηχανήματα. Η ανάπτυξη δικτύων συλλογής πληροφοριών στο εσωτερικό του εχθρικού κράτους συγκαταλέγεται στις πλέον απαιτητικές αποστολές μιας υπηρεσίας πληροφοριών. Για να γίνουν οριακά αντιληπτές οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση οι ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας κρίνεται σκόπιμη η παράθεση υποθέσεων κατασκοπείας από ανθρώπινες πηγές που επιβεβαιώνουν την αδιάλειπτη προσπάθεια συλλογής στρατιωτικών πληροφοριών από τις τουρκικές υπηρεσίες.
Την 26 Αυγούστου 2008 και ώρα 20:15, έγινε αντιληπτή από τον Αξιωματικό Πύλης του Στρατοπέδου «ΛΟΧΑΓΟΥ (ΠΖ) ΚΑΡΥΔΑ ΚΩΝ/ΝΟΥ» στο χωριό Πλάτη του νομού Έβρου προσπάθεια φωτογράφησης των εγκαταστάσεων από επιβάτη Ι.Χ. οχήματος τύπου Fiat Tipo, χρώματος γκρι, με πινακίδες Βουλγαρίας (ΡΒ1885 ΧΜ). Ακολούθησε άμεση αναφορά του συμβάντος στον Επόπτη Ασφαλείας του Στρατοπέδου, στη XVI M/K MΠ/2ο Ε.Γ και στις οικείες αστυνομικές αρχές. Τελικά το ύποπτο όχημα εντοπίστηκε την ίδια ημέρα, στις 20:45, στο τελωνείο Ορμενίου ενώ επιχειρούσε να εξέλθει προς Βουλγαρία. Από τον έλεγχο που διενήργησαν τα όργανα του Αστυνομικού Σταθμού Ελέγχου Διαβατηρίων του τελωνείου διαπιστώθηκε ότι στο εν λόγω όχημα επέβαιναν τρεις Βούλγαροι υπήκοοι, εκ των οποίων οι δύο στρατιωτικοί. Επρόκειτο για τους Chapov Yopdan, Αρχιλοχία Μηχανικού, Chapova-Angelova Dimitrina, επαγγελματία οπλίτη και Gramatikov Georg, αυτοκινητιστή κατά δήλωσή του και εμπλεκόμενου σε υπόθεση αρχαιοκαπηλίας κατά ανεπιβεβαίωτη πληροφορία [2].
Στην κατοχή τους βρέθηκε μία αναλογική φωτογραφική μηχανή με υλικό τουριστικού περιεχομένου, καθώς επίσης και μία ψηφιακή φωτογραφική μηχανή με διάφορο φωτογραφικό υλικό, μεταξύ του οποίου φωτογραφίες και βίντεο από στρατιωτικές εγκαταστάσεις της περιοχής Β. Έβρου.
Κατόπιν αυτού οι επιβάτες του οχήματος συνελήφθησαν, προσήχθησαν στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ορεστιάδας και δικάστηκαν στις 27 Αυγούστου 2008 από το Πρωτοδικείο Ορεστιάδας με τη διαδικασία του αυτοφώρου. Ανακοίνωση του υπουργείου Άμυνας της Βουλγαρίας ανέφερε πως «από τους τρεις συλληφθέντες Βούλγαρους πολίτες, οι δύο είναι επαγγελματίες στρατιωτικοί στο Βουλγαρικό Στρατό με βαθμό αρχιλοχία και στρατιώτη, αντίστοιχα.
Οι ίδιοι βρίσκονταν στην Ελλάδα ως τουρίστες, στη διάρκεια της τακτικής ετήσιας άδειάς τους. Στην Ελλάδα βρίσκονταν ως ιδιωτικά πρόσωπα ενώ η παραμονή τους δεν συνδέεται με κανένα τρόπο με το επάγγελμά τους».
Στην απολογία τους οι συλληφθέντες υποστήριξαν ότι οι φωτογραφίες προορίζονταν για αμυντικό περιοδικό ωστόσο το Δικαστήριο τους βρήκε ένοχους για κατασκοπεία και επέβαλε ποινή φυλάκισης 16 μηνών. Οι τρεις Βούλγαροι άσκησαν έφεση και αφού κατέβαλλαν εγγύηση οδηγήθηκαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Ορεστιάδας προς απέλαση.
