Επιστολή-μάθημα αξιοπρέπειας και πατριωτισμού απέστειλαν στον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου τριάντα τρεις πρώην πρέσβεις, αναφερόμενοι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και προτείνοντας μια πατριωτική στάση, για να μη βρεθεί προ οδυνηρών αδιεξόδων η χώρα μας.
Είναι, σημειώνουμε, η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο, έστω από πρώην πρέσβεις. Και έχει σημασία, έχει ειδικό βάρος η άποψή τους, ακριβώς λόγω της προϋπηρεσίας τους. Ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών είχαν υπηρετήσει στην Άγκυρα, στην Κύπρο ή στις ΗΠΑ.
Κατά τις πληροφορίες μας, η πρωτοβουλία για την επιστολή είχε αναληφθεί από τους Εμ. Μεγαλοκονόμο, Θ. Στοφορόπουλο, Π. Οικονόμου, ενώ καθοριστικό ρόλο στο τελικό της περιεχόμενο είχε ο καθηγητής και μέλος της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ Κ. Οικονομίδης.
Μεταξύ άλλων με την επιστολή επισημαίνονται τα εξής:
- Είναι λάθος να διαπραγματεύεσαι με κάποιον όταν ενώ εσύ είσαι στο πλευρό της διεθνούς νομιμότητας ο άλλος της διαπραγμάτευσης προβαίνει σε έκνομες ενέργειες. Δείχνεις έτσι ότι δέχεσαι να διαπραγματεύεσαι υπό πίεση, σαν να έχεις ηττηθεί σε πόλεμο.
- Όταν μια χώρα βρίσκεται σε κρίση, όπως η Ελλάδα τώρα, είναι λογικό να αποφεύγει να συνάπτει συμφωνίες που θα τη δεσμεύουν στο διηνεκές.
- Είναι προδιαγεγραμμένη η έκβαση μιας διαπραγμάτευσης σε βάρος εκείνου που δέχεται να συνομιλεί υπό τη συνεχή και προκλητική παραβίαση του εθνικού του χώρου και υπό την απειλή του casus belli.
- Τυχόν συνδιαχείριση του Αιγαίου προϋποθέτει επέκταση των χωρικών μας υδάτων και ορισμό της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
- Είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την Ελλάδα η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ του Καστελλόριζου.
- Αν η ελληνική πλευρά παραχωρήσει μέρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, θα πρέπει ο ελληνικός λαός να μάθει τις παραχωρήσεις που έκανε σε αντάλλαγμα η Τουρκία στα δικά της κυριαρχικά δικαιώματα!
- Η Τουρκία, με την απειλή χρήσης όπλων, επιδιώκει να επαναφέρει το καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της επιστολής των τριάντα τριών πρέσβεων.
«Αξιότιμε κύριε πρωθυπουργέ,
Οι υπογράφοντες, έχοντας επί δεκαετίες υπηρετήσει τα εθνικά μας θέματα, δικαιώματα και συμφέροντα, επιθυμούμε να εκφράσουμε την ικανοποίησή μας για τις δημόσιες δηλώσεις σας κατά τη συνάντηση στο Ερζερούμ με τον τούρκο ομόλογό σας και με τους πρέσβεις της γείτονος. Παρ' όλη όμως την ευθεία και δημοσία αυτή προβολή των θέσεών μας, δεν παύουμε να ανησυχούμε μήπως η σημερινή οικονομική συγκυρία πλήξει τελικά τα εθνικά μας θέματα, εν όλω ή εν μέρει, ανεπανόρθωτα. Και τούτο για τους παρακάτω λόγους τους οποίους επιτρέψτε μας να σας εκθέσουμε, επιθυμώντας να συμβάλουμε και εμείς στον διεξαγόμενο σήμερα δημόσιο διάλογο, ως απλοί πολίτες, χωρίς βεβαίως να αμφισβητείται η αρμοδιότητα της κυβερνήσεως να διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική.
