Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Ο Μέγας Οικουμενιστής Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας (Μέρος Α΄) Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος.

Εν Πειραιεί 3-6-2013
Τον τελευταίο καιρό οι Οικουμενιστές καταβάλλουν μια προσπάθεια αποκαταστάσεως του ονόματος του γνωστού τοις πάσι Μεγάλου Οικουμενιστού Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου. Στην προσπάθειά τους αυτή δημοσιεύουν κείμενα και δίνουν συνεντεύξεις, όπου τον αποκαλούν «Μέγα». Χαρακτηριστικά παραδείγματα που περιέχουν την παραπάνω θέση είναι :
α) ο ελλογιμώτατος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Graz κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, με άρθρο του στις 24 Σεπτεμβρίου 2012, που δημοσιεύθηκε στην πύλη εκκλησιαστικών ειδήσεων amen.gr, υπό τον τίτλο «Το παπικό πρωτείο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας»,

β) ο π. Ιουστίνος Κεφαλούρος, με άρθρο του στις 17 Οκτωβρίου 2012, που δημοσιεύθηκε στην πύλη εκκλησιαστικών ειδήσεων amen.gr, υπό τον τίτλο «50 χρόνια μετά τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο», γ) ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος με συνέντευξή του στην εφημερίδα ‘Αγγελιοφόρος’ στις 1 Απριλίου 2013 [1].
Επίσης, η Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ὀργάνωσε Ἡμερίδα[2] στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου στό Ἡράκλειο τό Σάββατο 18 Μαΐου 2013, γιά τή συμπλήρωση 50 ἐτῶν ἀπό τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἀοιδίμου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου στήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καί τήν 47η ἐπέτειο τῆς Ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης, με ομιλιτές γνωστούς οικουμενιστές, όπως τον Μέγα Πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Πατριαρχείου π. Γεώργιο Τσέτση[3], τον κ. Γεώργιο Μαρτζέλο, και τον κ. Αριστείδη Πανώτη.
Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος πρότεινε στον Πάπα Φραγκίσκο να συναντηθούν τον Ιανουάριο του 2014 στην Αγία Πόλη των Ιεροσολύμων, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την συνάντηση των προκατόχων τους, Παύλου Στ΄ και Αθηναγόρα, που ήταν η πρώτη άμεση επικοινωνία Πάπα και Οικουμενικού Πατριάρχη ύστερα από πέντε αιώνες. Εκείνη η ιστορική συνάντηση αποτέλεσε την αφετηρία της έναρξης του «διαλόγου της αγάπης» και εν συνεχεία, το 1980, του επίσημου θεολογικού διαλόγου ανάμεσα στον Παπισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία και ο οποίος ίσως μια ημέρα οδηγήσει στην επανένωση του διαιρεμένου άραφου χιτώνα του Κυρίου[4].
Επειδή στην παραπάνω περί «Μεγάλου» θέση υπάρχουν πάρα πολλές ανακρίβειες, αρκετές ελλείψεις και παραλείψεις, γίνεται παραπληροφόρηση και διαστρεβλώνεται η αλήθεια και απηχούνται καθαρά διαχριστιανικές οικουμενιστικές θέσεις, σα να έχει λησμονηθεί και απαληφθεί η πραγματική ιστορία, σα να έχει γίνει ιστορική κάθαρση και γενοκτονία της μνήμης, με αποτέλεσμα να δίδεται μια μεροληπτική εικόνα των πραγμάτων και των γεγονότων, για τον λόγο αυτό προβαίνουμε στις κατωτέρω διευκρινήσεις, με μοναδικό σκοπό την φανέρωση και αποκάλυψη της πλήρους αληθείας.
Τα σχετικά με τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα τα δανειζόμαστε από το εξαίρετο, θαυμάσιο και πολύ εμπεριστατωμένο κείμενο του πανοσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτου π. Ιωάσαφ Μακρή «Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20ο αιώνα»[5].
