Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Τουρκική επέλαση στο Αιγαίο

Οι κρίσιμοι σταθμοί της ελληνικής υποχωρητικότητας
Η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως είναι καλά γνωστό, άρχισε να αλλάζει ροή στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ύστερα από μια σειρά γεγονότων, εξελίξεων και εκτιμήσεων στη γειτονική χώρα. Οι Τούρκοι προετοιμάζονταν τότε να γιορτάσουν τα πενηντάχρονα της Δημοκρατίας που θεμελίωσε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Αντιμετώπιζαν, ωστόσο, σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και ήθελαν να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης προς τα έξω, σε έναν «κοινό εχθρό». Διαπίστωναν, ταυτόχρονα, την αρνητική για αυτούς εξέλιξη του Κυπριακού και κατέληγαν σε μια πολύ απλή απόφαση: «Αντί να τρέχουμε πίσω από τα προβλήματα που μας δημιουργούν οι Έλληνες, να δημιουργούμε προβλήματα πίσω από τα οποία να τρέχουν οι Έλληνες».
Αιτιάσεις για τις μειονότητες
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκαν οι γραφειοκράτες της Άγκυρας ήταν οι μειονότητες και το έθεσαν στις δοτές κυβερνήσεις της χούντας. Τόσο όμως τα πραγματικά δεδομένα, όσο και οι Διεθνείς Συνθήκες δεν τους επέτρεπαν να παριστάνουν τους καταγγέλλοντες. Οι μουσουλμανικές μειονότητες στην Ελλάδα αυξάνονταν και πληθύνονταν, ενώ η ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο έβαινε προς εξαφάνιση. Το προβλεπόμενο από τη Συνθήκη της Λοζάνης ειδικό μειονοτικό καθεστώς για τους Έλληνες στα δύο νησιά ουδέποτε είχε εφαρμοστεί και η προβλεπόμενη πληθυσμιακή ισορροπία στις εκατέρωθεν μειονότητες είχε ήδη ανατραπεί με ένα δραματικό τρόπο σε βάρος των Ελλήνων.

Στροφή προς τη θάλασσα
Μόλις λίγο καιρό αργότερα, οι Τούρκοι ανακάλυπταν το νέο προσανατολισμό τους απέναντι στον ελληνισμό. Η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση, ο εντοπισμός πετρελαϊκών κοιτασμάτων στο Αιγαίο και η επικείμενη Διεθνής Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας λειτούργησαν τη στιγμή εκείνη ως οδηγός πλοήγησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Φαινόταν άλλωστε ξεκάθαρα ότι η παγκόσμια κοινότητα επρόκειτο να θεσμοθετήσει και να περιλάβει στη νέα Διεθνή Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας σημαντικούς εθιμικούς κανόνες, ανάμεσα στους οποίους και το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Και αυτό ενοχλούσε σοβαρά την Άγκυρα. Η προοπτική κατοχύρωσης του Αιγαίου ως Ελληνικού Αρχιπελάγους και το ισχυρό αίσθημα κλειστοφοβίας που διαπερνούσε τα κέντρα αποφάσεων της Άγκυρας καθοδηγούσαν τα επόμενα βήματα των επιτελών τους. Η Άγκυρα αποφάσιζε να κινηθεί προς τη θάλασσα.

Ζήτημα υφαλοκρηπίδας και χωρικών υδάτων
Η μεγάλη στροφή στην τουρκική εξωτερική πολιτική εγκαινιάστηκε το Νοέμβριο του 1973, με την παραχώρηση στην Τουρκική Κρατική Εταιρεία Πετρελαίων 27 αδειών για έρευνα και εκμετάλλευση πιθανών πετρελαϊκών κοιτασμάτων σε περιοχές της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας που η Ελλάδα θεωρούσε ότι της ανήκουν. Ήταν η πρώτη έμπρακτη κίνηση με την οποία η Άγκυρα δρομολογούσε την εφαρμογή μιας διεκδικητικής στρατηγικής στο Αιγαίο, με την τακτική των τετελεσμένων γεγονότων. Με βασικά επιχειρήματα, αφενός, τον έωλο ισχυρισμό ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου «κάθονται» στην ασιατική και δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και, αφετέρου, την άποψη ότι στο Αιγαίο επικρατούν ειδικές περιστάσεις, που απαιτούν ειδικές λύσεις, κατ’ εξαίρεση του Διεθνούς Δικαίου.