Σε επικοινωνία του τότε Διευθυντή της ΔΔΣΠ/ΓΕΕΘΑ με το Βούλγαρο ομόλογό του για εξηγήσεις όσον αφορά τις δραστηριότητες σε βάρος μιας φιλικής και συμμάχου στο ΝΑΤΟ χώρας, μετά τη σχετική συγγνώμη, επιβεβαιώθηκε ότι οι τρεις Βούλγαροι είχαν στρατολογηθεί και συνέλεγαν πληροφορίες για λογαριασμό της Τουρκίας.
[3] Στις 30 Αυγούστου, ο Έλληνας Πρέσβης στη Σόφια μετέβη στο υπουργείο Εξωτερικών της γείτονος όπου δόθηκαν διαβεβαιώσεις ότι η υπόθεση αυτή δεν θα σταθεί εμπόδιο στις πολύ καλές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, στις 24 Μαϊου 2009 συνελήφθησαν τέσσερις υπήκοοι Βουλγαρίας (τρεις γυναίκες και ένας άνδρας από το Χάσκοβο, μουσουλμάνοι Τουρκικής καταγωγής) στο Ορμένιο του Έβρου καθώς είχαν προχωρήσει σε λήψη φωτογραφιών Στρατοπέδου της Ορεστιάδας. Στους εμπλεκόμενους επιβλήθηκε ποινή 18μηνης φυλάκισης και μετά την άσκηση έφεσης απελάθηκαν από τη χώρα.
Την 26 Ιουλίου 2009 και ώρα 16:45, ο Επόπτης Ασφαλείας του Στρατοπέδου «ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΑ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ» της Σαμοθράκης ενημερώθηκε από τον Αξιωματικό Πύλης ότι Ι.Χ. όχημα τύπου Opel Corsa, χρώματος μπλε, με αριθμό κυκλοφορίας ΕΒΗ-2274, να διέρχεται δύο φορές από ασφαλτόδρομο εγγύς του Στρατοπέδου.
Μετά από ειδοποίηση του Αστυνομικού Τμήματος Σαμοθράκης προέκυψε ότι το όχημα ήταν νοικιασμένο από τον Έλληνα υπήκοο μουσουλμάνο Μεχμέτ Μποσταντζή, κάτοικο Μάκρης Αλεξανδρούπολης και φωτογράφο στο επάγγελμα. Ο Μποσταντζή είχε αφιχθεί στην Σαμοθράκη με το πλοίο της γραμμής στις 14:00 και θα αναχωρούσε με το βραδινό δρομολόγιο στις 21:00 της ίδιας ημέρας.
Ο ύποπτος εντοπίσθηκε στις 19:00 στο λιμάνι Καμαριώτισσας και προσήχθη. Από το όχημα κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, ένα τρίποδο φωτογραφικής μηχανής, φωτογραφική μηχανή ΝΙΚΟΝ, δύο φακοί ΝΙΚΟΝ και ΤΑΜRΟΝ, ένας σουγιάς με θήκη, ένα βιβλιάριο και μία κάρτα της Εθνικής Τράπεζας, ένα πορτοφόλι με 165 ευρώ, ένα κινητό τηλέφωνο Trident, μία κάρτα μνήμης Sandisk και μία κάρτα μνήμης Pretec επιμελώς κρυμμένη κάτω από το πατάκι του οδηγού, η οποία περιείχε περί τις 300 φωτογραφίες στρατιωτικού ενδιαφέροντoς και υποδομών στρατηγικής σημασίας.
