To’74 πήραμε πιο πολλά εδάφη απ’ ό,τι σχεδιάζαμε!
Όλα αυτά συντελούνται από την έλλειψη αυτοπεποίθησης της ελληνικής πλευράς.
Η διεθνής πολιτική αποτελεί ένα πεδίο ανταγωνισμού, συνεργασίας και σύγκρουσης, ευκαιριών. Στις κρίσεις αντιπαρατίθενται η αποφασιστικότητα δύο ή περισσότερων πλευρών.
Ως κρίση ορίζεται «μία σημαντική μεταβολή σε ποσοτικό, ποιοτικό ή σε επίπεδο έντασης των αλληλεπιδράσεων μεταξύ κρατών». Ουσιαστικά συνιστά μία νέα εισροή δεδομένων στο πλαίσιο διμερών ή πολυμερών σχέσεων. Το 1996 η χώρα αντιμετώπισε τον Τουρκικό αναθεωρητισμό, αποπειράθηκε αποσπασματικά να τον αντιμετωπίσει αλλά η ηγεσία της λύγισε. Ελληνικό έδαφος κατέστη γκρίζα ζώνη με αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό της χώρας. Το σκελετό αυτό αποκρύπτει επιμελώς στο περίφημο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Οι προσεγγίσεις για την κατάληξη της κρίσης διαφέρουν. Οι υπέρμαχοι της λογικής της ειρήνης με κάθε θυσία θεωρούν ότι το κέρδος ήταν η μη σύγκρουση με την Τουρκία, η αποφυγή του πολέμου. Η αντίθετη άποψη θεωρεί ότι η Ελλάδα υπέστη μία σημαντική πολιτικο-στρατιωτική και διπλωματική ήττα.
Η ψύχραιμη, ρεαλιστική και σκληρή άποψη ενός διεθνολόγου – μη πολιτικού δεν μπορεί παρά να θεωρεί την κρίση των Ιμίων ως μια εθνική ήττα για μία σειρά από μη αμφισβητήσιμους λόγους.
Πρώτον, η Ελλάδα εξήλθε της κρίσης έχοντας καταγράψει απώλεια κυριαρχίας επί εθνικού εδάφους. Εκτοτε, στη διεθνή βιβλιογραφία τα Ίμια αναφέρονται ως «αμφισβητούμενη περιοχή» (disputed area).
Δεύτερον, η χώρα επλήγη σε επίπεδο διεθνούς κύρους, αφού η ηγεσία της κατέδειξε εμφανή αδυναμία να διαχειριστεί την κρίση με τρόπο που να προστατεύσει στοιχειωδώς ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Λίγους μήνες μετά την κρίση ως μεταπτυχιακός φοιτητής στη Βρετανία στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών του Λάνκαστερ δέχθηκα μία λογική όσο και καυστική παρατήρηση από έναν καθηγητή μου. Μου θύμισε ότι μόνο η ήττα σε μία πολεμική σύγκρουση δικαιολογεί απώλεια εθνικού εδάφους. Ότι η Βρετανία υπερασπίστηκε επιτυχώς κυριαρχικά της δικαιώματα στα μακρινά Φώκλαντ διεξάγοντας έναν πόλεμο. «Προφανώς για να μην πολεμήσετε για τα Ίμια δεν είχατε δίκιο» μου υπογράμμισε. Για έναν Βρετανό, θιασώτη του εθνικού συμφέροντος, που δεν φοβάται να ψελλίσει τις λέξεις πατρίδα και πατριωτισμό, από φόβο μήπως τον χαρακτηρίσουν ακροδεξιό, έναν Βρετανό που εννοιολογικά αντιλαμβάνεται το διεθνές περιβάλλον με όρους εθνικού συμφέροντος, η διαχείριση της κρίσης συνιστούσε μία ελληνική τραγωδία.
Τρίτον, η χώρα απώλεσε τρία άξια παλικάρια της – Έκτορας Γιαλοψός Χριστόφορος Καραθανάσης Παναγιώτης Βλαχάκος – τους οποίους η ηγεσία της χώρας αρνήθηκε αρχικά να τιμήσει ως ήρωες, αφού ο συμβολισμός της απώλειας τους έφερνε δυσάρεστες μνήμες. Μάλιστα έγινε απόπειρα σπίλωσης της μνήμης των δύο και απόδοσης της πτώσης του ελικοπτέρου σε vertigo που έπαθαν οι δύο πιλότοι. Η γραμμή άμυνας των Κ. Σημίτη και Θ. Πάγκαλου θεμελιώθηκε στην καταδίκη των επικριτών τους ως ακραίων εθνικιστών. Η επιχειρηματολογία τους ήταν έωλη και εγκαινίασε μία εθνική αντιπαράθεση μεταξύ της «λογικής» και της «ακρότητας». Σημειολογικά αποτελούσε τη Λυδία Λίθο του φοβικού συνδρόμου που διακατέχει έκτοτε τις ηγεσίες της χώρας, της εξωτερίκευσης του ερασιτεχνισμού στη διαχείριση εθνικών θεμάτων, της πεισματικής άρνησης της αριστεράς να αναγνωρίσει την εθνο-κεντρική χωροταξία του διεθνούς γίγνεσθαι και τον ανούσιο όσο και επικίνδυνο μαξιμαλισμό της ακροδεξιάς.
Τέταρτον, η ελληνική ηγεσία παραβίασε έναν κανόνα που διδάσκεται σε όλα τα τμήματα στρατηγικών σπουδών ανά τον κόσμο. Ότι η πολιτική ηγεσία δεν επιρρίπτει τις ευθύνες μίας εθνικής αποτυχίας στη στρατιωτική ηγεσία. Ακόμα και σε περίπτωση επιχειρησιακής αδυναμίας προστατεύει το κύρος των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Τουρκική ηγεσία μετά την κρίση δήλωσε εμφατικά ότι «οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να εξέλθουν ηττημένες ηθικά από την κρίση». Αν οι ισχυρισμοί περί αδυναμίας ή απροθυμίας των στρατιωτικών να εκτελέσουν εντολές της πολιτικής ηγεσίας ευσταθούν, τότε η στρατιωτική ηγεσία της χώρας θα έπρεπε να είχε οδηγηθεί στη στρατιωτική δικαιοσύνη.
Πέμπτον, οι κρίσεις προσέφεραν στην Τουρκία δυσανάλογα από τα προσδοκώμενα οφέλη. Το Νοέμβριο του 2002 ο στρατηγός Εβρέν είχε δηλώσει στο CNN Turk: Το ’74 πήραμε πιο πολλά εδάφη απ’ ό,τι σχεδιάζαμε! (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 21/11/2002). Όλα αυτά συντελούνται από την έλλειψη αυτοπεποίθησης της ελληνικής πλευράς, το φόβο ανάληψης ρίσκου, εγγενές ποιοτικό χαρακτηριστικό οιασδήποτε δράσης.
Η προίκα των Ιμίων είναι η εθνική μας ηττοπάθεια, η κατάρρευση σε συνθήκες πολιτικο-στρατιωτικής πίεσης, ο ερασιτεχνισμός, η ανούσια ομφαλοσκόπηση, η αποποίηση ευθυνών, πράξη πολιτικά άνανδρη και συνταγματικά ανήθικη. Οι μικροί ηγέτες προκαλούν μεγάλες απώλειες, οι μεγάλοι μικρές ή μεγάλες νίκες. Ας τους θυμόμαστε και τους δύο.
Γιώργος Βοσκόπουλος, επ. Καθηγητής – Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίαςstrategyreports.wordpress.com