Μόλις λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1974, όταν η χούντα των Αθηνών διοχέτευσε προς τον Τύπο σκέψεις για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, η Άγκυρα προχώρησε στη δεύτερη κίνηση. Με μια λιτή ανακοίνωσή του, το υπουργείο Εξωτερικών κατέστησε σαφές ότι μια τέτοια απόφαση δεν επρόκειτο να γίνει ανεκτή και ότι θα αποτελούσε αιτία πολέμου.

Εναέριος χώρος και επιχειρησιακά όρια
Στα μέσα της ίδιας χρονιάς, τον Ιούλιο του 1974, το άφρον πραξικόπημα στην Κύπρο έδωσε στους Τούρκους την αφορμή και την ευκαιρία για την εισβολή και την κατάληψη του 40% των κυπριακών εδαφών. Την ίδια ακριβώς στιγμή, η Άγκυρα έβαλε σε εφαρμογή νέες διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Με την αγγελία 1157, επεχείρησε να πάρει τον έλεγχο στο ανατολικό τμήμα του FIR Αθηνών, περίπου ως το μισό του Αιγαίου, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να αμφισβητεί την έκταση του εθνικού εναέριου χώρου, αλλά και το δικαίωμα άμυνας των ελληνικών νησιών. Για να διατηρεί μάλιστα ενεργές τις διεκδικήσεις αυτές, η τουρκική αεροπορία επιδόθηκε σε τακτικές παραβάσεις των διεθνών κανόνων αεροπλοΐας στο FIR Αθηνών, αλλά και σε παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, μεταξύ 6 και 10 ναυτικών μιλίων από τις ακτές των ελληνικών νησιών.

Ένα χρόνο αργότερα, εκμεταλλευόμενη την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία απαίτησε να αναλάβει για λογαριασμό της Συμμαχίας την επιχειρησιακή ευθύνη για την αεροπορική κάλυψη ολόκληρου του Αιγαίου. Όταν μάλιστα η Αθήνα επεδίωξε την επιστροφή της στο στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας, η Άγκυρα αρνήθηκε την εφαρμογή του προϊσχύοντος καθεστώτος και, προβάλλοντας βέτο στην ελληνική επανένταξη, απαίτησε είτε να αναλάβει η ίδια τον επιχειρησιακό έλεγχο στο μισό Αιγαίο είτε να μην υπάρξουν καθόλου επιχειρησιακά όρια.

Εγκατάλειψη ολόκληρης της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας
Το επόμενο βήμα ήρθε το καλοκαίρι του 1976, όταν η Άγκυρα έστειλε το «Χόρα» στο Αιγαίο, με την εντολή να πραγματοποιήσει έρευνες σε περιοχές της διεκδικούμενης υφαλοκρηπίδας. Οι δύο χώρες έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου και το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο οποίο προσέφυγε η Ελλάδα, συνέστησε διμερείς διαπραγματεύσεις. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, Αθήνα και Άγκυρα συμφώνησαν στην έναρξη διαβουλεύσεων με απώτερο σκοπό την παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και υπέγραψαν το Πρακτικό της Βέρνης με το οποίο –ανάμεσα στα άλλα– δεσμεύονταν να απέχουν από ενέργειες οι οποίες μπορούσε να βλάψουν τις σχετικές διαβουλεύσεις. Δεσμεύονταν, δηλαδή, να μην διενεργούν έρευνες και γεωτρήσεις στο αμφισβητούμενο τμήμα της υφαλοκρηπίδας, καθ’ όλο το διάστημα που θα συνεχίζονταν οι σχετικές διμερείς επαφές.