Α) Η εκλογή του Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρα
Κορυφαία όσο και καθοριστική εκδήλωση του ενεργού ενδιαφέροντος και ενασχολήσεως της αμερικανικής πολιτικής με τις υποθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η επιλογή και επιβολή το 1948 στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως του μέχρι τότε Αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρού Αθηναγόρα. Είναι ο μοναδικός Πατριάρχης που εκλέγεται στον Οικουμενικό Θρόνο, χωρίς να έχει την τουρκική υπηκοότητα, όπως προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης. Είχε προηγηθεί ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Πατριάρχη Μαξίμου του Ε΄ καί η διαγραφή από την τουρκική κυβέρνηση όλων των Ιεραρχών της ενδημούσης συνόδου από τον κατάλογο υποψηφίων.
Η αναγκαστική παραίτηση του Πατριάρχη Μαξίμου του Ε΄, που επισήμως αποδόθηκε σε λόγους υγείας, αποδίδεται σε αμερικανική απόφαση για αναχαίτιση των πρωτοβουλιών του Πατριαρχείου της Μόσχας και των Σοβιετικών με την θεωρούμενη ανοχή του Πατριάρχη.
«Το 1945 το Πατριαρχείο Μόσχας συγκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Χριστοφόρος και Αντιοχείας Αλέξανδρος. Εκεί τέθηκαν οι νέες βάσεις για την Πανορθόδοξη ενότητα και μαρτυρία. Όλα έγιναν εν αγνοία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και του Προκαθημένου της. Το γεγονός θορύβησε τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στην αρχή και πολλοί έβλεπαν ότι οι Σοβιετικοί τροπαιούχοι από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν το Πατριαρχείο στη προσπάθεια διείσδυσης σε νέες σφαίρες επιρροής.
Οι απόψεις αυτές ενισχύθηκαν ένα χρόνο αργότερα, όταν, κατά τη διάρκεια της ενθρόνισής του, ο Πατριάρχης Μάξιμος ο Ε΄ τίμησε με εξαιρετικό τρόπο τον Σοβιετικό πρέσβυ, τον οποίο υποδέχθηκε ως εκπρόσωπο της Τσαρικής Ρωσίας, ενώ υπάρχουν και πληροφορίες ότι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί με τον Ρώσο διπλωμάτη στο αυτοκίνητό του. Έτσι οι ΗΠΑ αποφάσισαν να λάβουν μέτρα : η εκλογή του κυρού Αθηναγόρα, η άφιξή του με το αεροσκάφος του Αμερικανού Προέδρου Χάρι Τρούμαν, η παραχώρηση της τουρκικής υπηκοότητας με το σκεπτικό ότι, όταν γεννήθηκε, το χωριό του στην Ελλάδα αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής επικράτειας, ήταν μερικές μόνον από τις κινήσεις, που δρομολόγησε η Ουάσιγκτον»[6].
Οι λεπτομέρειες της εκλογής του κυρού Αθηναγόρα έχουν ως εξής:
«Ενώ στην εκλογή Μαξίμου ο νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε δηλώσει στην πατριαρχική αντιπροσωπεία, που τον επισκέφθηκε, ότι οι αρχιερείς του Φαναρίου μπορούσαν να εκλέξουν όποιον θέλουν, στην εκλογή Αθηναγόρα έθεσε θέμα αποκλεισμού απ’ αυτήν όλων των αρχιερέων λέγοντας το περίφημο ‘ουδείς εξ υμών’. Κι αυτό, γιατί για την τουρκική κυβέρνηση, συμφωνούντων και της ελληνικής και της αμερικανικής, μοναδικός υποψήφιος ήταν ο Αμερικής Αθηναγόρας.
Η υποψηφιότητα Αθηναγόρα προκάλεσε αντιδράσεις τόσο στην Σύνοδο του Πατριαρχείου, όσο και στην Ιεραρχία των Νέων Χωρών στην Ελλάδα. Τότε εκδηλώθηκε ανοικτή υποστήριξη προς τον υποψήφιο τόσο από την ελληνική, όσο και κυρίως από την τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα άρχισαν οι πιέσεις από τον νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως προς όσους αντιδρούσαν. Ακόμη η υποψηφιότητά του παραβίαζε τον τεσκερέ του 1923, σύμφωνα με το οποίο οι Οικουμενικοί Πατριάρχες έπρεπε να είναι Τούρκοι πολίτες. Παρά ταύτα όχι μόνο έγινε δεκτός, αλλά μετά την εκλογή του, του δόθηκε η τουρκική υπηκοότητα και όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο νομάρχης του παρέδωσε την ταυτότητα.
