Το να επισκεφθεί ένας Έλληνας την Αγια-Σοφιά, δεν είναι πια ένα θρησκευτικό προσκύνημα. Ούτε καν εθνικό χρέος. Είναι χρέος αυτογνωσίας. Όπως είναι χρέος αυτογνωσίας η επίσκεψη στον Παρθενώνα. Αυτογνωσίας του, γεννήσαντος τους τέσσερις πολιτισμούς, Ελληνικού Τρόπου. Που είναι τρόπος του α-ληθεύειν. Τα δυο αυτά μνημεία δεν είναι άλλο παρά ο καλλιτεχνικός συμβολισμός του ίδιου εκείνου τρόπου. Με μόνη διαφορά ότι βρέθηκε απλώς σε δυο διαλεκτικά αντίθετες εσχατολογικές στάσεις του ανθρώπινου πνεύματος. Η μεν προ Χριστού στο «κατ’ αλήθειαν ζην», που η αισθητική της έκφραση είναι το «Ωραίο», η δε μετά Χριστόν στο «ζην εν τη αληθεία», που εκείνης αισθητική έκφραση είναι το «Υψηλό».
Κορυφαίο έργο έκφρασης του Υψηλού είναι η Αγια-Σοφιά. Στο εσωτερικό της είναι που εκφράζεται μεγαλοφυώς το άπειρο του χώρου αισθητικά.
Στάθηκα στον άξονα του ναού, στη βασιλική πύλη, και ατένισα το έργο αυτό του Ανθέμιου και του Ισίδωρου (αρχιτεκτόνων από πανάρχαιες ελληνίδες πόλεις της Ιωνίας). Είναι στην ουσία μια τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Η σύνθεσή της όμως είναι τόσο μεγαλοφυής, ώστε να ξεπερνά την έννοια του τύπου, με την πρωτοτυπία της. Γι’ αυτό και ποτέ κανείς, στα χίλια σχεδόν χρόνια Βυζαντίου που την ακολούθησαν, δεν τόλμησε να την επαναλάβει. Και όσες απόπειρες έγιναν να την μιμηθούν από τους Οθωμανούς, ακόμα και από τον διάσημο αρχιτέκτονα (Έλληνα) γενίτσαρο Σινάν (τέμενος Σουλεϊμανίγιε), δεν ήσαν παρά κενές περιεχομένου ματαιοπονίες. (Δεν μιλώ για ημέτερες απομιμήσεις, διότι συνιστούν θλιβερές περιπλανήσεις).
Τέσσερα τόξα βαστάζουν τον μεγάλο τρούλο του ναού, τον αντιστηρίζουν δε (ανατολικά και δυτικά) δυο κόγχες, ενώ τα άλλα δύο τόξα είναι πλήρη με τοιχοποιία, εν τούτοις διάτρητη. Οι δυο κόγχες όμως δεν είναι ολοκληρωμένες ως τεταρτοσφαίρια. Τρεις μικρότερες δημιουργούνται στη γένεσή τους, η μια αξονικά οι άλλες πλάγια, προσδίδοντας αριστοτεχνική δραματουργία στην αντιστήριξή τους, εμπλουτίζουν τη σύνθεση του μεγαλοφυούς αυτού έργου. Τα πλάγια κλίτη, που διατηρούνται μόνο στα 2/5 του ύψους του ναού, διαδραματίζουν, ημιφωτιζόμενα, κυρίαρχο ρόλο στην ανάδειξη του χώρου ως ατέρμονου.
Ο χώρος του ναού φάνταζε, από τη θέση εκείνη στη βασιλική πύλη, απροσμέτρητος! Αλλά και ενιαίος. Η πνοή του είλκυε προς το βάθος, προς την ποιητική αγκαλιά της μεγάλης και των τριών μικρών κογχών που την διατρυπούν. Πορεύθηκα προς το βάθος αυτό, σε μια κίνηση όμως όπου συνέχεια γεννούσε εναλλασσόμενα συναισθήματα, για τη φύση αυτού του μεγαλειώδους χώρου. Όλες οι επιφάνειες, οι κόγχες και τα τόξα του ναού, ήσαν τόσο έντεχνα διατρυπημένα, είτε προς το εξωτερικό φως (η μέρα ήταν ηλιόλουστη) είτε προς το ημίφως των πλάγιων κλιτών, των οποίων το τέρμα, όντας αδιόρατο, επέτρεπε να το πλάθεις και να το αναπλάθεις στη φαντασία σου, έτσι που το όλο γεωμετρικό σχήμα του ναού, να μην είναι πεζό, ως συγκεκριμένο, αλλά πλουσιότερο τόσο, όσο η φαντασία που το αναπλάθει! Με τον ολόφωτο τρούλο να σε ακολουθεί ορατός και αιωρούμενος σχεδόν όπου και να σταθείς. Αιωρούμενος, διότι και ο ίδιος είναι στη βάση του διάτρητος (από τα σαράντα παράθυρα), αλλά και η μάζα των κτισμάτων που τον αντιστηρίζουν, είναι θαυμαστά εξαϋλωμένη, κατά τον τρόπο που η Βυζαντινή τέχνη γνωρίζει.
Παράλληλα οι σοφοί αρχιτέκτονες παρεμβάλλοντας παντού την ανθρώπινη κλίμακα (πανάρχαιος εγγενής ελληνικός τρόπος του «μέτρου»), σε οδηγούν να αναμετράς το τεράστιο μέγεθος του έργου. Το κτίσμα πια γίνεται απέραντο, που νομίζεις πως όσο κι αν προχωρήσεις, δεν θα αγγίξεις ποτέ ό,τι το περιβάλλει. Ο άπειρος χώρος σε έκανε απειροελάχιστο, ώστε μέσα στην απεραντοσύνη να στέκεσαι, «ταπεινός» πια, στο κέντρο της, το κέντρο του απείρου, κάτω από τον τρούλο, και ατενίζοντας το φως που ξεχύνεται απ’ εκεί, ως φως που δεν είναι «του κόσμου τούτου», ανάλαφρος ήδη, (καθότι «ο ταπεινών εαυτόν υψοθήσεται»), να υψώνεσαι στον υπερκόσμιο χώρο του αισθητικά.
Έχοντας δε στα αφτιά τα ακουστικά του (μικροσκοπικού τεχνολογικού θαύματος) iPod, άκουγα σε τέλειο ήχο την κρυστάλλινη φωνή του θαλερού ψάλτη στον Άγιο Δομέτιο Κωστάκη Σαββίδη, καθώς και τη θαυμαστή εκείνη (εκδιωχθείσα! - γιατί Μακαριότατε;) χορωδία «Χατζηνικολάου» της Φανερωμένης, να ψάλλουν, ο καθ’ ένας με τον τρόπο του, το «επί Σοι χαίρει κεχαριτωμένη», οπότε και οι θόλοι του ναού (και των αφτιών μου) δονούνταν από το άλλο μέγα (το μουσικό) επίτευγμα του μ.Χ. ελληνικού τρόπου, και η αισθητική εμπειρία ολοκληρωνόταν. Όταν δε η ψαλμωδία έφτανε στο «την σην γαστέραν πλατυτέραν ουρανών», ο συμβολισμός γινόταν πλήρης: Η Αγια-Σοφιά ήταν, η ίδια, «πλατυτέρα ουρανών»!
ΧΑΡΗΣ ΦΕΡΑΙΟΣ
Αρχιτέκτων, Διδάκτωρ του ΕΜΠ