Καθώς συμπληρώνονται 40 χρόνια από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο, τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Ηταν τραγωδία, ήταν προδοσία, ήταν μια εθνική καταστροφή. Πολλά έχουν γραφτεί από τότε, σκοτεινές πτυχές και λεπτομέρειες έχουν φωτιστεί, χωρίς όμως να μπορούμε ακόμη να δούμε καθαρά τις πράξεις που από τα παρασκήνια οδήγησαν στην κατοχή του 40% περίπου της Μεγαλονήσου από τους Τούρκους. Πίσω από κλειστές πόρτες συνεδρίασε μια εξεταστική επιτροπή της Βουλής, η οποία κάλεσε ακόμη και τον έγκλειστο Γεώργιο Παπαδόπουλο να καταθέσει. Και παρά το γεγονός ότι πληθώρα πληροφοριών καταγράφηκε στα πρακτικά της, ποτέ δεν δόθηκε ένα πειστικό πόρισμα. Ποτέ δεν απαντήθηκαν τα «γιατί».
Γιατί οι Ελληνες βρέθηκαν ανέτοιμοι απέναντι σ' έναν Αττίλα που θα έπρεπε να τον περιμένουν; Γιατί πιάστηκαν στον ύπνο;
«Κύριοι, πάτε για ύπνο». Αυτή την τραγική φράση που ακούστηκε τη νύχτα της 19ης προς την 20ή Ιουλίου στους διαδρόμους του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) επέλεξε ως τίτλο του βιβλίου-μαρτυρίας του (εκδόσεις Δούρειος Ιππος, Αθήνα 2007) ο επίτιμος διοικητής Στρατιάς Ελευθ. Σταμάτης, ο οποίος έζησε τα γεγονότα ως κατώτερος αξιωματικός των καταδρομών. Αυτό που περιγράφει ξεφεύγει από την εικόνα ενός οργανωμένου στρατεύματος:
«Σε λίγα λεπτά ήμουν σε έναν διάδρομο του ΓΕΕΦ, έξω από το Γραφείο Επιχειρήσεων. Ηταν εκεί και άλλοι καμιά δεκαριά αξιωματικοί, κυρίως διοικητές μονάδων. Δεν τους γνώριζα προσωπικά. Υπηρετώντας επί μακρόν στον κλειστό κύκλο των Μονάδων Καταδρομών, δεν είχα πολλές γνωριμίες με αξιωματικούς εκτός των μονάδων αυτών. Στην ομήγυρη εκείνη ήμουν ο πλέον χαμηλόβαθμος. Κατάλαβα αμέσως ότι όλοι είχαν πάει για τον ίδιο λόγο, όπως και εγώ. Ολοι αδημονούσαν να διευκρινίσουν την κατάσταση. Επικρατούσε ακαταστασία, αντράλα και φωνασκίες. Γινόταν σχεδόν διαδήλωση.
Πρώτη και τελευταία φορά έβλεπα τέτοιο φαινόμενο. Στρατιωτικοί διαφόρων βαθμών, γνωστοί ή άγνωστοι μεταξύ μας, αφήσαμε κατά μέρος την καλώς νοουμένη πειθαρχία και στρατιωτική δεοντολογία και απαιτούσαμε, χειρονομώντας και φωνασκώντας σε έντονο ύφος, κάποιος να μας ενημερώσει επί της καταστάσεως. Μάχιμοι αξιωματικοί, "χρεωμένοι" με σοβαρές πολεμικές αποστολές, ωθούμενοι υπό το βάρος της ευθύνης και από τη "λεπταισθησία της κρίσεως", ζητούσαμε με αγωνία να φύγουν αμέσως οι μονάδες από τα στρατόπεδα για τις θέσεις τους, σύμφωνα με τα επιχειρησιακά σχέδια. Ηταν μια εικόνα συγκλονιστική και ασυνήθης για τα στρατιωτικά δεδομένα.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, βγήκε στο διάδρομο ένας ταγματάρχης, επιτελής του Γραφείου Επιχειρήσεων. Επεκράτησε "σιγή ιχθύος". Ηταν η στιγμή κατά την οποίαν από υπεύθυνα χείλη, από την πηγή και όχι από φημολογίες, θα είχαμε αυθεντική και έγκυρη πληροφόρηση για τις εξελίξεις, καθώς και οδηγίες περί του πρακτέου.