Με τον τρόπο αυτό άρχισε η πατριαρχία Αθηναγόρα, που κράτησε για 24 χρόνια. Μια μεγαλειώδης πατριαρχία που παρουσίασε τεράστιο έργο στο Διορθόδοξο και Διαχριστιανικό χώρο και ανέδειξε το Φανάρι διεθνώς. Χαρακτηριστικά για την πληθωρική προσωπικότητα του Πατριάρχη Αθηναγόρα είναι τα ανοίγματά του προς τις αιρέσεις του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, που μετέτρεψαν το απομονωμένο Πατριαρχείο σε κέντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος»[7].
Β) Η πατριαρχία του κυρού Αθηναγόρα
Η πολύχρονη πατριαρχία του κυρού Αθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ομολογία παράτολμη και ανατρεπτική. Είτε την κρίνει κανείς με τα επιχειρήματα των επικριτών είτε με τα αντίστοιχα των υμνητών του καταλήγει στο ίδιο πάντα συμπέρασμα ότι οι τομές, που επέφερε, και οι πρωτοβουλίες, που ανέλαβε, ιδιαίτερα στο θέμα του διαλόγου με τους ετεροδόξους, υπήρξαν εξαιρετικά καινοτόμες και ρηξικέλευθες.
Η αποδοχή, λοιπόν, των επιχειρημάτων της μίας ή της άλλης πλευράς εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τα κριτήρια, που θέτει κανείς, για να αποτιμήσει την συνολική παρουσία του στον Οικουμενικό Θρόνο και την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αν ως κριτήριό μας θέτουμε την διεθνή ακτινοβολία και αναγνώριση, την κοινωνική και πολιτική καταξίωση, την διπλωματική δεινότητα και ευστροφία, την πρόσδοση κύρους και προβολής στο Φανάρι και άλλα ανάλογα κριτήρια, τα οποία αποδέχονται οι Οικουμενιστές, τότε ναι ήταν μια «μεγαλειώδης πατριαρχία» αυτή του «Μεγάλου» Πατριάρχη Αθηναγόρα.
Αν, όμως, ως κριτήριο θέτουμε την Ορθόδοξη πίστη, την Ιερά Παράδοση, την Αγία Γραφή, τον Ιερό Ευαγγέλιο, τις Άγιες Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, τους Ιερούς Κανόνες και τους Αγίους Πατέρες, κριτήρια τα οποία αποδεχόμαθε οι αντιοικουμενιστές, τότε η πατριαρχία του Αθηναγόρα ήταν μία καταστρεπτική, προδοτική, εκδυτιστική και εκλατινιστική πατριαρχία.
Ήταν μία παταγώδης αποτυχία. Ο Κύριος λέει : «Εκ των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς. Μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα; Ούτω παν δένδρον αγαθόν, καρπούς καλούς ποιεί. Το δε σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεί. Ου δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποείν. Παν δένδρον, μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται. Άρα γε από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς»[8].
Ποιοί οι καρποί, τα αποτελέσματα της πατριαρχίας Αθηναγόρα; α) Το 300.000 ορθοδόξων πιστών ποίμνιο, αυτός κατάφερε να το συρρικνώσει στις 3.000, και β) κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του δεν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αιρετικού ή ετεροδόξου στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο καθένας παρέμεινε στην αίρεση και την ετεροδοξία του.
Για το Οικουμενικό Πατριαρχείο η επιλογή ήταν δεδομένη και την είχε εκμυστηρευτεί αποκαλυπτικά στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο ο ίδιος ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας : «Από αυτή την κατάθλιψη, στην οποία ζούμε εδώ επί αιώνες, δεν είναι δυνατόν να μας βγάλει κανείς. Πρέπει να βγάλουμε εμείς τον εαυτό μας, κοιτάζοντας προς την Δύση, προς την Ευρώπη γενικά και τις Εκκλησίες της Δύσεως»[9].