Μέσα σε λίγους μήνες, η Άγκυρα εγκατέλειψε το σκοπό της συμφωνίας –τη διαβούλευση, δηλαδή, για την παραπομπή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Δικαστήριο της Χάγης– αλλά θέλησε να κρατήσει ενεργή τη διμερή δέσμευση που αφορούσε στην αποχή από κάθε ενέργεια στο αμφισβητούμενο τμήμα της υφαλοκρηπίδας.

Δεν επρόκειτο όμως να περιοριστεί η Τουρκία ούτε σε αυτό. Όταν η Αθήνα έδωσε την εντύπωση πως δεν δέχεται την αυθαίρετη ερμηνεία της, η Άγκυρα έκανε το επόμενο βήμα. Το Μάρτιο του 1987, έβγαλε για έρευνες στο Αιγαίο το «Σισμίκ» και αξίωσε από την ελληνική κυβέρνηση να προσχωρήσει στη θέση της ότι καμιά από τις δύο πλευρές δεν θα κάνει έρευνες και γεωτρήσεις σε κανένα σημείο της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας, σε κανένα σημείο πέρα από τα χωρικά της ύδατα. Υπό την απειλή πολέμου, τον οποίο οι Τούρκοι στρατιωτικοί ήταν αποφασισμένοι να αποτολμήσουν με την ενθάρρυνση κορυφαίων Αμερικανών παραγόντων, η Αθήνα αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να αναστείλει την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας σε ολόκληρη την αιγαιακή υφαλοκρηπίδα, ακόμη και σε περιοχές που ούτε αμφισβητούνταν ούτε μπορούσε να αμφισβητηθούν από κανέναν.

Άλμα στη διεκδίκηση ελληνικών εδαφών
Αρκετά χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα από τη νύχτα των Ιμίων, το Φεβρουάριο του 1996, οι Τούρκοι προχώρησαν για πρώτη φορά στη διεκδίκηση ελληνικών εδαφών, εισάγοντας τη θεωρία των δήθεν «γκρίζων ζωνών». Με την απειλή πολέμου, ανάγκασαν την Αθήνα να υποστείλει την ελληνική σημαία και να απομακρύνει τους στρατιώτες και τα πλοία της από ελληνικό έδαφος και ελληνικά χωρικά ύδατα. Αρνούμενοι, μάλιστα, την ισχύ των ιταλοτουρκικών συμφωνιών του 1932, αλλά και παραγνωρίζοντας κρίσιμες διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης, πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι εκατοντάδες νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο δεν έχουν σαφώς προσδιορισμένο καθεστώς και δεν μπορεί να θεωρούνται ελληνικές.

Ήδη, με την πρόκληση πολεμικών κρίσεων, οι Τούρκοι είχαν θέσει σε αμφισβήτηση αποκλειστικές δικαιοδοσίες της Ελλάδας σε ό,τι αφορά το FIR Αθηνών και τη ζώνη επιχειρησιακού ελέγχου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, κυριαρχικά δικαιώματα σε ό,τι αφορά τον εθνικό εναέριο χώρο και την άμυνα των νησιών, αλλά και την ελληνική κυριαρχία σε έναν ακαθόριστο αριθμό νησίδων και βραχονησίδων, που έφταναν ακόμη και στα νότια της Κρήτης, όπως η Γαύδος. Με την ίδια πρακτική, των πολεμικών κρίσεων, η Τουρκία είχε ήδη εξαναγκάσει την Ελλάδα να κρατά ανενεργά κρίσιμα κυριαρχικά δικαιώματά της στο Αιγαίο και ιδίως να μην επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, αλλά και να μην διενεργεί έρευνες σε κανένα σημείο της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας.