Οι πληροφορίες και οι οδηγίες του ταγματάρχου ήταν αισιόδοξες και καθησυχαστικές. Ούτε λίγο ούτε πολύ, μας απηύθυνε τέτοια λόγια: "Κύριοι, μην ανησυχείτε. Δεν τρέχει τίποτε. Μας διαβεβαίωσαν από πάνω (Ελλάδα) ότι οι Τούρκοι κάνουν απλήν επίδειξη δυνάμεως". Σε παρατήρηση κάποιου δύσπιστου ως προς τη βασιμότητα της εκτιμήσεως, επικαλέστηκε τη διαβεβαίωση του Σίσκο, ο οποίος ήταν τότε ο Αμερικανός μεσολαβητής για την εκτόνωση της κρίσεως μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Και κατέληξε λέγοντας: "Δεν υπάρχει πρόβλημα. Κύριοι, πάτε για ύπνο". Αυτά μας είπε και εισήλθε ξανά στο γραφείο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Φυσικά, ο ταγματάρχης δεν εξέφραζε την άποψή του. Απλώς μετέφερε την εκτίμηση των προϊσταμένων, δηλαδή της ηγεσίας μας. Επομένως, δεν υπάρχει αντικείμενο να τον ξεσυνερίζεται κανείς.
Ποτέ δεν έπαυσε να αντηχούν στα αυτιά μου εκείνα τα συγκλονιστικά λόγια. Εάν ήταν λίγο διαφορετικά, εάν μας έλεγε οτιδήποτε διαφορετικό εκτός του τραγικού εκείνου "Κύριοι, πάτε για ύπνο", διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη της καταστάσεως. Διαφορετική θα ήταν η μοίρα της Κύπρου. Εάν δεν μας έλεγε τίποτε ή εάν μας έλεγε να κάνουμε ό,τι μας φωτίσει ο Θεός, ίσως τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Εάν δεν παρουσιαζόταν ολότελα στον διάδρομο, ενδεχομένως, κάποιες μονάδες θα έβγαιναν από τα στρατόπεδα και θα κατελάμβαναν τις πολεμικές θέσεις τους εξ ιδίας πρωτοβουλίας».
Θα ήταν πολύ λίγο, πολύ επιεικές να αποδώσει κανείς αυτήν τη μακαριότητα της ηγεσίας μόνον στην έλλειψη συντονισμού και κακή εκτίμηση των δεδομένων. Γιατί πληροφορίες υπήρχαν. Ομως σε μια χώρα που διοικείτο από έναν ταξίαρχο (Ιωαννίδη) προ του οποίου οι στρατηγοί υποκλίνονταν, η νόσος ήταν πιο βαριά από απλή αδυναμία εκτιμήσεων.
«Ο εχθρός δύναται να εισβάλει στην Κύπρο τη νύχτα 19-20 Ιουλίου»
Ο -ήδη εκλιπών- αντιστράτηγος Γεώργιος Τσουμής άφησε τη μαρτυρία του με το βιβλίο «Ενθυμήματα και τεκμήρια πληροφοριών της ΚΥΠ για Κύπρο και Εγγύς Ανατολή» (εκδόσεις Δούρειος Ιππος, Αθήνα 2011). Το 1974 υπηρετούσε στην 5551 Μονάδα της ΚΥΠ (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, νυν Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών), στο κλιμάκιο δηλαδή της υπηρεσίας στη Λευκωσία. Στις 19 Ιουλίου εκλήθη στην Αθήνα, αφού είχε εκφράσει τις ανησυχίες του για την κατάσταση. Λιτά και κατανοητά περιγράφει τα γεγονότα, αφήνοντας να διαφανεί και μια πικρία για το γεγονός ότι μέχρι την τελευταία στιγμή αυτές οι ανησυχίες δεν λαμβάνονταν υπόψη.