Όταν μια χώρα διέρχεται κρίση, όπως τώρα η πατρίδα μας, είναι λογικό να αποφεύγει να συνάπτει συμφωνίες που θα τη δεσμεύσουν για πολύ μετά το τέλος της κρίσης και, πιθανότατα, εις το διηνεκές.
Στις θεμελιώδεις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών περιλαμβάνεται και η αποχή από κάθε απειλή ή χρήση βίας στις διεθνείς σχέσεις. Η Αρχή αυτή δεν έχει τεθεί στον Χάρτη ασκόπως. Γιατί είναι προδιαγεγραμμένη η έκβαση της διαπραγμάτευσης εις βάρος του μέρους εκείνου που δέχεται να συνομιλεί υπό την συνεχή και προκλητική παραβίαση του εθνικού του χώρου και υπό την απειλή στρατιωτικής αντίδρασης, όπως είναι η τουρκική, γνωστή ως “casus belli”.
Όταν το ένα μέρος βρίσκεται στο πλευρό της διεθνούς νομιμότητας και εξακολουθεί να διαπραγματεύεται παρά τις έκνομες ενέργειες του άλλου μέρους, δημιουργούνται δύο σοβαρές συνέπειες. Αφενός δείχνει ο απειλούμενος ότι δέχεται να διαπραγματευτεί υπό πίεση -σαν να είχε ηττηθεί σε πόλεμο- και αφετέρου ο παράνομος χαρακτήρας των ενεργειών τού απειλούντος ακυρώνεται ή αποδυναμώνεται σημαντικά στα μάτια των διεθνών παραγόντων. Το δεύτερο αυτό συμβαίνει διότι κανείς ξένος δεν είναι δυνατόν να πιστεύσει ότι διαπράττονται διεθνείς παραβιάσεις όσο οι διαπραγματεύσεις διαρκούν και ότι το μέρος που τις υφίσταται δέχεται, παρά ταύτα, να συνεχίζει να διαπραγματεύεται. Έτσι η διαμαρτυρία και η επιχειρηματολογία του αποδυναμώνονται και αυτοαναιρούνται.
Οι επεκτατικές στοχεύσεις της Τουρκίας εδράζονται σε μακροχρόνιες προοπτικές και τούτο είναι σε όλους γνωστό. Οιαδήποτε σημερινή συμφωνία με ελληνικές υποχωρήσεις θα εξασφάλιζε οφέλη μόνο στην Τουρκία, η οποία μετά κάποια μικρή χρονική ίσως διακοπή θα συνέχιζε την ίδια αρπακτική τακτική. Η ιστορία της γείτονος είναι δυστυχώς ιστορία παραβιάσεων της υπογραφής της. Μια ιστορία που έχει ακόμη και πρόσφατα έντονα δείγματα.
Τυχόν συνδιαχείριση των πόρων του Αιγαίου πριν από τη διεύρυνση των χωρικών μας υδάτων και την επακόλουθη οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ θα παρείχε ίσως πρόσκαιρα οικονομικά οφέλη. Η συνδιαχείριση όμως προϋποθέτει δύο απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να γίνουν προηγουμένως:
α) την επέκταση των χωρικών υδάτων με ανεξάρτητη και κυρίαρχη απόφαση της χώρας μας σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Και
β) τον ορισμό της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Εάν δεν τηρηθούν οι δύο αυτές προϋποθέσεις, η Τουρκία ασφαλώς θα χρησιμοποιούσε τα ad hoc δικαιώματα τα οποία ενδεχομένως θα της παραχωρηθούν προσωρινά για να αποδυναμώσει τα de jure ελληνικά και να ενισχύσει τις δικές της πάγιες παράνομες θέσεις.
Εξάλλου, η επί μακρόν αποχή εκ μέρους μας από την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε συνδυασμό με τη θέση τους υπό συζήτηση είναι δυνατόν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να δώσει λαβή σε παρερμηνείες.
