Σε επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας κάναμε χρήση της τεχνολογίας ξένων υπηρεσιών.Του Γιάννη Σουλιώτη
Αγνωστα στοιχεία για τη δράση Ελλήνων και ξένων υπαλλήλων μυστικών υπηρεσιών σε Αθήνα και εξωτερικό αποκαλύπτουν αξιωματούχοι του υπουργείου Δημόσιας Τάξης που μίλησαν στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας, με αφορμή τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τη λειτουργία «κόμβου» υποκλοπών στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα. Ενδεικτικά, αναφέρουν ότι από στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Yπηρεσία Πληροφοριών της Ελλάδας προκύπτει ότι οι ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει κόμβο υποκλοπών και στα Σκόπια, περιοχή που δεν συγκαταλέγεται στον κατάλογο (με ημερομηνία 2010) που δημοσιοποίησε πρόσφατα το γερμανικό Spiegel.
Σχολιάζοντας τις πρόσφατες αποκαλύψεις στον διεθνή Τύπο, στέλεχος της ελληνικής αντικατασκοπείας δήλωσε στην «Κ» ότι «η παρακολούθηση των κινητών αποτελεί κοινή πρακτική για τις περισσότερες μυστικές υπηρεσίες δυτικών χωρών. Εμπιστευτικά ή απόρρητα θέματα δεν θίγονται ποτέ σε τηλεφωνικές συνομιλίες και επομένως το επίπεδο πληροφόρησης που αντλείται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι γενικά χαμηλό». Οχι τυχαία, ανά τακτά διαστήματα η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δίνει οδηγίες προς τα στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης να μη συζητούν ευαίσθητα εθνικά θέματα από τηλεφώνου. «Η μόνη γραμμή άμυνας είναι να μη γίνονται συζητήσεις από το τηλέφωνο. Εχουμε ενημερώσει την πολιτική ηγεσία της χώρας ότι οι τηλεφωνικές συνομιλίες παρακολουθούνται και ότι κρίσιμες συνεννοήσεις πρέπει να γίνονται από κοντά».
Ελληνες αξιωματούχοι του υπουργείου Δημόσιας Τάξης αποκαλύπτουν στην «Κ» ότι ακόμα και οι κινήσεις και συνομιλίες των Ελλήνων κατασκόπων καταγράφονται από κλιμάκια ξένων μυστικών υπηρεσιών που σταθμεύουν στην Αθήνα.
Στέλεχος του Mεγάρου επί της λεωφόρου Κατεχάκη αποκαλύπτει ότι «όταν πριν από λίγο καιρό μετείχαμε σε επιχείρηση παρακολούθησης για την οποία δεν είχαμε ενημερώσει τις ξένες υπηρεσίες, δεχτήκαμε κλήση στα κινητά τηλέφωνα από ξένους συναδέλφους που δήθεν τυχαία μας είχαν καλέσει προκειμένου να ρωτήσουν τα νέα μας. Ηταν σαν να μας έλεγαν “σας παρακολουθούμε”». Γενικά πάντως, οι Ελληνες αξιωματούχοι υπογραμμίζουν ότι εφαρμόζονται πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων μυστικών υπηρεσιών: «Τυπικά, εάν ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν τις κινήσεις π.χ. ενός πολίτη της χώρας τους που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, θα απευθυνθούν στην ΕΥΠ και τυπικά εκείνη είναι που θα χαράξει την περαιτέρω στρατηγική».
Οι ίδιοι μάλιστα παραδέχονται ότι σε κοινές επιχειρήσεις π.χ. για την αντιμετώπιση της εγχώριας τρομοκρατίας η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών κάνει χρήση της τεχνολογίας που έχουν στη διάθεσή τους οι αμερικανικές και αγγλικές υπηρεσίες Πληροφοριών.
Ακρως ενδιαφέροντα είναι όσα παρατηρούν οι Ελληνες αξιωματούχοι σχετικά με τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ υπηρεσιών της Δύσης: οι διπλωμάτες και τα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ χάρη κυρίως στη χρήση δορυφορικών συστημάτων μπορούν να διαφυλάξουν το απόρρητο των επικοινωνιών τους. Οι Ελληνες αντίθετα, όχι. «Από τη στιγμή που ελέγχουν περισσότερους από έναν δορυφόρους είναι αδύνατο να εντοπίσουμε και να υποκλέψουμε συνομιλία που γίνεται μέσω δορυφορικού τηλεφώνου» εξηγεί στην «Κ» Ελληνας αξιωματούχος με πολυετή εμπειρία στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.
Εντονη δραστηριότητα αναπτύσσουν επίσης Αγγλοι και Ισραηλινοί μυστικοί πράκτορες που, όπως παρατηρούν Ελληνες αξιωματούχοι «κινούνται πιο αθόρυβα από τους Αμερικανούς συναδέλφους τους». Για τα στελέχη της τουρκικής MIT υποστηρίζουν ότι βρίσκονται στο ίδιο τεχνολογικό επίπεδο με την ΕΥΠ. «Σχεδόν όλοι υποκλέπτουν το περιεχόμενο τηλεφωνικών συνομιλιών που γίνονται κυρίως μέσω των τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Η τεχνολογία που διαθέτουν ΗΠΑ, η Βρετανία και Ισραήλ ωστόσο, είναι σαφώς πιο προηγμένη».
Απαντώντας στις ερωτήσεις της «Κ» σχετικά με τη χρήση τεχνολογίας κρυπτογράφησης, οι Ελληνες αξιωματούχοι επισημαίνουν ότι η ΕΥΠ έχει προμηθευτεί τις συγκεκριμένες συσκευές από την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες και επομένως οι υπηρεσίες Πληροφοριών των δύο χωρών είναι εύκολο να αποκτήσουν πρόσβαση στα «κλειδιά» ασφαλείας. Προσθέτουν τέλος ότι οι ΗΠΑ έχουν ευχέρεια να υποκλέψουν συνομιλίες που γίνονται μέσω προγραμμάτων όπως το Skype και το Vipper.