Ο συλληφθείς ομολόγησε κατά την ανάκριση ότι από τις 20 Νοεμβρίου 2008 είχε επαναλάβει οκτώ φορές τη συγεκριμένη διαδικασία συλλογής πληροφοριών για λογαριασμό της Τουρκίας υπό τη κάλυψη της επαγγελματικής του ιδιότητας ως φωτογράφου και ενημέρωσε για την ύπαρξη ισάριθμων φακέλων στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή με το σχετικό υλικό. Από τις έρευνες των αστυνομικών αρχών βρέθηκε κινητό τηλέφωνο ΝΟΚΙΑ με τουρκική σύνδεση κινητής τηλεφωνίας στο ΙΧ όχημα του συλληφθέντος στην Αλεξανδρούπολη ενώ από το κατάστημα φωτογραφικών ειδών και την οικία του κατασχέθηκαν 600 άρτιες τεχνικά φωτογραφίες, εκ των οποίων οι 400 αξιολογήθηκαν ως πολύ σοβαρές για την Εθνική Ασφάλεια της Χώρας.
Συγκεκριμένα κατασχέθηκαν φωτογραφίες από τους εσωτερικούς χώρους του Αερολιμένα «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ» της Αλεξανδρούπολης, από τον υποσταθμό της ΔΕΗ στην περιοχή Κέχρου Ροδόπης (Πομακοχώρια), των λιμένων της Μύρινας και ακτών Λήμνου και Σαμοθράκης με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε Αλεξανδρούπολη (Στρατόπεδο «ΚΑΝΔΗΛΑΠΤΗ»), Παλαγία (Στρατόπεδο «ΚΑΡΑΜΑΝΙΔΗ»), Δορίσκο, Άβαντα, Καβησό, Δίκελλα, του Κέντρου Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στον Αυλώνα Αττικής καθώς και φωτογραφίες από την Στρατιωτική Παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2008 στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ άλλων των αριθμών πλαισίων των αρμάτων μάχης Leopard-2HEL και κοντινές λήψεις στα πρόσωπα των στελεχών της 71ης Αερομεταφερόμενης Ταξιαρχίας και όλων των Διοικητών Μονάδων που παρήλασαν [4].
Με βάση την αρχική του κατάθεση, την οποία ανασκεύασε αργότερα, στρατολογήθηκε από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες στο Τελωνείο Ιψάλων το Νοέμβριο του 2008 ενώ επέστρεφε στην Ελλάδα και εκτέλεσε 8 αποστολές έναντι συνολικής αμοιβής 4.000 ευρώ. «Ήξερα ότι θα με εύρισκαν όπου κι αν πήγαινα. Δέχθηκα, μου έδωσαν μια κάρτα τουρκικού τηλεφώνου για να γίνονται οι επικοινωνίες μας, ενώ με επισκεπτόταν και στο μαγαζί μου. Μου ζήτησαν να τραβήξω τα γύρω από την Αλεξανδρούπολη στρατόπεδα, όπου υπήρχαν κεραίες, να φαίνεται από τον χάρτη του Google η γωνία λήψης των φωτογραφιών για λόγους στρατηγικής, να φαίνεται τι έχουν μέσα και να περιγράφεται η θέση τους…» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Κρίθηκε και σε δεύτερο βαθμό ένοχος για την κατηγορία της προδοτικής και κατ΄ εξακολούθηση κατασκοπείας και του επιβλήθηκε όπως και πρωτόδικα ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Αποφυλακίστηκε, αφού εξέτισε την ποινή του με δύο και πλέον χρόνια παραμονής του στις φυλακές της Κομοτηνής και αυτή τη στιγμή υποχρεούται να παρουσιάζεται μία φορά το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του.
Την 20 Σεπτεμβρίου 2009 και ώρα ο9:35 έγινε αντιληπτή από τον Αξιωματικό Πύλης του Στρατοπέδου «ΛΟΧΑΓΟΥ (ΠΖ) Γ. ΓΚΙΑΛΑ» η παρουσία ατόμου που βιντεοσκοπούσε το εσωτερικό των εγκαταστάσεων στις οποίες στεγάζεται το Διοικητήριο της 96ης Ανώτατης Διοίκησης Ταγμάτων Εθνοφυλακής (ΑΔΤΕ) στη Χίο. Ακολούθησε κινητοποίηση των Οργάνων Ασφαλείας του Στρατοπέδου και με τη συνδρομή ανδρών του Λιμενικού Σώματος ο ύποπτος συνελήφθη.
