Η κοιτίδα των Αρβανιτόβλαχων είναι η ευρύτερη περιοχή της πόλης Φράσσαρη ή Φράσσερη, που βρίσκεται στη σημερινή Νότια Αλβανία και στην οποία οφείλουν το αρχικό τους όνομα. Γύρω στο 1700, η Φράσσαρη ήταν μια δυναμική κωμόπολη στην περιφέρεια της Πρεμετής, με πάνω από 600 σπίτια και πολλές εκκλησίες, στην οποία κατοικούσαν Βλάχοι κτηνοτρόφοι. Αργότερα η πόλη καταστράφηκε τρεις φορές από τους Οθωμανούς, οπότε πολλοί Φρασεριώτες την εγκατέλειψαν και μετακινήθηκαν στα χωριά της Κορυτσάς. Επίσης αρκετοί μετανάστευσαν στην Αμερική όπου ίδρυσαν σύλλογο το 1903.
«Ήρθαν στην Θεσσαλία πριν έναν αιώνα τουλάχιστον, διωγμένοι από την Αλβανία το πιθανότερο από κάποιο πολιτικό γεγονός. Συνέχισαν να ασκούν τις ποιμενικές τους δραστηριότητες, αν και πολλοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Τυρνάβου. Αυτή είναι η περίπτωση στο Αργυροπούλι που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτού του μεγάλου χωριού... Παραδόξως ο Αλμυρός συγκεντρώνει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό οικογενειών που έχουν γεννηθεί στην νότια Αλβανία, δείγμα των παλαιότερων ποιμενικών σχέσεων που διατηρούσαν οι Βλάχοι ανάμεσα στην πεδιάδα του Αλμυρού και στα βουνά της Κορυτσάς...»
Κάποιες μετακινήσεις Αρβανιτόβλαχων στην Θεσσαλία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Δημητριάδας, υπάρχουν ήδη από τον 11ο αιώνα, όπως προκύπτει από εκκλησιαστικά έγγραφα, γράμματα επισκόπων και δωρητήριες παραχωρήσεις. Μάλιστα πριν την Δ' Σταυροφορία, ένα μέρος της Θεσσαλίας απότελούσε ξεχωριστή διοικητική περιφέρεια με το όνομα Θεσσαλική Βλαχία. Μετακινήσεις Αρβανιτόβλαχων κτηνοτρόφων και αγωγιατών στα βουνά της Όθρυος, καταγράφονται από τον 12ο αιώνα και περιγράφονται ως άγριοι και φιλοπόλεμοι, που λήστευαν και σκότωναν.
Επίσης πολλοί Αρβανιτόβλαχοι έφυγαν από τα χωριά τους στη Μακεδονία μετά από ληστρικές επιδρομές Τουρκαλβανών αμέσως μετά την λήξη της Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αυτοί, αναζητώντας μεγαλύτερη ασφάλεια, έφτασαν στα σύνορα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, στα ορεινά της Αιτωλίας, της Ακαρνανίας και της Ευρυτανίας, συνεχίζοντας τη νομαδοκτηνοτροφική τους ζωή. Ο Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός Léon Heuzey, αναφέρει πως το 1856 υπήρχαν γύρω στις 800 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων (4.000 - 5.000 άνθρωποι), που σχημάτιζαν 12 χειμαδιά, από 50 - 100 οικογένειες το καθένα. Αργότερα, ανάμεσα στο 1865 και 1870, άρχισαν να δημιουργούν μόνιμους οικισμούς, που συνεχίζουν μέχρι σήμερα να αποτελούν τους νοτιότερους βλάχικους οικισμούς της Ελλάδας.
Σύμφωνα με άρθρο στο περιοδικό "Πανδώρα", οι Αρβανιτόβλαχοι της Αιτωλοακαρνανίας έφταναν το 1856 τις 2.000 και είχαν 100.000 πρόβατα στην κατοχή τους, σημαντική πηγή εσόδων προς το ελληνικό δημόσιο. Ο Γερμανός Gustav Weigand αναφέρει πως το 1888 - 1889, ο πληθυσμός τους ανερχόταν σε 2.625 στα επτά πρώην χειμαδιά της Ακαρνανίας, τα οποία εξελίχθηκαν σε σταθερά αγροκτηνοτροφικά χωριά.
Το 1807 οι Αρβανιτόβλαχοι που ζούσαν στις νότιες πλαγιές του Παναιτωλικού, ήρθαν σε σύγκρουση με τον Αλή Πασά και έφυγαν προσ την Οίτη, τον Παρνασσό, τον Ελικώνα, ακόμα και την Πάρνηθα. Το 1834 αναφέρεται από τον Γάλλο λογοτέχνη Gustave d'Eichtal, η ύπαρξη Αρβανιτόβλαχων στην περιοχή της Αταλάντης, τους οποίους θεωρεί απαραίτητους για την ενδυνάμωση της μετεπαναστατικής Ελλάδας, αφού αν και δεν είχαν τάση προς τη γεωργία, θα μπορούσε ο δυναμισμός τους να στραφεί προς τις βιοτεχνίες και το εμπόριο. Το 1852 - 1854, ο Γάλλος περιηγητής Edmond About συνάντησε Βλάχους νομαδοκτηνοτρόφους στα περίχωρα της Αθήνας τους οποίους χαρακτηρίζει ως Αρβανιτόβλαχους και οι οποίοι προμήθευαν τους Αθηναίους με τα αρνιά του Πάσχα. Επίσης Αρβανιτόβλαχοι παρατηρούνται στις πλαγιές της Όθρυς, στην Υπάτη, ακόμα και στην περιοχή του Άργους στην Πελοπόννησο.
el.wikipedia.org