«Στις 18.30 ο στρατιωτικός ακόλουθος στο Λονδίνο ανέφερε ότι το βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο έδειξε εικόνες τουρκικών πολεμικών πλοίων να αποπλέουν από τη Μερσίνα.
Στις 19.15 το ΓΕΕΦ ανέφερε παραβιάσεις του κυπριακού εναερίου χώρου από δύο τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη.
Στις 19.30 το υπουργείο Εξωτερικών πληροφόρησε ότι η τουρκική αποβατική δύναμη βρίσκεται σε ακινησία έξω από τη Μερσίνα και τηρεί σιγή ασυρμάτου (πηγή ελληνική πρεσβεία στην Κύπρο).
Στις 20.00 το υπουργείο Εξωτερικών πληροφορεί ότι η κύρια αποβατική δύναμη άρχισε να κινείται προς την Κύπρο (πηγή ελληνική πρεσβεία στην Κύπρο).
Ετσι παρατηρείται ότι ολόκληρη τη 19η Ιουλίου η 5551 Μονάς ουδεμία πληροφορία αναφέρει, διότι δεν έχει ή δεν θέλει να αναφέρει για να μην μπει σε περιπέτειες όπως ο Τσουμής.
Την ίδια μέρα στις 20.00 περατώθηκε η σύσκεψη (σ.σ. επιτελών στα κεντρικά της ΚΥΠ) και ο αντιστράτηγος Σταθόπουλος (σ.σ. διοικητής της ΚΥΠ) αναχώρησε για το ΑΕΔ (σ.σ. Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, νυν ΓΕΕΘΑ), λέγοντας ότι, αν αναζητηθεί, θα είναι στο γραφείο του Οθωνα, εννοώντας προφανώς τον Α΄ υπαρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων αντιστράτηγο Οθωνα Κυριακόπουλο.
Βγαίνοντας ο διοικητής της ΚΥΠ από τη σύσκεψη, τον ρώτησα εάν με χρειάζεται άλλο. Μου είπε ότι μπορώ να επιστρέψω στη μονάδα μου. Κατά τη σύσκεψη έγινε εκτεταμένη εκτίμηση των πληροφοριών και ρώτησα τον Κυριαζή (σ.σ. αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Κυριαζή της ΚΥΠ) ποια ήταν η τελική εντύπωση περί εχθρού. Μου έδειξε ένα δακτυλογραφημένο έγγραφο, αντίγραφο του ενημερωτικού σημειώματός μου (σ.σ. ο Τσουμής το είχε παραδώσει χειρόγραφο) που είχε παραλάβει ο διοικητής της ΚΥΠ, στο οποίο διατυπωνόταν η δυνατότητα του εχθρού ότι: "Εχθρός δύναται να εισβάλει στην Κύπρο τη νύχτα 19-20 Ιουλίου διά... αποβιβαζόμενος σε... υποστηριζόμενος...", περίπου δηλαδή με την εκτίμηση της μονάδος. Στο τέλος όμως είχε προστεθεί από τον ίδιο τον διοικητή της ΚΥΠ η φράση "εφόσον οι πολιτικοστρατηγικές συνθήκες το επιτρέψουν". Η πρόταση αυτή μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση και διερωτήθηκα ποιο κλιμάκιο θα προέβαινε στην εκτίμηση των πολιτικοστρατηγικών συνθηκών, αν όχι η ΚΥΠ, διότι με αυτήν τη φράση ανατρεπόταν όλη η εντύπωση περί επικειμένης εισβολής. Η ΚΥΠ άφηνε την εκτίμηση αυτή σε κάποιο άλλο κέντρο λήψης αποφάσεων, για την κινητοποίηση ή μη των Ενόπλων Δυνάμεων».