Σε ό,τι αφορά, όμως, στα θέματα της πίστεως, τότε τα παραπάνω κριτήρια δεν έχουν καμμία θέση στην αξιολόγηση των επιλογών. Τουναντίον μάλιστα αποτελούν τροχοπέδη για την διατήρηση της ακριβείας και της αληθείας της.
Δυστυχώς, η ταύτιση των συμφερόντων (των καλώς έστω νοουμένων) του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τις επιλογές του σε ζητήματα πίστεως στάθηκε ολέθρια και δεν έπαψε μέχρι και σήμερα να μας αποπροσανατολίζει, να μας παραπλανά και να μας παγιδεύει στο διχαστικό, όσο και τεχνητό, δίλημμα : ή τα οικουμενιστικά ανοίγματα ή η παρακμή και η απώλεια του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου.
Έτσι, η υποστήριξη των εκάστοτε πρωτοβουλιών του Φαναρίου έγινε ταυτόσημη με την υποστήριξη του ίδιου του θεσμού του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Αλλά και αντίστροφα, κάθε κριτική προς τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκλαμβάνεται ως πολεμική και απαξίωση του ίδιου του θεσμού. Αυτός ο διχασμός έλαβε την μορφή και την ισχύ αξιώματος. Έγινε πάγια τακτική του Φαναρίου, δόγμα της εξωτερικής του πολιτικής, κοινός τόπος στην ακαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στον τύπο και όλα τα ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα όλων των οικουμενιστών.
Γ) Η καλλιέργεια σχέσεων με το Βατικανό
Από το ξεκίνημα της πατριαρχίας του «ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας ενηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος το ζήτημα της αναθερμάνσεως των επαφών με την Ρώμην, την οποίαν εν τω ενθρονιστηρίω ήδη λόγω του ασπάζεται μετ’ απεράντου σεβασμού αδελφικώς εν Χριστώ»[10].
Το άνοιγμα και οι στενές σχέσεις του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα με το Βατικανό ήταν κάτι το αναμενόμενο και προγραμματισμένο, καθώς «από Μητροπολίτης Κερκύρας είχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις με τον Παπισμό που ως αρχιεπίσκοπος Αμερικής τις αξιοποίησε περισσότερο. Όταν μάλιστα ως Οικουμενικός Πατριάρχης διήρχετο με το προσωπικόν αεροπλάνον του Τρούμαν από το ιταλικό έδαφος, παρακάλεσε τον πιλότο να πετάξη πάνω από την Αγία Έδρα, ανταποκρινόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον στην επιθυμία πολλών φίλων του της Αμερικής να συνδεθή στενότερα με τον Παπισμό»[11].
Ο πρώτος επίσημος απεσταλμένος του Φαναρίου στο Βατικανό ήταν ο μόλις εκλεγμένος τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο πρώτος ορθόδοξος Ιεράρχης που συναντήθηκε με τον πάπα μετά από αιώνες.
Στην συνάντηση, που είχε με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ κατά το έτος 1959, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής του μεταφέρει προσωπικό μήνυμα του Πατριάρχη Αθηναγόρα : «Αγιώτατε. Η Α. Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης μοι ανέθεσε την υψίστην τιμήν να επιδώσω προς την Υμετέραν Αγιότητα, όχι εν γράμμασιν αλλ’ εν τη ζώση, το εξής μήνυμα : ‘εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης’. Διότι πιστεύει ότι Υμείς είσθε ο δεύτερος Πρόδρομος, ο επιφορτισμένος παρά του Θεού με την εντολήν ευθείας να ποιήσητε τας τρίβους Αυτού»[12].
Στην απάντησή του ο Πάπας αποκαλύπτει τις προθέσεις του Βατικανού εν όψει της Β΄ Βατικανής Συνόδου, που επρόκειτο να ξεκινήσει τις εργασίες της. «Σκοπός της νέας Συνόδου είναι η επανένωσις της Εκκλησίας» δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο και συμφωνούν από κοινού ότι «η «ένωση των εκκλησιών» πρέπει να στηριχθεί στις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως»[13]. «Εάν δεν επικρατήση το σύνθημα της Γαλλικής Επαναστάσεως: ελευθερία, ισότης, αδελφότης, ούτε ειρήνη θα υπάρξει μεταξύ των εθνών, ούτε ένωσις μεταξύ των Εκκλησιών»[14].