Kατά τη διερεύνηση του περιστατικού προέκυψε πως ο 31χρονος Emek Köprübaşı υπήκοος Τουρκίας με καταγωγή τη Μπόρνοβα Σμύρνης, είχε λάβει τουριστική βίζα επισκεπτόμενος τη Μύκονο και τη Σαντορίνη και λίγο πριν λήξει η βίζα του αποφάσισε να επισκεφτεί τη Χίο. Ο ίδιος δήλωσε υποψήφιος διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου Σμύρνης. Ο συλληφθείς οδηγήθηκε στον Εισαγγελέα και αφέθηκε ελεύθερος ελλείψει στοιχείων καθώς σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία είχε προλάβει να διαγράψει το υλικό που να τον ενοχοποιούσε.
Στις 2 Αυγούστου 2013 συνελήφθη από αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Μαστιχοχωρίων Χίου ο 72χρονος συνταξιούχος μηχανικός Hans Hartmut Streiber, υπήκοος Γερμανίας, σε βάρος του οποίου σχηματίστηκε δικογραφία αυτόφωρης διαδικασίας για κατασκοπεία.
Σε έρευνα που έγινε στην οικία του στα Αρμόλια Χίου, αλλά και στην κατοχή του βρέθηκαν συνολικά και κατασχέθηκαν 3 φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, 2 φωτογραφικές μηχανές, 14 κάρτες μνήμης, 5 usb sticks, 5 τουριστικοί χάρτες της Χίου, 2 κινητά τηλέφωνα και 1 ζευγάρι γυαλιά με ενσωματωμένη φωτογραφική μηχανή. Από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι ο Streiber στρατολογήθηκε το καλοκαίρι του 2010 από τις τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών κατά τη διαμονή του στα απέναντι τουρκικά παράλια και συγκεκριμένα στη Μαρμαρίδα με εντολή να φωτογραφίζει έναντι χρηματικής αμοιβής, που κυμαίνονταν από 500 έως 1500 ευρώ, στρατιωτικές εγκαταστάσεις της 96 ΑΔΤΕ και κρίσιμες υποδομές του νησιού και να τις διαβιβάζει ηλεκτρονικά κάνοντας χρήση ειδικού προγράμματος κρυπτογράφησης. Από την έρευνα στον προσωπικό του ηλεκτρονικό λογαριασμό (e-mail), προέκυψε ότι μία εβδομάδα πριν τη σύλληψή του είχε αποστείλει ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο περιείχε πληροφορίες για πλοία του Πολεμικού Ναυτικού και στρατιωτικά οχήματα.
Ο σύνδεσμος του 72χρονου στην Τουρκία έφερε το όνομα «Μουσταφά», με τον οποίο επικοινωνούσε μέσω αριθμού που αντιστοιχούσε σε σταθερό τηλέφωνο στην Μαρμαρίδα ενώ αμοιβόταν μέσω τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε σε υποκατάστημα της Deutsche Bank στην Αθήνα. Κατά πληροφορίες, η Περιφερειακή Μονάδα της ΕΥΠ είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Γερμανού στο νησί και διέθετε οπτικό υλικό από επαφές του 72χρονου με δύο άτομα, πιθανότατα Τούρκους, στο λιμάνι της Χίου. Ο συλληφθείς αποδέχθηκε όλες τις σε βάρος του κατηγορίες περί κατασκοπείας, κρίθηκε προφυλακιστέος και μεταφέρθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μια πανομοιότυπη υπόθεση είχε συλληφθεί τον Μάιο του 2012 σε ξενοδοχείο στο Μαστιχάρι της Κω ο 75χρονος Baldur Drobnica υπήκοος Γερμανίας κατηγορούμενος για κατασκοπεία. Είχε δηλώσει συνταξιούχος υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών και ραδιοερασιτέχνης, προκειμένου να αιτιολογήσει συσκευές επικοινωνίας που είχαν βρεθεί στην κατοχή του. Από δημοσιεύματα στον Τύπο προέκυπτε ότι ο συλληφθείς υπήρξε στέλεχος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (Bundesamt für Verfassungsschutz) της Γερμανίας.