Εφόσον η Ελλάδα υποστηρίζει ότι συζητά μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και η Τουρκία επιμένει ότι στο τραπέζι βρίσκονται όλα τα “ζητήματα του Αιγαίου”, η κυβέρνηση οφείλει να ξεκαθαρίσει το ζήτημα. Δεν μπορεί πράγματι να παραμένει μυστικό τόσο το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης όσο και η διαπραγματευτική γραμμή εκκίνησης της ελληνικής πλευράς.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ του νησιωτικού συμπλέγματος Καστελλόριζου είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη χώρα μας και είναι ενθαρρυντικό ότι πρόσφατα έγκυρα δημοσιεύματα στο Ισραήλ το αναγνωρίζουν. Είναι ευνόητο ότι η χώρα μας έχει κάθε συμφέρον να υποστηρίξει αυτή την άποψη.
Οι πενήντα τουλάχιστον “διερευνητικές επαφές” όπως και άλλες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των δύο χωρών είναι φανερό ότι έχουν ξεπεράσει το επίπεδο του “διαλόγου” και κινδυνεύουν να εκληφθούν ως διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση είναι -έτσι τουλάχιστον ασκείται διεθνώς- αμοιβαία ανταλλαγή παραχωρήσεων με σκοπό να επιτευχθεί λύση ικανοποιητική και για τις δύο πλευρές υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι και οι δύο έχουν νόμιμους τίτλους. Αν η ελληνική πλευρά παραχωρήσει μέρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων θα πρέπει ο ελληνικός λαός να μάθει και τις παραχωρήσεις των νομίμων δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων που έκανε, σε αντάλλαγμα, η Τουρκία.
Αξιότιμε κύριε πρωθυπουργέ
Η κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο δεν προσδιορίζονται με ασαφείς διατάξεις διεθνούς δικαίου, όπως επιδιώκουν ίσως μερικοί να πείσουν τους πάντες και ιδίως την ηγεσία της χώρας. Είναι σαφή και αδιαμφισβήτητα έναντι της επιβουλής οιουδήποτε γειτονικού κράτους το οποίο διά της απειλής χρήσεως όπλων επιδιώκει -όπως και επίσημοι Τούρκοι ομολογούν- να επαναφέρει το καθεστώς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, της οποίας την κατάρρευση κίνησε προ δύο σχεδόν αιώνων ο πόθος των λαών για ελευθερία.
Μετά τιμής,
Οι πρώην πρέσβεις της Ελλάδος:
Χρήστος Αλεξανδρής, Σπύρος Αλιάγας, Γεώργιος Ασημακόπουλος, Διαμαντής Βακαλόπουλος, Βασίλειος Βασσάλος, Ιωάννης Γενηματάς, Εμμανουήλ Γκίκας, Νικόλαος Διαμαντόπουλος, Σπυρίδων Δοκιανός, Ευστράτιος Δούκας, Αχιλλέας Έξαρχος, Ιωάννης Θεοφανόπουλος, Αθανάσιος Θεοδωρακόπουλος, Ιωάννης Θωμόγλου, Αντώνης Κοραντής, Αλέξανδρος Κουντουριώτης, Γεώργιος Κωνσταντής, Νικόλαος Μακρίδης, Λεωνίδας Μαυρομιχάλης, Εμμανουήλ Μεγαλοκονόμος, Παναγιώτης Μπάιζος, Ιωάννης Μπουρλογιάννης-Τσαγγαρίδης, Λάζαρος Νάνος, Αντώνιος Νομικός, Παναγιώτης Οικονόμου, Απόστολος Παπασλιώτης, Κωνσταντίνος Πολίτης, Αντώνης Πρωτονοτάριος, Βασίλειος Σημαντηράκης, Ιάκωβος Σπέτσιος, Θέμος Στοφορόπουλος, Ευάγγελος Φραγκούλης, Κώστας Οικονομίδης, ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, τέως Προϊστάμενος Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας Υπουργείου Εξωτερικών, μέλος Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου Ηνωμένων Εθνών (1999-2006).»
ΠΗΓΗ