Τέλος, ο Πάπας ορίζει τις βασικές αρχές αυτής της «ενώσεως» : «Η ένωσις θα είναι ένωσις καρδιών. Ένωσις προσευχής. Ένωσις – καρπός αναζητήσεως του ενός υπό του άλλου»[15], δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και σηματοδοτεί, έτσι, την νέα οικουμενική πολιτική του Βατικανού έναντι της Ορθοδοξίας.

Η νέα αυτή πολιτική, που θα λάβει την επίσημη μορφή της με τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1963-1965) και το περίφημο «Διάταγμα περί Οικουμενισμού», θα επιβληθεί στο εξής στον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, αφού θα γίνει δεκτή και εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Πρόκειται για την γνωστή ουνιτικού τύπου «ενότητα», με τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των δύο παραδόσεων, την ενότητα εν τη ποικιλία, η οποία προπαγανδίζεται κατά κόρον και στις μέρες μας. Ενότητα δηλ., όχι στην πίστη και την αλήθεια, αλλά μία συγκρητιστικού τύπου συγχώνευση, μία απορρόφηση, ουσιαστικά, της Ορθοδοξίας στον παπισμό, χωρίς αυτός να αποβάλει καμμία από τις αιρετικές πλάνες του.

Στο σημείο, όμως, αυτό τίθενται αμείλικτα ερωτήματα προς τους Οικουμενιστές : Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση; Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,… ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνος ἀπόφασις τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[16]; Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις ποῦ ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;

Στην υπηρεσία αυτής της νέας οικουμενικής πολιτικής ξεκινά μία κοινή εκστρατεία «ψυχολογικής προετοιμασίας» για την αποδοχή των οικουμενιστικών ανοιγμάτων, που πραγματοποιούνται. Η εκστρατεία αυτή κινείται σε δύο κυρίως άξονες. Από την μία πλευρά επιχειρεί να αμβλύνει, ακόμη και να εκμηδενίσει, τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, αποδίδοντας το μεταξύ τους χάσμα σε προκαταλήψεις και κατάλοιπα του παρελθόντος, που έχουν πλέον ξεπεραστεί και εκλείψει. Από την άλλη δε επενδύει συστηματικά στην αδήριτη δυναμική της επικοινωνιακής τακτικής, της προβολής και της επιβολής μέσω της επαναλήψεως, στον νόμο δηλαδή της συνήθειας.

Χαρακτηριστικός όσο και άκρως αποκαλυπτικός αυτής της επιχειρούμενης ανατροπής και αντιστροφής των παραδεδομένων αρχών και της αλήθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας μας είναι ο διάλογος του Οικουμενικού Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα με τον Καρδινάλιο Willebrans, πρόεδρο του παπικού Συμβουλίου για την χριστιανική ενότητα, στο Φανάρι.
Το ίδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός και αποκαλυπτικός είναι και ο σχολιασμός και η ερμηνεία του διαλόγου αυτού από τον Καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ενός από τους κορυφαίους θαυμαστές και υμνητές του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα, στο βιβλίο του «Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών»:
« «Από τί προήλθε το Σχίσμα»; ρώτησε ο Πατριάρχης τον Βιλεμπράνς.
Ο Καρδινάλιος προσπάθησε μ’ ευγένεια ν’ αναφέρει τις δογματικές διαφορές των δύο Εκκλησιών.
Ο Αθηναγόρας -όπως αργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε να πει ολόκληρη την αλήθεια στον έκπληκτο Ολλανδό Καρδινάλιο.
«Άγιε Αδελφέ, το Σχίσμα δεν έγινε από τα ένζυμα και τα άζυμα. Αν το Άγιο Πνεύμα πνει στα ένζυμα κατά τον ίδιο τρόπο πνει και στα άζυμα. Η αντίθεσις δεν ήταν θεολογική, αλλά μόνο πολιτική. Ήταν η αντίθεσις της Ρώμης με την Αθήνα. Σεις εκπροσωπούσατε την Ρώμη κι εμείς τότε την Αθήνα».