Από την de facto εδραίωση στην de jure κατοχύρωση
Πέρα όμως, από την de facto εδραίωση των θέσεών της, η Τουρκία πέτυχε κατά τα τελευταία χρόνια να προχωρήσει και στον προθάλαμο της de jure κατοχύρωσής τους. Με την κοινή δήλωση της Μαδρίτης, τον Ιούλιο του 1997, η τότε ελληνική κυβέρνηση προσχώρησε στην τουρκική άποψη για την «ύπαρξη ζωτικών τουρκικών συμφερόντων στο Αιγαίο», ενώ δύο χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 1999, στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, πρωτοστάτησε στη διατύπωση των Συμπερασμάτων, που αναφέρονταν στην «ύπαρξη συνοριακών και άλλων διαφορών». Λίγο καιρό αργότερα, ύστερα από καλά μεθοδευμένες προσπάθειες, με επικεφαλής το σημερινό πρωθυπουργό, η Αθήνα ξεκίνησε εφ’ όλης της ύλης μυστικό διάλογο με την Άγκυρα. Πολύ σύντομα, μάλιστα, δέχτηκε για συζήτηση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, στις λεγόμενες διερευνητικές επαφές της περιόδου 2002-2003, όλες τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών της Άγκυρας για δήθεν «γκρίζες ζώνες».

Αταλάντευτη επιμονή στο σύνολο των διεκδικήσεων
Στο μεταξύ, με συνεχείς παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, οι Τούρκοι διατηρούσαν και εξακολουθούν να διατηρούν ανοιχτές όλες τις διεκδικήσεις τους, τόσο στον εναέριο χώρο όσο και σε ελληνικά εδάφη. Η τουρκική αεροπορία πετά συνεχώς σε απόσταση μικρότερη των 10 ναυτικών μιλίων από τις ακτές των ελληνικών νησιών και, όταν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών διαμαρτύρεται για την παραβίαση του εθνικού εναέριου χώρου, η Άγκυρα απαντά πως τα αεροσκάφη της δεν έκαναν καμιά παραβίαση, αφού –όπως τονίζει– δεν πλησίασαν σε απόσταση μικρότερη των 6 ναυτικών μιλίων.

Επιπλέον, όμως, από το 1996, τα τουρκικά πολεμικά πραγματοποιούν και πτήσεις σε χαμηλό ύψος πάνω από βραχονησίδες ή νησίδες, τις οποίες συμπεριλαμβάνουν στις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες». Όταν, μάλιστα, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών απευθύνει προς την Άγκυρα διακοινώσεις διαμαρτυρίας, οι Τούρκοι απαντούν πως δεν υπάρχει καμιά παραβίαση, αφού –όπως διατείνονται– δεν έχουν κάνει καμιά πτήση υπεράνω νησίδων η κυριότητα των οποίων έχει παραχωρηθεί στην Ελλάδα με Διεθνείς Συνθήκες. Τα σχετικά, σχεδόν πανομοιότυπα, τουρκικά έγγραφα στο υπουργείο Εξωτερικών συνιστούν αυτοτελή πρόκληση, καθώς επαναφέρουν ευθέως τη διεκδίκηση ελληνικών εδαφών.

Με την πρακτική αυτή, των τετελεσμένων γεγονότων και των απειλών, οι Τούρκοι επιμένουν αταλάντευτα στην αναθεώρηση του ισχύοντος αιγαιακού καθεστώτος, διεκδικώντας δικαιοδοσίες, κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά και εδάφη που ανήκουν στην Ελλάδα. Απαγορεύουν ταυτόχρονα στην Ελλάδα, αφενός, να επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της και, αφετέρου, να αξιοποιήσει στοιχεία του εθνικού της πλούτου, όπως τα πετρελαϊκά κοιτάσματα στη θέση Μπάμπουρας, μόλις έξω από τα χωρικά ύδατα της Θάσου, αλλά και σε άλλες περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.

του ΑΝΔΡΕΑ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
m-epikaira.gr