Είναι προφανές ότι η Αθήνα δεν ήθελε να πιστέψει τις πληροφορίες που έρχονταν και που επιβεβαίωναν ότι το τουρκικό σχέδιο εισβολής ήταν σε εξέλιξη. Η τακτική τού να εθελοτυφλούμε υπήρξε αιτία πολλών αστοχιών της πολιτικής μας. Καμία όμως δεν ήταν τόσο τραγική όσο τα γεγονότα του 1974.
Θα έλεγε κανείς ότι, ακόμη κι αν η Αθήνα δεν επίστευε ότι επίκειται εισβολή, από τη στιγμή κατά την οποία ο τουρκικός στόλος συγκεντρωνόταν, θα έπρεπε, προληπτικά έστω, να είχε κινητοποιηθεί η Εθνική Φρουρά.
Ομως οι δυνάμεις στην Κύπρο είχαν έλλειμμα ηγεσίας και έλλειμμα ετοιμότητας. Είχε προηγηθεί το αιματηρό πραξικόπημα... Και λίγες μέρες πριν, στις 12 Ιουλίου, είχαν κληθεί στην Αθήνα ο αρχηγός του ΓΕΕΦ αντιστράτηγος Γεώργιος Ντενίσης (πατέρας της γνωστής ηθοποιού Μιμής Ντενίση) και ο πρέσβης της Ελλάδος Ευστάθιος Λαγάκος. Δήθεν για σύσκεψη στο ΑΕΔ. Η σύσκεψη δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ... Απλώς οι δύο άνδρες θεωρούνταν «εμπόδια» για την εκδήλωση του πραξικοπήματος.
Το αποτέλεσμα όμως, τόσο της απουσίας της ηγεσίας όσο και της αποδιοργανώσεως που έφερε ο εμφύλιος σπαραγμός, συνέτεινε στην αδυναμία αντιδράσεως. Οι πρώτοι που υπέστησαν τις τραγικές συνέπειες ήταν ο ανθυποπλοίαρχος Ελευθ. Τσομάκης και τα πληρώματα των τορπιλακάτων Τ1 και Τ3 που ναυλοχούσαν στο Ναυτικό Οχυρό Κυρήνειας. Με τις διαβεβαιώσεις της ηγεσίας ότι «δεν γίνεται τίποτε», ναι μεν δεν πήγαν για ύπνο, αλλά βγήκαν για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό πολύ αργά και ενώ το πρώτο φως τις απεκάλυπτε στα μεγάλου βεληνεκούς (12 ναυτικών μιλίων) πυροβόλα των τουρκικών αντιτορπιλικών που προηγούνταν του αποβατικού στόλου. Οπλισμένα με τορπίλες βεληνεκούς δύο μιλίων που πρακτικά έπρεπε να εκτοξευθούν σε ακόμη μικρότερη απόσταση, για να έχουν πιθανότητες επιτυχίας, τα ελληνικά σκάφη έβγαιναν σε μιαν αποστολή αυτοκτονίας. Και, δυστυχώς, έτσι εξελίχθηκε η κατάσταση... Το τραγικό είναι ότι πέρασαν δεκαετίες για να αναγνωριστεί η θυσία τους και να τους περιλάβει το Πολεμικό Ναυτικό στους πεσόντες του υπέρ πατρίδος...