Ο καρδινάλιος κοκκίνισε από ντροπή. Εναντίον του κατεστημένου, ο Αθηναγόρας δεν εδίστασε να διατυπώσει ολόκληρη την αλήθεια, αντίθετα με την επίσημη διδασκαλία και των δύο Εκκλησιών. Δεν του άρεσε να εξαπατά τα εκατομμύρια των πιστών του με ιστορικά ψεύδη... Θεωρούσε πιο τίμιο να μην αλλαξοπιστεί κανείς, αλλά μέσα στο κάστρο της Εκκλησίας του να πολεμά για οικουμενικότητα, αδελφοποιΐα και διεύρυνσι»[17].
Τις βασικές αρχές της νέας οικουμενικής τακτικής διετύπωσε πολύ εύστοχα και συνοπτικά το 1962 ο γνωστός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ιωάννης Ντανιελού : «Ο λατινικός και ο βυζαντινός κόσμος, με τα συμφέροντά τους, έχουν από καιρό εκλείψει. Το δόγμα είναι σχεδόν κοινό. Η παράδοσις επίσης. Τα μυστήρια κοινά. Και κοινοί οι σημερινοί αντίπαλοι. Οι αιώνες, που επέρασαν, εσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, που πρέπει σιγά-σιγά να εκμηδενισθούν. Ως πρώτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία»[18].

Για αυτή την «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν και συνεχίζονται μέχρι τις μέρες μας μία σειρά από κινήσεις και πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικού χαρακτήρα εκ μέρους του Βατικανού και των Ορθοδόξων Οικουμενιστών με σκοπό την σταδιακή άμβλυνση της συνειδήσεως και την εξασθένιση του αισθητηρίου του ορθοδόξου πληρώματος.


[3] http://www.amen.gr/article14047. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο| Εκτύπωση |
[5] ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΣΑΦ ΜΑΚΡΗΣ, «Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20ο αιώνα», Εν Συνειδήσει˙ Οικουμενισμός˙
ιστορική και κριτική προσέγγιση, εκδ. Ι.Μ.Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα Ιούνιος 2009, σσ. 46-64
[6] ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ, Γιατί οι ΗΠΑ στηρίζουν το Φανάρι, http://www.greeknewsonline.com/modules.php?-name=News&file=print&sid=2330.
[7] Γ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ και Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Εκκλησία και Ελληνισμός από το 1821 έως σήμερα, εκδ. Προσκήνιο-Άγγελος Σιδεράτος, 2005, σσ. 283-284.
[8] Ματθ. 7, 16-20.
[9] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Εγώ ο Ιάκωβος, εκδ. ΣΚΑΪ, εκδ. οίκος Λιβάνη, Αθήνα 2002, σσ. 189-190).
[10] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι και Οικουμενικαί Σχέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Κ΄ αιώνα, σ. 204.
[11] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, Αθήναι 1976, σ. 93.
[12] Ό.π., σ. 94.
[13] Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ, Εγώ ο Ιάκωβος…
[14] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Αθηναγόρας…, σ. 95.
[15] Ό.π., σ. 95.
[16] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη και ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[17] Δ. ΤΣΑΚΩΝΑΣ, Αθηναγόρας…, σ. 117.
[18] Ό.π.
anavaseis.blogspot.gr