Πύργος Νεμπόισα: ένα μνημείο ελληνοσερβικής φιλίας στο Βελιγράδι.
Τις εργασίες αποκατάστασης του πύργου Νεμπόισα (Kula Nebojša), στο Βελιγράδι της Σερβίας, όπου θανατώθηκε ο Ρήγας Φεραίος-Βελεστινλής, επιθεώρησαν ο Σέρβος Υπουργός Πολιτισμού, Νεμπόισα Μπράντιτς και ο Πρέσβης της Ελλάδας στη Σερβία, Δημοσθένης Στωίδης.
Η αποκατάσταση του πύργου Νεμπόισα ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2009. Στο σχέδιο προβλέπεται η δημιουργία τεσσάρων επιπέδων, στο εσωτερικό του, όπου το ένα θα αποτελεί μόνιμα, εκθεσιακό-μουσειακό χώρο, αφιερωμένο στο έργο και τη δράση του Ρήγα Φεραίου-Βελεστινλή.
Στα άλλα τρία επίπεδα, θα λειτουργούν εκθέσεις από τους αγώνες των Σέρβων για ελευθερία, αλλά και τους αγώνες άλλων βαλκανικών λαών. Έξω από τον πύργο θα κατασκευαστεί ένας ημιυπαίθριος χώρος, χωρητικότητας 500 ατόμων, που θα λειτουργεί ως ελληνο-σερβικό πολιτιστικό κέντρο και θα φιλοξενεί εκθέσεις, διαλέξεις, μουσικές συναυλίες και άλλες εκδηλώσεις.
Το συνολικό κόστος του έργου θα διαμορφωθεί περίπου στο 1,8 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων το ελληνικό κράτος, μέσω της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας του υπουργείου Εξωτερικών (Hellenic Aid), θα καταβάλλει 1.380.000 και το υπόλοιπο ποσό θα «καλύψει» ο Δήμος Βελιγραδίου.
Ο πύργος Νεμπόισα χτίστηκε τον 15ο αιώνα από τους Ούγγρους πάνω στα ερείπια ρωμαϊκού πύργου του 1ου μ.Χ. αιώνα. Στο γεγονός ότι αποτελούσε προκεχωρημένο φρούριο, αφού βρισκόταν εκτός των βασικού αμυντικού τείχους του κάστρου του Βελιγραδίου, οφείλεται και η ονομασία Νεμπόισα, που στη σερβική γλώσσα σημαίνει άφοβος-ατρόμητος.
Στην ιστορία του καταστράφηκε πολλές φορές, αλλά πάντοτε ξαναχτιζόταν. Το 1739, όταν το Βελιγράδι έπεσε στα χέρια των Τούρκων, ο πύργος μετατράπηκε σε φυλακή, χώρο βασανιστηρίων και μαρτυρίου.
Το Νοέμβριο του 1797, οι αυστριακές αρχές συνέλαβαν τον Ρήγα Βελεστινλή στην Τεργέστη και μαζί με άλλους εφτά συντρόφους του, τον παρέδωσαν στον Πασά του Βελιγραδίου. Ο Ρήγας και οι σύντροφοί του κρατήθηκαν περίπου επτά μήνες φυλακισμένοι στον πύργο Νεμπόισα και τον Ιούνιο του 1798, οι Τούρκοι τους στραγγάλισαν και τα νεκρά σώματά τους τα πέταξαν στο Δούναβη.