Κανείς δεν έλεγε στον Ιωαννίδη τις κακές πληροφορίες
Την κατάσταση, πάντως, προσπαθεί να ερμηνεύσει ο αντιστράτηγος Τσουμής, λαμβάνοντας υπόψη και στοιχεία από την εξεταστική επιτροπή της Βουλής για τον φάκελο της Κύπρου. Στο βιβλίο του παραθέτει τα βασικά συμπεράσματα:
«Το πρώτο από αυτά (τα συμπεράσματα) ήταν η απόλυτη επιβολή του αφανούς δικτάτορος ταξιάρχου Ιωαννίδη επί των στρατηγών Γκιζίκη (Προέδρου της Δημοκρατίας), Μπονάνου (αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων), αντιστρατήγου Γαλατσάνου (αρχηγού Στρατού), αντιναυάρχου Αραπάκη (αρχηγού Ναυτικού), αντιπτεράρχου Παπανικολάου (αρχηγού Αεροπορίας) και αντιστρατήγου Σταθοπούλου (διοικητού ΚΥΠ), τουλάχιστον μέχρι την κατάπαυση του πυρός την 22α Ιουλίου, οπότε σημειώθηκε η κατά του Ιωαννίδη αντίδραση, αλλά ήταν πλέον αργά. Είναι γνωστό ότι οι αρεστές πληροφορίες είναι αποδεκτές. Οι δυσάρεστες δεν παρουσιάζονται ή παρουσιάζονται με αμφιβολίες. Αυτό προκύπτει από τις ενέργειες του ΑΕΔ προς τον διοικητή της ΚΥΠ, που κανείς δεν τολμούσε να παρουσιάσει στον Ιωαννίδη. Επιπλέον, οι κύριοι αυτοί δεν γνώριζαν τον τρόπο εκτιμήσεως των στρατηγικών πληροφοριών, αλλά ενεργούσαν εμπειρικά και όχι επαγγελματικά.
Δεύτερο συμπέρασμα ήταν για την αμυντική σχεδίαση στην Κύπρο και την Ελλάδα, η οποία αφορούσε την κινητοποίηση, προεπιστράτευση, επάνδρωση αμυντικών τοποθεσιών κ.λπ., αλλά όλα βασίζονταν στην έγκαιρη προειδοποίηση. Πόσο έγκαιρη μπορούσε να είναι αυτή; Η 16η Ιουλίου δεν ήταν έγκαιρη; Οι δε πολιτικοστρατιωτικές προϋποθέσεις ήταν σαφείς από την αρχή του 1974, συνεχώς επιδεινούμενες, ιδιαίτερα με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.
Τρίτο συμπέρασμα ήταν η αποτροπή. Πού βασιζόταν αυτή; Στον Σίσκο; Αλλά οι ενέργειές του ήταν γνωστές από τις αρχές του 1974, όταν η 5551 Μονάδα ανέφερε πρώτη τα συμπεράσματα του Συνεδρίου της Ρώμης και η ΚΥΠ ρωτούσε τι σημαίνει «παρέμβαση» (η οποία και έγινε) και τι «επέμβαση», που δεν θα γινόταν με τίποτε και τώρα ο Μακάριος τη ζητούσε από το Συμβούλιο Ασφαλείας».
Το αναφερόμενο Συνέδριο της Ρώμης οργανώθηκε τον Νοέμβριο του 1973 από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Γέιλ. Σχετικά ο αντιστράτηγος Τσουμής αναφέρει: «Πρόεδρος του Συνεδρίου ήταν ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Φίλιπς Τάλμποτ. Συμμετείχαν επίσης ο πρόεδρος της Βουλής της Κύπρου και συνομιλητής με τους Τουρκοκυπρίους Γλαύκος Κληρίδης, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Αμερικανός πρώην υφυπουργός Αμύνης και υπουργός Εξωτερικών Σάιρους Βανς, ο Σοβιετικός ακαδημαϊκός καθηγητής Ντένισον Ρουσίνοφ, λοιποί ακαδημαϊκοί και μεταξύ αυτών ο οργανωτής του συνεδρίου καθηγητής Ντουμπ. Η σημασία του συνεδρίου ήταν ότι μέσω αυτού εκφραζόταν η πολιτική του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, καθηγητού Χένρι Κίσιντζερ, ο οποίος θεωρούσε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν αγκυλωμένο στην αρχαία και την πάγια πολιτική, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εισηγηθεί προτάσεις λύσεως του Κυπριακού, όπως είχε γίνει με τις σινοαμερικανικές σχέσεις και το Βιετνάμ, όπου ο ίδιος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Ετσι ο Κίσιντζερ παρέπεμψε και το Κυπριακό στους πανεπιστημιακούς του Γέιλ, οι οποίοι θα εξήγαγαν κάποιο πόρισμα για τον ίδιο, ο οποίος ήταν χρηματοδότης του συνεδρίου».
Οι πράκτορες της CIA και ο ρόλος τους για την τελική εξαπάτηση
Στα συμπεράσματα του συγγραφέα συνοψίζονται μερικές πικρές αλήθειες. Να σημειωθεί ότι στη συνάντηση κορυφής του ΝΑΤΟ (23-26 Ιουνίου 1974) η προγραμματισμένη συνάντηση των πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας Ανδρουτσόπουλου και Ετσεβίτ είχε ευτράπελη κατάληξη. Ο Ανδρουτσόπουλος διέκοπτε συνεχώς τις συνομιλίες για να τηλεφωνεί για οδηγίες στον Ιωαννίδη, μέχρι που ο συνομιλητής του ρώτησε, με αρκετά δεικτική διάθεση, αν συνομιλεί με τον πρωθυπουργό της Ελλάδος που δύναται να παίρνει αποφάσεις ή απέναντί του έχει ένα μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο!
Προφανώς ο Ανδρουτσόπουλος δεν ήταν το πρόσωπο που ελάμβανε αποφάσεις. Το πρόσωπο αυτό στην Αθήνα ήταν ο Ιωαννίδης, για τον οποίο στο βιβλίο του αντιστρατήγου Τσουμή διαβάζουμε:
«...ο παρανοϊκός Ιωαννίδης, με περιορισμένες πολιτικοστρατιωτικές γνώσεις και με παντελή αδυναμία στην εκτίμηση στρατηγικών πληροφοριών, έβλεπε τη CIA όπως την ΕΣΑ, δηλαδή ότι μπορούσε (η CIA) να επιβάλει τις απόψεις του στην πολιτική των ΗΠΑ. Φαντάζομαι λοιπόν ότι οι επαφές Ιωαννίδη - CIA άρχιζαν με έναν μονόλογο παρανοϊκό των δικών του απόψεων. Κατά τον μονόλογο αυτό οι πράκτορες της CIA κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι τους (βάσει της αρχής της ενημερώσεως: "don't argue, follow the reasoning of the opponent") και τελείωνε με ένα εκατέρωθεν "Okay", το οποίο ο Ιωαννίδης εξελάμβανε ως συμφωνία. Με αποτέλεσμα το γνωστό "οι Αμερικανοί με εξαπάτησαν", ενώ είναι βέβαιον ότι η αμερικανική πολιτική διεξαγόταν με βάση τα συμπεράσματα του Συνεδρίου της Ρώμης».
Αυτή είναι ίσως μια ερμηνεία του λόγου για τον οποίο η ηγεσία έστειλε τους αξιωματικούς να πάνε για ύπνο και δεν άφησε να γίνει η στρατιωτική κινητοποίηση που θα σταματούσε τον Αττίλα. Οι κινήσεις των Τούρκων παρακολουθούνταν. Ακόμη και το σχέδιο της εισβολής είχε υποκλαπεί. Για να διαπιστωθεί όμως ότι αυτοί που το συνέταξαν είχαν ακριβή γνώση των σχεδίων αμύνης της Εθνικής Φρουράς. Για να επιβεβαιωθεί ότι στην πράξη απόρρητα δεν υπάρχουν. Ολα μπορεί να έχουν διαρρεύσει ή να έχουν υποκλαπεί. Γι' αυτόν τον λόγο, άλλωστε, η πρωτοβουλία εθεωρείτο πάντα βασικό προσόν του αξιωματικού.